Βασίλης Παπαδόπουλος

Οι μουσικές καρέκλες και οι μουσικές κρεμάλες

Την άνοιξη του 2023 η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου κατηγορήθηκε για μισογυνισμό και χρήση αποικιοκρατικών στερεοτύπων με αφορμή την παραγωγή της όπερας Turandot του Πουτσίνι. Η Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης βρέθηκε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα σε παρόμοια θέση με αφορμή την ίδια όπερα και τις αντιδράσεις να είναι ακόμα εντονότερες, αποδεικνύοντας πλέον ότι η όπερα και η μουσική γενικότερα δεν κρίνονται για το μουσικό τους περιεχόμενο, αλλά για το αν οι δημιουργοί τους ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένα ηθικά κριτήρια.

Η cancel culture στη μουσική έχει μετατραπεί από κοινωνικό φαινόμενο σε μια καταλυτική δύναμη που καθορίζει όχι μόνο τη δημόσια εικόνα των καλλιτεχνών (νεκρών και ζωντανών), αλλά και την ίδια τους την ύπαρξη στο καλλιτεχνικό πεδίο και την ιστορία του πολιτισμού. Η μουσική και οι μουσικοί (από τον Μπαχ και τον Πουτσίνι μέχρι τον Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Βάλερι Γκεργκίεφ μόλις πριν μερικές μέρες) κρίνονται πλέον με βάση τις πολιτικές, ηθικές, κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής μας και η όποια αξία τους μπορεί να αμφισβητείται αν δεν καλύπτονται τα δικά μας ηθικά/κοινωνικά/πολιτικά πρότυπα. Η περίπτωση του μαέστρου Τζέημς Ληβάην που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε μετά τις κατηγορίες που δέχτηκε για σεξουαλική κακοποίηση και αυτή του Γκεργκίεφ, του οποίου η συμμετοχή σε συναυλίες ακυρώθηκε εξαιτίας της υποστήριξης του στο καθεστώς του Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι δύο εντελώς διαφορετικές περιπτώσεις. Τα αντανακλαστικά της μουσικής κοινότητας στην περίπτωση του Ληβάην λειτούργησαν γρήγορα και παρότι ο αρχιμουσικός δεν οδηγήθηκε τελικά στην αίθουσα του δικαστηρίου, η ΜΕΤ αποφάσισε να τον απομακρύνει, το θέμα φαίνεται πως λύθηκε με κάποιο τρόπο εξωδικαστικά παρότι και μετά τον θάνατο του Ληβάην συνέχισαν να έρχονται ανάλογες καταγγελίες για το άτομό του στο φως της δημοσιότητας. Αντίστοιχα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στα δικά μας θεατρικά πράγματα ήρθαν στο φως κι έφτασαν στις αίθουσες των δικαστηρίων – όχι χωρίς εμπόδια – αλλάζοντας μάλλον επί τα βελτίω την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στον χώρο.

Η έννοια της cancel culture έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια πεδίο έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης. Από τη μια πλευρά προβάλλεται ως αναγκαία μορφή κοινωνικής λογοδοσίας απέναντι σε πράξεις εγκληματικές, καταχρηστικές, ρατσιστικές κ.τ.λ., γιατί φαίνεται πως μπορεί να λειτουργήσει σε κάποιο βαθμό σαν εργαλείο κοινωνικής αυτοάμυνας και να προωθήσει την ηθική ευαισθητοποίηση∙ από την άλλη καταγγέλλεται σαν σύγχρονη μορφή λογοκρισίας, που περιορίζει την ελευθερία έκφρασης και δυναμιτίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου όταν χρησιμοποιείται σαν ρητορικό εργαλείο παραπληροφόρησης και ενίσχυσης ιδεολογικών ή άλλων αντιπαραθέσεων. Βέβαια η cancel culture δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο και διαφοροποιείται ανά περίπτωση και (πολιτιστικό) πεδίο, δεν εμφανίζεται πάντα σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό και, όταν εμφανίζεται, αυτό γίνεται με διαφορετικό τρόπο και ένταση, ανά μουσικό είδος, τόπο και χρόνο. Για την ιστορία, σαν παράδειγμα, να πούμε πως στο πρόσφατο ανέβασμα της Turandot από τη δική μας Εθνική Λυρική Σκηνή, κανείς δεν βρήκε στο έργο του Πουτσίνι στοιχεία μισογυνισμού κι ούτε ο επίσης δικός μας διεθνής Θεόδωρος Κουρεντζής έχει γίνει αποδέκτης canceling από συμπατριώτες του, παρά την αγάπη του για τη Ρωσία όπου και κυρίως δραστηριοποιείται. Αντίστοιχα, το κοινό της rap, της pop ή του hip-hop, που θα περίμενε κανείς πως θα είναι πιο ευαισθητοποιημένο σε κοινωνικά θέματα, αντιδρά με πολύ διαφορετικούς τρόπους ανά περίπτωση. Παρατηρείται συχνά το εξής φαινόμενο: το canceling από μια μερίδα του κοινού οδηγεί τελικά όχι σε μείωση αλλά σε αύξηση της δημοφιλίας των καλλιτεχνών που έχουν δεχτεί καταγγελίες, ή ακόμα και στο να αποδοθεί στους εν λόγω καλλιτέχνες ο χαρακτηρισμός του «αντισυστημικού» – η cancel culture δεν έχει πάντα ως κέντρο την ηθική δικαιοσύνη αλλά την απόλαυση της θεαματικής κατάρρευσης και το marketing, με όρους που παραπέμπουν περισσότερο σε reality show παρά σε πολιτισμικό διάλογο –ας μην ξεχνάμε πως στους εν λόγω χώρους διακυβεύονται τεράστια ποσά. Μπορούμε να μιλάμε για ηθικό μηχανισμό όταν η ίδια πρακτική άλλοτε καταστρέφει και άλλοτε απογειώνει καριέρες; Και αν η cancel culture λειτουργεί διαφορετικά, ανάλογα με το μουσικό είδος στο οποίο εφαρμόζεται, μήπως δεν είναι στην πραγματικότητα ένα ηθικό εργαλείο αλλά ένα παιχνίδι εξουσίας;

Τα ερωτήματα που επίμονα εμφανίζονται και πάλι, αργά ή γρήγορα, είναι τα εξής: Μπορούμε να διαχωρίσουμε τον καλλιτέχνη από το έργο του; Μπορούμε να κρίνουμε τα έργα του παρελθόντος με τα ηθικά κριτήρια του σήμερα;

Θα χρειάζεται στο μέλλον ο κάθε καλλιτέχνης να εξετάζεται ως προς την ηθικότητά του προκειμένου να του επιτρέπεται να ασκεί την τέχνη του; Θα χρειάζεται να αποδείξει π.χ. πως είναι φιλόζωος ή χορτοφάγος, πως δεν κάνει χρήση ναρκωτικών, πως δεν είναι αλκοολικός ή πως δεν έκανε ποτέ – μα ποτέ – κάποιο ρατσιστικό ή σεξιστικό σχόλιο; Θα εξετάζεται η ζωή του ολόκληρη από ένα αόρατο δικαστήριο ανά πάσα στιγμή για να καταλήξει αυτό το δικαστήριο σε μια κάποια –προσωρινή– ετυμηγορία που θα μπορεί επίσης ανά πάσα στιγμή να τροποποιηθεί; Θα είναι αυτός ο υπό εξέταση «καλλιτέχνης», εφόσον περνάει τις όποιες «εξετάσεις», ένας «καλός» καλλιτέχνης; H ηθική του «αρτιότητα» θα συνδέεται με κάποιον τρόπο με το «ταλέντο» του; Ο «ηθικός» καλλιτέχνης θα θεωρείται και αυτόχρημα ταλαντούχος; Ο ανήθικος, ατάλαντος; Είναι το canceling μέσω hashtags δικαιοσύνη ή ένα θέαμα εξουσίας; Μήπως η cancel culture εκτρέφει την ηδονή της καταστροφής και όχι την ηθική αποκατάσταση; Μήπως δεν πρόκειται για καθολικό ηθικό εργαλείο αλλά για προϊόν κοινωνικών προσδοκιών; Μήπως το θέμα δεν είναι τελικά η ηθική των καλλιτεχνών, αλλά οι εμμονές και οι φόβοι των ακροατηρίων, της Ιεράς Εξέτασης του πληκτρολογίου των ΜΚΔ; Μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε μια σαρωτική διαδικασία «αναθεώρησης» όλων των καλλιτεχνικών έργων των τελευταίων τριών χιλιάδων ετών προκειμένου να τα «βελτιώσουμε», να τα προσαρμόσουμε στα ηθικο-κοινωνικά μέτρα του σήμερα;

Η σκέψη και μόνο θα προκαλούσε θλίψη αν δεν ήταν γελοία. Ο άνθρωπος του 22ου αιώνα θα είναι ένας άνθρωπος σκεπτόμενος που θα μπορεί να εκτιμήσει την τέχνη του παρελθόντος μέσα στο παρόν της ή ένας άλλος Προκρούστης που με το ηθικό manual –στην πιο πρόσφατη εννοείται έκδοσή του!– ανά χείρας θα είναι δεξιοτέχνης μόνο στο να «ακρωτηριάζει»; Άραγε, σε ένα δυστοπικό μέλλον αυτή η διαδικασία «αναθεώρησης» θα είναι διαρκής και θα απαιτεί μια τεράστια στρατιά «αναθεωρητών», μιας και θα πρέπει ολόκληρη η πολιτιστική κληρονομιά του παρελθόντος να προσαρμόζεται διαρκώς στα τρέχοντα ηθικά και κοινωνικά «πιστεύω»;

Κύλιση στην κορυφή