Το πρώτο παιχνίδι
Μια πορσελάνινη κούκλα που μου είχε φέρει ο πατέρας μου από το Μιλάνο. Ήμουν δυόμιση χρονών κι εκείνη πιο ψηλή από μένα. Ήταν μια κούκλα που, αν πατούσες ένα κουμπί στην πλάτη της, μιλούσε και τραγουδούσε… στα ιταλικά. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, αλλά αυτό δεν μείωνε ούτε ελάχιστα τη γοητεία της!
Το πρώτο ψέμα
Δεν ήταν ακριβώς ψέμα, αλλά μου κόστισε μια δυσάρεστη εμπειρία. Ήμουν στην Α’ Δημοτικού κι ένα μεσημέρι αποφασίσαμε με τη συμμαθήτριά μου, τη Στέλλα, μετά το σχόλασμα να μην επιστρέψω στο σπίτι μου, αλλά να πάμε παρέα στο δικό της. Μας είχε φανεί τόσο εύκολο! Η μαμά μου με περίμενε να γυρίσω, όπως κάθε μεσημέρι, μα εγώ ακολουθώντας τη Στέλλα από έναν δύσκολο και επικίνδυνο δρόμο γεμάτο αυτοκίνητα, είχα τραβήξει γι’ αλλού… Η μαμά μου τρελάθηκε ώσπου να με βρει κι όταν επιτέλους με βρήκε κατάλαβα ότι όλες οι πράξεις σ’ αυτή τη ζωή έχουν τις συνέπειές τους.
Το πρώτο παραμύθι
«Ήταν ένα αρκουδάκι που είχε φίλο ένα αραπάκι κι ένα ωραίο κουνελάκι…». Έτσι άρχιζε κι ήταν ένα από τα ομοιοκατάληκτα παραμύθια με το χάρτινο εξώφυλλο, χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής, που μου διάβαζε η μαμά μου και που εγώ ακούγοντάς την μάθαινα απέξω. Κι έπειτα έβαζα το δάχτυλό μου κάτω από τις γραμμές, όπως εκείνη, και επαναλάμβανα τις φράσεις σαν να ήξερα να διαβάζω, εντυπωσιάζοντας τα «πλήθη», μα περισσότερο απ’ όλους τη μαμά μου.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο
Δε θυμάμαι την πρώτη μέρα στο σχολείο. Θυμάμαι όμως τις πρώτες γυμναστικές επιδείξεις στο σχολείο ή ενδεχομένως τη φωτογραφία που τις απαθανάτισε. Ήταν μια υπερπαραγωγή! Όλες οι τάξεις σε πλήρη ανάπτυξη στη μεγάλη αυλή κι εγώ με λευκό μακό μπλουζάκι χωρίς μανίκι και φουφούλα, ξανθούλα και σγουρή και σίγουρα έκπληκτη από το μεγαλείο του πράγματος, έτοιμη να εκτελέσω το πρόγραμμα που μας είχε μάθει η κα Ανθούλα, η αγαπημένη δασκάλα μου του νηπιαγωγείου.
Η πρώτη φωτογραφία
Στο ξαπλωτό καρότσι μηνών, καθιστή, τα χέρια μου να γραπώνουν τα πλαϊνά του, το κεφάλι μου στητό, τα μάτια μου να αντικρίζουν με περιέργεια και αποφασιστικότητα τον κόσμο της κυριακάτικης βόλτας στην Πάνω Πλατεία της Κέρκυρας, με τη μαμά μου σε ταγεράκι και κόμμωση εποχής από τη μια μεριά και τον μπαμπά μου ατίθασο, πλην κουστουμαρισμένο, νιάτο από την άλλη. Κι οι δυο τους σε μια ηλικία που, όταν σήμερα οι γυναίκες και οι άντρες γίνονται γονείς, θεωρείται δυστύχημα.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα
Ίσως τα Τριάντα Λαϊκά Παραμύθια, ίσως τον Γκιούλιβερ ή τον Μιχαήλ Στρογκώφ ή την Πολυάννα, τις Μικρές Κυρίες ή τα Παιδιά Ήρωες ή Τα Άγουρα Χρόνια, τις Μεγάλες Προσδοκίες, Τα παιδιά που έβλεπαν τα τρένα να περνούν, το Χωρίς ή το Με οικογένεια… Πώς να θυμηθώ; Πάντως ήταν όλα μεγάλα βιβλία με σκληρό εξώφυλλο, παραταγμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και εννοείται ότι υπάρχουν ακόμα. Είχαμε βιβλιοθήκες στο σπίτι με πολλά και διαφορετικά βιβλία που σιγά σιγά ανακάλυπτα, όταν η μαμά μου μου ζήταγε πριν τις μεγάλες γιορτές να τα ξεσκονίσω, όταν παίζοντας προσπαθούσα να διαβάσω πλάγια ή ανάποδα τους τίτλους στις ράχες τους από μακριά, όταν τα πλησίαζα διερευνητικά στα κομοδίνα που τα άφηναν οι δικοί μου για να πάρω στα κρυφά όποιο νόμιζα ότι μου ταίριαζε. Πολλοί διαφορετικοί κόσμοι που τους γνώριζα μέσα από λέξεις που έφτιαχναν εικόνες, σεκάνς από ταινίες ολόκληρες, σε μοναδικές κόπιες αποθηκευμένες στο μυαλό μου. Σπουδαία υπόθεση ν’ ανακαλύπτεις ότι έχεις μέσα στο κεφάλι μια καταδική σου κινηματογραφική αίθουσα, αυτό που ονομάζουμε φαντασία, στην οποία όλα μπορούν να αναπαρασταθούν και για την οποία τίποτα δεν είναι αδύνατο.
Η πρώτη τιμωρία
Ενδεχομένως η πρώτη τιμωρία να ήταν εκείνη της μαμάς μου που ξέσπασε πάνω μου τον δικαιολογημένο θυμό της για τη λαχτάρα που της προκάλεσα. Δεν ήταν πολλές οι τιμωρίες που έχω υποστεί, πάντως, στα μικρά μου χρόνια. Ήμουν η «κοντέσα» του παππού μου, που μου υποσχόταν όταν θα μεγάλωνα μια άμαξα με δυο άλογα και αποκλειστικό αμαξά, και η πρώτη και εξ αυτού χαϊδεμένη κόρη όλης της ευρύτερης οικογένειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι τιμωρίες λουφάζουν αποθαρρυμένες στη γωνιά τους.
Το πρώτο κατοικίδιο
Η Τσίνα, μια γκριζόασπρη γατούλα που είχαμε βρει με την αδερφή μου στη γειτονιά και την είχαμε φέρει στο σπίτι. Την περιέθαλψε ο παππούς μου, γιατί η μαμά μου στην αρχή την αρνήθηκε μετ’ επιτάσεως. Ο παππούς τής αγόραζε τηγανητά ψαράκια από τη Λαϊκή, της είχε καλαθάκι για να κοιμάται δίπλα στο πορτ μαντώ και τα βράδια του χειμώνα έβαζε τον σκούφο του κι έβγαινε στον κήπο να την αναζητήσει. Στο τέλος, όμως, ακόμα και η μαμά μου κατέληξε να την αγαπά. Της καθάριζε –άκουσον άκουσον– τ’ αυτιά δίπλα στην ξυλόσομπα με μπατονέτα, την άφηνε να τρυπώνει τη νύχτα κάτω απ’ τα παπλώματά μας και μια μέρα την τίναξε κατά λάθος μαζί μ’ αυτά από τον πρώτο όροφο! Η Τσίνα όμως, ζωντανή επιβεβαίωση της εφτάψυχης γάτας, έκανε μια περίφημη πολλαπλή περιστροφή στον αέρα και προσγειώθηκε στα τέσσερα πόδια της αριστοτεχνικά!
Η πρώτη απογοήτευση
Δεν ήταν ερωτική. Ήταν όταν η ομήγυρη των παιδιών, περίπου είκοσι, που μαζευόμασταν τα καλοκαίρια στη γειτονιά και παίζαμε από τις επτά το απόγευμα ως τις έντεκα το βράδυ όλων των λογιών τα παιχνίδια, με καθαίρεσε από πρόεδρο, γιατί δεν ανταποκρινόμουν στις υποχρεώσεις μου. Βλέπετε, οι προσκοπίνες της τσακαλοπαρέας που ήξεραν από αρχαιρεσίες, ιεραρχίες, αξιώματα και καθήκοντα μας είχαν οργανώσει κανονικά με προεδρείο, ώρα προσέλευσης, φύτευση λουλουδιών στις άκρες του χωμάτινου δρόμου, οργανόγραμμα παιχνιδιών σε καθημερινή βάση, που άρχιζε με τα πιο απλά –λάστιχο, κουτσό, μήλα, στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα κ.τ.λ.–, κορυφωνόταν με αγώνες δρόμου, για να τελειώσει τις μεγάλες ώρες με κρυφτό στο σκοτάδι των κήπων και των γύρω δρόμων. Ήταν η πρώτη μου εμπειρία με συλλογικότητες.
Ο πρώτος έρωτας
Ο Σωτήρης στο δημοτικό. Δεν ήμουνα η μόνη ερωτευμένη μαζί του. Ήταν περιζήτητος, μελαχρινός με μεγάλα καστανά μάτια και γλυκύτατο χαμόγελο, που στον αγώνα για την κατάκτησή του έχασα από μια συμμαθήτριά μου. Από τότε, όταν παίζαμε κυνηγητό στα διαλείμματα, ο Σωτήρης κυνηγούσε εκείνη και όχι εμένα κι ήτανε πάλι εκείνη που άγγιζε φωνάζοντας το γνωστό «φτου ξελευτερία για όλους», όταν ξεγλιστρούσε από τους διώκτες του κι ερχόταν με φόρα στις δάφνες της αυλής για να μας βγάλει από τη φυλακή μας.
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα
Θα σε μάθω να πετάς, μια νουβέλα αυτοβιογραφικού περιεχομένου, που εκδόθηκε από έναν μικρό αθηναϊκό εκδοτικό οίκο, τον Όμβρο του Μιχάλη του Κόκκινου, στις τελευταίες ανάσες του 20ού αιώνα. Τότε ξεκίνησαν όλα…
Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία
Το πρώτο που θεωρούσα ότι έπρεπε να βελτιωθεί στα ελληνικά βιβλία για παιδιά ήταν οι εικονογραφήσεις που τις δεκαετίες του ʼ80 και του ʼ90 τις θυμάμαι άχρωμες, στατικές, χωρίς σκηνογραφία κι έμπνευση (μια γενική αίσθηση που δεν αποκλείει τις εξαιρέσεις). Το δεύτερο, ο διδακτισμός και η ηθικολογία που φάνηκε να επανέρχονται δυναμικά στο προσκήνιο, μαζί με έναν γενικότερο κοινωνικό συντηρητισμό προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, όταν και πολλαπλασιάστηκαν οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας που θεώρησαν μάλλον ότι είναι εύκολο να γράφεις για παιδιά. Εξακολουθώ να θεωρώ ότι για τα παιδιά δεν γράφουμε –εκτός εξαιρέσεων– τις ιστορίες που αφηγούμαστε στα δικά μας παιδιά τις νύχτες του χειμώνα ή όποια ιστορία σκαρφιζόμαστε στο πόδι με τον απλοϊκό τρόπο με τον οποίο νομίζουμε ότι πρέπει να μιλάμε σε αυτά για να μας καταλαβαίνουν, πάντοτε με κύριο μέλημά μας να τα καθοδηγήσουμε ορθά στη ζωή. Η παιδική και εφηβική λογοτεχνία οφείλει να είναι πρώτ’ απ’ όλα τέχνη του λόγου και την ίδια στιγμή μια ευρηματική, αν όχι σύλληψη, τουλάχιστον απόδοση μιας ιστορίας αυθεντικά νοηματοδοτημένης. Στα παιδιά και στους νέους αξίζουν οι πιο πλούσιες καλλιτεχνικές εμπειρίες, ανάμεσά τους και οι αναγνωστικές, για να αποκτούν μέτρο σύγκρισης και να τις αναγνωρίζουν, να τις επιζητούν και να τις δημιουργούν με τη σειρά τους αργότερα ως ενήλικες!
