Το πρώτο παιχνίδι
Η Δόξα μπήκε ορμητική στο σπίτι. Χαιρέτησε στα πεταχτά τη φίλη της, τη θεία Λιάνα, κι ύστερα έβγαλε από την τσάντα της ένα δισκάκι 45 στροφών και το έβαλε στο πικάπ. Η θεία Λιάνα ετοίμαζε καφέ, ενώ εκείνη λικνιζόταν στον ρυθμό του τραγουδιού. Δεν καταλάβαινα γρι από τους στίχους. Τα αγγλικά μου, στα πέντε μου, ήταν ανύπαρκτα. Όπως ανύπαρκτα ήταν τα πάντα εκείνη τη στιγμή. Τα σάρωσε το μαντήλι που είχε δεμένο στο κεφάλι της η Δόξα. Μια γύρα γύρω από το μέτωπο, ένας κόμπος στο πλάι, και το υπόλοιπο να πέφτει ελεύθερο. Τα βραχιόλια της κροτάλιζαν, η ζώνη με τους μεγάλους κρίκους λαμπύριζε, και η μάξι φούστα της περνούσε ανάερα πάνω από το παλιό παρκέ. Μια χίπισσα, μια επαναστάτρια, μια σαρωτική γυναίκα.
Από τότε ήξερα. Αυτό ήταν το παιχνίδι που θα ήθελα να παίζω ξανά και ξανά κλέβοντας ρούχα και κοσμήματα από τη ντουλάπα της μαμάς, μαντήλια από την εξαδέλφη και πόζες από τις σταρ που φιγουράραν στο Φαντάζιο και το Ρομάντζο.
Βεβαίως έπαιζα και τις νεράιδες, με τη Μέλπω, και τις χάρτινες κούκλες, με τη Χλόη, και τη Μπάρμπι, με την Άντζελα και τις φαρμακοποιούς με τα χίλια μπουκαλάκια και τις αλοιφές, με τη Χριστιάνα.
Και το «Περνά περνά η μέλισσα» και το λάστιχο με όλες τις φίλες, στην αυλή του σχολείου.
Αλλά όλα τελικά ήταν το ίδιο παιχνίδι: πρόβα γυναίκας.
Νεράιδες, μάγισσες, γόησσες, μανάδες, δασκάλες, μέλισσες, και κάποτε σφήκες με δηλητηριώδες το κεντρί, ικανές για όλα. Μαντόνες, Εύες και Λίλιθ μαζί.
Ήρθε η ώρα που βγήκαμε όλες οι φίλες στη σκηνή και παίξαμε τον ρόλο μας.
Μα συχνά πυκνά μαζευόμαστε ακόμη στα παρασκήνια και κάνουμε τις πρόβες μας γιατί όλο ξεχνάμε τα λόγια μας.
Κάπου κάπου έρχεται και η Δόξα στο καμαρίνι μου να μου φέρει λουλούδια. Είναι πάντα ίδια. Ακαταμάχητη. Κι ας είναι πολύ καιρό πια πεθαμένη.
Το πρώτο ψέμα
Όπως ένα παιδί με μουστάκια από σοκολάτα κοιτάζει με αθώο βλέμμα τη μαμά. Όοοχι. Δεν έφαγε σοκολάτα!
Έτσι κι εγώ ξεφούρνισα το ψέμα. Όχι σα βρεμένη γάτα. Ούτε με βλέμμα χαμηλωμένο. Μα με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Στα δικαστήρια του πεντάχρονου μυαλού μου δικαστές, συνήγοροι, κατήγοροι και κατηγορούμενοι ήταν ένα και το αυτό! Εγώ!
Επιστρέφαμε από το νηπιαγωγείο. Το χέρι μου ελευθερώθηκε απότομα από το χέρι της μαμάς κι έτρεξα στο δωμάτιό μου. Έπαιξα, γκρίνιαξα, μαλλιοτραβήχτηκα με τον αδερφό μου, και πάλι γκρίνιαξα. «Μαμά μ’ αγαπάς;» Ένα ερώτημα που επαναλάμβανα χωρίς απαίτηση να πάρω απάντηση. Τους τοίχους και τους καναπέδες ρωτούσα. Είχε αυτονομηθεί πια η φράση που απώλεσε το ερωτηματικό της. Φαίνεται πως μου μου άρεσε ο ήχος της.
Το ήξερε κι η μαμά, σιγά μην απαντούσε. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι με αγαπούσε τόσο πολύ. Όσο και τον αδερφό μου. Αμέ. Το ίδιο. Τόοοοσο.
Ήρθε η ώρα να κάνω μπάνιο.
Με ξέντυσε. Έμεινε το χέρι της στον αέρα, το φουστανάκι ανάποδα και το κεφάλι μου αιχμάλωτο ανάμεσα στα λουλουδάκια του.
-Τι είναι αυτό; Του το βρήκες το «ματάκι»;
Καρφιτσωμένο στη φανέλα μου ήταν ένα χρυσό στεφανάκι με μια γαλάζια χάντρα στη μέση. Από εκείνα τα ματάκια που ήταν της μόδας τότε. Συνήθως υφασμάτινα, σπανιότερα χρυσά και λαμπερά.
-Ποιανού είναι παιδί μου αυτό;
-Της Ηλέκτρας. Μου το χάρισε.
Τηλεφωνεί αμέσως η μαμά στη μαμά της Ηλέκτρας.
Το έψαχναν βέβαια το φυλαχτό και νόμιζαν πως χάθηκε.
«Κλέφτρα»! Απεφάνθη ο δικαστής της μαμάς.
«Αθώα!» χτύπησε το σφυρί ο δικός μου. «Της ανήκει. Για δείτε καλύτερα το φυλαχτό. Δείτε τη χαραγμένη επιγραφή γύρω από το στεφανάκι: «Ναι, παιδί μου, σ’ αγαπώ.» Δε χρειαζόμαστε άλλα τεκμήρια. Τελεία και παύλα.»
Το φυλαχτό επέστρεψε στην Ηλέκτρα με χίλιες συγγνώμες και ταπεινωτικά «ποτέ ξανά».
Ποτέ ξανά δεν είπα αδέξια ψέματα. Αλλά ούτε και σταμάτησα να κλέβω τις απαντήσεις στο αιώνιο ερώτημα: Μ’ αγαπάς;
Το πρώτο παραμύθι
«Λοιπόν αλεπουδίτσα μου, άλλη φορά να είσαι προνοητική!»
Μια αλεπού από τα βάθη ενός πηγαδιού έπαιρνε ένα πικρό μάθημα ποιος ξέρει για ποια παγαποντιά της. Ήταν η τελευταία σελίδα σε ένα παραμυθάκι που συνόδευε τα καινούργια παπούτσια από τον Μούγιερ. Μέσα στο κουτί με τα άχαρα μποτάκια, λόγω πλατυποδίας, υπήρχε δώρο κι ένα βιβλιαράκι με γυαλιστερές, ευωδιαστές σελίδες και χρωματιστές εικόνες. Παρηγοριά στον άρρωστο. Λουστρίνια με αγκράφα γιοκ. Αγορίστικα σχεδόν μποτάκια με κορδόνια, τιμωρία σωστή, ναι. Και πολύ μου έπεφταν. Αλλά και δώρο ένα μοσχομυριστό παραμύθι.
Δεν είχε σημασία η ιστορία που μου τη διάβασε κάποιος μεγάλος. Σημασία είχε η λέξη αυτή η δύσκολη, η άγνωστη, η μεγαλίστικη: προνοητική!
Ιδού εγώ η «μικρή», στον κόσμο των μεγάλων.
Μια λέξη όλη δική μου. Υπέροχα πολύπλοκη.
Η καμάρα του πέλματος δεν καμπυλώθηκε ποτέ σωστά.
Αγάπησα όλα τα παραμύθια εκτός από τη Σταχτοπούτα. Ποιο γυάλινο γοβάκι κυρά μου; Εμείς δηλαδή οι πλατύποδες τι θα κάνουμε;
Η πρώτη μέρα στο σχολείο
Μια κόκκινη δερμάτινη τσάντα με τσεπάκια, δώρο της μαμάς από την Αυστρία. Ήταν λέει πρωτότυπη, κομψή, δε μου άρεσε; Ε, μου άρεσε, αφού δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Πρώτη φορά θα πήγαινα σχολείο.
Βάλαμε μέσα στην τσάντα τα τετράδια με το μπλε κάλυμμα και τις ετικέτες «Τετράδιον Αριθμητικής. Της μαθητρίας……». Φόρεσα τη μπλε ποδιά, κορδέλα και άσπρο γιακαδάκι. Στριμώξαμε κι ένα σάντουιτς τυλιγμένο σε διπλή στρώση αλουμινόχαρτο στο μεσαίο τσεπάκι. Η τσάντα όμως ήταν ρευστή. Δε στεκόταν στο ύψος της. Έτσι θα είναι όλες οι τσάντες. Σαν την αυστριακή μου.
Όλα καλά. Ώσπου είδα αυτό που όλοι οι συμμαθητές μου αποκαλούσαν «σάκα» και έφεραν με περηφάνια.
Καφέ, φουσκωτές, με ένα ποταμό κόλλας να κρατά τις θήκες στητές. Σα φυσαρμόνικες ένα πράγμα. Τα πάντα έβγαιναν κολλαριστά, άψογα. Από την αυστριακή όλα βγήκαν λιποθυμισμένα, μαραμένα, ζαρωμένα και θλιμμένα.
Ελλάδα-Αυστρία: 1-0.
Ως και το άσπρο γιακαδάκι στράβωσε εκείνη την ημέρα. Κι ο ποδόγυρος της ποδιάς ξυλώθηκε στο πλάι.
Πόσος κόπος, πόσος δρόμος ώσπου να έρθουν όλα τα σχολικά στη θέση τους!
Λίγο προτού τα τσαλακώσω ξανά, με τη θέλησή μου πια, τραγουδώντας με τους συμμαθητές μου και τους Pink Floyd «We don’t need no education»! Τρομάρα μας!
Η πρώτη φωτογραφία
Ως βρέφος δε φαίνεται να απαθανατίστηκα. Και να υπήρξε, χάθηκε η φωτογραφία. Η πιο παλιά είναι μάλλον εκείνη στα σκαλιά του καλοκαιρινού σπιτιού. Ίσαμε δύο ετών. Δε θα με αναγνώριζα αν δε μου έλεγαν πως είμαι εγώ. Ο φωτογράφος μάλλον δοκίμαζε την καινούργια του Kodak. Δεν εξηγείται αλλιώς. Δεν μπορούσε να περιμένει ένα χαμόγελο, μια καλή στιγμή βρε αδερφέ; Το κλάμα ακούγεται σχεδόν μέσα από τη φωτογραφία. Κάποιος, ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο, μου παίρνει μέσα από τα χέρια ένα καραβάκι. Το θέλω επειγόντως πίσω. Σίγουρα θα υποχώρησε ο δύσμοιρος. Του πήρα τ’ αυτιά. Ένα σίγουρα άτυχο φωτογραφικό ντεμπούτο!
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα
Η Λιλίκα στο λούνα πάρκ! Το διάβασα σέρνοντας το δάχτυλο κάτω από τις λέξεις. Χάιδευα και τη Λιλίκα και τον Παταπούφ, τον σκύλο της, κι ύστερα ξανά μια φορά να το διαβάσω, χωρίς το δαχτυλάκι, και ξανά, πάμε πάλι. Λιλίκα στη Λιλίκα σκαρφάλωσα στο Ένα δέντρο που μεγαλώνει στο Μπρούκλιν! Ωστόσο δε θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου χάρτινη φίλη. Μου έμαθε να διαβάζω και να ονειρεύομαι. Ήταν πρωταγωνίστρια της ζωής της η Λιλίκα. Έτρεχα στο κατόπι της.
Η πρώτη τιμωρία
Ένα γερό μπερτάκι ξύλο!
Κυριακή εκλογών και μετά την κάλπη πήγαμε οικογενειακώς βόλτα στην Πεντέλη. Η παρέα μεγάλωσε, βαρετή για μας τα παιδιά, ευτυχώς είχα μαζί και την καλή μου φίλη. Απομακρυνθήκαμε λιγάκι, ανεπαίσθητα ξεγλιστρήσαμε από την ομήγυρη, να πούμε τα δικά μας. Πες ετούτο, πες εκείνο, πού είναι οι μεγάλοι; Τους χάσαμε. Δε θυμάμαι να ανησυχήσαμε ιδιαιτέρως. Οι μεγάλοι πάντα είναι εκεί τελικά, εμφανίζονται με κάποιον τρόπο. Συνεχίσαμε αμέριμνες. Σα μικρές κυρίες, μόνο τα ομπρελίνα μας έλειπαν. Κάποια στιγμή πράγματι εμφανίστηκαν. Τα λέγαμε, δεν τα λέγαμε;
Αλλά τι ήταν αυτό; Ταύροι μαινόμενοι όλοι τους. Άναρθρες κραυγές στην αρχή κι ύστερα «πού εξαφανιστήκαμε, που ημέρα εκλογών όλη η αστυνομία είναι στα εκλογικά κέντρα και τι ανεύθυνες που είμαστε» και πάρε κι ετούτη και πάρε και την άλλη. Ήρθαμε και γίναμε δυο πιθαμές άνθρωποι. Από μικρές κυρίες μικρές κλαμένες.
Αργήσαμε να ανταλλάξουμε κουβέντα.
«Μα καλά», έσπασε εκείνη πρώτη τη σιωπή μιλώντας μου ψιθυριστά «τον Τομ Σόγιερ που είχε εξαφανιστεί για μέρες, γιατί τον υποδέχτηκαν με αγκαλιές και φιλιά; Κι εμάς…».
Το πρώτο κατοικίδιο
Μπαμ, μπαμ, μπαμ, όλα τα τενεκεδάκια που σχημάτιζαν μια πυραμίδα έπεσαν ηρωικά. Λιποθύμησαν, για την ακρίβεια, παρασέρνοντας το ένα το άλλο. Το υφασμάτινο μπαλάκι που τους πέταξα δυο φορές, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, μπας και φτάσω λίγο στο ύψος τους, έκανε τη δουλειά του. Κερδίσατε! Το δώρο ήρθε σε μια σακούλα γεμάτη νερό. Ένα χρυσόψαρο.
Με κοίταξε, το κοίταξα. Δε μίλησαν τα βλέμματα.
Το παρέδωσα στον αδερφό μου. Τα δικά τους βλέμματα μίλησαν.
Εγώ αγαπούσα εκείνο τον γαϊδαράκο που γκάριζε από μακριά και μου κρατούσε συντροφιά τις νύχτες στο νησί. Τότε που το παλιό μεγάλο σπίτι έτριζε από τη σοφίτα ως το υπόγειο τριγμούς ανατριχιαστικούς!
Ο αδερφός μου έγινε κτηνίατρος.
Εγώ τα λέω πάντα με τα άγρια ζώα, τα αθέατα, τα απλησίαστα. Εκείνα που σου κρατάνε συντροφιά ακούσια. Γιατί λένε κάτι από κόσμους μυστικούς, για πάντα αποκλεισμένους από εμάς.
Η πρώτη απογοήτευση
Είχαμε ετοιμάσει το δώρο στη μαμά με περισσή αγάπη και φροντίδα. Τι ωραία ιδέα! Του αδερφού μου, βέβαια, εκείνου του μυαλού ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερο από το δικό μου, οπότε λογικό. Ο μεγάλος ξέρει.
Λοιπόν, θα κόψουμε από την εγκυκλοπαίδεια εκείνη τη σελίδα με τα χρυσά παράσημα. Ήταν ολοσέλιδη εικόνα, στο λήμμα «π», για να εξηγήσει τα παράσημα. Και ποιος δε θα ήθελε να τα κάνει δικά του! Φάνταζαν θησαυρός μέσα σε ένα κατά τα άλλα βαρετό βιβλίο με μικρά γράμματα και κείμενο σε στήλες. Έτσι είναι η ζωή. Βαρετούρα με ξέφωτα ευτυχίας. Ένα κομματάκι ευτυχίας για τη μαμά μας.
Χρατς, χρούτς, σκίζουμε τη σελίδα, ποιος ξέρει αν ακούστηκε και κανένα αχ από την εγκυκλοπαίδεια, και μπαίνουμε παιανίζοντας στο δωμάτιό της. Να την πετύχουμε μετά τη μεσημεριανή σιέστα, να της κάνουμε έκπληξη.
Βλέπει εκείνη το «δώρο» και μας ψέλνει το εξάψαλμο.
Αχάριστη!
Η ζωή είναι σκληρή.
Ο πρώτος έρωτας
Ο καλύτερος φίλος του αδερφού. Εκείνος Γ’ Δημοτικού, εγώ πρωτάκι. Κούκλος. Πού με έχανες, πού με έβρισκες εκεί, έβρισκα ευκαιρία να παίξω κοντά στον Κώστα.
Ποιος ξέρεις ποιος είχε φωτογραφική μηχανή στο σχολείο, ίσως η μαμά είχε έρθει να μας πάρει και μας πέτυχε στη σωστή στιγμή. Εγώ με την ποδιά και το στραβό πάντα γιακαδάκι να στέκομαι δίπλα στον Κώστα. Καθόλου αμήχανη. Εκείνος φορούσε το παλτό του και κοιτούσε όπως κοιτούσαν τότε τα παιδιά. Σα χάνοι λίγο ήμασταν. Δεν ξέραμε από οθόνες, φωτογραφίσεις, πόζες και στησίματα. Δεν ξέραμε αυτά που ξέρουν τώρα τα πρωτάκια και τα τριτάκια για τον κόσμο. Εγώ λοιπόν είχα απλώσει το χέρι μου και έπαιζα με το τρίτο κουμπί του παλτού του. Βγάλε το χριστιανέ μου! Κάτι τέτοιο θα στριφογύριζε στα βάθη του ασυνειδήτου μου. Τι φταίω εγώ για τα καμώματα του ασυνείδητου; Έφταιγα όμως γιατί στην τάξη, την άλλη μέρα, η δασκάλα μου άστραψε ένα χαστούκι και μου είπε «Να, για να μάθεις να σαλιαρίζεις με τον Κώστα!».
Συνέχιζα να τον αγαπώ παρά τα τείχη που ύψωνε η κοινωνία ανάμεσά μας!
Σήμερα εκείνος αρθρογραφεί σε μία καλή εφημερίδα. Κι εγώ τον διαβάζω ανελλιπώς. Πάντως άλλη ήταν εκείνη που έκανε μπίλιες τα κουμπιά από το παλτό του!
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα
Από εκείνα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου που είναι τόσο κοντά αλλά και τόσο αθέατα, είναι τα τζιτζίκια. Κι αυτά τα αγάπησα πολύ.
Ο Τζιτζικο-Περικλής ήταν ο πρώτος ήρωάς μου. Γεννήθηκε από τις εμπειρίες και τα ακούσματα από τη δουλειά μου στο WWF και εκτέθηκε για πρώτη φορά στις σελίδες των «Ερευνητών», της παιδικής Καθημερινής. Έπειτα προβιβάστηκε σε βιβλίο. Ο Πέρης ανέλαβε να ανακαλύψει και να χαρίσει στην Ελλάδα τις μουσικές της φύσης, ως μεγάλος συνθέτης και ως πρεσβευτής της προστασίας της φύσης. Αλλά ενώ έγινε και υπουργός και έπιασε τα πόστα, παρέμεινε παιδί. Όλο στους άλλους έριχνε τις ευθύνες. Γι’ αυτό τον αγάπησαν πολύ τα παιδιά. Οι μεγάλοι γέλασαν. Κι ακόμη γελάμε αλλά δεν αλλάζουμε.
Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία.
Όταν διάβασα για χιλιοστή φορά ένα όνομα τύπου «Λούλα η λιμπελούλα». Αίφνης το τοπίο είχε γεμίσει από απομιμήσεις του Τριβιζά. Και άλλαξαν πολλά στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία και στο εξωτερικό και στη χώρα μας. Η παιδική και εφηβική λογοτεχνία ορισμένες φορές δείχνει τον δρόμο, καινοτομεί και συγκινεί με τρόπο πρωτόγνωρο. Το βιβλίο, π.χ. Το τέρας έρχεται του Πάτρικ Νες τόλμησε να πει τρομερές αλήθειες που δεν τολμάμε καν να τις ακούσουμε δίχως να κλονιστεί συθέμελα ο κόσμος μας. Κι όμως τις είπε και μας έκανε να τις δεχτούμε και να ανακουφιστούμε που επιτέλους ειπώθηκαν.
