Το πρώτο (παιδικό βιβλίο) που έγραψα άργησε κάπως να έρθει. Βγήκε κατόπιν μακροχρόνιας κύησης. Έγραφα πιο πριν θέατρο για παιδιά. Αλλά για έναν περίεργο λόγο αδυνατούσα να μπω σε πεζογραφικά μονοπάτια. Το θεατρικό έργο το θεωρώ πιο δύσκολο. Γιατί λοιπόν δεν μπορούσα να κάνω την εύκολη δουλειά; Ξεκόλλησα ξαφνικά όταν η σύζυγός μου έμεινε έγκυος στο πρώτο μας παιδί. Ήταν σαν να άνοιξε από μόνη της η κάνουλα της έμπνευσης. Τσίτωσα, γέμισα ενέργεια, είχα όρεξη για δημιουργία. Ίσως ήταν και ο τρόπος μου (ένας χαζός, ατελέσφορος τρόπος…) να επικοινωνήσω με το έμβρυο. Μπορεί από την άλλη να εκπορευόταν από ασυνείδητη ζήλεια. Η γυναίκα μου είχε φυσική, οργανική σύνδεση με το σποράκι που μεγάλωνε μέσα της. Εγώ μπορούσα (;) να έχω μόνο πνευματική. Μου έφτανε; Θα έπρεπε να κάνω υπερπροσπάθεια για να είναι αρκετό. Αναγκάστηκα να κάνω υπερβάσεις. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης έγραψα, σχετικά εύκολα, απρόσκοπτα, τέσσερις εκτενείς ιστορίες για παιδιά. Ακόμα αναρωτιέμαι πού ήταν κρυμμένο μέσα μου όλο αυτό το υλικό.
Η πρώτη φορά που γίνεται κάτι ανακαλεί, άλλοτε ασυνείδητα άλλοτε όχι, και άλλες «πρώτες φορές». Και συμπαρασύρει τη μνήμη σε μια χορογραφία ιχνηλάτησης και αναζήτησης σημαδιών που έχουν σχεδόν σβηστεί. Σχηματίζεται έτσι ένα μικρό δάσος αναγωγών.
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα με στέλνει ασυνείδητα στο πρώτο βιβλίο που διάβασα. Ποιο να ήταν άραγε; Θυμάμαι πάντα να περιστοιχίζομαι από ντάνες βιβλίων. Αλλά ποιο ήταν εκείνο το πρώτο που άνοιξε, σαν να ήταν πύλη για μένα, τον κόσμο της ανάγνωσης; Και ποιο το πρώτο παιχνίδι; Κάτι ξύλινο ίσως. Εδώ οι μνήμες χωλαίνουν, γίνονται αμυδρές, θολές, ομιχλώδεις. Είναι κυρίως σωματικές οι μνήμες από εκείνη τη χρυσή περίοδο, όχι οπτικές. Ίσως το πρώτο παιχνίδι να ήταν κάτι που με ενεργοποιούσε κιναισθητικά για αυτό και (νομίζω ότι) το θυμάμαι περισσότερο σαν αίσθηση και όχι ως εικόνα. Να ήταν μια φανταχτερή, πλουμιστή περπατούρα (ναι, από αυτές που έχουν σχεδόν απαγορευτεί πλέον); Νομίζω ότι είχα μια γαλάζια περπατούρα με διάφορα πλαστικά εξαρτήματα πάνω της, μπλιμπλίκια, καραμούζες. Αλλά μπορεί και να το φαντάζομαι. Ή να θυμάμαι τη φωτογραφία που με είχαν βγάλει μέσα στην περπατούρα μου. Η αίσθηση ήταν όμορφη. Σίγουρα θα ήμουν χαρούμενος μέσα σε αυτό το περίεργο στρογγυλό όχημα που σε βοηθάει να αυτονομηθείς κινητικά ακόμα και από πολύ μικρή ηλικία. Αν γνώριζα την έννοια «εξωγήινος» από τότε (που δεν τη γνώριζα) θα έπαιζα ότι στριφογυρίζω μέσα στον ιπτάμενο δίσκο μου και προσγειώνομαι στον πλανήτη γη.
Αναφέρει σε ένα βιβλίο ο Ηλίας Μαγκλίνης κάτι που του είπε ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου, ότι στο γράψιμο τον ώθησε η «κραυγή της μάνας». Η κραυγή του τοκετού δηλαδή, η ηχώ της οποίας τον/μας ακολουθεί δια βίου. «Η κραυγή εκείνη σε ωθεί να κάνεις κάτι που μέσα σου να δικαιολογεί τους πόνους που πέρασε για να σε φέρει στον κόσμο».
Η γραφή της μνήμης είναι τόσο μακρινή σε μένα που βαυκαλίζομαι ότι γράφω για το παρόν και για το μέλλον. Ή τέλος πάντων που νομίζω, έχω την ψευδαίσθηση ότι γράφω για το παρόν και το μέλλον. Στην ουσία όλες αυτές οι πρωτιές αφήνουν τον αντίλαλό τους σε ό,τι έπεται. Αναμηρυκάζουμε τις πρώτες συγκινήσεις, τις μεταποιούμε, τις μετατρέπουμε σε κάτι άλλο, μέσα από λαβυρινθώδεις δρόμους μετασχηματίζονται και γίνονται σημαντικές ψηφίδες της αυτοεικόνας μας. Το τραύμα προσπαθεί να γιατρευτεί. Η χαρά να επανέλθει. Και τα δυο επιζητούν την επανάληψη. Γιατί και η διαδικασία της ίασης και οι δρόμοι της απόλαυσης φαίνεται να εξυπηρετούνται από ένα είδος κυκλικότητας.
Θυμάμαι το πρώτο μου «μεγάλο» ψέμα που έρχεται μαζί και με την πρώτη μεγάλη τιμωρία. Είχαμε κλέψει με τον αδελφό μου τις μπίλιες ενός ξαδέλφου μας, στο σπίτι του οποίου είχαμε πάει επίσκεψη. Τα κλοπιμαία ήταν ταπεινά και άνευ αξίας, αλλά η κλεψιά έγινε αντιληπτή από τους γονείς μας που απείλησαν ότι θα μας καταδώσουν στην αστυνομία (αθάνατη παιδαγωγική των 80ties!). Ήμασταν προφανώς κακοί κλέφτες, δεν καλύψαμε τα νώτα μας. Απόηχος του τρόμου που μου γεννήθηκε από αυτή την απειλή πιστεύω ότι υπάρχει ακόμα μέσα μου. Ίσως το impostor syndrome που με πιάνει καμιά φορά να σχετίζεται με εκείνη την πρώτη (και τελευταία μου) κλεψιά. Αλλά όχι μόνο.
Σκέφτομαι τις τρομακτικές στιγμές μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του χολ, με το χέρι του πατέρα μου στο ακουστικό του τηλεφώνου, «έτοιμο» να πάρει την αστυνομία. Ενοχή, φόβος, απόρριψη, ελπίδα, ταραχή, απελπισία ένα κουβάρι. Ο ίδιος αυτός καθρέφτης, ο μεγάλος του χολ, με την μασίφ κορνίζα του φτιαγμένη από σκούρο ξύλο, που ποιος ξέρει σε ποια μετακόμιση τον σπάσαμε, εμφανίζεται (!) και στο τελευταίο μου μυθιστόρημα. Το βασικό σκηνικό αντικείμενο που δεσπόζει με την παρουσία του σε μια αληθινή στιγμή που έλαβε χώρα σε ένα διαμέρισμα (στην Ομήρων 2, πώς το θυμάμαι!) κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, επανέρχεται πάνω από τριάντα χρόνια μετά και παρεισφρέει σε μια φανταστική σκηνή μυθοπλασίας. Δεν θέλω να κάνω spoiler, αλλά ο αναγνώστης μπορεί να υποθέσει εύκολα ότι πρόκειται για μια σκηνή εφιαλτική και κακή για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος.
Έχει μια ηδονή το να μιλάς/να γράφεις για το παρελθόν. Ακόμα περισσότερο όταν δεν γίνεται συγκεκαλυμμένα. Η αυτοέκθεση συνοδεύεται πολλές φορές από μια αίσθηση ανακούφισης, ικανοποίησης και λύτρωσης. Κυρίως όταν μπαίνουμε σε ακανθώδεις περιοχές, εκεί που εδράζονται οι τύψεις, οι ενοχές, ο ψυχικός ή σωματικός πόνος εν γένει. Δεν ισχυρίζομαι ότι το γράψιμο είναι πανάκεια ούτε ότι ο βαθμός αυτοέκθεσης είναι ανάλογος με τα επίπεδα ανακούφισης και απαλλαγής από αρνητικά φορτία που θα νιώσει ο γράφων· η γραφή έχει μια ιαματική διάσταση –το ξέρουμε όλοι– αλλά τα φάρμακά της, τα μαντζούνια της, δεν λειτουργούν κατά τρόπο επαγωγικό.
Η πρώτη μέρα στο σχολείο έχει αφήσει ένα ρίγος στη βάση της ραχοκοκαλιάς, ακόμα μεγαλύτερο από το ρίγος του καθρέφτη. Άραγε μετέπειτα αγοραφοβικές τάσεις είχαν την πηγή τους εκεί; Θυμάμαι ότι οι συμμαθητές μου έπιασαν όλα τα καλά θρανία, βρήκαν γρήγορα, βιαστικά, κάποιο παιδί για να κάτσουν μαζί του. Εγώ έμεινα τελευταίος. Η μόνη θέση που υπήρχε ήταν στο τελευταίο θρανίο. Δίπλα σε ένα κορίτσι Ρομά, που ήταν πολύ κακοντυμένο, αχτένιστο και βρώμικο. Σήμερα δεν θα ήταν θέμα, αλλά στη συντηρητική, οπισθοδρομική και μισαλλόδοξη δεκαετία του ογδόντα, αυτή η αναγκαστική συνύπαρξη με έκανε να νιώσω άσχημα. Η αποφορά που ανέδιδαν τα ρούχα, τα μαλλιά, το σώμα του κοριτσιού ήταν έντονη. Τράβηξα την καρέκλα μου όσο πιο μακριά μπορούσα από το περίεργο κορίτσι, με αποτέλεσμα να κάθομαι πλάγια έξω από το θρανίο. Τώρα ντρέπομαι για τη συμπεριφορά μου. Η οικογένεια του κοριτσιού ζούσε στα όρια της εξαθλίωσης, σε μία τρώγλη δίπλα στο σχολείο. Άτομα απολύτως περιθωριοποιημένα, δακτυλοδεικτούμενα, κοινωνικά αποκλεισμένα. Εκείνη τη μέρα έβαλα και εγώ άλλο ένα λιθαράκι στον τοίχο της απομόνωσης εκείνης της ξεχασμένης συμμαθήτριας που μετά από ένα δυο χρόνια εγκατέλειψε το σχολείο.
Πριν το δημοτικό έχω δυο αδρές αναμνήσεις από το νηπιαγωγείο: έναν συμμαθητή μου να τρώει κάθε μέρα βραστό αυγό. Μια συμμαθήτριά μου να με γρατζουνάει σαν αγριόγατα για κάτι που της έκανα. Επίσης –τι παράξενο– θυμάμαι καθαρά ένα όνειρο από εκείνη την εποχή. Το ονομάζω «ο τελευταίος μου εφιάλτης» γιατί έκτοτε δεν ξαναείδα κάτι που να μου προκαλέσει τέτοιον τρόμο στον ύπνο μου. Κοιμόμουν με τη γιαγιά μου έναν βαθύ μεσημεριανό ύπνο και είδα ότι ήμουν στην αυλή του σχολείου κάτω από τη σκιά του μεγάλου πεύκου που ήταν χρόνια εκεί. Ξαφνικά το δέντρο ζωντάνεψε και μετατράπηκε σε ένα τεράστιο φυτό-τέρας. Οι ρίζες του αναδεύονταν σαν πλοκάμια μέσα από το χώμα, τρύπησαν την επιφάνεια, τυλίχτηκαν στα πόδια μου και δεν με άφηναν να φύγω.
Όταν μπήκα στην παιδική λογοτεχνία, αυτή ήταν ήδη σε τροχιά αλλαγής. Το επίπεδο της εικονογράφησης άρχισε να ανεβαίνει τα τελευταία χρόνια. Πολλές από τις ιστορίες όμως μου φαίνονταν αδιάφορες, αφελείς, όχι ιδιαίτερα συναρπαστικές. Κυρίως, δεν είχαν πλοκή. Ήταν μια συναρμογή εικόνων που περιστρέφονταν γύρω από μια κεντρική κατάσταση. Αυτό μπορεί να δουλεύει καλά στα πολύ μικρά παιδιά. Αλλά στο δημοτικό, νιώθω ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω.
Η παιδική λογοτεχνία, όπως γενικά η λογοτεχνία, είναι ένας καθρέφτης μας. Δείχνει ό,τι αντανακλάται πάνω του. Άρα βελτιώνεται ή ξεπέφτει ανάλογα με την ευρύτερη κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση. Προσωπικά, μου αρέσει να το βλέπω αλλιώς: δεν δείχνει ό,τι αντανακλάται πάνω του, αλλά επηρεάζει, διαμορφώνει, είναι δυνατό να αλλάξει ακόμα και την όψη του εικονιζόμενου. Σε αυτή την περίπτωση το είδωλο είναι που συνδημιουργεί την πραγματικότητα.
Στο δημοτικό ήμασταν όλοι ερωτευμένοι με το ίδιο κορίτσι. Ο τρόπος μας για να της δείξουμε τα συναισθήματά μας ήταν να μαζευόμαστε κάτω από το σπίτι της και να πηγαίνουμε πέρα δώθε πάνω στο πατίνι μας. Δεν ξέρω αν το βρήκε ποτέ κάπως ρομαντικό. Πάντως πιο μεγάλη ήταν η χαρά που ήμασταν όλοι μαζί, που παίζαμε, που διασκεδάζαμε, που βλέπαμε ότι όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί μπροστά μας. Μετά, όπως γίνεται πάντα, σκορπίσαμε. Ένας πέθανε νέος, οι περισσότεροι έκαναν οικογένειες, άλλοι όχι, κάποιοι φύγανε στο εξωτερικό.
Ακόμα νομίζω ότι είμαι ανεβασμένος πάνω σε εκείνο το πατίνι. Ο άνεμος χτυπά το πρόσωπό μου και κάνω φιγούρες και ακροβατικά. Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί μπροστά μου. Και αόρατοι φίλοι με συντρέχουν. Το γράψιμο είναι το πατίνι μου τώρα.
