© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Πάνος Χριστοδούλου

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

Δεν ήταν το πρώτο, αλλά από τα πρώτα και αυτό που θυμάμαι γιατί υπάρχει ακόμη. Ένας λούτρινος Σνούπι, που χάρη σε αυτόν στη συνέχεια αγάπησα και το κόμικ Peanuts, όπου ο Σνούπι πρωταγωνιστούσε. Ο συγκεκριμένος Σνούπι πια έχει περάσει από τα χέρια της μεγάλης μου κόρης σε αυτά της μικρότερης.

Το πρώτο ψέμα

Στο εξοχικό μας στο Μάτι, κάπου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ξεσήκωσα τα ξαδέλφια μου και τον αδελφό μου (4 χρόνια μεγαλύτερος από εμένα) να ξεφουσκώσουμε τα λάστιχα του γείτονα για εκδίκηση. Επειδή έκανε παράπονα για τη φασαρία μας, με αποτέλεσμα οι γονείς μας να μη μας αφήνουν να παίζουμε μεσημέρι για να μην τον ενοχλούμε. Το υπόλοιπο σόι μετά το πρώτο λάστιχο κιότεψε, αλλά εγώ συνέχισα απτόητος. Όταν ο γείτονας με έπιασε επ’ αυτοφώρω να ξεφουσκώνω και το τελευταίο λάστιχο και το είπε στους γονείς μου, είπα ότι δεν έφταιγα εγώ και ότι όλο το σχέδιο ήταν ιδέα του αδελφού μου.

Το πρώτο παραμύθι

Πινόκιο σε κασέτα! Το είχα ακούσει αμέτρητες φορές και το ήξερα απ’ έξω. Κάποια στιγμή οι γονείς μου απηύδησαν και έλεγαν «όχι πάλι», ενώ μου πρότειναν άλλα παραμύθια σε κασέτες ή βιβλία. Εμένα όμως τα βιβλία δεν μου άρεσαν (ίσως όχι και τόσο συνηθισμένο για μετέπειτα συγγραφέα), ενώ και για τις κασέτες ήμουν ανένδοτος! Ήθελα μόνο Πινόκιο. Μέχρι που κάποια στιγμή το μαγνητόφωνο μάσησε την ταινία της κασέτας, προς ανακούφιση των γονιών μου.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Δεν θυμάμαι κάτι ιδιαίτερο από την πρώτη μέρα του σχολείου. Δεν θυμάμαι προσμονή, αγωνία ή φόβο. Ίσως επειδή είχα τον αδελφό μου στην Ε΄ Δημοτικού και με είχε κατατοπίσει για όλα για το σχολείο, ένιωθα μια σιγουριά κι ασφάλεια.

Η πρώτη φωτογραφία

Δεν είναι μία αλλά δύο. Είναι από τα 5α γενέθλια του αδελφού μου, τραβηγμένες σε απόσταση δευτερολέπτων. Δεν τις θυμάμαι όταν τραβήχτηκαν γιατί ήμουν μόλις ενός έτους, αλλά όποτε τις βλέπω γελάω πολύ. Στη μία φωτογραφία κοιτάζω με χαρά ανάμεικτη με δέος την τούρτα με τα κεράκια και έχω προτεταμένο τον δείκτη μου προς αυτά. Στη δεύτερη κοιτάζω το καμένο μου δάχτυλο κλαίγοντας…

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Το πρώτο βιβλίο ήρθε πολύ αργά, στο καλοκαίρι της ΣΤ΄ Δημοτικού: Ήταν το Η Ζωή και οι Παράξενες Εκπληκτικές Περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου του Ντάνιελ Ντεφόε. Ήταν δώρο μιας θείας μου. Η θεία αυτή κάθε χρόνο επέμενε να μου δωρίζει (και να με εκνευρίζει γι’ αυτό) αμέτρητα βιβλία, στα οποία δεν έδινα καμία σημασία γιατί εγώ ήθελα να παίζω μόνο ηλεκτρονικά παιχνίδια! Εκείνο το καλοκαίρι όμως, στα μπαγκάζια των διακοπών, από «λάθος» της μητέρας μου, η τσάντα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ξεχάστηκε στην Αθήνα, ενώ η τσάντα με τα βιβλία της θείας ήρθε μαζί μας. Ένα μεσημέρι, που υποχρεωτικά καθόμασταν στο δωμάτιο για ξεκούραση, βαριεστημένος πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Ροβινσώνα και ήταν η αρχή για να γνωρίσω καινούργιους φανταστικούς κόσμους!

Η πρώτη τιμωρία

Δεν θυμάμαι την πρώτη τιμωρία αλλά την πρώτη «σοβαρή» τιμωρία. Ήταν στην Δ΄ Δημοτικού. Ο διευθυντής του σχολείου μου τότε απαγόρευσε τη μπάλα στα διαλείμματα γιατί το τζάμι του γραφείου του έσπασε μετά από ένα άτσαλο και άστοχο σουτ κάποιου παιδιού. Εγώ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άδικη απόφαση (τι έφταιγε όλο το σχολείο για μια στραβοκλωτσιά;) έγραψα ένα ποίημα όπου σατίριζα τον διευθυντή και τον αυταρχισμό του. Το ποίημα πήγε από στόμα σε στόμα και κάποια στιγμή έφτασε και στα αφτιά του διευθυντή, ο οποίος μετά από έρευνα βρήκε τον ποιητή. Κλήθηκαν οι γονείς μου στο σχολείο για συστάσεις κι εγώ έπρεπε να γράψω 100 φορές ότι θα μάθω να χρησιμοποιώ την ποίηση σωστά και όχι για να κοροϊδεύω και κυρίως τον διευθυντή του σχολείου μου, τον οποίο πρέπει να σέβομαι.

Το πρώτο κατοικίδιο

Πάντα αγαπούσα τα ζώα αλλά οι γονείς μου δεν μου έκαναν το χατίρι να πάρουμε κατοικίδιο. Όταν πια ενηλικιώθηκα δίσταζα κι εγώ να πάρω γιατί θεωρούσα ότι είναι μεγάλη ευθύνη. Τελικά σε μια στιγμή αδυναμίας, στην αρχή της καραντίνας του κορονοϊού, ενέδωσα στα παρακάλια των δικών μου πια παιδιών και αποκτήσαμε ένα αδέσποτο γατάκι, τον Τζίμη. Ο Τζίμης αμέσως επιβεβαίωσε πόσο μεγάλη ευθύνη είναι να έχεις κατοικίδιο όμως, επίσης αμέσως, έγινε μέλος της οικογένειας και μαζί πηγή χαράς αλλά και έμπνευσης για νέα βιβλία. (Αυτές τις γιορτές πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο μου Τα πρώτα Χριστούγεννα του κάπτεν Τζιμ, εμπνευσμένο από χριστουγεννιάτικα καμώματα του Τζίμη).

Η πρώτη απογοήτευση

Ήταν στη ΣΤ΄ Δημοτικού και σχετική με το ποδόσφαιρο. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλός στο συγκεκριμένο σπορ όμως, επειδή μου άρεσε πολύ, προσπαθούσα να βελτιωθώ και τελικά κατάφερα, έστω και ως αναπληρωματικός, να μπω στην ομάδα του σχολείου που την αποτελούσαν παιδιά της ΣΤ΄ και Ε΄ τάξης. Στο τέλος της χρονιάς παίζαμε εναντίον του γειτονικού σχολείου και ο νικητής θα έπαιρνε το κύπελλο. Είχα τρομερή αγωνία να παίξω κι εγώ, έστω και σαν αλλαγή, και στη διάρκεια του αγώνα άρχισα να το πιστεύω όταν σιγουρέψαμε τη νίκη και ο γυμναστής μας, ήσυχος πλέον ότι θα παίρναμε το κύπελλο, άρχισε να βάζει αναπληρωματικούς. Τελικά όμως αντί να βάλει εμένα έβαλε στο ματς παιδιά της Ε΄ τάξης (που ούτως ή άλλως θα είχαν ευκαιρία να παίξουν και την επόμενη χρονιά στον αντίστοιχο αγώνα). Η απογοήτευσή μου ήταν τεράστια.

Ο πρώτος έρωτας

Ήταν το καλοκαίρι πριν την Α’ Γυμνασίου. Έχουμε πάει για διακοπές στην αδελφή της γιαγιάς μου, σε ένα χωριό στην Κέρκυρα. Εκεί με τον ξάδελφό μου γνωρίζουμε 2 κορίτσια και γινόμαστε αχώριστοι. Ένα απόγευμα που πηγαίνουμε βόλτα στο βουνό μαζί τους, μετά από πολλές αναβολές και μεγάλη προσπάθεια, βρίσκουμε το θάρρος, ο ξάδελφός μου δηλαδή, και τους λέμε (ο ξάδελφός μου δηλαδή): «Κορίτσια, θέλετε να τα φτιάξουμε;». «Θα σας δώσουμε την απάντησή μας στην επόμενη στροφή του βουνού» είπαν και μέχρι να φτάσουμε στην επόμενη στροφή νόμισα ότι πέρασε αιώνας, ενώ οι πεταλούδες στο στομάχι μου ανοιγόκλειναν τα φτερά τους ασταμάτητα. Τελικά η απάντηση ήταν «ναι», αλλά από εκείνη τη στιγμή και ως το τέλος των διακοπών όλα άλλαξαν. Έπεσε παγωμάρα και σιωπή. Μόνο περπατούσαμε παρέα στα βουνά και χαζεύαμε αμίλητοι ηλιοβασιλέματα καθισμένοι σε διαφορετικές πέτρες.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα 

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν Ο Ορέστης έχει ορέξεις και πόνο στην κοιλιά. Επρόκειτο για την ιστορία ενός λαίμαργου παιδιού που έτρωγε ό,τι έβρισκε μπροστά του και μαζί μια χαλασμένη φέτα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξει με στομαχόπονο και η υπερπροστατευτική μητέρα του να κάνει μήνυση στη φέτα και να γίνει μια σουρεαλιστική δίκη στο ψυγείο. Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό. Το έγραψα φοιτητής σε περίοδο καλοκαιρινής εξεταστικής στη Νομική, όπου βαριεστημένος να βγω να ψωνίσω τρόφιμα, δήθεν επειδή διάβαζα, έφαγα χαλασμένη φέτα και κατέληξα με γαστρεντερίτιδα.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Ήταν το 2007 όταν βρέθηκα στο Λονδίνο για μεταπτυχιακά. Στον ελεύθερο χρόνο μου εκεί επισκεπτόμουν βιβλιοπωλεία και ξεφύλλιζα αμέτρητα παιδικά βιβλία. Εντυπωσιαζόμουν από τις εικονογραφήσεις αλλά και τα κείμενα που δεν προσπαθούσαν να είναι διδακτικά ούτε να περάσουν απαραίτητα ένα μήνυμα. Βιβλία που απλά είχαν στόχο να κάνουν το παιδί να περάσει καλά και κάπως έτσι να αγαπήσει το διάβασμα και το βιβλίο. Νομίζω πάντως ότι πλέον, σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η προσέγγιση έχει φτάσει και στην Ελλάδα.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή