Το πρώτο παιχνίδι
Προσπαθώ να θυμηθώ το πρώτο μου παιχνίδι αλλά διαρκώς το μυαλό μου πηγαίνει σε ένα ξύλινο σπιτάκι που μου είχε φτιάξει ένας οικοδόμος από ένα νεοαναγειρόμενο κτήριο δίπλα στο πατρικό μου. Αποτελούνταν από τρία ξύλα και ένα κόντρα πλακέ, είχε έντονη μυρωδιά ρετσινιού, τα καρφιά του ήταν γυαλιστερά κι ολοκαίνουργια. Στην πραγματικότητα ήταν ένα απλό και λίγο κακοφτιαγμένο ανοιχτό κουτί που με τη φαντασία μου τού άλλαζα χρήσεις. Κάποιες φορές μετατρεπόταν σε φρούριο για φανταστικές μάχες, άλλοτε πετούσε σαν διαστημόπλοιο, γινόταν φούρνος που μαγείρευα τις χωμάτινες μαγειρικές μου.
Το πρώτο ψέμα
Το πρώτο ψέμα που θυμάμαι είχε τη μορφή φάρσας. Είχα ανακαλύψει ένα βιβλίο με ταχυδακτυλουργικά. Η διαδικασία ήταν απλή. Σε ένα μικρό κουτί από κοσμήματα, κόβεις έναν κύκλο σε διάμετρο ίση με τον δείκτη σου. Τοποθετείς τον δείκτη εντός του κουτιού, αφού πρώτα το έχεις γεμίσει με βαμβάκι εμποτισμένο με κόκκινο χρώμα. Μέσα από το βαμβάκι ξεπροβάλει το δάχτυλό το οποίο μοιάζει με κομμένο. Η γιαγιά μου δεν περίμενε ότι μέσα σε αυτό το τόσο καθαρό κουτί θα υπήρχε ένα κομμένο δάχτυλο.
Το πρώτο παραμύθι
Το πρώτο παραμύθι που άκουσα ήταν κάποιο παραδοσιακό τραγούδι από εκείνα που τραγουδούσε ο πατέρας μου.
«Γιάννη μου το μαντίλι σου τι το ’χεις λερωμένο;
βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.
Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα
βρε μανούλα μου
κάψαν την καρδούλα μου.
Πέντε ποτάμια το ’πλυναν κι έβαψαν και τα πέντε
βρε Γιάννο, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.
Κι έβαψαν και τη θάλασσα με όλα τα καράβια
βρε Γιάννο, Γιαννάκη μου
βρε παλικαράκι μου.»
Η πρώτη μέρα στο σχολείο
H κυρία Βούλα μας υποδέχτηκε στον χώρο του νηπιαγωγείου. Στην γνωριμία μας με τα υπόλοιπα παιδιά καθόμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου και φορούσα ένα απαίσιο καφέ πετσετέ σορτς. Ήμουν πολύ αναπτυγμένος για την ηλικία μου, ο πιο ψηλός και ο πιο παχύς της τάξης και θυμάμαι να γίνομαι αντικείμενο συζήτησης καθώς οι υπόλοιπες μαμάδες θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να πηγαίνω στο δημοτικό. Λίγο καιρό αργότερα έφτιαξα από πλαστελίνη το πρώτο μου γλυπτό, μια βάρκα.
Η πρώτη φωτογραφία
Παίζουμε μπάσκετ, η χρονιά που η Ελλάδα έχει πάρει το ευρωπαϊκό. Προσπαθώ να βάλω καλάθι στην αυτοσχέδια μπασκέτα, ένα σκουριασμένο «πι» στην άκρη της αποθήκη. Είμαι περίπου 4 χρονών. Τα αδέρφια μου ως μεγαλύτερα μονοπωλούν στις βολές και τα καλάθια. Προσπαθώ κι εγώ να βάλω ένα καλάθι, ο μεγαλύτερος μου κλέβει τη μπάλα και με σπρώχνει. Θυμώνω, κλαίω και η θεία μου βρίσκεται κοντά μας κι απαθανατίζει την στιγμή.
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα
Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν το Γαϊτανάκι της Ζωρζ Σαρή.
Η πρώτη τιμωρία
Η πρώτη τιμωρία είχε να κάνει με το φαγητό και τα πασχαλινά κουλουράκια που έκρυβε η μητέρα μου για να προσφέρει στους καλεσμένους. Είχα μόλις ανακαλύψει μια τεχνική που αν τα τρως λίγα, λίγα δεν φαίνεται ότι λείπουν. Προφανώς η τιμωρία –αυστηρή αποχή από τα γλυκά– ήταν η μόνη λύση για να σταματήσω.
Το πρώτο κατοικίδιο
Το πρώτο κατοικίδιο που θυμάμαι ήταν ένα χελωνάκι, που το είχαμε για αρκετό καιρό σε μια γυάλα που έμοιαζε με βάζο. Δυστυχώς όμως μια αδέξια κίνηση, καθώς του άλλαζα το νερό, το έριξε στον σωλήνα της αποχέτευσης και χάθηκε.
Η πρώτη απογοήτευση
Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορούσα να είμαι καλός στα αθλήματα και συγκεκριμένα στο μπάσκετ.
Ο πρώτος έρωτας
Ο πρώτος έρωτας ήταν η Ευγενία, η οποία ζούσε στην Αθήνα και επισκεπτόταν το χωριό κάθε Πάσχα. Εμείς στηνόμασταν στα πιο περίεργα σημεία ώστε να τη δούμε γιατί με εκείνη ήταν ερωτευμένος και ο παιδικός μου φίλος, ο Άγγελος. Και όλη τη μέρα την σκεφτόμουν κι ανυπομονούσα να έρθει το βράδυ ώστε να βρεθούμε στην εκκλησία, που ήταν η πιο σίγουρη τοποθεσία για να την δούμε και να ξεκλέψουμε ένα βλέμμα της.
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα / εικονογράφησα
Το πρώτο βιβλίο που εικονογράφησα και έγραψα αφορούσε τη γιαγιά μου Νιω (Αντωνία). Ήταν η ιστορία μιας γυναίκας στην επαρχία όπου έζησε όλες τις μεγάλες εξελίξεις στην Ελλάδα μέσα στον μικρόκοσμο του χωριού της. Ο τίτλος του βιβλίου είναι Νιω, μια μικρή ιστορία, ήταν αυτοέκδοση και χάρη σε αυτό το βιβλίο μπήκα στον χώρο της εικονογράφησης και των εκδόσεων.
Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία
Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι χρειαζόταν να αλλάξει κάτι. Ίσως γιατί ανήκω σε μια γενιά που οι ρυθμοί των εξελίξεων στα πάντα ήταν και είναι τόσο ιλιγγιώδεις που πριν προλάβεις να σκεφτείς κάτι, την επόμενη μέρα το συναντάς μπροστά σου αλλαγμένο.
