© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Στέλλα Μιχαηλίδου

Οι πρώτες φορές

Το πρώτο παιχνίδι

Ένα από τα πρώτα παιχνίδια που θυμάμαι είναι το «πίσατζικ» που έπαιζα με τον παππού μου. Ο παππούς Χρήστος ήταν πρόσφυγας από την Μερσίνα της Μικράς Ασίας. Με χάιδευε στο πρόσωπο πολλές φορές τρυφερά λέγοντας με πολύ αθώο και υπνωτιστικό τρόπο «πίσατζικ- πίσατζικ» και όταν εγώ χαλάρωνα και αφηνόμουν, τα χάδια μετατρέπονταν σε γρήγορα χαστουκάκια και τα «πίσατζικ» γίνονταν δυνατά και επιτακτικά. Φώναζα: όχι, φτάνει, μη και όταν ο παππούς σταματούσε τον παρακαλούσα να ξαναρχίσει. Κάποια στιγμή οι ρόλοι άλλαζαν. Το παιχνίδι απαιτούσε συγκέντρωση και από τις δύο πλευρές. Αυτός που δεχόταν τα χάδια έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα ώστε να καταλάβει, από μια ελάχιστη αλλαγή στο άγγιγμα ή στην ανάσα του άλλου, πότε θα αρχίσουν τα χαστουκάκια, ενώ αυτός που χάιδευε έπρεπε να βάλει όλη του την τέχνη ώστε να τον κάνει να ξεχαστεί, να τον κάνει να «λιώσει» από τη γλύκα για να μπορέσει στη συνέχεια να του τη «φέρει». Ο παππούς όταν τον χάιδευα γινόταν μόνο πρόσωπο. Ένα τεράστιο πρόσωπο που έμοιαζε με λιλιπούτειο νησί που είχε βουνά, σπηλιές, δάση, λίμνες και ξέφωτα και που περιδιάβαινα με μεγάλη προσοχή. Θυμάμαι με καθαρότητα τη γεωγραφία του προσώπου του, την υφή του δέρματός του, τη μυρωδιά του…

Τώρα πια σπάνια αγγιζόμαστε στο πρόσωπο. Τέτοια εγγύτητα απαιτεί μεγάλη εμπιστοσύνη.

Το πρώτο ψέμα

Θυμάμαι διάφορα περιστατικά από την πρώτη παιδική μου ηλικία, τότε που ο μικρός μου κόσμος συνδεόταν άμεσα και με φυσικό τρόπο με τον μεγάλο κόσμο, αυτόν για τον οποίο άκουγα. Τότε που το φανταστικό και το πραγματικό ήταν ενωμένα και όλα ήταν αληθινά. Τότε που «…το παιδί ήταν παιδί …(και) ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι να είναι ρέμα πελώριο, πλατύ και η λακούβα με νερό να είναι η θάλασσα… (και) όλα τα πράγματα το γέμιζαν χαρά, και όλες η χαρές ήτανε μία …»*

Η σχέση με τον χώρο και τον χρόνο ήταν αυτή των ονείρων, των θαυμάτων και της μαγείας και υπήρχε σύνδεση με τα πάντα. Όταν έλεγα, λοιπόν, σε όλους πως το δέρμα-χαλί που έχει στρωμένο η γιαγιά στην κρεβατοκάμαρά της είναι το τομάρι του λύκου από το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, ήταν αλήθεια. Όπως και το γεγονός πως η γιαγιά μου ήξερε τον Μέγα Αλέξανδρο και πως πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, αφού και οι δύο ήταν από τη Μακεδονία.

Κάτι ακόμη που θυμάμαι πολύ καθαρά είναι το εξής: Ήμουν μάλλον στο νηπιαγωγείο ή στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Η αγαπημένη μου φίλη Κικίτσα φορούσε μια πολύχρωμη φουφούλα, ένα κοντό παντελόνι σαν αυτά που φοράνε οι πρίγκιπες στα παραμύθια, δώρο από τη θεία της Νίκη. Μου άρεσε πολύ αυτό το φουσκωτό παντελονάκι και κάποια στιγμή είπα στην παρέα μας: Ξέρετε; Έχω κι εγώ μια φουφούλα. Μου τη χάρισε η νονά μου. Πήγα, λοιπόν, στη μαμά μου και της ζήτησα να μου δώσει τη φουφούλα μου. Αυτή με βεβαίωσε πως δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο δώρο. Εγώ ήταν αδύνατο να την πιστέψω. Μα πώς δεν υπήρχε; Αφού την είχα δει. Ήταν κόκκινη και είχε μπλε φιογκάκια στο πλάι. Έκλαιγα για μέρες, άδειαζα ντουλάπες και σεντούκια, σκορπώντας το περιεχόμενό τους στο πάτωμα, προσπαθώντας να βρω τη φουφούλα μου. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Για χρόνια πίστευα πως κάπου ήταν καταχωνιασμένη και πως θα τη βρω. Είναι αλήθεια πως την είχα δει.

Το πρώτο παραμύθι

Στο σπίτι των παππούδων, που ήταν ακριβώς δίπλα στο δικό μας, συχνά τα βράδια μαζεύονταν οι φίλοι τους, όλοι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και έλεγαν ιστορίες και παραμύθια από την πατρίδα. Η θεία Ευσεβία ήταν αυτή που έλεγε τα καλύτερα! Πάντα σχεδόν ήταν τρομακτικά και σκληρά, γεμάτα στοιχειά, μάγισσες, δράκους, βασιλιάδες, δολοπλοκίες, φόνους και αιμομιξίες. Παρ’ όλο που μ’ έδιωχναν για να μην ακούω, εγώ τρύπωνα ανάμεσά τους και πολλές φορές με ξεχνούσαν και μ’ άφηναν να παρακολουθώ χωρίς να βγάζω άχνα, με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει από την αγωνία και τον φόβο. Πολλές φορές σταματούσε η αφήγηση του παραμυθιού και μιλούσαν για πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα. Θυμάμαι μόνο σπαράγματα από αυτές τις αφηγήσεις.

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Την περίμενα πολύ καιρό αυτή τη μέρα. Τα δυο μου αδέλφια πήγαιναν ήδη σχολείο, είχαν τα βιβλία και τα τετράδιά τους, τις εργασίες τους και ήταν μαθητές, ήταν μεγάλοι. Πήγα με μεγάλη χαρά, ενθουσιασμό και αγωνία, αλλά σύντομα έμεινε μόνο η αγωνία και περίμενα να έρθει η Κυριακή.

Η πρώτη φωτογραφία

Σ’ ένα κιλίμι, μπροστά στο παλιό μας σπίτι, καθόμαστε η ξαδέλφη μου Θάλεια, ο αδελφός μου Χρήστος κι εγώ που είμαι πολύ μωρό. Η ξαδέλφη και ο αδελφός μου κάθονται σοβαροί. Εγώ έχω ένα μεγάλο κεφάλι, ελάχιστα μαλλιά κι ένα τεράστιο, απόλυτο χαμόγελο. Πόση χαρά, εμπιστοσύνη και αμεριμνησία! Λαχταράω να ξαναβρώ αυτό το παιδικό χαμόγελο. Αλλά όπως λέει ο Χρίστος Λάσκαρης:

«Για να φτάσω ως εσένα, 
χαμόγελο παιδικό,
πρέπει πολύ να ονειρευτώ
πολύ,
μέσα στο όνειρο να ευτυχίσω».

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Όταν άρχισα να διαβάζω, το ενδιαφέρον μου ήταν κυρίως στα κόμικς και στα Κλασικά Εικονογραφημένα που υπήρχαν άφθονα στο σπίτι μας, ενώ αντίθετα τα βιβλία ήταν λίγα. Το πρώτο βιβλίο νομίζω που διάβασα ήταν το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Έτρεμα τους Γερμανούς στρατιώτες. Φοβόμουν πως θα έρθουν μέσα στη νύχτα, θα πάρουν τον πατέρα μου και θα τον σκοτώσουν. Άκουγα χτυπήματα στην πόρτα. Κρατούσα την ανάσα μου. Παρακαλούσα να μην ξυπνήσουν οι γονείς μου και σηκωθούν ν’ ανοίξουν.

Η πρώτη τιμωρία

Ήταν ένα χαστούκι, πολύ δυνατό, που μου έδωσε ο κ. Γιάννης, ο δάσκαλός μας στη Δ΄ Δημοτικού και έκανε το αυτί μου να σφυρίζει για ώρες. Ήταν άδικη τιμωρία, δεν έφταιγα σε τίποτα. Κάποιος –νομίζω ο Νικολός, αλλά δεν το επιβεβαίωσα ποτέ– χάραξε στην καρέκλα μου μια μεγάλη καρδιά. Ο κύριος Γιάννης την είδε και νόμιζε πως την έκανα εγώ. Αφού με μάλωσε γιατί καταστρέφω την περιουσία του σχολείου μας, μου άστραψε ένα τρομερό χαστούκι μπροστά σε όλα τα παιδιά και στον Νικολό με τον οποίο ήμουν ερωτευμένη. Έγινα κατακόκκινη, έσκυψα το κεφάλι και έκλαιγα χωρίς ήχο. Αναρωτιόμουν γιατί δεν βγήκε ο φταίχτης να ομολογήσει και μ’ άφησε να υποφέρω. Δεν ήταν έστω λίγο ήρωας; Ή μήπως ντρεπόταν επειδή επρόκειτο για καρδιά και όχι για μία απλή ζωγραφιά; Δεν το κουβέντιασα ποτέ με τον Νικολό ούτε και με κανέναν άλλο.

Το πρώτο κατοικίδιο

Το πρώτο σκυλάκι με το οποίο συνδέθηκα πολύ, αυτό που φρόντιζα από κουτάβι, αυτό που αγαπούσα και έτρεχα μετά το σχολείο να συναντήσω, αυτό που αγκάλιαζα και του μιλούσα στα σκυλικά, αυτό με το οποίο είχαμε μυστικά, ήταν η Λίζα. Συμφωνήσαμε πως όταν θα πήγαινα μελλοντικά να δουλέψω σε ένα μεγάλο τσίρκο ως ακροβάτις, θα ερχόταν μαζί μου. Όταν έγινε περίπου τεσσάρων χρονών ξαφνικά χάθηκε. Και μετά… δύσκολα.

Η πρώτη απογοήτευση

Πρώτη δημοτικού. Η δασκάλα μας, η κυρία Ευδοξία, κάλεσε στο σπίτι της κάποια παιδιά για τα γενέθλια του γιου της Στράτου. Εμένα δεν με κάλεσε.

Ο πρώτος έρωτας

Ο Δημήτρης Π. συμμαθητής μου στην Α΄ Δημοτικού. Ερωτευμένη μαζί του και η φίλη μου Κικίτσα. Αποφασίσαμε να τον παντρευτούμε μαζί. Πόσο υπέροχο να ζούμε οι τρεις μας! Το μόνο που φοβόμουν ήταν μήπως ο Δημήτρης αγαπάει περισσότερο την Κικίτσα, αλλά εύκολα έδιωχνα τις κακές σκέψεις. Ο Δημήτρης ούτε που κατάλαβε την αδυναμία που του είχαμε και ποτέ δεν μας έριξε ούτε ένα βλέμμα συμπάθειας.

Ο πρώτος αμοιβαίος και τεράστιος έρωτας ήταν με τον Νικολό στη Δ’ Δημοτικού. Τον πρώτο χρόνο ανταλλάσσαμε μόνο βλέμματα αλλά ακολούθησαν ραβασάκια, δωράκια και ραντεβού –όπου δεν λέγαμε σχεδόν τίποτα– που κράτησαν μέχρι και την τελευταία τάξη του δημοτικού. Άλλαζε η αναπνοή μου και μόνο με τη σκέψη του.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα ήταν το θεατρικό έργο Περπατώ εις το δάσος. Το 1992 εργαζόμουν στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» ως ηθοποιός και χορογράφος. Ο Νικηφόρος Παπανδρέου που τη διηύθυνε, γνωρίζοντας ότι έγραφα κείμενα για το ραδιόφωνο, μου ζήτησε να γράψω ένα έργο για παιδιά. Το αποτέλεσμα τους ικανοποίησε και το έργο έγινε αμέσως παράσταση με ένα εξαιρετικό team συνεργατών. Εκδόθηκε λίγο αργότερα από τα «Ελληνικά Γράμματα» και από τότε έκανε τέσσερις επανεκδόσεις και δεκάδες παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Αφού είχα γράψει και ένα δεύτερο θεατρικό έργο με τίτλο Το όνειρο του Ρο, που παιζόταν στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», με πλησίαζαν διάφοροι και αφού μου δίνανε συγχαρητήρια και μου λέγανε χίλια καλά για το κείμενο, προσπαθούσαν να μ’ ενθαρρύνουν να γράψω ένα έργο για μεγάλους. Συγκεκριμένα μου έλεγαν: «Πολύ καλά τα πήγες με τα παιδικά, τώρα πρέπει να τολμήσεις να γράψεις κάτι για μεγάλους. Μη διστάζεις, αξίζεις και θα τα καταφέρεις». Κι όταν τους έλεγα πως κάνω αυτό που έχω ανάγκη να κάνω και πως την ενασχόλησή μου με την παιδική λογοτεχνία δεν την θεωρώ σαν ένα στάδιο δοκιμασίας για να μπω στον κόσμο της «σοβαρής» λογοτεχνίας που απευθύνεται σε ενήλικες, προσπαθούσαν ακόμη περισσότερο να με ενθαρρύνουν, προδίδοντας έτσι το πόσο πολύ υποτιμούν ό,τι απευθύνεται σε παιδιά και πως το θεωρούν κάτι εύκολο που απλώς θέλει να περάσει μηνύματα, να διδάξει και να ψυχαγωγήσει. Και ενώ μιλάνε για την ευφυΐα, τον πλούτο κ.λπ. κ.λπ. των παιδιών, στην πραγματικότητα τα θεωρούν πλάσματα μειωμένης αντίληψης και οι ίδιοι έχουν ξεκόψει εντελώς από τον πλούτο και την ευφυΐα στην οποία αναφέρονται. Θα τους φανεί αστείο αν πεις πως και ένα έργο που απευθύνεται σε παιδιά ζητάει κι αυτό επικοινωνία, έχει ανάγκη από «μοίρασμα» και για να έχει πιθανότητες να πετύχει «σχέση», πρέπει να είναι φτιαγμένο από αλήθεια που αφορά όλη την ύπαρξη του συγγραφέα και όχι μόνο Ιδέες. Να έχει θερμοκρασία, καρδιοχτύπι, να έχει χαμόγελα και δάκρυα, να έχει παρηγοριά, να έχει παιχνίδι.

Αυτό το «κάτι» λοιπόν που κατάλαβα τότε πως πρέπει να αλλάξει δεν αφορά μόνο την παιδική λογοτεχνία, αλλά γενικότερα το βλέμμα των μεγάλων απέναντι στα παιδιά και ό,τι απευθύνεται σ’ αυτά. Και για να συμβεί αυτή η αλλαγή είναι απαραίτητη η επανασύνδεσή μας με το πιο αθώο κομμάτι μας, αυτό στο οποίο ζει η ουσία από το παιδί που κάποτε υπήρξαμε και που μεγαλώνοντας έχουμε συνθλίψει.

* Αποσπάσματα από το ποίημα του Πέτερ Χάντκε «Το τραγούδι του παιδιού», σε μετάφραση Γιώργου Καρτάκη.

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Κύλιση στην κορυφή