ΩΚΕΑΝΟΣ
Πήγα να καρφώσω με τη ματιά μου τη σπείρα
Μαύρο νερό
που αναδιπλώνεται
σε μαύρο νερό, το κύμα
Ένα πελώριο γεγονός
Κι όρμησε μέσα μου ο Ωκεανός
Και μου ʼκοψε το αίμα –
Τα σκοτάδια τ’ άδυτα
Καράβια σάπια, αύτανδρα φαντάσματα
Μια αντάρα που έκανε να δονίζονται
τα κόκκαλα
Ο θάνατος με μολυβένια σιωπή
Κι απόκοντα μία μακριά πομπή
με κρόταλα.
Έμεινα εκεί στυλωμένος
(πιο πολύ θυμός για το φόβο
παρά φοβισμένος)
Κι όταν αφέθηκα
μέσα μου ένοιωσα ν’ αναδιπλώνεται
τού ωκεανού ο ρυθμός
που ίσως και να με σιγοταξιδεύει προς
το τέλος δίχως τέλος
❧
Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ
Το περίπλοκο το πλέγμα
από κλαδιά ξεγυμνωμένα
έχει τυπωθεί στ’ ουρανού
το μουντζουρωμένο χαρτί,
έξω απ’ το παράθυρό μου
το χειμωνιάτικο αυτό πρωί.
Εικόνα που κατοπτρίζει
του μυαλού μου τη φύση.
Κι από το πουθενά, χωρίς
καμμιά προειδοποίηση,
το βλέπω να κλυδωνίζεται
μπροστά μου, στο κλαρί.
Κατακόκκινο και φουσκωτό,
σαν πυγμή στο κρύο,
το παράξενο πουλί βάζει φωτιά
στο παγωμένο τοπίο!
❧
LADY GAGA, ΠΟΠ ΣΤΑΡ
Το μαγικό το τεντώνω
μέχρι την άλλη μεριά
να το κάνω πραγματικό.
Και τανάπαλιν.
Περπατάω επάνω σέ τριχιά
σαν τον ακροβάτη.
Δεν με τρομάζει το χάος.
Βλέπω τα βλέμματά σας
να πλέκουν δίχτυ από κάτω.
Ή, σαν τον Χριστό επάνω
στα ταραγμένα νερά τής λίμνης,
δεν θα βουλιάξω μες στη λήθη.
Το βήμα μου θα μένει σταθερό
στον αφρό τής δικής σας μνήμης.
❧
ΜΟΥΣΙΚΟ ΚΟΛΛΑΖ
τού ζωγράφου Romare Bearden
Αχ! αυτοί οι μουσικοί,
κομμένοι και ραμμένοι
από χρωματιστό χαρτί!
Με γεμίζουν ήχους.
Στην ψυχή μου ρίγος.
Οι γραμμές, τα σχήματα,
και τα χρώματα
είναι των μουσικών τα όργανα
και τα σώματα.
Τίποτα άλλο δεν χωράει
σε αυτήν εδώ την εικόνα.
Με φέρνει πίσω τριάντα χρόνια
σε αίθουσα μικρή και σκοτεινή,
στη Νέα Ορλεάνη τη μακρινή.
Στριμωγμένοι εμείς οι θαμώνες.
Η υγρασία επάνω μας πηχτή.
Ήταν μια ομάδα μικρή,
συμπαθέστατα γερόντια,
τρομπέτες και τύμπανα,
μπάσο και τρομπόνι,
και στο αρχαίο το πιάνο
η γυναικεία φωνή μόνη.
Τίποτα άλλο δεν χωρούσε μεταξύ τους
(ή μεταξύ μας), μόνο εκείνη η μουσική,
που άγγιζε την ψυχή μου όπως κι αυτή
τη στιγμή που κοιτάω τον πίνακα μόνος,
στο Μανχάτταν, σε μιαν άδεια γκαλερί.
❧
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ»
to Jan Wagner, who said it first, in Granada.
Σαν τον ποδηλάτη σε ανήφορο
αργά και υπομονετικά
οι πατούσες με ρυθμό
κυκλοτερή αποσύρουν
της νύχτας το κάλυμμα,
μ’ επαναφέρουν από τον ύπνο.
Ο δρόμος, φωνακλάς έμπορος,
έχει ήδη μπει στο δωμάτιο και
τραγουδάει τις πραμάτειες του.
Αλόγων πέταλα στην άσφαλτο,
βραχνά μουγκρητά αυτοκινήτων,
φωνές στη γλώσσα του Νταρίο.
Ανοίγω το παράθυρο, και σε καλημερίζω,
όπως κάθεσαι, στωϊκά και ήσυχα, αντικρύ
μ’ έναν βαθυπράσινο μανδύα από φύλλα
κι ένα στέμμα από σύννεφα στην κορυφή.
Άλλο το πώς περνάμε τις μέρες μας
κι άλλο αυτό που κοχλάζει μέσα μας.