Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος

Λουκία Δέρβη

Ονειρεύτηκα τον Ασημάκη

Ένα δάσος από σημύδες με είχε περικυκλώσει. Οι λευκοί λεπτοί κορμοί μπλέκονταν μεταξύ τους σε παράδοξους σχηματισμούς, σηκώνοντας γύρω μου έναν πυκνό φράχτη από όπου δεν μπορούσα να βρω καμία έξοδο. Ξάφνου οι σημύδες αυτές άρχισαν να ξεφλουδίζουν και ο φλοιός τους −ένα λευκόγκριζο ασήμι− έπεφτε πάνω μου σε στρώσεις πυκνές, βαρύ σαν χιόνι, βυθίζοντάς με βαθιά στο χώμα σαν να ’θελε να με εξαφανίσει. Και τα φύλλα της πιο ψηλής, της πιο λυγερής σημύδας, αυτής που έφτανε τα είκοσι μέτρα και όταν την κοιτούσες ζαλιζόσουν από την ομορφιά της, έπιασαν λοιπόν τα φύλλα της να φυλλορροούν, κίτρινα και πλατιά και οι άκρες τους ήταν σαν δόντια μικρού θηρίου που έρχονταν προς το μέρος μου να με δαγκώσουν.

Έκανα να σαλέψω αλλά τα άκρα μου δεν κουνιούνταν. Φοβόμουν. Ήμουν στο μέσο του δάσους, ένα πηχτό έρημο σκοτάδι με κύκλωνε, μια νύχτα με υγρασία μ’ όλο που μπορούσα καθαρά να δω μπροστά μου σαν να ’μουν ζώο νυκτόβιο.

Τότε εμφανίστηκε ένας άντρας, νέος πολύ, κοντός, λεπτός και με γυαλιά, με ύφος ανθρώπου έξυπνου, σοβαρού αλλά και με μια υποψία χαμόγελου. Χωρίς λέξη να πει, άρχισε να σκάβει δίπλα μου ένα λαγούμι και εγώ ως δια μαγείας ήξερα τι ήθελε να κάνει, ενώ και εγώ ήθελα το ίδιο. Το λαγούμι θα γινόταν μια υπόγεια διαδρομή για ένα τρένο όπου θα μπαίναμε μαζί με τον άντρα, και το τρένο θα είχε μια καμινάδα που θα έστελνε σήματα καπνού για όσους ήθελαν να μας ακολουθήσουν και να βγουν στο φως.

Απαλλαγμένη από κάθε φόβο, θέλησα να σκάψω κι εγώ μαζί του. Μόνο που το φτυάρι μου ήταν βαρύ και δεν μπορούσα να το σηκώσω. Ο νέος άντρας δεν είπε τίποτα και άρχισε να σκάβει με τα χέρια. Τον μιμήθηκα. Σκάβαμε ώρα πολλή. Είχα ιδρώσει και η καρδιά μου χτυπούσε όπως ποτέ δεν είχε χτυπήσει. Είχαμε σκάψει πλέον ένα τούνελ. Ήμασταν κάτω από τη γη πολλά μέτρα και καθώς προχωρούσαμε, ξεριζώναμε τις σημύδες. Οι ρίζες τους σαν φίδια χωρίς μάτια μπλέκονταν πάνω μας, αλλά εμείς δεν φοβόμασταν, τα αποκεφαλίζαμε και συνεχίζαμε.

Ήμασταν ακόμα κάτω από το δάσος όταν μια τεράστια ρίζα με μορφή χταποδιού άρπαξε τον νέο άντρα και τυλίχτηκε γύρω από τον κορμό του. Όρμησα για να αποκεφαλίσω το τέρας, αλλά διαπίστωσα πως δεν μπορούσα να το κάνω χωρίς να τον πληγώσω. Τώρα εκείνος δεν μπορούσε να κουνηθεί, το πρόσωπό του είχε μπλαβίσει και προσπαθούσε να αναπνεύσει.

«Μπαμπά!» είπα δυνατά και ξύπνησα τρομαγμένη από τη φωνή μου.

Ο άντρας μου δεν κουνήθηκε, ούτε με είχε ακούσει. Μια-δυο φορές που τον είχα ξυπνήσει μέσα στη νύχτα είχε ενοχληθεί φοβερά κι αυτό με έκανε να το σκεφτώ διπλά και τριπλά πριν τον ανησυχήσω. Εντέλει το αποφάσισα.

«Ονειρεύτηκα τον Ασημάκη» του είπα ακόμα αναστατωμένη, «ήταν ένα τρομακτικό όνειρο. Ένας εφιάλτης!»

Βάλθηκα να του διηγούμαι με λεπτομέρειες, σκηνή τη σκηνή, το όνειρο που είχε προηγηθεί, ζωντανό καθώς ήταν ακόμα στη μνήμη μου, όσο πιο αναλυτικά και περιγραφικά μπορούσα, θέλοντας έτσι να αποδώσω όλη την ατμόσφαιρα και την απόγνωσή μου. Ο άντρας μου δεν μιλούσε παρά μόνον άκουγε με υπομονή τις αλλόκοτες περιγραφές μου. Στο τέλος του ονείρου γύρισα και τον κοίταξα. Είχε αποκοιμηθεί. Νευρίασα και τον σκούντησα ελαφρά γιατί ένιωσα πως καθόλου δεν είχε συγκινηθεί από τη διήγηση του παθήματός μου, αλλά ούτε και από τη χαρά που μου είχε δώσει ο πατέρας του να με επισκεφτεί στον ύπνο μου.

Αυτή τη φορά θύμωσε πολύ. Σε γενικές γραμμές είναι άνθρωπος που δεν θέλει για οποιονδήποτε λόγο να τον ξυπνάνε –πόσω μάλλον για δεύτερη φορά την ίδια νύχτα.

«Μέτρα προβατάκια», μου είπε, «και ξανακοιμήσου!»

Μα τι προβατάκια να μετρήσω! Είχα ξυπνήσει για τα καλά πια.

Ανασηκώθηκα και βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Πώς ήταν δυνατόν εγώ, με την τόσο δυνατή σχέση που είχα με τον πατέρα μου, να φωνάξω κάποιον άλλο «μπαμπά». Και πώς ήταν δυνατόν να ονειρευτώ τον πατέρα του άντρα μου, τόσο νέο, τόσο ζωντανά, αφού μόνο από άλλων διηγήσεις και από τα βιβλία του τον είχα γνωρίσει.

Σε λίγο οι παλμοί μου άρχισαν να πέφτουν και ένιωσα πως όπου να ’ναι θα με έπαιρνε ξανά ο ύπνος. Άπλωσα το κορμί μου και κόλλησα το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Βάλθηκα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να συνεχιστεί το όνειρο. Δεν κοιμόμουν ακόμα.

Στη φαντασία μου ο νέος άντρας είχε μεγαλώσει αρκετά. Έμοιαζε περισσότερο στο πορτρέτο του που είχαμε στο σπίτι, αυτό στο οποίο έχω κοντοσταθεί αμέτρητες φορές για να το κοιτάξω. Φορούσε πάντα τα γυαλιά του και η όψη του ήταν αυστηρή τώρα. Έμοιαζε με άνθρωπο που έχει μάθει πολλά από τη ζωή. Μπήκα μπροστά και εκείνος με ακολούθησε με βήμα βαρύ. Το τούνελ ήταν όλο σκαμμένο πια και το τρένο ξύλινο και άσπρο σαν τα ξύλα της σημύδας του δάσους. Επιβιβάστηκε πρώτος στο βαγόνι, σκυφτός. Μετά μπήκε ένας άλλος, κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος. Έκανε τόπο σε κάποιους, που ήταν ήδη μέσα στο τρένο και πίνανε το τσάι τους όρθιοι, να καθίσουν στα περίτεχνα σκαλισμένα καθίσματα του βαγονιού. Κάθισε πρώτα ο ένας, ακολούθησε ο άλλος, κι άλλος, κι άλλος, ένας προς έναν, όλοι τους όπως τους ήξερα από τις φωτογραφίες των βιβλίων και από τις βιογραφίες τους που είχα διαβάσει. Ήταν όλοι εκεί. Οι πεζογράφοι και οι ποιητές που μου είχαν μάθει τη ζωή όπως είχε κάνει ο πατέρας μου. Άντρες όλων των αιώνων, όσους είχα αγαπήσει και ένιωθα συγγένεια με την ψυχή τους.

Ένας νέος άντρας με καπέλο και μουσάκι στη θέση του οδηγού έδωσε το σύνθημα πως σε λίγο θα ξεκινούσε το ταξίδι. Ήμασταν στη μέση του πουθενά και θα πηγαίναμε στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, σε χώρες πολλές θα ταξιδεύαμε, θα σταματούσαμε κάθε τόσο στον γενέθλιο τόπο κάθε ταξιδιώτη. Είδα από την ξύλινη αποβάθρα τις χρυσές ράγες και τα σήματα του καπνού, μικρά πηχτά συννεφάκια, που έβγαζε η καμινάδα και άρχισα χωρίς βιασύνη να μετράω τους συγγραφείς. Ένας, δυο, τρεις… Μόλις έφτασα στον Αντόν αποκοιμήθηκα.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή