Βίκτωρ Ψευτάκης

Όσα Μείναν στο Φαράγγι

Να βρεις έναν τόπο να μοιάζει πατρίδα. Έτσι μου ’πε ο παππούς μου όπως έφευγα με όσα συμπράγκαλα χωρούσαν κάτω απ’ τη μασχάλη μου, με τη μάνα μου να με σέρνει φουρκισμένη απ’ το χέρι και τον Φώτη να μας σπρώχνει και τους δυο, μη και μας προλάβει η φωτιά. Μια ζωή μετά, κοντά είκοσι χρόνια, η μυρωδιά καμένης γης μ’ ακολουθεί ακόμα· αλλά οι λέξεις με στοιχειώνουν.

Ξεπεζεύω απ’ τη Βροντή που χλιμιντρίζει μαλακά, κι ατενίζω την άκρη της κοιλάδας, το φαράγγι που απλώνεται κάτω μου, τις κορυφές των κωνοφόρων δέντρων του, χρυσές στο δειλινό. Γυρνάω απ’ την άλλη και κάνω νόημα στο καραβάνι να σταματήσει. Στο βάθος διακρίνονται τα φώτα του σταθμού υποδοχής στην Καλλικράτεια. Ένα σκάφος προσεδαφίζεται αργά στο πλάτωμα πάνω απ’ τη μικρή πόλη –γιατί πόλη έχει γίνει πλέον, κι ας ξεκίνησε ως σταθμός υποδοχής– κι αναρωτιέμαι πόσους να κουβαλάει αυτή τη φορά. Τα τελευταία χρόνια οι έποικοι φτάνουν κατά κύματα, ακόμα κι εδώ, στην κωλοτρυπίδα του συστήματος όπου δεν έχουμε κονδύλια ούτε για πλάκα, κι από τεχνολογία έχουμε μείνει στα κάρα. Ας είναι. Τουλάχιστον θα έχει δουλειά· εκατό δραχμές το κεφάλι για να τους οδηγήσω στη νέα τους πατρίδα.

Τα σωθικά μου κλωτσάνε, μου κόβεται η ανάσα, ξεσφίγγω τη ζώνη δυο τρύπες. Το άτιμο το ευερέθιστο έντερο, κληρονομιά απ’ τη μάνα μου, δεν λέει να συνηθίσει τα ζαρζαβατικά του τόπου όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει. Τα μπρόκολα και τα σέλινα, που έτσι τα λέμε μονάχα για παρηγοριά. Ας είναι. Χαϊδεύω τη χαίτη της Βροντής που έχει σκύψει ήδη και μασουλάει το γρασίδι. Με κουτουλάει απαλά με τη μακριά της μουσούδα και με γαργαλάνε τα μουστάκια της. Κι αυτή άλογο μόνο στ’ όνομα. Ας είναι.

«Αφεντικό, θα κατασκηνώσουμε εδώ;» φωνάζει ο Δημητράκης με τα χέρια χωνί και τα μάτια μισόκλειστα. Το καραβάνι έχει σταματήσει, τριάντα ένας άνθρωποι αυτή τη φορά, οι δέκα παιδιά, με πέντε κάρα φορτωμένα ως τα μπούνια –γι’ αυτό κάναμε και δυο μέρες να διασχίσουμε την κοιλάδα ως την άκρη του πολιτισμού, αλλά δεν μου πήγαινε η καρδιά να τους πω εξαρχής να τ’ αφήσουν πίσω. Όλοι τους με κοιτάζουν, άλλοι με τα χέρια στη μέση, άλλοι σκουπίζοντας ιδρώτα στα μανίκια, άλλοι καθισμένοι σε πλατιές πέτρες με ξερά βρύα· τα παιδιά χαμπάρι, κυνηγιούνται με κάτι κληματσίδες απ’ τ’ αμπέλια που φτιάχνουν κατάπικρα σταφύλια.

Πρώτα νεύω αρνητικά, ύστερα απαντάω, «Όχι. Θα περάσουμε τώρα». Λίγο γιατί σκέφτομαι να προλάβω τους καινούργιους εποίκους, μη μου τους καπαρώσει ο λελέκης ο Φαναριώτης, όπως την προηγούμενη βδομάδα. Λίγο γιατί – αχ, γαμημένη σουβλιά στα σωθικά, πανάθεμά σε.

«Αφεντικό–»

«Δεν είμαι αφεντικό σου, ρε Μήτσο, τα ’παμε αυτά».

Πλησιάζει με μούτρο ανήσυχο, με τ’ άλογό του κατά πόδας, πάντα έτσι κάνει, σαν σκύλος. «Για τους καινούργιους σκέφτεσαι, ε;» Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος, λεπτά σαν κλαριά, και κοιτάζει το φαράγγι. «Θα προλάβουμε; Θέλουνε χρόνο, συνήθως, σαν κατέβουμε κάτω και βγούμε απ’ το μονοπάτι».

«Έχουμε τρεις ώρες μέχρι να πέσει η νύχτα». Έτσι νυχτώνει σ’ αυτή τη μεριά του πλανήτη, με την ησυχία του. Πιο όμορφο φως δεν θυμάμαι να ’χω δει στη ζωή μου πριν έρθουμε εδώ. Και την άνοιξη δεν έχει θεριά στις ερημιές, κοιμούνται όλα ακόμα. Πριν το καλοκαίρι δεν ξεμυτάει τίποτα απ’ το λαγούμι του. Τώρα, για πέρα απ’ το φαράγγι, δεν ξέρω.

Φτύνω ένα φλέμα μαύρο σαν πίσσα απ’ τον καπνό που μασάω και προχωράω πίσω, στο τσούρμο. Τα μάτια μου στέκονται στα πρόσωπα, άλλα σκαμμένα, ξερακιανά, άλλα μουτζουρωμένα απ’ τη σκόνη, άλλα γυαλίζουν απ’ τον ιδρώτα, δυο-τρία με ουλές που ακόμα δεν έχουν γιάνει. Βετεράνοι είναι κι αυτή η φουρνιά· δεν θα ’πρεπε να τα ’χω συνηθίσει, να μου φαίνονται όλα ίδια έτσι που μας ισοπεδώνει όλους η ξενιτιά;

«Από πού είστε;» Δαγκώνω τη γλώσσα μου, τι τα θες και ρωτάς;

«Απ’ το Σεντούκι», λέει μια γυναίκα με χοντρή πλεξίδα και κολοβό χέρι, στολισμένο με τατουάζ όλο περικοκλάδες και γρανάζια.

Αν είχε πόδια η καρδιά μου θα ’φευγε, μα την αλήθεια.

«Στη Θράκη;» ρωτάει κι ο Δημητράκης, που έχει σταθεί δίπλα μου και κορδώνεται να φανεί ψηλότερος, ενώ παλεύει να μη με κοιτάξει με νόημα.

«Ναι». Τόσα χρόνια έχει περάσει λογής λογής κόσμος, πρώτη φορά απ’ την πατρίδα. Πάω να της πω είμαι της Φρόσως που ’ταν του παπουτσή η κόρη, δαγκώνω τη γλώσσα μου ξανά, ευτυχώς προτού μου ξεφύγει. Χώνω τα χέρια στις τσέπες. Προς στιγμήν μου φαίνονται άδειες και μου ανεβαίνει ένας ταμπλάς, αλλά μετά νιώθω το κρύο μέταλλο στ’ ακροδάχτυλά μου. Η φυσαρμόνικα του παππού Γιάννη είναι εκεί, στην αριστερή μου τσέπη. Όπως πάντα.

«Θα κατεβούμε στο φαράγγι. Αν δείτε ότι δεν αντέχετε, θα κατασκηνώσουμε κάτω». Δίκιο έχει ο Δημητράκης, θα θέλουν χρόνο. Μπορεί κι όλο το βράδυ.

Η γυναίκα κάνει δυο βήματα και σκύβει στ’ αυτί μου. «Κι η θυσία;»

Μελετάω τα μάτια της που με καρφώνουν σαν αδράχτια, η ανάσα της μυρίζει άδειο στομάχι και τα ρούχα της ξινό ιδρώτα και λεβάντα.

«Όπως είπα. Δεν θέλει αίμα».

Κουνάει το κεφάλι και ξεσφίγγει το σαγόνι. Με χτυπάει απαλά στον ώμο με το καλό της χέρι και γυρνάει απ’ την άλλη. «Σηκωθείτε, πάμε!» φωνάζει στους δικούς της και το καραβάνι ξεκινάει.

Όπως κατεβαίνουμε τον φιδογυριστό χωματόδρομο κι η Καλλικράτεια χάνεται εντελώς πίσω μας, η ερημιά ξεπροβάλει πίσω από κάθε πέτρα και δέντρο κι ηλιαχτίδα, λες κι είναι οντότητα απτή, φίδι που τρυπώνει στα ρούχα μας και κουλουριάζεται στα σωθικά μας. Κάθε φορά που ροβολάω στα μπαΐρια μέχρι κάτω στο φαράγγι, είναι το ίδιο. Τουλάχιστον οι υπόλοιποι δεν θα χρειαστεί να ξαναπεράσουν από δω χάμω. Το δικό μου, όμως, το φίδι με θυμάται, και κάθε φορά σκορπάει την ερημιά του όλο και πιο βαθιά στις φλέβες μου. Το δάγκωμά του μ’ αφήνει σαν βλαστάρι που οι ρίζες του έχουν καεί απ’ την παγωνιά, ευάλωτο στην επόμενη πλημμύρα ή στη φωτιά. Και πώς να την αντιπαλέψεις την ερημιά αν δεν έχεις πιει απ’ το αντίδοτο σταγόνα;

Παίρνω την τελευταία στροφή και διασχίζω το τελευταίο πατημένο κομμάτι μέχρι που φτάνω στην πινακίδα που λέει «Καλλικράτεια» κι από πάνω έχει μια διαγώνια κόκκινη γραμμή. Τέλος δρόμου. Κοιτάω πίσω, το καραβάνι που καταφτάνει, κι ένας ένας σταματάνε σηκώνοντας σκόνη. Πέρα απ’ την ταμπέλα, το μονοπάτι συνεχίζει πιο στενό, πιο κακοτράχαλο, χορταριασμένο, γλιτσερό κατά σημεία. Η βλάστηση φουντώνει, τα δέντρα παλεύουν το ’να με τ’ άλλο για λίγο φως, τα χρώματα βαθαίνουν, πιο πλούσια τώρα, κόκκινα και πορτοκαλί στο έδαφος κοντά, τα λουλούδια και τα βλαστάρια, μέχρι κι οι πέτρες και τα μανιτάρια, όλα τους έχουν τέτοιες αποχρώσεις. Κι όσο ανεβαίνει το μάτι κατά πάνω, τα πορτοκαλί μπλέκονται με τα πράσινα, με πλήθος υφές, άλλα φύλλα μοιάζουν χνουδωτά, άλλα αραχνοΰφαντα, οι καρποί –μπλε οι άγουροι, κίτρινοι οι γινωμένοι–, κληματσίδες ενώνουν τα κλαδιά, κισσός μαύρος, λες πηχτός, πνίγει κορμούς και θάμνους. Όσο κι αν τα πεις δέντρα όλ’ αυτά, ή δάσος, δύσκολα το πιστεύεις το ψέμα εδώ, στον πάτο. Μήτε δέντρα όπως τα ξέρουμε, μήτε θάμνοι, μήτε κισσός, μήτε νυχτερίδες τα σκασμένα που πετούν πάνω απ’ τα κεφάλια μας στο δειλινό, κι ας τσιρίζουν σαν ποντίκια.

Γέρνω πάνω στη Βροντή και τη χαϊδεύω ανάμεσα στα μάτια και της σιγομουρμουράω να την καθησυχάσω. Είναι κορίτσι του αγρού, δεν της αρέσει το πυκνό κομμάτι της διαδρομής που ακολουθεί. Της δίνω κι ένα γινωμένο κίτρινο σύκο –λέμε τώρα σύκο– κι ισιώνω την πλάτη.

«Από δω κι ύστερα μ’ ακολουθείτε από κοντά. Το μονοπάτι είναι στενό και πιο ζόρικο, αλλά υπάρχει. Θ’ ακολουθήσουμε κατά μήκος το φαράγγι και θα βγούμε κοντά στα είκοσι χιλιόμετρα μετά. Από κει θα πάτε στην ευχή της γης. Κατανοητό;»

Με ζυγίζουν, βλέπω τις ερωτήσεις να κρέμονται στις άκρες των χειλιών τους, αλλά δεν λένε κάτι. Είναι δασκαλεμένοι απ’ τον σταθμό υποδοχής, απ’ τις φήμες για το πέρασμα απ’ το φαράγγι. Ξέρουν ότι αυτό που έρχεται είναι αναγκαίο κακό αν θέλουν να βγούνε απ’ την άλλη. Δεν έχουν κι άλλη επιλογή. Να μείνουν στην Καλλικράτεια δεν μπορούν, δεν δίνουν άδειες εκτός κι αν είσαι οδηγός ή δουλεύεις στις αποβάθρες. Οπότε, οι διωγμένοι που καταφτάνουν προωθούνται στην πέρα μεριά, μετά το φαράγγι, να βρουν καινούργιο χώμα να ριζώσουν. Έτσι είναι συμφωνημένο απ’ τις κυβερνήσεις. Στο κάτω κάτω, το πέρασμα είναι πέρασμα, δεν το λες σπίτι.

Τους νεύω με το χέρι, παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεκινώ στο μονοπάτι. Λίγα μέτρα μετά ακούω το κελάρυσμα απ’ το ρυάκι και το παίρνω ντουγρού μέχρι να δυναμώσει τόσο που να μην ακούω τα κλοπ κλοπ της Βροντής στο χώμα. Το φως λιγοστεύει ολοένα και τ’ άμαθα άλογα πίσω μου χρεμετίζουν ανήσυχα, αλλά ο Δημητράκης τούς σιγομουρμουράει, είναι καλός με τα ζώα, δεν τον φοβάμαι. Δυο ώρες μας παίρνει να φτάσουμε στο σημείο με τις μαύρες πέτρες που υψώνονται κοφτερές ανάμεσα απ’ τα δέντρα, να συναντήσουν τα σύννεφα.

Τραβάω τα γκέμια. Ολόγυρα, απ’ το χώμα ξεφυτρώνουν τα σημάδια από προηγούμενα καραβάνια, μια μπότα εδώ, ένα σκαλιστό ξύλινο τραπεζάκι μισοθαμμένο στη λάσπη, μια ρόδα κάρου που ’χει πιαστεί στα βράχια, λίγο παρακάτω στο ποτάμι. Πλάι στην όχθη, άλλη μια πινακίδα ξύλινη, με ξεθωριασμένα γράμματα λέει, «Νέα Θράκη». Κι από κάτω, άναρχα, πότε σκαλισμένα, πότε με μπογιά: Ραιδεστός, Ηράκλεια, Αδριανούπολη, Σηλυβρία, Βιζύη, Σαράντα Εκκλησιές, Μάλγαρα, Τυρολόη, Σαφράς, Τούζλα, Θυνιάς, κι άλλα πόσα που έχουν σβηστεί μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια που παραχωρήθηκε αυτή η μεριά του πλανήτη.

Οι υπόλοιποι έχουν όλοι καταφτάσει, αυτοί που οδηγούν τα κάρα έχουν καταϊδρωκοπήσει. Κοιτάνε μια την ταμπέλα, μια εμένα, μια στην αντίκρυ όχθη.

«Από δω περνάμε το ποτάμι. Είναι ρηχό το σημείο και δεν έχει ρεύματα ή κοφτερές πέτρες, μη φοβάστε».

«Να γράψουμε το μέρος μας;» φωνάζει ένας άντρας που έχει βγάλει και καπνίζει.

«Αν θέλετε». Ξελασκάρω λιγάκι το μαντήλι που φοράω γύρω απ’ τον λαιμό μου, με σφίγγει, το άτιμο.

«Και πότε αρχινάει η θυσία;»

«Από δω κι ύστερα, μέχρι να βγούμε απ’ το φαράγγι». Το σούσουρο που σηκώνεται μπλέκεται με το θρόισμα των δέντρων. «Αν είστε αποφασισμένοι να περάσετε, δεν θα ’χετε πρόβλημα». Ξεροκαταπίνω, πάντα μου σώνεται το σάλιο σ’ αυτό το ρημάδι το σημείο. «Από δω και παραπέρα, η γη ζητάει φόρο την παλιά σας πατρίδα για να σας μπάσει μέσα. Όσοι δεν θέλετε να δώσετε, ο Δημητράκης είναι ικανός οδηγός, θα σας γυρίσει πίσω». Τώρα, όμως, τη σιωπή την κόβεις με το μαχαίρι. Μόνο η φύση ακούγεται, ατάραχη, κάνει τη δουλειά της. «Μισή ώρα θα ξαποστάσουμε και μετά ξεκινάμε».

Μισή ώρα είναι πολύ λίγη να πάρεις τέτοια απόφαση, αλλά σάμπως κι όλον τον χρόνο να ’χες μπροστά σου θα ’ταν πιο εύκολο; Να σου πω εγώ, δεν θα ’ταν. Πριν προλάβω καλά καλά να κατεβάσω την τελευταία μπουκιά απ’ το κατσαμάκι, η γυναίκα με την πλεξίδα πλησιάζει την πινακίδα, βγάζει έναν σουγιά και ξεκινάει να χαράζει.

«Μόλις τελειώσω, φεύγουμε, ναι; Δεν πάει πίσω κανένας. Να ’μαστε τουλάχιστον όλοι μαζί».

Κουνάω το κεφάλι· όλοι μαζί. Ωραία δεν θα ’ταν, ν’ ανήκεις; Κοντοστέκομαι λίγα λεπτά, με τον καπνό μου αμάσητο στο στόμα και την καρδιά να μπουμπουνάει στ’ αυτιά μου. Και άιντε πάλι· ξεκινάμε. Το δύσκολο κομμάτι.

Είμαστε στα μισά της διαδρομής και τους τα ’χω εξηγήσει όσο καλύτερα μπορώ, αλλά μερικοί έχουν αρναούτικο κεφάλι. Τους είπα, τα κάρα θα τ’ αφήσετε εδώ, δεν βγαίνουν απ’ το φαράγγι, αλλά μέχρι που να δούνε τα πρώτα παρατημένα στα πλαϊνά του μονοπατιού, να τα τυλίγει ο μαύρος κισσός, τα ξύλα τους άλλα σάπια, άλλα σπασμένα να ξεμυτάνε απ’ τη βλάστηση σαν κόκαλα, τους τζερέδες και τους μπούκλους κρεμασμένους απ’ τα κλαδιά, ωχροκίτρινοι απ’ τη μούχλα και πράσινοι απ’ τη σκουριά, τα σεντούκια με τα προικιά τώρα πια φωλιές για τ’ αγρίμια, κάνανε πως δεν μ’ ακούγαν. Πιο ξύπνιοι θαρρείς αυτοί απ’ τους προηγούμενους που τα παρατήσαν όλα εδώ να τους τα φάει η γη, να χορτάσει μνήμες. Κάποιοι εννόησαν πιο νωρίς απ’ τους άλλους και δυο κάρα ήδη τ’ αφήσαμε πίσω μας, χωρίς κλάματα και φασαρίες. Μας μένουν τρία, κι ήδη βλέπω τον οδηγό του τελευταίου στην ουρά, έναν ντελικανή ως κι απάνω να παλεύει να το φέρει βόλτα στις κοτρόνες.

«Άσ’ το!» του φωνάζω. «Κατέβα».

«Είναι όλο μας το βιος δω πάνω, τι θαλ’ ’α κάνω όταν φτάσουμε αυτού, ε;»

«Θα βρεις!» φωνάζω. Είναι άδικα τα νεύρα μου, μου δένουν το λαρύγγι κόμπο. Πώς να του πω, άμα δεν τα ’φερνες από κει, άμα τ’ αγόραζες στον δρόμο δεν θα χρειαζόταν να τ’ αφήσεις. Γιατί δεν αφήνεις αυτά, τις μνήμες σου αφήνεις.

«Παράτα τα, ρε Κώτσο!» του λέει η γυναίκα με την πλεξίδα και καθώς με προσπερνάει να πάει να τον βοηθήσει μου ρίχνει ένα βλέμμα όλο βελόνες, μα μου ακουμπάει το μπράτσο συνωμοτικά. Από ’κείνη θα τ’ ακούσει το μάλωμα, είναι δικιά τους.

Μέχρι να τον βοηθήσουμε να ξεζαλώσει τ’ άλογα και ν’ αποχαιρετήσει κι αυτός κι η γυναίκα τους και τα τρία μικρά το κάρο και τα υπάρχοντά τους, έχει αρχίσει να νυχτώνει για τα καλά. Κι η νύχτα φανερώνει όσα μένουν πίσω που δεν είναι υλικά.

Σ’ ένα ξέφωτο παραδίπλα, στους θάμνους έχει σκαλώσει ένα υφαντό που δείχνει έναν γάμο, μα μόλις πλησιάσει μια μικρή να το μαζέψει βγάζει μια κραυγή και πισωπατάει· είναι καμωμένο από μυρμήγκια με φτερά χρωματιστά, και με το παραμικρό αεράκι σηκώνονται σμήνος και το υφαντό σκορπάει σ’ όλο το δάσος.

«Τι ’ναι δω;» ρωτάνε κάποιοι τον Δημητράκη.

«Το πέρασμα», τους λέω και προχωράω.

Όταν φτάνουμε στις Συμπληγάδες πέτρες, έτσι το λέω εγώ αυτό το μέρος, το πιο στενό της διαδρομής, τα φώτα του δάσους έχουν ανάψει για τα καλά. Ο κισσός στραφταλίζει μωβ και μπλε και τραγουδάει ένα νανούρισμα παλιό, και μαζί του τραγουδάει το καραβάνι. Τελευταία τους φορά, μετά θα το ξεχάσουν. Καλή θυσία. Ας είναι. Τα μανιτάρια πλάι στο μονοπάτι λάμπουν χρυσοχάλκινα και φωτίζουν σειρές τις κλούτσες, σειρές τα δαχτυλίδια, σειρές τα κόκαλα των πεθαμένων που σκούζουν με λυγμούς κι ικετεύουν να μην τους λησμονήσουν. Κωλοφωτιές αναβοσβήνουν πράσινες και λευκές στους κορμούς και στα φυλλώματα, σαν άστρα, τα ίδια αυτά που έβλεπαν κάθε καλοκαίρι που τραβούσαν απ’ τ’ αξημέρωτα για τα χωράφια· και στα κλαδιά θροΐζουν γράμματα άπειρα, άλλα μ’ ορνιθοσκαλίσματα, άλλα καλλιγραφικά και σένια, άλλα με στάμπες δάκρυα, άλλα αρωματισμένα. Κι απ’ το χώμα, όπου πατάμε, φυτρώνουν λογής λογής οι καρποί της παλιάς γης, στάρια και κριθάρια και καπνά και καλαμπόκια κι αγγούρια και πιπεριές και σταυροί, πολλοί σταυροί, πολλά καντηλάκια, ξωκλήσια ολόκληρα εδώ κι εκεί, κι έπειτα ένας ένας πέφτουν στα γόνατα και κλαίνε. Το ’χω δει το έργο, τους αφήνω λίγο χρόνο για ν’ αποχαιρετήσουν, και υπό το νανούρισμα, που ακόμα το συνεχίζουν παρά τα αναφιλητά, παίρνω τον Δημητράκη παράμερα.

Με κοιτάζει με μάτια βουρκωμένα, ακόμα να σκληρύνει το πετσί του. Και το δικό μου που ’χει γίνει πέτρα, τι κατάλαβα; Του δίνω ένα κομμάτι παστό και σύκα να τον καλοπιάσω.

«Λίγο ακόμα, εντάξει;» Κάθεται σε μια πέτρα, κάθομαι κι εγώ και βγάζω τη φυσαρμόνικα απ’ την τσέπη. Με μια ανάσα κοφτή και βαθιά ξεκινώ να συνοδεύω το τραγούδι τους. Μια φορά επιτέλους το ξέρω, το ’παιζε ο παππούς Γιάννης σαν έμπηγα τα κλάματα κάθε χάραμα γιατί δεν ήθελα να πάω σχολείο, βιαζόμουν να πιάσω κι εγώ τα καπνά, τόσο μ’ έκοβε. Πριν να το καταλάβω ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα, τ’ αφήνω. Η μυρωδιά του παππού, Μάλμπορο μαλακό και λουκούμι τριαντάφυλλο, μου γλυκαίνει τα ρουθούνια, την κουβαλάει το βραδινό αεράκι. Λίγο πριν φτάσω στο τέλος, σταματάω. Τα πνευμόνια μου καίνε, τα δάχτυλά μου έχουν παγώσει. Ο Δημητράκης μ’ ακουμπάει στην πλάτη με μάτια διάπλατα.

«Δεν πειράζει, αφεντικό, μη σε νοιάζει, πουθενά δεν θα το πω». Τον κοιτάζω και του χαμογελάω. Αυτός γεννήθηκε εδώ, τι ριζικό κι αυτό, να είσαι γεννημένος στο τράνζιτ. Μήνες πάει που με παρακαλάει να φύγουμε κι εμείς μ’ ένα καραβάνι.

Δίπλα του έρχεται και στρογγυλοκάθεται η γυναίκα με την πλεξίδα. Κόβει ένα τυρόψωμο και μας δίνει από ένα κομμάτι.

«Αφού δεν μπορούμε να το πάρουμε μαζί, τουλάχιστον ας το φάμε».

Γνέφω και παίρνω μια μπουκιά, και, μάνα μου, τι νοστιμιά είναι τούτη. Ρουφάω τη μύτη μου και τη σκουπίζω στο μανίκι, μ’ αρέσει που έλεγα τον Δημητράκη.

Η γυναίκα γελάει σιγανά και μου δίνει ένα μαντήλι άσπρο, μπούζι. Έχει δυο αρχικά κεντημένα στην άκρη.

«Μαριώ με λένε. Της αδερφής μου το μαντήλι».

Το κοιτάζω διστακτικά, το λυπάμαι να το λερώσω.

«Έλα, τελείωνε», μου λέει. «Αφού κι αυτό εδώ θα μείνει».

Γελάω αμήχανα, σκουπίζομαι, μαζεύω και τα ψίχουλα απ’ τα γένια.

«Διαμαντή σε είπαμε, ε;»

Γνέφω. «Της Φρόσως απ’ την πάνω εκκλησιά, του παπουτσή η κόρη».

Με κοιτάζει καλά καλά, φύτρες έχουν ξεφύγει απ’ την πλεξίδα και σχηματίζουν στεφάνι γύρω απ’ το μέτωπό της. Μια ηλικία πρέπει να ’μαστε, αλλά δεν τη θυμάμαι απ’ το χωριό. Εγώ έφυγα μικρός, ούτως ή άλλως, πριν ξεκινήσει επίσημα ο διωγμός.

«Μήπως λες του Γιάννη την κόρη; Απ’ το Σεντούκι είσαι, μωρέ;» Σαν χάφτος την κοιτάζω. Δεν περιμένει ν’ απαντήσω. «Καλά και δεν το λες τόσες μέρες να αναθαρρήσουμε που μας συνοδεύει συντοπίτης;»

Αν με ρωτήσει τι και πώς κατέληξα εδώ, να δουλεύω οδηγός για τα καραβάνια των εποίκων ούτε και ξέρω από πού να τα πιάσω. Τι να της πρωτοπώ, για τη μάνα μου που την έφαγε η αρρώστια ή για τον Φώτη που πικράθηκε τόσο πολύ που δεύτερη μέρα δεν κάθισε στον σταθμό υποδοχής να τη θρηνήσει, πήρε τα μπογαλάκια του και γράφτηκε στο επόμενο καραβάνι κι ούτε που τον ξανάδα.

Κουνάω απλά το κεφάλι, κι ευτυχώς δεν με ρωτάει. Με χτυπάει μονάχα απαλά στο μπούτι και μου δείχνει τη φυσαρμόνικα με το πηγούνι.

«Άντε, παίξε ένα τελευταίο και πάμε».

Έτσι και κάνω, μόνο που αυτή τη φορά οι νότες δεν γυρνάνε πίσω. Φεύγουν μακριά, κι εγώ τις αφήνω. Καλπάζουν καβάλα στις πυγολαμπίδες και στα σκαθάρια, τρυπώνουν στις φλέβες των βράχων και στις ρίζες των δέντρων, σκάβουν λαγούμια στο χώμα· βρίσκουν τ’ άλλα τραγούδια, τα ταμένα στην καινούργια γη, κι ενώνονται σ’ έναν σκοπό που γίνεται ο αέρας που ανασαίνω. Ίσως είναι ώρα. Ίσως να θρήνησα αρκετά. Πάει καιρός που η μνήμη έγινε βραχνάς, βαλτοτόπι απέραντο, βουβό, τόπος άγονος πια, ξένος κι αυτός. Ας είναι· ας πάει.

«Έτοιμος, Δημητράκη;»

Τινάζεται όρθιος σαν ελατήριο, ήταν χαμένος στον κόσμο του για λίγο και παραλίγο να τρομάξει τη Βροντή.

«Τι θα κάνουμε, αφεντικό;»

Λίγα μέτρα παραπέρα, το καραβάνι έχει συμμαζευτεί, έχουν αφήσει πίσω ό,τι είναι ν’ αφήσουν. Κάνανε τα κουμάντα τους. Σκάβω μια ρηχή τρύπα στο χώμα. Ζυγίζω τη φυσαρμόνικα στο χέρι μου. Παππού, μου ’πες να βρω έναν τόπο να μοιάζει πατρίδα. Αλλά τέτοιος τόπος δεν υπάρχει. Μόνο φτιάχνεται.

«Διαμαντή να με λες. Δεν θα γυρίσω. Θα ’ρθεις;»

Για μια στιγμή με κοιτάει μπερδεμένος. Έπειτα τα μάτια του φωτίζονται, λες και του ’δωσα να φάει σοκολάτα. Παίρνει τη φυσαρμόνικα απ’ το χέρι μου, την απιθώνει στη γούβα. Σηκώνει το βλέμμα διστακτικά και του χαμογελάω. Ρίχνω χώμα από πάνω, το πατάω καλά με τη χούφτα. Παίρνω με δυο δάχτυλα λίγο, μουτζουρώνω τα μούτρα μου κι έπειτα τα δικά του.

«Ναι, θα πάμε μαζί τους. Στη νέα πατρίδα».

Κύλιση στην κορυφή