3 Ιανουαρίου 2031
Ήμουν πάλι εκεί. Κι είχε περάσει καιρός. Σου γράφω για την περίπτωση που σε χάσω. Όπως συνέβη την προηγούμενη φορά. Σου γράφω, για να μείνει κάτι από μας. Έστω εδώ. Στην πραγματικότητα δηλαδή της οθόνης. Στη θυρίδα μας, όπως είπες, στην καρδιά του φορητού ηλεκτρονικού αρχείου. Θα βρισκόμασταν ξανά στο κέντρο, μια-δυο μέρες μετά την άφιξή μου. Αυτή τη φορά από τη Μελβούρνη μέσω Μπανγκόκ. Οι συνηθισμένες πτήσεις, ο διεσταλμένος χρόνος. Είκοσι ώρες συνολικά στον αέρα. Είχαμε πει να βρεθούμε στο γνωστό σημείο. Στην είσοδο της στοάς. Ακριβολογούσαμε πάντα στο τηλέφωνο. Αν έβρεχε, θα σε περίμενα κάπου στο εσωτερικό της. Ας πούμε εκεί που στεγάζονταν πριν από λίγα χρόνια οι Εκδόσεις των φίλων. Το βιβλιοπωλείο με τη μαύρη γάτα. Η βιτρίνα με τα τεύχη της Ευθύνης. Το περιοδικό που δεν είχες αφήσει ποτέ αδιάβαστο. Από την πρώτη έως την τελευταία αράδα του.
Έφτασα στην ώρα μου. Ο ήλιος είχε ζεστάνει για καλά το μεσημέρι. Κάτι σαν πρώιμη άνοιξη. Ήθελα να βγάλω το σακάκι μου. Να μείνω με το πουκάμισο. Και θα ήταν ακόμα καλύτερα αν ήταν κοντομάνικο. Δεν θυμάμαι άλλη χρονιά παρόμοιο κλίμα συμπτώσεων: να είναι χειμώνας στο ημερολόγιο και να μην μπορώ να βρω τον μήνα του. Μήπως είχα βρεθεί σε άλλη χώρα; Σε άλλη πόλη; Τι ιδέα κι αυτή –αλλά ούτε το ξανασκέφτηκα. Κοίταξα την ώρα. Είχα προλάβει να την αλλάξω στο αεροδρόμιο. Ακριβώς 12:27. Τρία λεπτά νωρίτερα από ό,τι είχαμε συμφωνήσει. Κάποια στιγμή κοίταξα προς το βάθος της στοάς. Μου φάνηκε ότι είχαν προστεθεί κι άλλα γραφεία κι άλλα καφενεία κι άλλα μαγαζιά. Μα δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που σε περίμενα εδώ, στο ίδιο πάντα σημείο. Ναι, ακριβώς, την τελευταία φορά, εννοώ, που δεν ήρθες.
Προσπάθησα να διακρίνω τι καινούργιο υπήρχε στο τέλος της στοάς. Τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω κάτι συγκεκριμένο. Ίσως να έβλεπα κιόλας την είσοδο σε κήπο. Ή σε πάρκο μάλλον. Αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρος. Τότε σταμάτησα να ακούω τον θόρυβο από την κίνηση των αυτοκινήτων. Γύρισα να τα δω. Κι ήταν εκεί, σταματημένα. Μποτιλιάρισμα προφανώς. Τότε ήταν που άρχισα να αντιλαμβάνομαι και μάλιστα πολύ καθαρά το πέταγμα και το τιτίβισμα πουλιών. Αθέατων, προς το παρόν. Σήκωσα το κεφάλι και είδα τον πεντακάθαρο ουρανό. Κι ας είχα προχωρήσει αρκετά μέτρα στο εσωτερικό της στοάς. Μια τεράστια σκεπή από φως. Ούτε τζάμια στην οροφή, ούτε κρύσταλλα. Ένα ανοικτό τοπίο. Κι ο ουρανός όλο και πιο κοντά μας. Χαμήλωνε, κατέβαινε αποφασιστικά. Λες κι ήθελε να μην αφήσει τίποτα άλλο να υψωθεί προς το μέρος του και να τον απειλήσει. Σα να ήθελε να διευρύνει τη στοά, να την κάνει διαυγή. Οι περαστικοί γύρω μου δεν έδειχναν να παραξενεύονται. Κι αυτό με ησύχασε. Θα ήταν ίσως αποτέλεσμα της νέας εκείνης τεχνικής του πολλαπλασιασμού της θέας. Όλοι πάντως έδειχναν εξοικειωμένοι με τον χώρο.
Είχε πάει ήδη 12:45. Βρισκόμουν μάλλον εκατό μέτρα μακριά από την Πανεπιστημίου, πάντα μέσα στο φως. Βέβαια, η στοά μου φαινόταν πλέον πολύ μεγαλύτερη, από ό,τι ήταν όλες τις άλλες φορές που βρέθηκα εδώ. Τότε νόμισα ότι σε είδα. Ερχόσουν από τη μεριά του πάρκου που άρχιζε λίγο πιο πέρα από εκεί που είχα σταθεί. Σε πλησίασα, αλλά δεν ήσουν τελικά εσύ. Σε λίγο περπατούσα στο πάρκο. Άκουγα πάντα τα πουλιά. Ξεχώρισα μάλιστα τα καναρίνια. Και παπαγαλάκια επίσης. Είδα κι ένα ζευγάρι πέρδικες να πετούν χαμηλά, ξυστά σχεδόν πάνω από τους θάμνους.
Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Ήταν ήδη 13:15. Πάντως δεν ένιωθα κουρασμένος. Λες και δεν είχα ταξιδέψει τόσες ώρες. Αισθανόμουν όμως ότι όλα είχαν εξελιχθεί, είχαν μετατραπεί ριζικά στο συγκεκριμένο σημείο της πρωτεύουσας. Τότε με φώναξες. Γύρισα προς το μέρος σου. Χαμογελούσες. Άψογα ντυμένος. Κι έλαμπες. Και φαινόσουν τόσο νέος. Απίστευτο. Ναι, ένας έφηβος κυριολεκτικά. Μόλις μουστάκι.
«Κώστα».
⸙⸙⸙
2 Φεβρουαρίου 2031
Έκατσα κι έγραψα αυτές τις μέρες το κείμενο που σου υποσχέθηκα για το περιοδικό. Οι εξηγήσεις σου για την αλλαγή της στοάς που πρόσεξα, μου αρκούν. Άλλωστε ήσουν τόσο πειστικός: ζούμε στη μεγεθυμένη ζώνη της πόλης. Στην απόλαυση των όσων μας έλειψαν. Εδώ η επιθυμία συναντά επιτέλους τον καθένα μας και τον κάνει άνθρωπο. Από την αρχή. Δεν πίστευα ποτέ ότι ήταν τόσο απλό. Η πόλη χάδι. Ο δρόμος φιλί. Κανένα παραισθησιογόνο, κανένα όνειρο, φαντάζομαι, δεν μπορεί να είναι τόσο δραστικό, όσο ο περίπατος στην καρδιά της στοάς. Η φίλη μου τις προάλλες δεν ξεκολλούσε από εκεί. Μου είπε, το βράδυ που γύρισε σπίτι, ότι η στοά είναι πίνακας. Ενοποιημένη πραγματικότητα ροής. Είναι ζωγράφος, όπως σου έχω πει. Δεν μπορεί να κάνει λάθος.