Άρχισα να μεταφράζω ποίηση προκειμένου να διαμορφώσω μια βάση εκφραστικών μέσων, που θα μου επέτρεπαν να γράψω την ποίηση που επιθυμούσα, αφού οι τρόποι των μεταπολεμικών ποιητών ελάχιστα με εξυπηρετούσαν. Το πρώτο ποίημα που μετέφρασα (1976) ήταν το Seabattle of Salamis Took Place off Perama του Allen Ginsberg και μέχρι σήμερα δεν έχω ν’ αλλάξω τίποτα σε αυτήν την μετάφραση.
Ο τρόπος με τον οποίο μεταφράζω βασίζεται στην πεποίθηση πως αν το μετάφρασμα δεν έχει λογοτεχνική αυταξία είναι βλαπτικό για τον αναγνώστη και προσβλητικό για το πρωτότυπο. Θεωρώ δεδομένο πως ο μεταφραστής δεν διαθέτει άλλον τρόπο για να εργαστεί περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα από αυτόν με τον οποίον θα εργαζόταν προκειμένου να δημιουργήσει ένα δικό του λογοτέχνημα. Οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να έχει λογική θεμελίωση· ανήκει σε διαφορετικές συναρθρώσεις λόγου, σε διαφορετικά γλωσσικά παίγνια. Δεν υπάρχει τρόπος μεταφοράς μιας λογοτεχνικής πρότασης, άλλος από την παραγωγή μιας νέας λογοτεχνικής πρότασης, η οποία οφείλει να συμπεριφέρεται στο πλαίσιο της γλώσσας-στόχου λίγο ως πολύ όπως συμπεριφέρεται το πρωτότυπο στο πλαίσιο της γλώσσας-πηγής. Εννοείται πως η γλωσσική συμπεριφορά υπερβαίνει κατά πολύ το γραμματικό και συντακτικό τυπικό και των δύο γλωσσών –πράγμα που σημαίνει πως η μετάφραση αρχίζει από (και όχι με) την αναγνώριση της γραμματικής και συντακτικής διαμόρφωσης του λογοτεχνήματος. Για τον μεταφραστή, το προς μετάφραση κείμενο αποτελεί ένα είδος πρώτου υλικού, το οποίο καλείται να διαχειριστεί. Αυτό το πρώτο υλικό διαθέτει, βέβαια, οργάνωση αρκετά συνεκτική, αλλά όχι όσο θα μπορούσε να υποθέσει ένας ερμηνευτής, ο οποίος διακατέχεται από τον φετιχισμό της ταυτότητας του λογοτεχνικού κειμένου. Μια εντελώς πρόχειρη ματιά θα μπορούσε να διακρίνει σ’ αυτό το πρώτο υλικό τρία επίπεδα συνάρθρωσης, με συγχρονική και διαχρονική υφή: 1. Το επίπεδο δημιουργίας του κειμένου. 2. Το επίπεδο του κειμένου και 3. Το επίπεδο του μεταφραστή. Έχει σημασία να δούμε τον θεσμικό τρόπο, με τον οποίο στέκονται οι μεταφραστές απέναντι στη συνάρθρωση αυτού του πρώτου υλικού. Όταν το κείμενο είναι χρονικά απομακρυσμένο από αυτούς, αναγνωρίζουν τη διαχρονία μόνο στο επίπεδο της δημιουργίας του κειμένου, αφού δεν είναι δυνατόν να αποφύγουν τον εμπράγματο χρόνο της ημερολογιακής απόστασης. Τα δύο άλλα επίπεδα, ωστόσο, τα αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο της συγχρονίας, όπως άλλωστε και το επίπεδο της δημιουργίας του κειμένου, όταν ανήκει σε σύγχρονό τους συγγραφέα. Έτσι, η μετάφραση διαδραματίζεται ως διαχείριση των θεσπισμένων αντιστοιχιών δύο γλωσσικών κωδίκων, γεγονός που αποξενώνει το ποιητικό κείμενο από το ποίημα και φυσικά.
Η συνάρθρωση του πρωτοτύπου, παρά τα ορθολογικά ερείσματά της, αποτελεί μάγμα σημασιών –ιδίως λόγω της γλωσσικής υφής της. Το λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να αναχθεί στον γλωσσικό κώδικα, που στηρίζει τη δημιουργία του. Ως φάτις σημαίνει, αναφέρεται σε μάγματα σημασιών, είναι αποτέλεσμα δημιουργίας και όχι διαχείρισης ήδη επικυρωμένων γλωσσικών κανόνων. Οι έννοιες της ορθότητας ή της ακρίβειας στη μετάφραση, δεν λένε απολύτως τίποτα με το νόημα που έχουν σήμερα στο οπλοστάσιο της κριτικής. Εγκαταλείπουν το ποίημα, προκειμένου να διαφυλάξουν τους γλωσσικούς –και αναπόφευκτα ιδεολογικούς– κώδικες των γλωσσών του πρωτοτύπου κειμένου και του μεταφράσματος.
Μέχρι σήμερα, η μετάφραση μου πρόσφερε μόνον απολαύσεις και ευκαιρίες συνεργασίας με δημιουργικούς ανθρώπους. Οι κακές στιγμές που έζησα οφείλονταν στην επιθετικότητα μιας καθηλωμένης στον 19ο αιώνα μερίδας «ειδικών». Αλλά οι στιγμές εκείνες ήταν κακές για κάθε Έλληνα δημιουργό που συνεχίζει να πιστεύει πως η τέχνη είναι χώρος ελευθερίας. Ως εκ τούτου, μάλλον ακόμα περισσότερο τολμηρό με έκαναν. Η πραγματική ευλογία, στην περίπτωσή μου, είναι η συνεργασία με εκδότες, οι οποίοι με περιβάλλουν με σεβασμό, γνωρίζουν τις δυνατότητές μου και μου προτείνουν να μεταφράσω βιβλία, που ανταποκρίνονται απόλυτα στη συγγραφική ιδιοσυγκρασία μου.
Φυσικά, οι συνθήκες άσκησης του επαγγέλματος του μεταφραστή στην Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικές από τις τραγικές κοινωνικές συνθήκες που βιώνουμε. Ωστόσο, δεν μπορώ να έχω σαφή εικόνα των θετικών και των αρνητικών στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κρίσεις μου θα κινδύνευαν να είναι άδικες. Εκείνο που έχω να πω με σιγουριά είναι πως οι καλές μεταφράσεις είναι συντριπτικά περισσότερες από τις κακές και πως οι συντριπτικά περισσότερες από τις κακές γίνονται από ανθρώπους, που θεωρούν εαυτούς «ειδικούς». Δεν φαντάζομαι πως η μεταφραστική εργασία θα αμείβεται ικανοποιητικά σε μια Ελλάδα που βουλιάζει στο φονταμενταλιστικό παρελθόν της. Αρκετοί είναι οι εκδότες που θεωρούν τον μεταφραστή δουλοπάροικο και αρκετοί οι μεταφραστές που είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με όρους Μεσαίωνα, από αγάπη για τη λογοτεχνία. Ελάχιστοι –αλλά εξόχως επιδραστικοί– είναι οι εκδότες που τιμούν τους μεταφραστές.
Όσο για το Διαδίκτυο… Η προ διαδικτύου εποχή μοιάζει μ’ ένα είδος παλαιολιθικής. Το Διαδίκτυο είναι ουσιαστικά τόπος ελευθερίας από τον σχολαστικισμό – καθεστωτικό ή μη.