Κολάζ: Michael Augustin

Κώστας Μελάς

Περί της «φιλελεύθερης δημοκρατίας»

Στις μέρες μας η υποστήριξη των βασικών πυλώνων της ιστορικής φιλελεύθερης δημοκρατίας (όπως είθισται να ονομάζεται) που εφαρμόστηκε στη Δύση, μπορεί να φαντάζει γενικά σωστή, αλλά ουσιαστικά πρόκειται για μια απελπισμένη προσπάθεια να περισωθούν τα κατάλοιπα αυτής της ιστορικής εποχής που βρίσκεται σε αποδρομή [1]Κ. Μελάς, Το Ανυπόφορο Βουητό του Κενού. Όψεις της μετανεωτερικότητας στην ελληνική κοινωνία, εκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2017..

Είναι αρκούντως γνωστό ότι η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται, αποτέλεσε το διάδοχο σχήμα του αστικού φιλελευθερισμού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Επικράτησε στις χώρες της Δύσης, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας ως βασικά χαρακτηριστικά:

– Την κατοχύρωση όλων εκείνων των δικαιωμάτων και ελευθεριών που, ως σώμα, αποτέλεσαν τον δικαιικό πολιτισμό των χωρών της Δύσης και συνιστούσαν τον πυρήνα του αστικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα (το γνωστό πλέγμα των «αρνητικών ελευθεριών» και ό,τι είχε κατοχυρωθεί στη διακήρυξη της Αμερικάνικης ανεξαρτησίας ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα).

– Την παραχώρηση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στο σύνολο του πληθυσμού στο όνομα της παράδοσης της λαϊκής κυριαρχίας, που στηρίζεται στην αρχή της ισότητας και της ισονομίας. Πρόκειται για μια διαδικασία αργή και βασανιστική που ολοκληρώθηκε μετά από την πάλη των εργαζομένων μαζών περίπου στα μέσα του 20ού αιώνα (ψήφος στις γυναίκες και πολιτικά δικαιώματα στον έγχρωμο πληθυσμό των ΗΠΑ). Δεν θα είμαστε μακριά αν προσδώσουμε σε αυτές τις διεργασίες το νόημα της «θετικής ελευθερίας», όπως το περιγράφει ο Isaiah Berlin [2]Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γιάννης Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001., το οποίο περιλαμβάνει όλες τις δυνατές απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος είναι ο κυρίαρχος;». Θέτει, δηλαδή, προς διερεύνηση το ζήτημα των σχέσεων κυβερνώντων και κυβερνωμένων με σαφή αναφορά στη δημοκρατική παράδοση και στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία έρχεται από πολύ μακριά.

– Την παράλληλη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου νοικοκυριού, θέτοντας τις προϋποθέσεις για την άμβλυνση και τον περιορισμό των οικονομικών ανισοτήτων που, εκ προοιμίου και εγγενώς, ενυπάρχουν στις φιλελεύθερες οικονομίες. Η όλη προσπάθεια εντάχθηκε στο γενικότερο πλαίσιο πρόσδοσης ουσιαστικού περιεχομένου στη νομοτυπική έννοια της ισότητας.

Τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά αντανακλούν τις τέσσερις φάσεις της ιστορικής εξέλιξης του πολιτικού συστήματος που είθισται να ονομάζεται «φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία» και, όπως γίνεται άμεσα κατανοητό, ενσωματώνει στοιχεία που προέρχονται από τον αμιγή αρχικό φιλελευθερισμό, από τη δημοκρατική παράδοση και τέλος από τη σοσιαλιστική παρακαταθήκη [3]Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, «μεταξύ των δύο αυτών διακριτών παραδόσεων δεν υφίσταται καμία αναγκαία σχέση, παρά μόνο μια ενδεχομενική ιστορική συνάρθρωση… Πολλοί φιλελεύθεροι, αλλά και πολλοί δημοκράτες, έχουν απόλυτη επίγνωση της αντίθεσης των αντίστοιχων λογικών τους… Σήμερα κυριαρχεί μια τάση θεώρησης της δημοκρατίας ως σχεδόν αποκλειστικά ταυτόσημης με το Rechtsstaat και με την προάσπιση των ανθρωπίνων … Συνέχεια.... Η σταδιακή δημιουργία του μορφώματος της «φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» συνδέεται στενά με τις κοινωνικές διεργασίες της ιστορικής εποχής που διατρέχει τα τελευταία σχεδόν 200 χρόνια.

Την πρώτη περίοδο, ειδικά την περίοδο 1830-1848 αλλά και γενικότερα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, ο αστικός φιλελευθερισμός ήταν απολύτως αυταρχικός, ολιγαρχικός, ενάντιος σε κάθε σκέψη χορήγησης καθολικού εκλογικού δικαιώματος στους άνδρες (για τις γυναίκες ούτε σκέψη), αποικιοκρατικός-ιμπεριαλιστικός, δουλοκτητικός και με χρήση της πολεμικής βίας σε κάθε περίσταση. Συγχρόνως, στο επίπεδο της οικονομίας, η εφαρμογή ενός σχεδόν απεριόριστου laissez-faire και η κυριαρχία των κοινωνικών και των νομικών συστημάτων που επέτρεψαν και ενθάρρυναν αυτήν την πρακτική, οδήγησαν σε κτηνώδεις παραβιάσεις της «αρνητικής» ελευθερίας –των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (που πάντοτε είναι έννοια «αρνητική»: ένα τείχος προστασίας από τους καταπιεστές): της ελευθερίας της έκφρασης, για παράδειγμα, ή της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, χωρίς τις οποίες μπορεί να υπάρχει μια κάποια μορφή δικαιοσύνης αλλά όχι και δημοκρατία. Είναι ιστορικά εμφανής η αδυναμία των εν λόγω συστημάτων να εξασφαλίσουν τις συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν στα άτομα και στις ανθρώπινες ομάδες να ασκήσουν ένα ελάχιστο «αρνητικής» ελευθερίας, και χωρίς τις οποίες αυτή η τελευταία έχει μηδαμινή ή και μηδενική αξία γι’ αυτούς που θεωρητικά την κατέχουν. Διαφορετικά τι αξία έχουν τα δικαιώματα αν δεν υπάρχει η δυνατότητα να τα ασκήσει κανείς; Οι νομικά κατοχυρωμένες ελευθερίες (ατομικά δικαιώματα) μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν με τις πιο ακραίες μορφές εκμετάλλευσης, βαναυσότητας και αδικίας.

Τα τελευταία 150 χρόνια ουδέποτε έλειψαν οι επισημάνσεις των καταστροφικών τους συνεπειών. Η συνηγορία υπέρ της επέμβασης του κράτους να διασφαλίσει τις συνθήκες άσκησης των νομικών «αρνητικών» ελευθεριών είναι πράγματι ατράνταχτη.

Όμως υπάρχει και κάτι ακόμη πολύ σημαντικό: η αρνητική ιδέα της ελευθερίας, τυπική του πρώιμου διαφωτιστικού φιλελευθερισμού, με βάση την οποία δημιουργείται η πρώτη μορφοποίηση ενός κράτους δικαίου, ενθυλακώνει την έννοια της πολιτικής και αποτελεί τον θεωρητικό μοχλό για τη συρρίκνωσή της σε κανόνα δικαίου. Έχει, στον ιστορικό της περίγυρο, μια κατεξοχήν πολεμική στόχευση –εξ ου και ο προσδιορισμός «αρνητική»: την προστασία του ατομικού δικαιώματος και της ελευθερίας της σκέψης, ενάντια στον βάναυσο δεσποτισμό του Ancien Regime. Ουδείς έχει το δικαίωμα να παρεμποδίζει το άτομο στην ενάσκηση των δραστηριοτήτων του. Είναι προφανές ότι το πεδίο και η προστασία αυτών των δραστηριοτήτων πρέπει να ορίζονται από τον νόμο, η υποταγή στον οποίο αποτελεί για όλους ύψιστο ηθικό χρέος. Η λατρεία του νόμου προβάλλει, πολεμικά, ως αντίβαρο στη μοναρχική αυθαιρεσία, στη βουλητική ασυδοσία του δεσποτισμού [4]Αιμίλιος Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, εκδ. Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 2005, σ. 83..

Στη δεύτερη περίοδο –μετά το 1848– κυριάρχησαν οι αγώνες για την επέκταση του καθολικού δικαιώματος ψήφου [5]Λουτσιάνο Κάνφορα, Η δημοκρατία. Ιστορία μιας ιδεολογίας, μτφρ. Παναγιώτης Σκόνδρας, εκδ. Μεταιχμιο, Αθήνα 2006.. Το καθολικό δικαίωμα ψήφου κατακτήθηκε σε δύο φάσεις: Κατά την πρώτη φάση, στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, έχουμε τη διεκδίκηση για την άρση των εμποδίων, κυρίως περιουσιακών, προκειμένου όλοι οι ενήλικες άνδρες να έχουν το δικαίωμα να ψηφίζουν στις εκλογές. Η δεύτερη φάση, από τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως κατά τη διάρκεια του 20ού, ταυτίζεται με τη διεκδίκηση για την επέκταση αυτού του δικαιώματος και στις γυναίκες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένες από τις χώρες που κατοχύρωσαν νωρίς το καθολικό εκλογικό δικαίωμα των ενήλικων ανδρών, καθυστέρησαν πολύ να κάνουν το ίδιο και για τον γυναικείο πληθυσμό τους. Εντυπωσιακότερη περίπτωση αποτελεί η «αρχαιότερη Δημοκρατία» του πλανήτη, η Ελβετία, στην οποία ενώ όλοι οι ενήλικες άνδρες ψήφιζαν χωρίς περιορισμούς από το 1848, οι γυναίκες απέκτησαν αυτό το δικαίωμα σε ομοσπονδιακό επίπεδο μόλις το 1971. Ανάλογα συνέβη και στη Γαλλία, με αντίστοιχες χρονολογίες το 1848 και το 1955, αλλά και στην Ελλάδα: 1864 και 1952. Δηλαδή, μεσολάβησαν αντίστοιχα σε κάθε χώρα 123, 107 και 88 χρόνια, προκειμένου το καθολικό δικαίωμα ψήφου να γίνει πραγματικά καθολικό. Όλα αυτά σημαίνουν ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια, πολλές κινητοποιήσεις, διεκδικήσεις και ιδεολογικοί αγώνες, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην έννοια του ανθρώπου και του πολίτη, που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, όλες οι τάξεις, τα φύλα, οι θρησκείες και οι φυλές –όχι μόνο οι λευκοί, άρρενες, Ευρωπαίοι, χριστιανοί, φορολογούμενοι, αρχηγοί οικογενειών. Η είσοδος στη σκηνή της ιστορίας των εργατικών μαζών, ως συνέπεια της βιομηχανικής επανάστασης, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις. Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα ως απάντηση στο ερώτημα «από ποιόν πρέπει να κυβερνώμαι;» αποτελεί βασική ανθρώπινη ανάγκη και διαθέτει εγγενή αξία, έστω κι αν έρχεται σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις της «αρνητικής» ελευθερίας ή οποιουδήποτε άλλου σκοπού [6]Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα πολιτισμού. Ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα στη σύγχρονη πολιτεία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991.. Αποτελεί αυταξία. Παρά το γεγονός ότι οι εκλογές δεν αρκούν φυσικά από μόνες τους για τη σωστή λειτουργία της δημοκρατίας, δεν μπορεί να αγνοήσουμε ότι αποτελούν για την ύπαρξή της απαραίτητη προϋπόθεση.

Η τρίτη περίοδος χαρακτηρίζεται από τις επεμβάσεις που προέρχονται από το οπλοστάσιο της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και του εργατικού κινήματος. Μείωση των ανισοτήτων, κτίσιμο του δημόσιου νοικοκυριού ως εξισορροπητικού παράγοντα των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της αγοράς, δημιουργία του κοινωνικού κράτους που λειτουργεί ως δίχτυ προστασίας των εργαζομένων αλλά και ως βασικός αναπτυξιακός μοχλός της οικονομίας. Επέκταση των δικαιωμάτων παιδείας, υγείας αλλά και όλων των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων που είχαν παραμείνει ανολοκλήρωτα. Η παρεμβατικότητα του κράτους εκτυλίσσεται για τη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου προκειμένου να επιτύχει η πραγμάτωση του σχεδιασμού, αλλά και για τις απαραίτητες άμεσες επεμβάσεις στον επιχειρηματικό τομέα.

Σήμερα βρισκόμαστε στην τέταρτη φάση αυτής της ιστορικής εξέλιξης. Παρά τις ελπίδες που είχαν δημιουργηθεί την περίοδο 1950-1980 για μια περαιτέρω διεύρυνση της δημοκρατίας και όλων των κατακτήσεων που την εμβαθύνουν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος που βρίσκεται στον αντίποδα όλων των προβλέψεων εκείνης της εποχής.

Η αστική νεωτερικότητα που νοηματοδότησε την έννοια της ελευθερίας στη βάση της ισονομίας και της ισοπολιτείας, στο καθολικό εκλογικό δικαίωμα και στην κοινωνική δικαιοσύνη ως έκφραση της ισότητας, η πραγμάτωση των οποίων επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της μεταπολεμικής «φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την ουσιαστική κατάρρευση αυτών των σημασιών.

Οι βασικοί πυλώνες της «φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», υπέστησαν σοβαρότατους κλυδωνισμούς κατά τη διάρκεια των διεργασιών της παγκοσμιοποίησης και του επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμού, με αποτέλεσμα να έχουν καταρρεύσει σήμερα σε μεγάλο βαθμό, και η λεγόμενη «φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία» να έχει μεταλλαχθεί σε μεταδημοκρατία εντός του γενικότερου πλαισίου της μετανεωτερικότητας και του μεταμοντέρνου.

Η υποχώρηση της συλλογικής ρύθμισης και η άρνηση του ελέγχου της αγοράς, η κατάργηση του «δημόσιου νοικοκυριού» ως φορέα εξισορρόπησης των κοινωνικών ανισοτήτων, η ιδιωτικοποίηση του συνόλου των κοινωνικών και δημοσίων αγαθών, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων αλλά όχι ανθρώπινου δυναμικού, η επικράτηση «ουδέτερων εκσυγχρονιστικών» μηχανισμών και ιδεολογιών, η απίστευτη διόγκωση της χρηματιστηριακής σφαίρας, ο υπερκαταναλωτισμός των οικονομικών ελίτ, έχουν προκαλέσει σοβαρότατες αλλαγές στις υλικές συνθήκες παραγωγής και κατανομής του πλούτου, οξύνοντας στο έπακρο τις υπάρχουσες ανισότητες, έτσι ώστε ο πυλώνας της ισότητας και της ισονομίας ουσιαστικά να μην υφίσταται πλέον. Αυτό σημαίνει ουσιαστική εγκατάλειψη του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, παρ’ ότι η τελευταία, ως έννοια, κυριαρχεί στη μετανεωτερική σύλληψη του κοινωνικού κατασκευάσματος και της αντιστοιχούσας μεταμοντέρνας αντίληψης για το πολιτιστικό.

Παράλληλα, η αναγωγή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας σε κυρίαρχο πολιτικό δόγμα σιγά-σιγά υποσκάπτει, αν δεν έχει ήδη ολοκληρώσει το έργο του, τον δεύτερο πυλώνα, των αρχικών φιλελεύθερων ελευθεριών και των μετέπειτα δημοκρατικών δικαιωμάτων. Απειλούνται, όπως η σκληρή πραγματικότητα δείχνει, όχι μόνο ο δημοκρατικός έλεγχος των κυβερνήσεων, αλλά και το ίδιο το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία της έκφρασης, τα αστικά δικαιώματα, το απόρρητο του ιδιωτικού βίου, της αλληλογραφίας και γενικά ό,τι κατοχυρώνει τις ανθρώπινες ελευθερίες.

Επιπλέον η ελευθερία δεν απειλείται μόνο από τα ολοκληρωτικά ή τα αυταρχικά καθεστώτα. Απειλείται, με πιο ύπουλο και ίσως πιο επικίνδυνο τρόπο, από την εξαφάνιση της κριτικής και της σύγκρουσης, από την εξάπλωση της αμνησίας και της ασημαντότητας, από την αυξανόμενη ανικανότητα αμφισβήτησης της παρούσας κατάστασης και των υπαρχόντων θεσμών, είτε αυτοί είναι καθαρά πολιτικοί είτε είναι κοσμοθεωρητικοί, δηλαδή θεσμοί που αφορούν τη θεσμισμένη παράσταση του κόσμου και της ζωής [7]Κ. Καστοριάδης, «Το Τέλος της Φιλοσοφίας» στο Οι Ομιλίες στην Ελλάδα, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000..

Η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία μετατρέπεται σε μεταδημοκρατία, από κοινοβουλευτική κατ’ αρχάς σε κυβερνητική, με βασικά της χαρακτηριστικά την επικράτηση της ολιγαρχίας και του δεσποτισμού. Το Πολιτικόν επιστρέφει. Αναβιώνει η Raison d’ etat tout court, που υποτονθορύζει προς τον Richelieu και αναποδογυρίζει την εννοιολογική ιεραρχία του οικονομιστικού φιλελευθερισμού.

Οι εξελίξεις αυτές καθιστούν, ουσιαστικά, άνευ νοήματος και τη διαδικασία του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι αλλά και την άσκηση της πολιτικής, εντός αυτού του πλαισίου, ως πρακτική γενικότερα.

Ο προεκλογικός αγώνας είναι ένα πλήρως ελεγχόμενο θέαμα που ενορχηστρώνεται από ανταγωνιστικές ως προς την αποκομιδή κέρδους επαγγελματικές ομάδες, ειδικευμένες στις τεχνικές της πειθούς, και επικεντρώνεται σε μικρό αριθμό θεμάτων που οι ομάδες αυτές επιλέγουν και επιβάλλουν στη λεγόμενη κοινή γνώμη.

 Οι βουλευτές, αδυνατώντας εκ των πραγμάτων να εξυπηρετήσουν τους ψηφοφόρους τους –δεδομένου ότι οι πραγματικές πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσα από τη «διαπλοκή» κυβερνήσεων και μεγάλων συμφερόντων–, προκειμένου να αποκτήσουν κάποιον ρόλο εξυπηρετούν, υποκύπτοντας κι αυτοί με τη σειρά τους, τους ολιγάρχες του πλούτου. Υποτάσσονται μετατρέποντας την πολιτική σε ελεγχόμενο θέαμα, σε θέατρο σκιών, μέσα από τους δέκτες των τηλεοράσεων. Παραχωρούν το προνόμιο «του καθορισμού των ερωτήσεων», άρα και της επιλογής των θεμάτων, στους τηλεπαρουσιαστές-δημοσιογράφους. Γίνονται υποχείρια των πάσης φύσεως επιχειρηματιών και των αντίστοιχων ιδιοκτητών των ΜΜΕ.

Η πραγματική συμπεριφορά των εργαζομένων είναι επίσης αδιάψευστος μάρτυρας της σημερινής συγκυρίας: οι αγώνες ενάντια στο σύστημα, ακόμα και οι απλές αντιδράσεις, τείνουν να εξαφανιστούν. Ωστόσο ο καπιταλισμός άλλαξε και έγινε ελαφρώς έστω υποφερτός μόνο χάρη στους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες που σημαδεύουν την πορεία δύο αιώνων. Ένας καπιταλισμός διαμελισμένος από τις συγκρούσεις και υποχρεωμένος ν’ αντιμετωπίσει μια ισχυρή εσωτερική αντιπολίτευση και ένας καπιταλισμός που ασχολείται μόνο με λόμπι και με συντεχνίες, που μπορεί με την ησυχία του να χειραγωγεί τους ανθρώπους και να τους εξαγοράζει μ’ ένα καινούργιο ψευδοπροϊόν κάθε χρόνο, είναι δύο εντελώς διαφορετικά κοινωνικά-ιστορικά ζώα. Η πραγματικότητα το αποδεικνύει καθημερινά [8]Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 64..

Με απλά λόγια, αντιμετωπίζουμε μια διπλή κατάρρευση: τόσο της φιλελεύθερης όσο και της σοσιαλιστικής άποψης. Έχουμε την κατάρρευση του πλαισίου αναφοράς για την πολιτική σκέψη που ανάγεται-εκπορεύεται από τις δύο ετούτες απόψεις. Από αυτή τη διαπίστωση χρειάζεται να ξεκινήσει το καινούργιο πλαίσιο αναφοράς για την πολιτική σκέψη.

Υποσημειώσεις[+]

Scroll to Top