© Ζωγραφική: Γιώργης Βραχνός

Ντέμης Βισβίκης

Περί της ουσίας της έμπνευσης στη μουσική τέχνη

Όταν η ευαισθησία ενός καλλιτέχνη εξετάζει την εξωτερική φύση όλων όσων μας περιβάλλουν, διαπιστώνει ότι όλα τα φαινόμενα δεν είναι παρά η τρισδιάστατη προβολή της αιώνιας Δημιουργικής Θέλησης όπως αυτή εκφράζεται μέσω των Πρωταρχικών Αρχέτυπων Ιδεών, οι οποίες έχοντας υιοθετήσει την μορφή της εξωτερικής δυαδικότητας, αντιπροσωπεύουν συμβολικά στον κόσμο των φαινομένων που συνεχώς μεταβάλλονται, την αναλλοίωτη και αιώνια πραγματικότητα του εσωτερικού σύμπαντoς της πρωταρχικής οντολογικής μας υπόστασης στην απόλυτή της μορφή. Η πτήση των πουλιών αντιπροσωπεύει την επιθυμία μας να πετάξουμε προς την ελευθερία, και η αρχοντιά του λιονταριού, το προαιώνιο βασιλικό ανάστημα της ψυχής μας. Η θέαση ενός μεγαλοπρεπούς δέντρου, του οποίου οι βαθιές ρίζες, του επιτρέπουν να στέκεται με αριστοκρατική καθετότητα, είναι η προβολή της επιθυμίας μας να φτάσουμε σε πνευματικά ύψη με τα πόδια μας να πατούν σταθερά στη μητέρα γη. Η δύναμη που αναδύεται από τους βράχους στις παρυφές μιας θάλασσας που οργιάζει με βίαιους ανέμους, ενθαρρύνει την ύπαρξή μας να σφυρηλατήσει, ενώνοντας όλες της τις δυνάμεις, τον εσωτερικό της «βράχο» για να αντιμετωπίσει παραμένοντας ακλόνητη, τις ψυχικές καταιγίδες που της επιτίθενται από όλες τις πλευρές, ενώ το δηλητήριο του φιδιού και εκείνο του σκορπιού αντιπροσωπεύουν το μίσος που δηλητηριάζει την ψυχή ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Το γεγονός ότι στον καμβά ενός ζωγράφου τα φιλοτεχνημένα λουλούδια φθάνουν σε τόσο υψηλό βαθμό τελειότητας, ώστε να αναρωτιέται κανείς μήπως είναι φωτογραφία, ή όταν η αριστοτεχνική εκτέλεση μιας τρίλιας στα υψηλόφωνα άκρα του βιολιού, προκαλεί στον ακροατή την ψευδαίσθηση ότι όντως πρόκειται για το κελάηδημα ενός πουλιού, δεν σημαίνει ότι αυτά τα δύο παραδείγματα τεχνικής αριστείας είναι ταυτόχρονα και έργα τέχνης. Τόσο τα λουλούδια όσο και η τρίλια αποτελούν απλώς απόδειξη ότι ο ζωγράφος και ο βιολιστής έχουν φτάσει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας. Ωστόσο, απαιτούνται πολύ περισσότερα στοιχεία για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για ένα πραγματικό έργο τέχνης. Είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά μια επίδειξη αυτού του είδους είναι αρκετή για να προκαλέσει τον ενθουσιασμό του κοινού, αλλά χρειαζόμαστε όντως λουλούδια στον πίνακα ζωγραφικής, όταν μπορούμε να τα θαυμάσουμε αφειδώς σε ένα όμορφο πάρκο, και ποιο το όφελος ενός τόσο υψηλού βαθμού τελειότητας σε ό,τι αφορά την αριστεία ως προς τις τεχνικές ικανότητες απομίμησης των πουλιών, όταν ένας περίπατος στο δάσος είναι αρκετός για να θαυμάσουμε τον απεριόριστο πλούτο «ηχοχρωμάτων» δια των οποίων εκφράζουν γενναιόδωρα το κελάηδημά τους ;

Όταν ένα στοιχείο της φύσης γίνεται αντικείμενο ενός καλλιτεχνικού έργου, το χέρι του καλλιτέχνη οφείλει να προσεγγίσει αυτό που κρύβεται πίσω από τη φαινομενική εμφάνιση που οι αισθήσεις μας μεταφράζουν προβάλλοντας στον εξωτερικό κόσμο το εν λόγω στοιχείο. Το έργο τέχνης πρέπει να πηγαίνει όσο το δυνατόν πιο πίσω, ώστε να συνδέει την ψυχή του θεατή με τις αρχετυπικές δυνάμεις –οι οποίες είναι τα αρχικά αίτια που προωθούν την κίνηση και την ενέργεια των διαφόρων στοιχείων που μας περιβάλλουν– μέσω μιας διπλής κίνησης που αφενός ενσωματώνει την αιωνιότητα στη δυαδική φύση και αφετέρου ανυψώνει αυτή τη φύση προς τις αρχικές και αιώνιες πηγές της. Το έργο τέχνης γίνεται έτσι ο μεσολαβητής μεταξύ του σύμπαντος του χωροχρόνου και του σύμπαντος των αιώνιων και αναλλοίωτων αιτιών. Συνεπώς, είναι υπό αυτή την οπτική γωνία που πρέπει να προσεγγίσουμε τις έννοιες της έμπνευσης και του ιερού στο έργο τέχνης.

Εξετάζοντας την ιδέα του «ιερού» γενικά, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ώστε να αποφεύγουμε το δυστυχώς ευρύτατα διαδεδομένο πόρισμα, που συνίσταται στο να συνδέουμε τον όρο αυτό αποκλειστικά με τη θρησκευτική πρακτική. Αυτό χρήζει διευκρίνισης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ένα δεύτερο, όχι λιγότερο σημαντικό σημείο: εκείνο της διαφοράς μεταξύ θρησκείας και θρησκευτικού συναισθήματος. Προφανώς, το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι παρά η περισσότερο ή λιγότερο ακριβής μετάφραση της θεμελιώδους δυσαρέσκειας που νιώθει ο άνθρωπος λόγω της έλλειψης πληρότητας που αισθάνεται βαθιά μέσα του. Πράγματι, αν ο άνθρωπος ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με την επίγεια ύπαρξή του, το θρησκευτικό συναίσθημα δεν θα υπήρχε. Αυτό το συναίσθημα μπορεί, ωστόσο, να βρει μια απάντηση, έναν κατευνασμό, χάρη στην πρακτική στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής ομολογίας, αλλά μπορεί επίσης να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι, και έτσι να παραμείνει ανεξάρτητο από οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής πρακτικής, η οποία προϋποθέτει υπακοή στα δόγματα που ορίζει η ιεραρχία του κλήρου, επιβάλλοντας έτσι στους πιστούς, το τί πρέπει να πιστεύουν και το πώς πρέπει να το πιστεύουν.

Στην περίπτωση της τέχνης, το ιερό στοιχείο, η φιλοσοφική και η πνευματική έκφραση, καθώς και το θρησκευτικό συναίσθημα, δεν αποτελούν υποχρεωτικά ούτε το μονοπώλιο, ούτε την αποκλειστική ιδιοκτησία των θρησκειών, και δεν εκδηλώνονται μόνο μέσω έργων τέχνης που αναφέρονται σε κάποια θρησκευτική παράδοση. Η παρουσία του ιερού σε ένα έργο τέχνης εξαρτάται κυρίως από το πνευματικό επίπεδο στο οποίο έχει ανέλθει η ψυχή του καλλιτέχνη, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να θέτει άνευ όρων, τα δημιουργικά του χαρίσματα στην υπηρεσία της ολοκληρωτικής Αρχέγονης Τάξης, ώστε οι Νόμοι που προκύπτουν να ακτινοβολούν μέσα από το δημιούργημά του. Αν η ψυχή του καλλιτέχνη αναπνέει πραγματικά το πνευματικό στοιχείο, τότε το έργο –μέσω της καλαισθησίας που πηγάζει από τις σωστές αρχιτεκτονικές αναλογίες, την αρμονία του ήχου και των χρωμάτων, την ορθότητα της ρυθμικής κίνησης και την πλήρη ισορροπία της ολικής του δομής σε πλήρη συμφωνία με τους νόμους του μέτρου και του αριθμού– θα λειτουργεί, σε κάθε επαφή του με το κοινό, σαν ένας ενιαίος ζωντανός οργανισμός, μια γήινη ενσάρκωση των Πρωτογενών Ιδεών, που θα αντανακλά, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, την απόλυτη Αλήθεια και το Κάλλος των πνευματικών Μορφών, όπως αυτές βρίσκονται ιδανικά στον κεντρικό άξονα των αρχέτυπων δημιουργικών δυνάμεων.

Το να καταστήσει την τέχνη «ιερή», είναι ο κατεξοχήν στόχος και η υψηλότερη προσδοκία ενός καλλιτέχνη του οποίου η ψυχή είναι εμποτισμένη από το πνευματικό στοιχείο. Όσο περισσότερο το έργο είναι δομημένο σύμφωνα με τις «θεϊκές αναλογίες», τόσο περισσότερο η αξία του θα ξεπερνάει τα όρια του Χρόνου και τόσο περισσότερο η απήχησή του θα σημαδεύει τις γενεές και θα διασχίζει τους αιώνες.

Αν τώρα εξετάσουμε το έργο τέχνης από την κοινωνική του πλευρά, και αναρωτηθούμε για το ποιος είναι ή θα μπορούσε να είναι ο βασικότερος ρόλος της τέχνης στο κοινωνικό πλαίσιο, μελετώντας ταυτόχρονα την ιστορία των διαφόρων πολιτισμών σε σχέση με τις καλλιτεχνικές τους εκφράσεις, θα βρεθούμε μεταξύ άλλων αντιμέτωποι με την κοινά αποδεκτή γνώμη ότι «το έργο τέχνης είναι αναπόφευκτα μια αντανάκλαση της κοινωνίας στην οποία εξελίσσεται ο καλλιτέχνης».

Φυσικά, όπως είχε ήδη ανακοινώσει ο Kandinsky, κάθε έργο τέχνης είναι το παιδί της εποχής του, αλλά τι σημαίνει αυτό;

Είναι αναμφισβήτητο ότι εκείνο που χαρακτηρίζει το καλλιτεχνικό δυναμικό ενός λαού καθορίζεται από τον πολιτισμό, τα έθιμα, την επίσημη θρησκεία, το επιστημονικό και φιλοσοφικό επίπεδο, καθώς και από τη γεωγραφική θέση και την χρονική περίοδο κατά την οποία ήκμασε ο εν λόγω πολιτισμός. Έτσι, η αντίληψη της παραδοσιακής τέχνης στην Ανατολή (Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Ιράν) έρχεται σε έντονη αντίθεση με το πνεύμα της απόλυτα εξατομικευμένης δυτικής τέχνης. Στην περίπτωση του χορού, για παράδειγμα –ο οποίος ως τέχνη της σωματικής κίνησης εξαρτάται αποκλειστικά από το ανθρώπινο σώμα– μπορούμε ακόμη και σήμερα να δούμε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της καλλιτεχνικής έκφρασης του ινδικού ιερού χορού και ενός μπαλέτου της όπερας της Μόσχας σε μουσική του Tchaïkovski.

Η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν έχουμε να κάνουμε με εποχές που απέχουν πολύ χρονικά, όπως συμβαίνει αν το αντικείμενο της μελέτης μας είναι η σύγκριση μεταξύ της μονωδίας της αρχαίας Ελλάδας και της προκλασικής πολυφωνίας, ή, μεταξύ του θρησκευτικού χαρακτήρα της γρηγοριανής ψαλμωδίας και του πλούτου των χάλκινων ηχοχρωμάτων που υψώνονται σαν στήλες φωτός κατά την ακρόαση των ρομαντικών συμφωνιών γιγαντιαίων διαστάσεων του Bruckner.

Ωστόσο, αν το έργο τέχνης είναι όντως παιδί της εποχής του και, ως εκ τούτου, η αντανάκλαση της κοινωνίας στην οποία δημιουργήθηκε, δεν είναι καθόλου απαραίτητο ούτε επιθυμητό, να είναι ταυτόχρονα και ο καθρέφτης αυτής της κοινωνίας. Αν η τέχνη αρκείται στο να αντικατοπτρίζει την ανιαρότητα της υλιστικής κοινωνίας μας, τις ατελείωτες συγκρούσεις μεταξύ αμφίβολων ιδεολογιών των οποίων ο φανατισμός οδηγεί στο μίσος του ενός για τον άλλο, τους άθλιους διαπληκτισμούς και τις συκοφαντικές καταγγελίες με τις οποίες τα πολιτικά κόμματα αλληλοκατηγορούνται, τις διαμάχες στις οποίες τα πιο άθλια πλήγματα «επιτρέπονται» προκειμένου να επιτευχθεί o τελικός στόχος που δεν είναι άλλος παρά η κατάκτηση της εξουσίας, τότε λοιπόν αυτή η τέχνη θα ήταν πολύ θλιβερή. Αν εξαιρέσουμε την λογοτεχνία και τα θεατρικά έργα, που μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιδεξιότητα τέτοια θέματα, ή ακόμα και την όπερα –όπου η μουσική έχει συχνά δευτερεύοντα ρόλο συνοδεύοντας απλώς την θεατρική πράξη, εκτός αν πρόκειται για συνθέτες του αναστήματος ενός Wagner όπου η μουσική παίζει εξίσου πρωτεύοντα ρόλο με την ποίηση του λόγου– η τέχνη της Μουσικής, ως ανεξάρτητη μορφή (π.χ. Συμφωνία), καθώς και οι άλλες τέχνες: ζωγραφική, γλυπτική, χορός, ποίηση, και γενικά η λογοτεχνία, έχουν ως ύψιστη αποστολή να είναι οι φορείς μιας εντελώς διαφορετικής πραγματικότητας. Να αποτελούν τις γέφυρες, τους αγγελιοφόρους μεταξύ του Θείου και του ανθρώπινου, διεισδύοντας όσο το δυνατόν βαθύτερα στις πηγές του αναλλοίωτου Αρχικού Κάλλους, και έτσι να καταστούν οι ερμηνευτές του, μέσα από εμπνευσμένα έργα που θα είναι οι αυθεντικοί καθρέφτες της Υπέρτατης πραγματικότητας, ανυψώνοντας διαχρονικά την ψυχή της ανθρώπινης κοινωνίας στα πνευματικά εκείνα ύψη, που μόνο αυτά μπορούν να της προσφέρουν ουσιαστική και αιώνια τροφή.

Παρατηρώντας τον τρόπο λειτουργίας με τον οποίο εκδηλώνεται η Ζωή, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται σχεδόν πάντα για την αρμονική σύνταξη των διαφόρων στοιχείων που απαιτούνται ώστε να σχηματιστεί ο άλφα ή ο βήτα οργανισμός, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να πετύχει το υψηλότερο δυνατόν επίπεδο τελειότητας που του επιτρέπουν οι συνθήκες εντός των οποίων εξελίσσεται. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι κάθε μορφή Ζωής είναι έργο Νοημοσύνης, Δημιουργικής Θέλησης, Ρυθμού, Μέτρου, Τάξης και Αρμονίας, και ότι οι ίδιες αυτές έννοιες, οι οποίες στην πρωταρχική ιδεατή τους μορφή, ως απόλυτες και αδιαίρετες ενότητες, είναι ασύλληπτες και ακατανόητες για την υπαγόμενη στον δυαδισμό ανθρώπινη νόηση, παραμένουν παρ’ όλα ταύτα διαισθητικά «αισθητές». Παρατηρούμε επίσης, ότι οσάκις η Δημιουργική Ενέργεια –από οποιαδήποτε βαθμίδα ή διάσταση της Συμπαντικής Ολότητας του Γίγνεσθαι και αν προέρχεται– θέλει να διδάξει τον άνθρωπο, του παρουσιάζεται με τη μορφή συμβόλων που μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν, αν ο ίδιος αφιερώσει χρόνο για μια προσεκτική μελέτη των «μηνυμάτων» που ενσωματώνονται στα φυσικά φαινόμενα, όπως αυτά παρουσιάζονται στις φυσικές του αισθήσεις.

Αν μετρήσουμε τη διάμετρο του ηλιακού δίσκου και στη συνέχεια τη διάμετρο του σεληνιακού δίσκου όπως τους φωτογραφίζουμε από τη γη, θα διαπιστώσουμε ότι έχουν το ίδιο μέγεθος, γεγονός που καθιστά δυνατό το φαινόμενο της ολικής έκλειψης του ήλιου. Έτσι, φαινομενικά το μέγεθος της σελήνης είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό του ήλιου, και καλύπτει πλήρως την εικόνα του, όπως παρατηρείται από τη γη. Στην πραγματικότητα, η διάμετρος του ήλιου είναι 400 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της σελήνης, αλλά επειδή η απόσταση μεταξύ του ήλιου και της γης είναι επίσης 400 φορές μεγαλύτερη από εκείνη μεταξύ της σελήνης και της γης, έχουμε την απατηλή εντύπωση ότι το μέγεθός τους είναι πανομοιότυπο.

Υφίσταται εδώ ένας ισχυρός συμβολισμός δυαδικότητας που η προθετικότητα της Ζωής έχει τοποθετήσει μπροστά στα μάτια μας, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι η σελήνη αποτελεί τον αντίθετο πόλο του ήλιου και ταυτόχρονα αντιπροσωπεύει το πνευματικό του συμπλήρωμα, διότι τα δύο άστρα είναι ομοούσια (έχουν την ίδια πηγή φωτός), με την διαφορά ότι η φωτεινή ενέργεια της σελήνης δεν είναι αυτόνομη, εφόσον το περίφημο «ρομαντικό σεληνόφως» δεν είναι παρά η αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας από την επιφάνεια της σελήνης. Επομένως, μπορούμε να «εξηγήσουμε» την φωτεινότητα της σελήνης χάρη στην φωτεινότητα του ήλιου και όχι το αντίστροφο. Κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή η Αγάπη υπάρχει σαν αξία της αιωνιότητας στην καθαρή πρωταρχική ιδεατή της μορφή, στην αντίστοιχη εκδήλωσή της στο δυαδικό σύμπαν, διαιρείται επίσης σε δύο ξεχωριστούς αλλά ομοούσιους ανταγωνιστικούς πόλους, οι οποίοι εκφράζονται με την μορφή της σχετικής αγάπης και του μίσους. Έτσι, το μίσος καθίσταται δυνατό στην γήινη ύπαρξη, λόγω του ότι είναι η διαστρέβλωση της καθαρής πρωταρχικής αγάπης από τη στιγμή που αυτή εκφράζεται στη σχετική δυαδική της μορφή. Καθίσταται επομένως ευνόητο ότι είναι το δηλητήριο του μίσους που «προέρχεται» από την προαιώνια ουσία της αγάπης, και όχι η αγάπη από εκείνη του μίσους, το οποίο ως αρνητική μετάλλαξη της αγάπης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτόνομη πρωταρχική ουσία, και επομένως να αποτελέσει αξία της αιωνιότητας.

Έτσι, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ζωή εκδηλώνεται ως ένα σύνολο πραγματικοτήτων που αντιστοιχούν στην βαθιά ανάγκη της προθετικότητας που συμβολικά προορίζεται για εμάς. Όταν απολαμβάνουμε τις ευχάριστες στιγμές μιας όμορφης ηλιόλουστης ημέρας με γαλάζιο ουρανό, τότε βιώνουμε τις ευεργετικές επιδράσεις που το σύστημα της αισθητηριακής αντίληψης μεταδίδει στον ψυχισμό μας. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι πέρα από τη στρατόσφαιρα, το «χρώμα του ουρανού», ή μάλλον η έλλειψη χρώματος, μας παρουσιάζεται ως ένα απόλυτο μαύρο, που απλώνεται προς όλες τις διευθύνσεις στον αχανή διαστημικό χώρο, του οποίου η ιλιγγιώδης απεραντοσύνη είναι διάστικτη από μυριάδες φωτεινά αστέρια (ήλιους). Επομένως, ο όμορφος γαλάζιος ουρανός είναι μόνο ένα απατηλό φαινόμενο που οφείλεται στη μεταβολή της σκέδασης της ηλιακής ακτινοβολίας κατά την αλληλεπίδρασή της με τη γήινη ατμόσφαιρα. Αλλά τι σημασία έχει η αντικειμενική πραγματικότητα του «σκοτεινού ουρανού»; Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Ζωή έχει οργανώσει τα φαινόμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η ψευδαίσθηση που μας κάνει να νομίζουμε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος, αποτελεί για εμάς την «πραγματικότητα»! Η Ζωή, μας παρουσιάζει λοιπόν το πλανερό φαινόμενο του γαλάζιου ουρανού, και το χρησιμοποιεί ως σύμβολο για να εντυπωσιάσει τα αισθητήρια όργανά μας, να διεισδύσει στον ψυχισμό μας, και να επιφέρει ειρήνη και γαλήνη στον εσωτερικό μας κόσμο.

Γνωρίζουμε ότι η Διεθνής Διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το 1953 έχοντας για στόχο τον καθορισμό του μουσικού ύψους του διαπασών, όρισε τη συχνότητα του «Α 4» (LA 4) στα 440 Hz. Με άλλα λόγια, αυτός ο ήχος πάλλεται με ρυθμική συχνότητα που φτάνει τις 440 δονήσεις ανά δευτερόλεπτο, αλλά εμείς δεν τον ακούμε με αυτόν τον τρόπο, παρά το γεγονός ότι αυτή είναι η αντικειμενική ακουστική πραγματικότητα. Αντίθετα, τα αυτιά μας τον αντιλαμβάνονται σαν έναν συνεχόμενο ήχο, ο οποίος, αν και ποικίλλει ανάλογα με τα διάφορα ηχοχρώματα που τον διαφοροποιούν σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα της ηχητικής χροιάς του κάθε μουσικού οργάνου, είναι τελικά μια ψευδαίσθηση λόγω της αδυναμίας των αισθήσεών μας της ακοής να αντιληφθούν τόσες πολλές συχνότητες ανά δευτερόλεπτο. Έτσι, όταν καθόμαστε αναπαυτικά σε μια αίθουσα συναυλιών, βυθισμένοι στο άκουσμα της πληθώρας των ήχων μιας ρομαντικής συμφωνίας, οι οποίοι, με μια ασταμάτητη ροή αρμονικών και ρυθμικών συνδυασμών της υπέροχης παλέτας ηχοχρωμάτων της συμφωνικής ορχήστρας, μας περικυκλώνουν σαν κύματα που συνεχώς ανανεώνονται από νέες σειρές κυμάτων και ούτω καθεξής, τότε σίγουρα, το τελευταίο πράγμα που μας απασχολεί, είναι το να γνωρίσουμε τον ακριβή αριθμό των συχνοτήτων σε Hz, του καθενός από τους χιλιάδες ήχους που ακούμε. Και εδώ αντιλαμβανόμαστε ότι το μυστηριώδες φαινόμενο που ονομάζουμε Μουσική, δεν απαιτεί να το προσεγγίσουμε με επιστημονική ακρίβεια, όπως συμβαίνει σε θέματα που έχουν να κάνουν με την Φυσική ή την Βιολογία. Αντιθέτως, πρόκειται για μια καθαρά συμβολική πράξη, με «μαγική» διάσταση, τα αποτελέσματα της οποίας αποσκοπούν στο να μας ανεβάσουν σε μεγαλειώδεις περιοχές μιας υπερβατικής πραγματικότητας που είναι πέρα από την κατανόησή του γήινου ανθρώπου και παραμένει απρόσιτη στις εγκεφαλικές αναλυτικές του ικανότητες.

Εδώ έγκειται το σφάλμα στο οποίο υπέκυψε πληθώρα καλλιτεχνών της λεγόμενης σύγχρονης μουσικής, και γενικά της σύγχρονης τέχνης. Θεωρώντας τις προόδους της επιστήμης ως αφετηρία έμπνευσης, προσπάθησαν να βρουν επιστημονικές λύσεις για τη μελλοντική μουσική εξέλιξη. Έτσι, ο αριθμός δεν ήταν πλέον το σύμβολο όπως τον θεωρούσαν οι πυθαγόρειοι, αλλά ο τεχνολογικός μαθηματικός τρόπος μέσω του οποίου θα μπορούσαν να «δημιουργηθούν» έργα τέχνης με επιστημονική ακρίβεια. Έτσι η έμπνευση πέρασε από την ψυχή στους υπολογιστές. Δυστυχώς αυτό το σφάλμα οδήγησε σε λανθασμένη αντίληψη της τέχνης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, διότι εάν όντως στον τομέα της επιστήμης επιβάλλεται η κατά το δυνατόν αλάνθαστη έρευνα για την εξακρίβωση της υλικής πραγματικότητας, στον τομέα της τέχνης αυτό που πρωτίστως επείγει είναι η ακατάπαυστη αναζήτηση της απεραντοσύνης του Κάλλους της υπερβατικής πραγματικότητας, εις τρόπον ώστε το έργο τέχνης να αποτελεί τον «μαγικό μοχλό» της ψυχικής ανύψωσης του ανθρώπου στην κατεξοχήν πραγματικότητα: αυτήν της πνευματικής του διάστασης.

Κατά συνέπεια, ελλείψει μιας υπερβατικής θεώρησης της τέχνης, και με την αναθεώρησή της ως «προϊόν» της κουλτούρας και του πολιτισμού, η έμπνευση δεν είναι πλέον εκείνος ο ιδιαίτερος χώρος που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να συνδεθεί με τα πρωτότυπα των πρωταρχικών αρχέτυπων, αλλά μεταβάλλεται σε εργαστήριο πειραματισμού κάθε είδους αυθαιρεσίας που ο υπερδιεγερμένος εγκέφαλος του καλλιτέχνη θέτει μπροστά στην ανήμπορη ψυχή του. Από αυτή την οπτική γωνία, η έμπνευση μετατρέπεται σε εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Τα πάντα επιτρέπονται: Τέλος λοιπόν στους περιορισμούς, στα ταμπού, τέλος στην περισυλλογή, στον διαλογισμό και επιτέλους: Τέλος στην τυραννία που επέβαλε διαχρονικά το θρησκευτικό συναίσθημα και η εξιδανικευμένη σκέψη της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας.

Ζήτω η Ελευθερία!

Ευτυχώς, η ακλόνητη αλήθεια ήταν, είναι, και θα είναι, ότι το φαινόμενο που ονομάζουμε Μουσική είναι ένα λαμπρό παράδειγμα της δημιουργικής ικανότητας με την οποία είναι προικισμένος ο άνθρωπος. Πρόκειται για ένα λειτούργημα το οποίο ούτε υπόκειται, ούτε εξαρτάται από τον έλεγχο ενός εγκεφαλικού αναβρασμού που προκαλείται από ένα είδος αμφίβολης και αποκομμένης από τους Νόμους της Ζωής «έμπνευσης», οι οπαδοί της οποίας, υπερήφανοι που «πέρασαν το κατώφλι του απαγορευμένου», έχοντας ισοπεδώσει αξίες και παραδόσεις του παρελθόντος προκειμένου να στηρίξουν τις καινοτομίες τους, δηλώνουν με βροντερή φωνή: «Και γιατί όχι;» προσπαθώντας έτσι να πείσουν τους εαυτούς τους για την ορθότητα της τέχνης τους. Όμως, θεμελιωμένα πάνω σε χαοτικές παρορμήσεις του ασυνείδητου που οδηγούν σε πλανερές φαντασιώσεις του εγκεφάλου, τέτοιου είδους κατασκευάσματα αργά ή γρήγορα καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι μπροστά στο διαχρονικά ανελέητο κριτικό βλέμμα της Αλήθειας, και τόσο οι κατασκευαστές τους, όσο και οι υποστηρικτές τους, θα κληθούν στο μέλλων να προσκομίσουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τη θέση τους ενώπιον της Ιστορίας, και ενώπιον του συνόλου των αριστουργημάτων που από πανάρχαιους χρόνους, και από κάθε γωνία της γης όπου ένας λαός ανέπτυξε πολιτισμό, συνέβαλαν ως θεμέλιοι λίθοι στην οικοδόμηση του ιερού Ναού της Τέχνης, ο οποίος, διαχέοντας το Φως της Ελπίδας στις καρδιές των ανθρώπων, υποδομήθηκε διασχίζοντας τους αιώνες, και συνεχίζει να υποδομείται μέχρι και σήμερα, λάμποντας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια

Εκ διαμέτρου αντίθετα, όταν ένας όντως προικισμένος από τη φύση συνθέτης νιώθει την αναγκαιότητα να εκφράσει την φωτεινή ουσία του υπέρτατου Κάλλους που διεισδύει σαν ένα «ουράνιο όραμα» στον εσωτερικό του κόσμο, και στη συνέχεια ωθούμενος από έναν χείμαρρο δημιουργικής ενέργειας αρχίζει να γράφει μουσική, τότε ξεκινάει έναν διάλογο με την ψυχή του, η οποία του αποκαλύπτει με απόλυτη ακρίβεια το σχέδιο για την μετάλλαξη του οράματος σε μουσικό έργο τέχνης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ψύχη, ως διάμεσος μεταξύ Ουρανού και Γης, καθοδηγεί και εναρμονίζει τις δημιουργικές επιλογές του καλλιτέχνη με τις υπέροχες φωτεινές σφαίρες ακτινοβολίας στα υψηλότερα πεδία πνευματικής έμπνευσης, εις τρόπον ώστε στην τελική του μορφή, το έργο να αποτελεί την έκφραση της πληρέστερης δυνατής «γήινης υλοποίησης» των Ιδεατών Αρχέτυπων Νόμων του Μέτρου, της Τάξης, και της Αρμονίας.

Εδώ ορίζονται τα σύνορα μεταξύ επιστήμης και μουσικής και η διαφορά των ρόλων τους σε σχέση με τον άνθρωπο. Αν δεχτούμε ότι η επιστήμη είναι η προοδευτική και ακριβής αποκρυπτογράφηση των νόμων μέσου των οποίων εκδηλώνεται το μυστήριο της Ζωής, και αποτελεί τη μέγιστη ερευνητική προσπάθεια που καταβάλλει ο άνθρωπος προκειμένου αφενός να γνωρίσει και αφετέρου να βελτιώσει τις συνθήκες της ύπαρξής του στο πλαίσιο της εμπειρίας που βιώνει στο τρισδιάστατο σύμπαν εντός του οποίου εξελίσσεται, η Μουσική είναι η διείσδυση στο ίδιο το Μυστήριο της Ζωής, μια πράξη που επιτρέπει στην ψυχή του ανθρώπου να βιώσει διαισθητικά την Ουσία των Νόμων της Ζωής. Αυτή η άμεση και απόλυτη εμπειρία του ανθρώπου μέσω της μουσικής, καταργεί κάθε «επιστημονική» απόδειξη, διότι αποτελεί την κατεξοχήν ταύτιση της ανθρώπινης ψυχής με το αντικείμενο της γνώσης της.

Όταν ένας άνδρας αντικρίζει για πρώτη φορά το πρόσωπο μιας γυναίκας, και αισθάνεται μια ακαταμάχητη έλξη λόγω της ιδιαίτερης (για τα δικά του μάτια) ομορφιάς που βιώνει, και έτσι βυθίζεται σε αυτό το ακατανόητο «θαύμα» που είναι το αίσθημα της ερωτικής μαγνητικής γοητείας ενώ ταυτόχρονα διεισδύει στο Μυστήριο μιας θεϊκής ευδαιμονίας που το πύρινο βέλος του Έρωτα διαχέει άφθονα στην καρδιά του, έχει ανάγκη αυτός ο άνθρωπος να τεμαχίσει το πρόσωπο της αγαπημένης του με το νυστέρι του χειρουργού, για να εξετάσει με απόλυτη ακρίβεια στο μικροσκόπιο τις διάφορες λεπτομέρειες, να μετρήσει τις αναλογίες του κρανίου, το μήκος των ρουθουνιών, το βάθος της στοματικής κοιλότητας, ώστε να μπορέσει να «εξηγήσει» ορθολογικά την έλξη που του προκαλεί αυτή η ομορφιά και να αποδείξει με «επιστημονικό τρόπο» την ευτυχία που νιώθει;

⸙⸙⸙

Ενδεικτικά έργα:

Παρίσι, 13 Ιουλίου 2022

«Όλων των λέξεων τα σπιτικά
κατοικημένα από τα μάτια σου
Η λέξη αύριο, η λέξη ονομασία»
Scroll to Top