© Lydia Ho

Κώστας Κουτσουρέλης

Περισσότερο κοινωνικὸ παρὰ λογοτεχνικὸ φαινόμενο
Σημειώσεις γιὰ τὴ λεγόμενη «Γενιὰ τοῦ ’70»

1.

Μία σημαντικὴ σχολὴ καὶ μία σημαντικὴ γενιὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἡ ἑλληνικὴ λογοτεχνία τῶν δύο τελευταίων αἰώνων. Ἡ σχολὴ εἶναι ἡ σολωμική: μιὰ μακρὰ χορεία ποιητῶν, κατὰ κύριο λόγο, ἀλλὰ καὶ κριτικῶν καὶ μεταφραστῶν, ποὺ μὲ ἀρχηγέτη της τὸν Διονύσιο Σολωμὸ καὶ ὁρμητήριο τὸ Ἰόνιο ἐκτείνεται ὣς τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἡ γενιὰ εἶναι ἐκείνη τοῦ 1930: μιὰ πολυπρόσωπη ὁμάδα συνομήλικων συγγραφέων, συχνὰ κορυφαίων, ποὺ μὲ δεσπόζουσα ἀνάμεσά τους τὴν προσωπικότητα τοῦ Γιώργου Σεφέρη εἰσάγουν τοὺς νεωτερικοὺς τρόπους καὶ μένουν στὸ προσκήνιο γιὰ πενῆντα καὶ πλέον χρόνια. Στὸ ἐνδιάμεσό τους ἀναπτύσσεται –καὶ τὶς συνδέει– ἡ Γενιὰ τοῦ 1880, ἡ ὁποία στὴν πράξη εἶναι λιγότερο γενιὰ καὶ περισσότερο διαγενεακὸ κίνημα μὲ σημαία του προγραμματικὴ τὸ γλωσσικὸ καὶ σημαιοφόρο τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ. Οἱ δημοτικιστὲς τῶν ἑπόμενων δεκαετιῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ μείζονες ποιητὲς καὶ πεζογράφοι μας, εἶναι ἡ ὀργανική της προέκταση.

2.

Ἡ λεγόμενη «Γενιὰ τοῦ ’70» δὲν ἀποτελεῖ οὔτε γενιὰ οὔτε σχολή. Περισσότερο καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες «γενιὲς» τοῦ Μεταπολέμου, εἶναι μιὰ πολυπληθέστατη (ὑπερεκατονταμελὴς κατὰ κάποιες μετρήσεις) ὁμάδα ποιητῶν ποὺ ὁ μόνος σαφὴς δεσμὸς ποὺ τοὺς συνέχει εἶναι ὅτι πρωτοδημοσιεύουν περὶ τὸ 1970. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἑπτανησιακὴ Σχολὴ ἢ τὶς Γενιὲς τοῦ 1880 καὶ τοῦ 1930, ἡ ὁμάδα αὐτὴ δὲν ἔχει ἡγεσία ἀτομικὴ ἢ συλλογικὴ οὔτε ἔχει συνδέσει τὸ ὄνομά της μὲ ἕνα ὅποιο αἰσθητικὸ πρόγραμμα ἢ τεχνοτροπικὲς ἰδιαιτερότητες. Ἀκόμη καὶ σήμερα, πενῆντα χρόνια ἀργότερα, δὲν ὑπάρχει συναίνεση ποιοί ἐκπρόσωποί της ξεχωρίζουν ἢ κανόνας ἐνδεικτικὸς τῶν σημαντικότερων ἔργων τους. Μὲ ἄλλα λόγια, παρὰ τὴν ἐκτενῆ φιλολογία ποὺ τὴν ἀφορᾶ, πρόκειται γιὰ μιὰ ὁμάδα ἄμορφη, χωρὶς φυσιογνωμία ἀναγνωρίσιμη.

3.

Ἀληθεύει βέβαια ὅτι στὸ πρώιμο ἔργο τους ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ποιητὲς τοῦ ’70 ξεκινοῦν πράγματι ἀπὸ μιὰ ἀφετηρία κοινή, ἐμφοροῦνται ἀπὸ μιὰ διάθεση πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἀμφισβήτησης ποὺ συγγενεύει μὲ τὶς διεθνεῖς τάσεις τῆς ἐποχῆς, τοὺς Ἀμερικανοὺς μπὴτ ἢ τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἐμπνεόμενους ἀπὸ τὸν Γαλλικὸ Μάη καὶ τὶς νεανικὲς ἐξεγέρσεις τοῦ ’68. Ἄλλωστε ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὀρθὴ διάγνωση, καὶ τὸν σχετισμό της μὲ τὶς συνθῆκες στὴν Ἑλλάδα τῆς Ἑπταετίας, ἀφορμήθηκε ὅλη ἡ συζήτηση περὶ «γενεᾶς». Γιὰ ἕνα βραχὺ διάστημα, ἐπὶ δικτατορίας καὶ ἀμέσως ἔπειτα, μποροῦμε πράγματι νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα διακριτὸ ρεῦμα τῆς ἑλληνικῆς ποίησης, γιὰ τὴ «δεκαετία τῆς ἀμφισβήτησης», ὅπως περίπου οἱ Γερμανοὶ μιλοῦν γιὰ τὴ «δεκαετία τοῦ ἐξπρεσσιονισμοῦ». Τὴ θέση της ὡστόσο θὰ πάρει γρήγορα ἡ στροφὴ πρὸς τὴν ἰδιωτικὴ θεματογραφία καὶ τὴν ἐκφραστικὴ ἐξατομίκευση ποὺ χαρακτηρίζει γενικὰ τὴν ποίησή μας ἀπὸ τὴ Μεταπολίτευση ἕως σήμερα. Τὰ γνωρίσματα ποὺ ἀποδίδονται ἔκτοτε στοὺς ποιητὲς τοῦ ’70 («ἰδιότυπη ἀτομικότητα», «χαμηλόφωνο πάθος», «εἰρωνεία», «ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ πολιτικὸ πνεῦμα» – ἀναφέρω μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐντοπίζει ὁ Κώστας Μαυρουδῆς) εἴτε ἀναποδογυρίζουν ἐντελῶς τὴ φυσιογνωμία τῆς πρώτης ἐκείνης δεκαετίας, εἴτε χαρακτηρίζουν καὶ πολλοὺς ἄλλους σημερινούς ποιητές μας ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, εἴτε τέλος ἀπαντοῦν ἤδη σὲ προγενέστερες περιόδους τῆς λογοτεχνίας μας, ἰδίως τοῦ Μεσοπολέμου. Ἄρα δὲν μποροῦν νὰ μᾶς χρησιμεύσουν ὡς ταυτότητα διακριτικὴ ὁρισμένης ὁμάδας.

4.

Ἀκόμη καὶ ἐκείνη ἡ πρώιμη «δεκαετία τῆς ἀμφισβήτησης» δίκαιο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἄφησε ἔργο ἀνάλογο τῶν προσδοκιῶν ποὺ ἔτρεφε ἀρχικὰ ἡ κριτική. Ποιό βιβλίο ποιητῆ τοῦ ’70 θὰ μποροῦσε νὰ σταθεῖ πλάι στὴ Μαρία Νεφέλη τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, λ.χ., ποὺ ἐπίσης ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα καὶ τὰ κινήματα διαμαρτυρίας τῆς ἐποχῆς; Ὁ λόγος τῆς ὑστέρησης ἔχει νὰ κάνει ἐνδεχομένως μὲ τὶς συνήθεις ἐκφραστικὲς ἀδυναμίες ἢ τὴν ἀδιάπλαστη κοσμοθεωρητική ματιὰ τῆς νεότητας. Ὅμως καὶ ἀργότερα, τὰ συνθετικὰ καὶ φιλόδοξα ἐγχειρήματα δὲν ἀπαντοῦν συχνὰ στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν τοῦ ’70.

5.

Πρόσθετη ἔνδειξη ὅτι δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε ἐδῶ μὲ γενιὰ ἢ σχολὴ ξεχωριστή, ἀλλὰ μὲ πρόσκαιρη τάση ποὺ ἐκλείπει τὸ ἀργότερο στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, εἶναι ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «Γενιὰ τοῦ ’70» περιορίζεται στὴν ποίηση. Οἱ Ἑπτανήσιοι, οἱ δημοτικιστές, οἱ μοντερνιστὲς ὄχι μόνο καλλιεργοῦν καὶ ἄλλα εἴδη τοῦ λόγου, ἀλλὰ ἡ δράση τους ἐμπνέει τὸν στοχασμό, συναντᾶται μὲ τὶς πολιτικὲς ζητήσεις τοῦ καιροῦ τους καὶ ἐπηρεάζει τὶς διεργασίες στὶς λοιπὲς τέχνες, πρωτίστως τὴ μουσικὴ καὶ τὰ εἰκαστικά. Ἔχουμε νὰ κάνουμε δηλαδὴ μὲ κινήσεις κατὰ πολὺ εὐρύτερες, ποὺ παρεμβαίνουν μὲ πρόθεση ἐποικοδομητικὴ στὴ δημόσια σφαίρα. Οἱ ποιητὲς τῆς «Γενιᾶς τοῦ ’70», ἀντίθετα, δὲν ἀσκοῦν κάποια ἀνιχνεύσιμη ἐπιρροὴ ἐξω ἀπὸ τὸν κλειστὸ περίβολο τῆς συντεχνίας οὔτε συμμετέχουν ἰδιαίτερα στὸν δημόσιο διάλογο. Ὁ τύπος τοῦ ὁλοκληρωμένου διανοουμένου σπανίζει στις τάξεις τους –ὁ Νάσος Βαγενᾶς εἶναι ἡ πλησιέστερη τέτοια περίπτωση. Γενικὰ τείνουν πρὸς τὴν ἐσωστρέφεια. Χαρακτηριστικὸ εἶναι ὅτι τὰ πρῶτα χρόνια τῆς Μεταπολίτευσης, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ μελοποιημένη ποίηση μεσουρανεῖ, ἐκεῖνοι κρατοῦν ἀποστάσεις, ἐνίοτε καὶ τὴν ὰποδοκιμάζουν.

6.

Κρίνοντας συνολικά, καὶ νομίζω νηφάλια, δύσκολα μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι τὸ ἔργο τῶν ποιητῶν τοῦ ’70 ἀντιπροσωπεύει μιὰ ἐξαιρετικὴ στιγμὴ τῆς ἑλληνικῆς ποίησης, ὅτι συνιστᾶ μιὰ τὶς κορυφώσεις της. Αὐτὸ γίνεται φανερότερο ἂν ἀναλογιστοῦμε κατ’ ἀρχὰς τὴν ἀπήχησή του. Μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ –πού, ὄχι τυχαία, μικρὴ σχέση ἔχει μὲ τὸ main stream τῶν συνομηλίκων του–, ἴσως κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς ποιητὲς τοῦ ’70 δὲν ἔχει ἀποκτήσει μιὰ ξεχωριστή, αὐτόφωτη θέση στὴ δημοσιότητα, συγκρίσιμη μ’ ἐκείνην δημιουργῶν τοῦ Μεταπολέμου ὅπως ὁ Ἀναγνωστάκης, ὁ Λειβαδίτης, ὁ Χριστιανόπουλος, ἡ Δημουλᾶ –καὶ δὲν ἀναφἐρω κἂν τοὺς διάσημους ποιητὲς τοῦ ’30. Ὅμως οὔτε καὶ σὲ στενότερους κύκλους μυημένων ἄσκησαν τὴ γοητεία ποὺ ἕως σήμερα ἀσκοῦν παλαιότεροι ἀλλὰ καὶ νεώτεροί τους ποιητές ὅπως ὁ Καροῦζος, ὁ Σαχτούρης, ὁ Λεοντάρης, ὁ Λάγιος –μὲ μιὰ ἐνδεχόμενη ἐξαίρεση κι ἐδῶ, τὸν Γιάννη Βαρβέρη. Μιλῶντας πάντοτε συνολικά, ἡ ἐμφάνιση τῶν ποιητῶν τοῦ ’70 συμπίπτει μὲ τὴν εἴσοδο τῆς ἑλληνικῆς ποίησης σὲ περίοδο κάμψης καὶ συμβαδίζει μὲ τὴν ὑποβάθμισή της στὴ δημόσια σφαίρα.

7.

Καταλήγοντας, θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ «Γενιὰ τοῦ ’70» εἶναι περισσότερο κοινωνικὸ παρὰ λογοτεχνικὸ φαινόμενο. Τὰ μέλη της μὲ τὸν δυναμισμὸ καὶ τὴ ζέση τῆς ἡλικίας ἦρθαν νὰ καλύψουν μεταπολιτευτικὰ τὸ ὑπαρκτὸ κενὸ ποὺ ἄνοιξε βίαια στὰ λογοτεχνικά μας πράγματα τὸ φίμωτρο τῆς δικτατορίας. Ἵδρυσαν καὶ διηύθυναν ἐπιτυχημένα περιοδικά, πρωτοστάτησαν σὲ ἐκδοτικοὺς οἴκους, ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὸ εὐμενὲς ἐνδιαφέρον μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς περιέβαλε ὁ Τύπος καὶ ἡ κριτική. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ λάτρευε τὴ νεότητα ἐπέβαλαν μᾶλλον ἄκοπα τὴν αὐτοκατανόησή τους. Ἀρκετὰ φανερά, θεωρήθηκαν τὸ λογοτεχνικὸ ἀντίστοιχο τῆς Γενιᾶς τοῦ Πολυτεχνείου –μὲ τὴν ὁποία ἔχουν ἀξιοδιερεύνητα κοινά. Ἡ δεσπόζουσα θέση τους διαιωνίστηκε μάλιστα καὶ πέραν τοῦ ἀναμενομένου, ἐπειδὴ στὸ προσκήνιο δὲν ἐμφανίστηκαν ἔκτοτε διάδοχες «γενιές», συνομαδώσεις δηλαδὴ νεώτερων ποιητῶν ἱκανῶν ἢ ἐνδιαφερόμενων κἂν νὰ τῆς ἀποσπάσουν τὰ πρωτεῖα. Ἀπεναντίας, οἱ ποιητὲς τοῦ ’70 διατήρησαν πρὸς τὰ ἔξω ἕως σήμερα ἕνα συντροφικό, παρεΐστικο πνεῦμα, κάνουν κοινὲς ἐμφανίσεις, φωτογραφίζονται ὁμαδικὰ κ.ο.κ. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀνθολογίες ποὺ εἶναι ἀφιερωμένες στὸ ἔργο τους συμμορφώνονται σ’ αὐτό –ἀπόδειξη ὅτι τοὺς συμπαραθέτουν χωρὶς ἰδιαίτερη ἔγνοια νὰ τοὺς ἀξιολογήσουν καὶ νὰ τοὺς ἱεραρχήσουν κριτικὰ μεταξύ τους.

8.

Μὲ τὰ παραπάνω, δὲν ἀρνοῦμαι βέβαια ὅτι μεταξὺ τῶν ποιητῶν ποὺ προσγράφονται στὴ «Γενιὰ τοῦ ’70» ὑπάρχουν καὶ δημιουργοὶ σημαντικοί. Κάθε ἄλλο. Κατὰ τὴν κρίση μου ὡστόσο οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς εἴτε ἀποκλίνουν ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ νοερὴ «μέση γλώσσα» τῶν ὁμηλίκων τους (ὁ Ἀργύρης Χιόνης εἶναι μιὰ τέτοια περίπτωση) εἴτε κρατιοῦνται συνειδητὰ σὲ κριτικὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ δημόσια εἰκόνα τους (τὸ κύριο παράδειγμά μου ἐδῶ εἶναι ὁ Γιάννης Πατίλης). Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν εἶναι ἀντιπροσωπευτικοὶ τοῦ συνόλου. Πράγμα ποὺ μὲ τὴ σειρά του δηλώνει πολλά.

9.

Σὲ κάθε περίπτωση, βρίσκω ὅτι ἡ ἐμμονή μας νὰ ἀρμαθιάζουμε τοὺς Ἕλληνες ποιητὲς σὲ γενιὲς ἀνὰ δεκαετίες εἶναι μάταιη. Τί νόημα ἔχει ἡ στανικὴ συστέγαση ἐπὶ μισὸ αἰώνα τώρα ἰδιοσυγκρασιῶν τόσο διαφορετικῶν ὅσο ὁ Ἀλέξανδρος Ἴσαρης καὶ ὁ Ντίνος Σιώτης, ἡ Τζένη Μαστοράκη καὶ ἡ Δήμητρα Χριστοδούλου, ὁ Γιάννης Ὑφαντῆς καὶ ὁ Ἀναστάσης Βιστωνίτης, ὁ Χρῆστος Μπράβος καὶ ὁ Λευτέρης Πούλιος, ὁ Κώστας Σοφιανὸς καὶ ὁ Ἠλίας Κεφάλας –γιὰ νὰ μνημονεύσω κάποια ὀνόματα. Ἀκόμη καὶ κοινωνιολογικά, ἡ ἀντίληψη ἐκείνη ποὺ θέλει τοὺς συγκαιρινοὺς νὰ συγγενεύουν, δύσκολα μπορεῖ νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ στὶς λογοτεχνίες τῆς ὄψιμης νεωτερικότητας, κύριο γνώρισμα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἀπουσία σταθεροῦ κέντρου ἀναφορᾶς καὶ τὸ αἴτημα τῆς αὐτοπραγμάτωσης. Γονιμότερο θὰ ἦταν νὰ στραφοῦμε καὶ νὰ μελετήσουμε τὶς διαγενεακὲς τάσεις καὶ συγκλίσεις ποὺ παρατηροῦνται στὴν ποίησή μας ὅλη αὐτὴ τὴν περίοδο. Τὰ βαθύτερα δηλαδή –καὶ καθαρότερα– ρεύματα ποὺ κυλοῦν κάτω ἀπὸ τὰ θολὰ νερὰ τῆς συγκυρίας.

«...είμαι η επίθεση της ελευθερίας στις σκληρές καρδιές
και το ποίημα που δύσκολα ακούγεται.…»
Τζακ Χίρσμαν
(Φρέαρ τεύχος 4 - Φθινόπωρο 2021)
Κύλιση στην κορυφή