Ζωγραφική: Φραγκίσκος Δουκάκης

Δημήτρης Κόκορης

Πνευματική προσφορά λογίων, τυπογράφοι και εκδότες, πολιτισμικές ζυμώσεις

Γιάννης Παπακώστας, Δημήτριος Βικέλας – Σαιντ Ιλαίρ – Αντόνι Ρουβιό – Εμίλ Λεγκράν. Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας, Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2022, 464 σελ.

Η πλέον πρόσφατη ερευνητική και κριτική συνεισφορά του ομότιμου καθηγητή του ΕΚΠΑ Γιάννη Παπακώστα αναδιφά ποικίλες πολιτισμικές πτυχές, οι οποίες τοποθετούνται σε ένα χρονικό πεδίο, εκτεινόμενο από τον 19ο αιώνα έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Κεντρικός άξονας της μελέτης είναι το «βιβλίο» ως πολιτισμικό αγαθό με πολυπαραγοντική λειτουργικότητα: το βιβλίο ως εκδοτική αποκρυστάλλωση αλλά και ως βασικό μόριο συγκρότησης αρχείων και σημαντικών βιβλιογραφικών εργασιών∙ το βιβλίο ως προϊόν του Τυπογραφείου αλλά και ως συνισταμένη ποικίλων συνιστωσών, οι οποίες προσδιορίζονται από τα υλικά και καλλιτεχνικά μέσα της βιβλιοπαραγωγής∙ το βιβλίο, τέλος, ως φορέας θεωρητικών λογοτεχνικών ρευμάτων, ώστε να οικοδομηθούν θέσεις πνευματικών διαλόγων, δείγματα γλωσσικών εξελίξεων, αλλά και δυναμικές λογοτεχνικών ομαδοποιήσεων και πολιτισμικών σχηματισμών.

Το πρώτο μέρος της μελέτης εκκινεί με τεκμηριωμένη παρουσίαση του Σαιντ Ιλαίρ ως «προξένου των ελληνικών γραμμάτων στη Γαλλία», σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Δημητρίου Βικέλα. Ο Σαιντ Ιλαίρ μετέφρασε στα γαλλικά πολλά κείμενα νεοελλήνων λογοτεχνών (μεταξύ αυτών και «Το αμάρτημα της μητρός μου» του Γεωργίου Βιζυηνού για το περιοδικό Nouvelle Revue) και συνέβαλε πολλαπλώς στη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη Γαλλία. Η μετάφραση του Λουκή Λάρα στην καταλανική γλώσσα (1881-1882) από τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης Αντόνι Ρουβιό ήταν η αφορμή για την έναρξη μιας μακράς αλληλογραφικής επικοινωνίας του Ρουβιό με τον Δημήτριο Βικέλα, στοιχεία της οποίας παρατίθενται στη μελέτη. Το 1893, ο Ρουβιό εξέδωσε υπό τον τίτλο Novelas griegas (= Νεοελληνικά διηγήματα) και μία ανθολογία αφηγηματικών κειμένων μικρής φόρμας, μεταφρασμένων στα ισπανικά. Η έκδοση πλαισιωνόταν και από μία ενδιαφέρουσα εισαγωγή (η οποία μεταφέρεται στο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, σ. 67-79) και περιελάμβανε μεταφρασμένα διηγήματα των Βιζυηνού, Βικέλα, Εφταλιώτη, Παλαμά και Δροσίνη. Στη μνημειώδη Ελληνική Βιβλιογραφία του Εμίλ Λεγκράν, της οποίας ο πρώτος τόμος εκδόθηκε το 1885 και ο ενδέκατος (και τελευταίος) το 1928, μετά τον θάνατο του Λεγκράν, συνέβαλε ως γνωστόν και ο Υμπέρ Περνό. Στον ακαταδάμαστο φιλελληνισμό, στο ερανιστικό δαιμόνιο και στον ερευνητικό μόχθο των Λεγκράν και Περνό οφείλει τη σύνθεσή της και η Ιονική Βιβλιογραφία, που εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1910. Το χρονικό και οι ποικίλες πτυχές της έκδοσης του έργου παρουσιάζονται από τον Γιάννη Παπακώστα, ενώ ως προέκταση του θέματος τεκμηριώνεται και με αρχειακή έρευνα από τον μελετητή η πολύ ενδιαφέρουσα και πολύπλευρη πολιτισμική συνεισφορά δύο σημαντικών λογίων: του Νικολάου Γ. Δόσιου (1856-1939) και του Αδαμαντίου Χ. Λάππα (1852-1939).

Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, ρόλο κεντρικού άξονα επιτελεί η ιστορική και κριτική προσέγγιση της αλυσίδας παραγωγής και κυκλοφορίας του βιβλίου, της οποίας ο αρχικός κρίκος είναι ο συγγραφέας-δημιουργός. Τον ακολουθούν ως αναπόσπαστοι και λειτουργικοί κρίκοι ο εκδότης, ο τυπογράφος και ο βιβλιοπώλης. Το «Τυπογραφείο» ως μέσο παραγωγής εντύπων συνδέεται άρρηκτα και με την επαναστατημένη Ελλάδα της περιόδου 1821-1828, όταν και στήθηκαν τυπογραφεία στην Καλαμάτα (από τον Δημήτριο Υψηλάντη και με τυπογράφο τον Κωνσταντίνο Τόμπρα), στο Μεσολόγγι (δύο τυπογραφεία με τυπογράφους τον Π. Πατρίκιο και τον Δημ. Μεσθενέα) και στην Ύδρα. Ως προς την περίοδο από το ξεκίνημα του Ελληνικού Κράτους και εξής, αρχικά διερευνάται η εκδοτική δραστηριότητα του Τυπογραφείου Κορομηλά, το οποίο ιδρύθηκε το 1833 στην Αίγινα (στο νησί είχε ιδρυθεί το 1828 από τον Ιωάννη Καποδίστρια το Εθνικό Τυπογραφείο). Με δεδομένη τη βαθμιαία μεταφορά της τυπογραφικής και εκδοτικής δραστηριότητας στην Αθήνα, διερευνώνται από τον συγγραφέα, με εισφορά τεκμηρίων και ενδιαφερουσών πληροφοριών, η λειτουργία, η παραγωγή, αλλά και οι τρόποι διακίνησης βιβλίων. Αποτυπώνονται η λειτουργία και τα αποτελέσματα της δράσης βιβλιοπωλείων, τυπογραφείων και εκδοτικών εταιρειών, και ειδικότερα: των «καταστημάτων» Ανδρέα, Δημητρίου και Λάμπρου Κορομηλά, των «καταστημάτων» Ανέστη Κωνσταντινίδη, του τυπογραφείου των αδελφών Περρή, του εκδοτικού οίκου Γεωργίου Δ. Φέξη, των εκδόσεων Σιδέρη και του τυπογραφείου της «Εστίας» Μάισνερ και Καργαδούρη. Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται στους βιβλιοπώλες και στους εκδότες γερμανικής καταγωγής (Κάρολος Βίλμπεργκ, Βίλχελμ Μπαρτ, Κάρολος Μπεκ, Αιμίλιος Χιρστ), οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στον ελλαδικό χώρο και εμπλούτισαν τον χώρο του βιβλίου και ειδικότερα του ξενόγλωσσου βιβλίου, που επιτέλεσε και επιτελεί δραστικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιτισμικής ζωής. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Γιάννη Παπακώστα ολοκληρώνεται με την παρουσίαση και τον σχολιασμό τεσσάρων επιστολών του Βίλχελμ Μπαρτ, καθώς και στοιχείων από πενήντα πέντε επιστολές του στυλοβάτη του περιοδικού και του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», του Γεωργίου Κασδόνη. Παραλήπτης των επιστολών και του Μπαρτ και του Κασδόνη ήταν ο Δημήτριος Βικέλας, στο αρχείο του οποίου απόκεινται οι επιστολές. Από τις επιστολές του Μπαρτ αντλούμε πληροφορίες ως προς την έκδοση σαιξπηρικών έργων σε μετάφραση του Βικέλα (Άμλετ, που εκδόθηκε,και Μάκβεθ, που δεν ευοδώθηκε η έκδοσή του). Από τις επιστολές του Κασδόνη, πέρα από στοιχεία που αφορούν την εκδοτική παραγωγή και στρατηγική της «Εστίας», απορρέουν και αποδείξεις για την άκρα σχολαστικότητα, αλλά και για την υψηλόβαθμη καλαισθησία του Βικέλα.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, προσεγγίζονται με όρους σημερινής οπτικής δύο φιλολογικοί «διάλογοι», όχι υπό την γενικευτική έννοια του «διαλόγου» σαν πεδίου συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων, αλλά υπό την ειδική και ακριβή οπτική γωνία του διαλόγου, ο οποίος εκτός από δύο τουλάχιστον πρόσωπα, που χρειάζεται για να τον αναλάβουν, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο αντίπαλων λόγων, που θα τον συγκροτούν. Στο πλαίσιο του πρώτου διαλόγου, που διεξήχθη στο τέλος του 19ου αιώνα, ο Αργύρης Εφταλιώτης πρεσβεύει την άποψη ότι μία λογοτεχνία οφείλει να αξιοποιεί τα εθνικά της ζωοποιά στοιχεία και τον «εθνικό της χρωματισμό», ενώ ο Κωστής Παλαμάς τάσσεται υπέρ της γόνιμης και δημιουργικής δυναμικής των πολιτισμικών ανταλλαγών. Ο δεύτερος διάλογος, που είναι και ευρύτερα γνωστός, σημάδεψε το τέλος της δεκαετίας του 1930: ο Γιώργος Σεφέρης υπερασπίζεται τη νεωτερική ποιητική έκφραση, ενώ ο Κωνσταντίνος Τσάτσος υποδεικνύει ως καλλιτεχνικά και αισθητικά δικαιωμένη μία ποίηση που θα τηρεί τις a priori διαμορφωμένες αρχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και δεν θα υπερβαίνει τις συντεταγμένες της έλλογης αλληλουχίας. Η κριτική ματιά του Γιάννη Παπακώστα εξετάζει ως προέκταση του συγκεκριμένου διαλόγου σύγχρονες ποιητικές καταθέσεις, που ενσωματώνουν τη νεωτερικότητα, ενταγμένη στη ρυθμικότητα του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας. Ο μελετητής εκλαμβάνει τις συγκεκριμένες ποιητικές μορφές ως απόρροια ενός δημιουργικού συγκρητισμού, που ωθεί το μοντέρνο και το παραδοσιακό σε γόνιμη συνύπαρξη. Ένα μελέτημα του τρίτου μέρους ιχνηλατεί φάσεις της εξέλιξης του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στο δεύτερο ήμισυ της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα (1905-1910), με κομβικούς σταθμούς το «Αδερφάτο Η Ανάσταση» της Κωνσταντινούπολης, τον σύλλογο «Σολωμός» της Κρήτης και τον «Εκπαιδευτικό Όμιλο» της Αθήνας. Το τελευταίο μελέτημα του τρίτου μέρους, με το οποίο κλείνει και ο τόμος (από αυτόν δεν απουσιάζουν, βέβαια, η «Βασική Βιβλιογραφία» και το χρήσιμο «Ευρετήριο Ονομάτων»), στοχεύει στην ανάδειξη ορισμένων νεανικών λογοτεχνικών σχηματισμών. Συγκεκριμένες λογοτεχνικές ομάδες, κατά τις δεκαετίες του 1910 και του 1920 και μεταξύ άλλων πολιτισμικών δραστηριοτήτων, εξέδωσαν περιοδικά, άφησαν βαθύ το ίχνος τους στις γλωσσικές αντιπαραθέσεις, που αφορούσαν το αντιθετικό δίπολο δημοτική-καθαρεύουσα, και οργάνωσαν δημόσιες εκδηλώσεις όχι μόνο για Έλληνες και ξένους συγγραφείς, αλλά και για συγκεκριμένα βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία ήταν λογοτεχνικά έργα.

Ο φιλολογικός ζήλος, η ερευνητική δεινότητα και η κριτική ευαισθησία του Γιάννη Παπακώστα, πολλαπλά επιβεβαιωμένα από το ευρύ επιστημονικό έργο του, μας βοηθούν μέσω των μελετημάτων του παρουσιαζομένου βιβλίου να γνωρίσουμε πληρέστερα, να αξιολογήσουμε βάσιμα και να φωτίσουμε επαρκέστερα κυρίως βιβλιολογικές αλλά και άλλες πτυχές της πολιτισμικής ζωής στο χρονικό άνυσμα δύο αιώνων.

«Μόνο ένα τρομαγμένο ζώο
οδηγεί στην ομορφιά.
Γιατί καμιά ομορφιά
δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης».
Κύλιση στην κορυφή