Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Στρατής Πασχάλης

Ποιήματα

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ VITALIE CUIF*

Τα ζώα γρύλλιζαν στον αχυρώνα
θρόιζαν οι φτελιές
όταν στην άσπρη καμαρούλα με τον φεγγίτη
ένας θεός-ηλιαχτίδα
σταλμένη από βιτρώ συννεφιασμένο
(με κόπο κράταγε την καταιγίδα ο ουρανός)
έπεσε πάνω στην ανοιγμένη Βίβλο
που κρατούσα, και τότε διάβασα
γραμμένο από τη λάμψη
«χαίρε η μήτρα απ’ όπου θα βγει
μια διάνοια»

«και ποιος θα φροντίζει το κτήμα»
τόλμησα να ρωτήσω
πριν αντηχήσει ο κεραυνός
και πιάσει η μπόρα

*Vitalie Cuif: η μάνα του Ρεμπώ.

BYRON

Έδειχνα σ’ αγγλοσάξονα φίλο απ’ τη Βοστώνη
την Αγορά, τον Παρθενώνα, το Θησείο
ήταν τριάντα κι ακόμη σπούδαζε
σ’ ονομαστά κολλέγια, διάβαζε Όμηρο

«historical continuity» ψιθύρισε
κοιτώντας τ’ αυτοκίνητα να τρέχουν
πίσω απ’ την πύλη του Αδριανού

πήγαμε προς το Ζάππειο
πήρε το μάτι μου για πολλοστή φορά
το άγαλμα του Βύρωνα, μέτρια γλυπτική

ο ουρανός, τα περιστέρια, ο ήλιος,
μου μίλησε για τα νησιά
(μόλις είχε επιστρέψει)
θυμήθηκα το Σούνιο, τη λέξη BYRON στο μάρμαρο
πάνω απ’ τη θάλασσα
«την πιο γαλάζια» – παρατήρησε – «του κόσμου»

όπως χωρίζαμε το απόγευμα τον πρόσεξα με κατανόηση:
ντυμένος κάτασπρα και να φορά σανδάλια
εκστατικός αγόραζε γλυκά του κουταλιού και κάρτες
με την Ηγησώ –για την καλή του, μου είπε

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ

Να ο βεζύρης σε τούτο τον ξερόταφο θαμμένος (πιο πολύ το φαντάζεσαι) κάτω απ’ τα κυπαρίσσια

τ’ αλλιώτικα, δεν είναι τ’ αγιασμένα
νεκρόδεντρα των χριστιανών
αλλά είναι γενειάδες ανάστροφες μελανών μάγων
– βράδυ ενός καύσωνα του Ιούλη

ασημοκάπνιστο φλουρί σε σκαλιστό σεντούκι
της λίμνης το νερό, ράθυμο και ζαχαρωμένο,
παντού η Σκιά του
μορφή δεσπότη άθρησκου
σώμα βατράχου, στη βάρκα, με τον ναργιλέ
(χαλκογραφία)

πώς πλάγιαζε η Ρωμιά μαζί του
και μετά προσκυνούσε το εικόνισμα
θυμίαμα σεραγιού η άχνα
– είμαστε ένας λαός ταγμένος να ταιριάζει τ’ ανόμοια –

τον χτύπησαν τα βόλια και γαύγιζε στο καμαράκι
μετά του πήραν το κεφάλι στο σκαλί,
αλάτισαν την κάρα και την έστειλαν
στην ιερή Κων/πολη –την Ιστανμπούλ
των δαιμόνων– για να τη δει
και να πιστέψει ο σουλτάνος
(απεικόνιση φτηνής ελαιογραφίας)

απόψε η νύχτα είν’ ένα φέρετρο βαθύ
γεμάτο μαύρα τριαντάφυλλα που δακρύζουν
κι οι πνοές έχουν φύγει και κρυφτεί στα βουνά
με τα πέτρινα σπίτια, τις πηγές και τα δάση.

Γιάννενα, Ιούλιος 2000

ΣΤΕΦΑΝΟΝ

Κροκόδειλος ορθός
με πρόσωπο γυναίκας,
φέρετρο μαστοφόρο
(η Κυνηγήτρα)

δεν βγάζει ο δρόμος πουθενά
στο τέρμα αυτό σωπαίνει η θάλασσα
– το φάντασμά της – «κοίτα, πώς έγινε,
ένας κάμπος» – κι ακούω τουρίστες
σχεδόν με τρόμο ψιθυρίζουν
«mais c’ est grec tout ça»

όπως κάθομαι σε σκιά δέντρου
πάνω στα μάρμαρα κι ανάβω
κρυφό τσιγάρο (απαγορεύεται το κάπνισμα)
απέναντι ένα κτίριο διώροφο με κολώνες
δαντέλλα ερειπίου ακμής

πωλητές, φωτογράφοι
ψαρεύουν δολλάρια
και δεν κρατώ απ’ τη γλώσσα τους παρά το «ευχαριστώ»
και στη δική μας γλώσσα χαραγμένη βλέπω
σε περίοπτη επιγραφή τη λέξη ΣΤΕΦΑΝΟΝ
γεμίζοντας παράξενη συμπόνια για κάτι που μας τυράννησε
–ό,τι έχτιζε για μας απλόχερα
έπειτα το ’ριχνε μοχθηρά

γύρω μου στρώματα περίτεχνης καταστροφής
κι η φύση ακόμα δεν συνταιριάζεται
με την ομορφιά της – μοιάζει παράλογη –
απίστευτο: κάπου απέναντι μεγάλωσα
(λίγο πιο πάνω σ’ αντικρινή ακτή)
κοιτάζοντας προς τα μέρη αυτά μια ζωή

και τώρα που πατώ εδώ
σ’ ό,τι ονόμαζα η Ανατολή
και το ’θελα φανατικά και το ζητούσα,
μόνο μια πύλη βρίσκω προς το Μηδέν
κι εμπρός της, μελλοθάνατος, στέκω κι αναρωτιέμαι

Έφεσος, Οκτώβριος 2000

Κύλιση στην κορυφή