Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Νικόλας Σεβαστάκης

Πολιτική ορθότητα: εύλογες διορθώσεις, παράλογοι δογματισμοί

1.

Oι δημοτικοί σύμβουλοι στη Νέα Υόρκη που απαίτησαν την απομάκρυνση της προτομής του Τόμας Τζέφερσον από την αίθουσα –μιας και υπήρξε ιδιοκτήτης σκλάβων–, οι ομάδες φοιτητών στο Σάξεξ της Βρετανίας που εξανάγκασαν σε παραίτηση την φεμινίστρια φιλόσοφο Kάθλην Στοκ –με την κατηγορία της τρανσφοβικής–, τα διάφορα επεισόδια στη Γαλλία από ακτιβιστές που θέλουν να σαρώσουν τη «λευκή, αποικιακή, ρατσιστική» ρεπουμπλικανική παράδοση, η αμφισβήτηση της σημασίας των ελληνικών κλασικών σπουδών που θεωρούνται οχήματα αποκλεισμού άλλων πολιτισμικών και φυλετικών πηγών: κάθε λίγο, τέτοιου τύπου «γεγονότα» ανεβαίνουν στον αφρό για να εικονογραφήσουν τα δεινά της πολιτικής ορθότητας ή τις παράξενες όψεις που έχει λάβει σε πολλές χώρες ένα πολύμορφο κίνημα εναντίον των διακρίσεων και οι πολιτικές ταυτότητας που το συνοδεύουν.

Η συζήτηση κρατάει πια δεκαετίες[1]Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρθρα και βιβλία σημειώνουν πως η συζήτηση για την πολιτική ορθότητα διαρκεί χρόνια. Βλ. από εκείνη την εποχή μια συλλογή απόψεων με την επιμέλεια της Sarah Dunant, The war of the words. The political correctness debate, Virago, 1994. H Nancy Baker Jones, εξετάζοντας τους όρους της συζήτησης στις ΗΠΑ το 1994, καταγράφει μια βιβλιογραφία 150 τίτλων που η αιχμή τους εντοπίζεται στο διάστημα από το 1989 ως το 1993. Βλ. Nancy Baker Jones, «Confronting the ‘PC’ Debate: The politics of identity and the american image», NWSA journal, τόμος 6, τεύχος 3, Φθινόπωρο 1994 … Συνέχεια..., τουλάχιστον σε εκείνες τις χώρες όπου οι κλασικές αναδιανεμητικές έγνοιες της Αριστεράς συμπληρώθηκαν (και συχνά υποκαταστάθηκαν πλήρως) από τις διαμάχες για την ορατότητα και την απαίτηση για αναγνώριση ομάδων μειονοτικών ή ιστορικά αδικημένων και αόρατων.

Θα έλεγε κανείς ότι το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας είναι μια μόνο όψη αυτής της πολυσύνθετης εξέλιξης. Έτσι όπως σχολιάζεται εδώ και χρόνια, έχει γίνει πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δυο, εμφανώς σχηματικούς, χώρους. Τον χώρο που δοκιμάζοντας καινούρια θεωρητικά μοντέλα –όπως την κριτική θεωρία των φυλών, την genger theory κ.λπ.– στοχεύει να απαλλάξει την πολιτισμική και κοινωνική ζωή από γλωσσικά και ιδεολογικά χνάρια του «παλαιού κόσμου» (όπου παλαιός κόσμος θεωρείται ένα σύνολο από αντιλήψεις ανδρικής υπεροχής, λευκής ανωτερότητας, δυτικής πρωτοκαθεδρίας έναντι των άλλων). Και τον χώρο, απ’ την άλλη πλευρά, που θεωρεί όλη τούτη την επιχείρηση στο όνομα της δικαιοσύνης και του αντιρατσισμού, συνωμοσία μιας αριστερο-φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής ελίτ εναντίον των παραδοσιακών αξιών, του κλασικού πολιτισμού και των ατομικών ελευθεριών.

Αυτή η αντιπαράθεση έχει φτάσει στα άκρα σε κοινωνίες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και η Γαλλία, όπου, με διαφορετικό τρόπο, μπλέχτηκαν θέματα εξαιρετικά ευαίσθητα για την ιστορία των δύο χωρών: στις ΗΠΑ το φυλετικό θέμα (η στάση έναντι της αφροαμερικανικής κοινότητας) και στη Γαλλία, θέματα όπως η στάση απέναντι στον ισλαμισμό αλλά και ο χειρισμός της αποικιακής κληρονομιάς. Από εκεί και πέρα, όμως, το φάσμα των θεμάτων που εμπλέκονται στα διλήμματα «πολιτικής ορθότητας» είναι τεράστιο περιλαμβάνοντας από την φυσική εμφάνιση κάποιου/ας έως τις πολιτισμικές επιλογές, τη σεξουαλικότητα και όλους τους τρόπους με τους οποίους απευθυνόμαστε στον άλλον.

2.

Και μόνο από αυτές τις αναφορές αντιλαμβανόμαστε πως το θέμα της «πολιτικής ορθότητας» έχει διεισδύσει βαθιά στη σύγχρονη κουλτούρα, στον δημόσιο διάλογο, στην ακαδημαϊκή ζωή. Όχι όμως σε όλες τις κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο και σε ανάλογη ένταση. Για παράδειγμα, στην ελληνική κοινωνία δεν έχουν εγκαθιδρυθεί λόγοι και μηχανισμοί που διαθέτουν μια ατζέντα πολιτικής ορθότητας, παρά μόνο σποραδικά και σε κάποιους κοινωνικούς και καλλιτεχνικούς χώρους. Οι χώροι εργασίας του ιδιωτικού τομέα, τα κόμματα, ο συνδικαλισμός ή άλλοι τομείς της ελληνικής καθημερινότητας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μακριά από τις ευαισθησίες της πολιτικής ορθότητας.

Στις περισσότερες χώρες τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε δυνάμεις με δεξιά ή ακροδεξιά ταυτότητα να αναδεικνύουν με συνέπεια τα παθολογικά στοιχεία της πολιτικής ορθότητας. Αυτή η τελευταία αναπαριστάνεται σαν ένας μηχανισμός επιβολής ασφυκτικών κανόνων στη γλώσσα ή μια προσπάθεια τεχνητής αλλοίωσης των κοινωνικών τρόπων στον βωμό μιας νέας σεξουαλικής, φυλετικής και πολιτισμικής ορθοδοξίας.

Το επιχείρημα έχει αρχίσει να ηχεί εύλογο σε πολλούς –και πέραν της πολιτικής δεξιάς– κυρίως ως προς τις ακραίες ή αλλοπρόσαλλες φωνές της «κουλτούρας της ακύρωσης» (cancel culture). Φαίνεται πως ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύονται σε διάφορους χώρους –ιδίως μέσα στις σχολές κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών– κάποιες ριζοσπαστικές μειοψηφίες οι οποίες υιοθετούν λεξιλόγια πολιτικής ορθότητας και ιδεολογικής στηλίτευσης, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και στην ίδια την ακαδημαϊκή ελευθερία. Συχνά, ωστόσο, η επίθεση κατά της πολιτικής ορθότητας στεγάζει απόψεις διόλου θεμιτές και βαθιά ανησυχητικές: όχι μια μέριμνα για την κατάσταση της ελευθερίας του λόγου και της έρευνας, όχι το ενδιαφέρον για την απαλλαγή των πανεπιστημιακών χώρων από μια κραυγαλέα και ανελαστική πολιτικοποίηση, αλλά μια απροθυμία να ασκηθεί κριτική ή να φωτιστούν συμπεριφορές, πρακτικές και γλώσσες που πραγματικά περιείχαν και περιέχουν περιφρόνηση, ρατσισμό, διακρίσεις για ομάδες, κοινωνικές κατηγορίες ή σεξουαλικές ταυτότητες. Μιλάμε έτσι για δύο διαφορετικές στάσεις κριτικής στην πολιτική ορθότητα και στην παρουσία της. Και αυτό διότι η αγανάκτηση με διάφορα κρούσματα ακραίας πολιτικής ορθότητας δεν πρέπει να μεταβάλλεται σε αδιαφορία απέναντι σε εκείνα τα προβλήματα αθέμιτης εξουσίας, διακρίσεων και βαναυσότητας που συσκοτίζονταν μέσα στις ψευτοειδυλλιακές σχέσεις του «παραδοσιακού» κόσμου, του κόσμου μας δηλαδή πριν απ’ την εμφάνιση της πολιτικής ορθότητας. Αυτό ισχύει για τα πανεπιστήμια, για τους χώρους εργασίας ή για τη ζωή στο σπίτι, τη σφαίρα της οικειότητας και των ενδόμυχων σχέσεων.

Είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στις ιεραρχικές νόρμες και στην περιγραφή του κόσμου που δέσποζε πριν από σαράντα ή εκατό χρόνια. Τούτο όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να αφαιρούμε το τσιγάρο από το στόμα του Λούκι Λουκ, να σβήνουμε τη λέξη «αράπης» ή «νέγρος» από λαϊκά τραγούδια και κλασικά μυθιστορήματα ή να γκρεμίζουμε κατά το δοκούν αγάλματα πολιτικών και άλλων επιφανών του παρελθόντος γιατί ως προσωπικότητες είχαν πλευρές απαράδεκτες με τα κριτήρια μιας σύγχρονης χειραφετητικής ιδεολογίας. Εδώ και χρόνια η ιδεολογική αφύπνιση στο όνομα της πολιτικής ορθότητας φαίνεται να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες σε αντιδραστικούς και λαϊκιστικούς σχηματισμούς και πολιτικούς. Αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται από το πώς αξιοποιήθηκαν μεμονωμένες πρακτικές «ακύρωσης» και άλλες φανατικές εκστρατείες των πολιτικά ορθών, κυρίως στις πανεπιστημιουπόλεις. Ο Τραμπ, ο Ερικ Ζεμούρ, οι ηγέτες της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας και άλλοι πολλοί, έχτισαν και στηρίζουν μέρος της λαϊκιστικής πολιτισμικής τους αντεπίθεσης χρησιμοποιώντας τις αδέξιες και αυταρχικές εκδοχές ενός «πολιτικά ορθού» εξτρεμισμού.

3.

Αν σταθεί κανείς στην πιο στενή έννοια της πολιτικής ορθότητας, στην προσπάθεια απαλλαγής της γλώσσας από λέξεις ή εκφράσεις που εμπεριείχαν προφανή μισογυνισμό, περιφρόνηση, ομοφοβία κ.λπ., μπορούμε να πούμε ότι η πολιτισμική μετατόπιση έχει λειτουργήσει ανακουφιστικά, ιδίως για τα ίδια τα υποκείμενα που είχαν υποστεί τις διακρίσεις και τον στιγματισμό μέσα από τη χρήση της γλώσσας. Αν μπούμε δηλαδή στη θέση των ίδιων των υποκειμένων, έχει πολύ μεγάλη ηθική σημασία να μην ακούν τους χαρακτηρισμούς και τις εκφράσεις που συνδέθηκαν με την τυποποιημένη περιφρόνηση και την αντιμετώπισή τους αρνητικά. Το ότι δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε δημόσια με άνεση για «γύφτους», «πούστηδες», «ανώμαλους», «χοντρέλες», το ότι, με έναν τρόπο, αλλάζουμε κάποιες χρήσεις της γλώσσας για λόγους ευπρέπειας και σεβασμού σε συνανθρώπους μας, αυτό δεν είναι άρση μιας ελευθερίας αλλά συναίσθηση μιας νέας συνθήκης αμοιβαιότητας σε μια κοινωνία που πρέπει να βασίζεται στην ίση αξιοπρέπεια. Από την άλλη όμως, υπάρχουν σημαντικά ερείσματα στο δικαίωμα κριτικής στη θρησκεία, σε κουλτούρες και ιδεολογίες, κριτική που μπορεί να είναι και «βλάσφημη» ή σκληρή. Και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση δίχως κόστος για την ποιότητα μιας ζωντανής, δημόσιας σφαίρας και ενός πολιτισμού ικανού να φιλοξενεί την κριτική.

Αν πάλι στραφούμε σε έργα του πολιτισμού, της δημοφιλούς ή της λόγιας κουλτούρας, εκεί, κάθε προσπάθεια «διόρθωσης» και, ακόμα χειρότερα, εξάλειψης/ αφαίρεσης περιεχομένων γίνεται γρήγορα πατέντα ιδεολογικού και πολιτικού ελέγχου που παράγει μοντέλα γλωσσικής πειθάρχησης και φόβου. Και κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν θεωρητικοί κριτικοί, ομάδες ή ακτιβιστές, αποφασίζουν να απορρίψουν ή να υποτιμήσουν έργα και δημιουργούς της λογοτεχνικής, μουσικής, θεατρικής παράδοσης με κριτήριο τη γλώσσα ή την ιδεολογία τους. Πολύ χειρότερα, αυτό συντελείται και στο ad hominem επίπεδο των αποκαθηλώσεων προσωπικοτήτων: απορρίπτουμε όσα έγραψε ο Τζέφερσον γιατί αυτός είχε σκλάβους, κάνουμε επίθεση στην παραδοσιακή ελληνο-δυτική λάμψη στις κλασικές σπουδές επειδή οι Έλληνες ή οι Ρωμαίοι παραμέρισαν ή «απώθησαν» άλλες πολιτισμικές και φυλετικές παρουσίες ή επειδή μέσα στον παραδοσιακό ευρωπαϊκό κλασικισμό των νεότερων χρόνων είχαν εισχωρήσει, κάποτε, και ναζιστές ή οπαδοί της λευκής ανωτερότητας. Αυτή η τάση έχει πλέον πάρει διαστάσεις ακραίες, με νέα ακρωνύμια και κατηγορίες του εχθρού, όπου για παράδειγμα, μια συγγραφέας που δεν αποδέχεται μια συγκεκριμένη θεωρία για τα διεμφυλικά άτομα, υφίσταται την προγραφή και το μένος των θιγόμενων ακτιβιστών ή μια φεμινίστρια που τυγχάνει να ασκεί κριτική σε πλευρές της θεωρίας του φύλου (theory of genre), μπορεί να βρεθεί με την κατηγορία της αντιδραστικής ή της Terf[2]Kathleen Stock, «Life of the front line of trangender rights debate». Toν Οκτώβριο του 2021, η φοιτητική ένωση του Cambridge ανάρτησε έναν οδηγό με τον τίτλο How to spot terf ideology όπου καλεί τους φοιτητές/τριες να επαγρυπνούν καταγγέλλοντας την ύπαρξη terf φεμινιστριών που «υιοθετούν μια συντηρητική, ουσιοκρατική, δυαδική αντίληψη για τα φύλα» και κρύβουν ένα «μίσος για τις τρανς» πίσω από τη γλώσσα του φεμινισμού και των γυναικείων δικαιωμάτων. To Τerf είναι αρκτικόλεξο για τις trans-exclusionary radical feminists (ριζοσπάστριες φεμινίστριες που … Συνέχεια....

Αυτά είναι σύνθετα και αμφιλεγόμενα ζητήματα. Παράγουν δε νέες μορφές στράτευσης και κινητοποίησης αλλά και πολιτισμικούς πολέμους που πυρπολούν τα social media. Αν θέλουμε όμως να ξεφύγουμε από τη ρηχή περιπτωσιολογία, χρειαζόμαστε καθοδηγητικά νήματα για μια αξιολόγηση των πολιτισμικών και πνευματικών ρευμάτων. Το political correct στην πιο συμβατική του εκδοχή έχει διαποτίσει από καιρό την πολιτισμική οικονομία του σύγχρονου καπιταλισμού. Δεν υπάρχει ας πούμε αστυνομική σειρά δίχως έναν γκέι ή μια λεσβία αστυνομικό, ενώ πλέον οι ιδεολογικές τάσεις ενός ηθικού αντικαπιταλισμού και μιας καταγγελίας του homo neoliberalis αποτυπώνονται επίσης σε σειρές όπως το «Squid game» ή παλαιότερα το «Mr Robot» και πολλά άλλα. Οι πρώτοι κύκλοι της σειράς «Homeland» έδειχναν βάναυσες ανακριτικές πρακτικές από στελέχη της CIA και, έπειτα από την κατακραυγή, αποσύρθηκαν παρόμοιες εικόνες, δίχως η σειρά να χάσει την αληθοφάνειά της (στο κάτω-κάτω, τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών αναπαριστούσε, όχι τη ζωή σε κάποιον συμβατικό εργασιακό χώρο).

Θα μπορούσε φυσικά να το δει κανείς ως επιστροφή στην ιδέα της δικαιοσύνης και σε μια σύλληψη της ζωής ως απειλούμενης από τις εωσφορικές δυνάμεις του χρήματος, της ψυχρής τεχνοεπιστήμης, της συνωμοσίας των ισχυρών, του αστυνομικού κράτους: με άλλα λόγια να το χαιρετήσει ως θεμιτή προσαρμογή της καπιταλιστικής πολιτισμικής οικονομίας –ακόμα και των στούντιο του Hollywood ή τομέων της ποπ βιομηχανίας– στις ηθικές ευαισθησίες ενός νέου μεσοαστικού κοινού με δημοκρατικές, ριζοσπαστικές και περιβαλλοντικές πεποιθήσεις. Το ζήτημα είναι όμως πως οι αδιάλλακτες μορφές πολιτικής ορθότητας κινούνται παράλληλα ή μέσα στα κοινά των αφυπνισμένων (Woke, wokism)[3]Οlga Khazan, «America’s Real ‘Wokeness’ Divide», The Atlantic. Η από κοινού ανάπτυξη και επέκταση αφενός μιας ηθικής ευαισθητοποίησης και αφετέρου νέων μορφών δογματισμού και άκρατης ιδεολογικής επιθετικότητας, θυμίζει κάτι αντίστοιχο που συνέβη πριν από έναν αιώνα: το πώς μέσα στην κουλτούρα του σοσιαλισμού βρήκαν στέγη δημοκρατικές και ολοκληρωτικές, ανοιχτές και κλειστές εκδοχές αριστεράς και ηθικής κοινωνικής στράτευσης. Τότε, κάτω από τη σημαία της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, βρέθηκαν λόγοι και πρακτικές που οι μεν ανανέωσαν τη φιλελεύθερη δημοκρατία και οι δε ακολούθησαν αντιδημοκρατικούς και αυταρχικούς δρόμους χτίζοντας ένα υποκατάστατο θρησκείας. Εκτιμώ ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε κάτι ανάλογο στον χώρο της «πολιτικής ορθότητας» και των παρεμβάσεών της.

Συναντούμε, πρώτον, μια ισχυρή τάση ενάρετου αναθεωρητισμού με απόλυτες αξιώσεις, ρεύμα που παραπέμπει σε ποικίλους ριζοσπαστισμούς δίχως αίσθηση του μέτρου, αδιάφορους για την πνευματική ελευθερία και τον σεβασμό στις «αστικές» αξίες του ακαδημαϊκού και πνευματικού πλουραλισμού.

Υπάρχει όμως και μια διάθεση γνήσιας επανεξέτασης για παγιωμένα πρότυπα αναφορικά με την αρρενωπότητα, το γυναικείο, τις μειονότητες, τους μη δυτικούς πολιτισμούς κ.λπ. Αυτή η κίνηση διαθέτει σημαντικά δημιουργικά στοιχεία και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούμαστε εκ νέου σε ζητήματα ανθρώπινων σχέσεων.

Τα δύο φαινόμενα και οι αντίστοιχες τάσεις συνυπάρχουν, στοιχεία του ενός υπεισέρχονται στο άλλο, άνθρωποι και ιδέες διαθέτουν ρευστή κατανομή μέσα στο εκάστοτε θέμα συζήτησης και στις διαμάχες που ξεσπούν κατά τακτικά διαστήματα.

Γίνεται όμως πλέον ορατή μία τομή και ένα ρήγμα που μεγαλώνει. Αυτό το ρήγμα δεν χωρίζει πια τους συντηρητικούς νοσταλγούς ενός κλασικού ιεραρχικού σύμπαντος και τους ριζοσπάστες αναμορφωτές της γλώσσας και των πολιτισμικών προτύπων. Όλο και περισσότερο, η εύλογη κριτική στις διακρίσεις παίρνει αποστάσεις από την ορθοπολιτική «διακυβέρνηση» χώρων όπως το πανεπιστήμιο και η καλλιτεχνική ζωή, που καταλήγουν σε ασφυκτικούς ελέγχους ιδεολογικού τύπου. Μπορούμε να πούμε ότι η κριτική στις διακρίσεις και η έρευνα των τρόπων με τους οποίους δικαιολογήθηκαν μέσα στην ιστορία είναι μία από τις πηγές της νεωτερικής δημοκρατικής εξέλιξης. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου τον ρόλο που είχε η κριτική των προνομίων της αριστοκρατίας στην καταγωγική διαμόρφωση μιας φιλελεύθερης σύλληψης για την κοινωνική κινητικότητα. Δίπλα στην κριτική των προνομίων θα βρούμε πάντα και μια κριτική σε προκαταλήψεις, σε ιδεολογικούς τρόπους που θεωρούμε πως συνδέονται με καταγεγραμμένες μορφές βαναυσότητας: ταξικής, φυλετικής ή έμφυλης.

Όπως όμως και στην περίπτωση των εργατικών κοινωνικών κινημάτων τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, αντιλαμβανόμαστε πως σημασία δεν έχει μόνο η αφετηρία, η ηθική εκπόρευση μιας κριτικής. Δεν έχει σημασία μόνο ο σκοπός και η πρόθεση, αλλά και τα μέσα που υιοθετούνται, οι μέθοδοι και ο τρόπος. Κάποιες μορφές κριτικής σκέψης και ριζοσπαστικής κριτικής αποδείχτηκαν τελικά ασύμβατες με τη συνταγματική δημοκρατία και τους συμπεριληπτικούς θεσμούς της. Έτσι και τώρα, διαπιστώνουμε ηθικούς ή πολιτισμικούς ριζοσπαστισμούς που εν τοις πράγμασι δεν ανέχονται τη συμπερίληψη άλλων ερμηνευτικών και αισθητικών οριζόντων. Επιδιώκοντας να ξαναγράψουν την Ιστορία και ιδίως την ιστορία του πολιτισμού από την αποκλειστική σκοπιά «υπεξούσιων» ή «κυριαρχούμενων» υποκειμένων, στρεβλώνουν και τους ορίζοντες πρόσληψης του πολιτισμού και την ίδια τη λειτουργία των εκπαιδευτικών και πολιτισμικών αξιών. Υιοθετώντας την κάθετη πολιτικοποίηση όλων των σχέσεων, κατασκευάζουν έναν σχηματικό κόσμο που αποτελείται από «κυρίαρχους» και «κυριαρχούμενους» σαν να πρόκειται για ευκρινείς ηθικές οντότητες σε έναν αγώνα μανιχαϊκού χαρακτήρα.

Το πρόβλημα εντέλει ξεπερνάει την απαρίθμηση των υπερβολών της μιας ή άλλης πολιτικής ορθότητας. Αυτή είναι συχνά μια εντυπωσιοθηρική διαχείριση του ζητήματος. Δεν βρισκόμαστε πια εκεί γιατί ανιχνεύουμε μια πιο ώριμη απαίτηση: το πώς θα αναπτύξουμε την ευαισθησία μας για συγκεκριμένες διακρίσεις και αποδεδειγμένες αδικοπραγίες δίχως να νομιμοποιήσουμε μηδενιστικούς πολιτισμικούς πολέμους και κύματα σύγχρονης λογοκρισίας.

Και εδώ θα έλεγα πως στη θέση της πολιτικής ορθότητας και των πολιτικών ταυτότητας χρειαζόμαστε μια κουλτούρα δημοκρατικής κοσμιότητας και συμπερίληψης, όπου τα πνευματικά φαινόμενα του παρελθόντος και του παρόντος δεν κρίνονται με ακτιβιστικούς όρους. Καλούμαστε δηλαδή να ανακαλύψουμε ξανά αυτά που με δυσκολίες κατακτήθηκαν όταν κάποια στιγμή ο ολοκληρωτισμός έχασε την αίγλη του και η δυτική διανόηση μπόρεσε να επανεκτιμήσει τα αγαθά της δημοκρατικής πνευματικής ζωής. Είπαμε ότι μέσα στους κόλπους των ομάδων και των εκστρατειών «αφύπνισης» συναντώνται ανάμικτες απαιτήσεις δικαιοσύνης μαζί με παράλογες αξιώσεις πολιτισμικής αναμόρφωσης, μορφές κριτικής διαφωνίας και πρακτικές εκφοβισμού που φτάνουν ως τον τραμπουκισμό. Στην ελληνική πραγματικότητα, αυτό το φαινόμενο δεν εκφράζεται ακόμα με ισχυρό τρόπο. Κυρίως γιατί η συμβατική ριζοσπαστική και προοδευτική ταυτότητα (στα πανεπιστήμια, στα κόμματα κ.λπ.) φέρει ακόμα χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής Αριστεράς ή ενός μαχητικού πολιτικού λαϊκισμού που δεν έχουν ενσωματώσει, με τον τρόπο των άλλων χωρών, τα ενδιαφέροντα και τα λεξιλόγια της νέας ορθοφροσύνης. Ωστόσο, η ανάγκη μιας τοποθέτησης για τα ζητήματα της πολιτικής ορθότητας είναι αναγκαία, αφού, με τον έναν ή άλλον τρόπο, θα τα βρούμε μπροστά μας. Η συζήτηση πρέπει όμως να πάει σε βάθος, να φτάσει πέρα από τη σχηματική αναμέτρηση συντηρητισμού και προοδευτισμού, να υπερβεί την ανεκδοτολογία και τις εξοργιστικές ή φαιδρές ιστορήσεις και τις δάνειες υπερβολές από τα αμερικανικά εξωτικά τοπία. Αν η πολιτική ορθότητα έχει μια ιστορία σχεδόν μισού αιώνα (στις ΗΠΑ), μια ελληνική συζήτηση για το θέμα πρέπει να χειριστεί ένα διπλό ζήτημα: αφενός την αργοπορημένη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας μας και των ελίτ για σκανδαλώδεις καταστάσεις στον πολιτισμό των κοινωνικών σχέσεων και δεσμών (για παράδειγμα ως προς την υποτίμηση/κακοποίηση της γυναίκας) και αφετέρου την επαγρύπνηση για την εμφάνιση δογματικών και αυταρχικών εκδοχών πολιτικής ορθότητας. Έχουμε συγχρόνως ένα έλλειμμα σε απαραίτητες αναθεωρήσεις και διακρίνουμε συγχρόνως τον κίνδυνο που προέρχεται από έναν ορθοπολιτικό δογματισμό ο οποίος, όπως διαφαίνεται ήδη από τα πρώτα του σημάδια, θα έρθει στην ελληνική πραγματικότητα με ασύντακτο, σπασμωδικό και αριστερίστικο τρόπο. Αυτή η διττή συνθήκη που αφορά τη δική μας κοινωνία βάζει δύσκολα θέματα σε πολιτικούς, σχολιαστές ή δημόσιους παρατηρητές των αλλαγών και των αδρανειών. Αυτό θα είναι όμως το στοίχημα που θα μας δοκιμάσει τα επόμενα χρόνια, έχοντας κατά νου τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικοί-κομματικοί ανταγωνισμοί καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τις υπόλοιπες συζητήσεις στη χώρα.

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή