Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Μαρίλια Παπαθανασίου

Πολύ σκληρές για να πεθάνουν

Θα ομολογήσω την αμαρτία μου: όταν το Φρέαρ ζήτησε τη συνδρομή μου για το αφιέρωμα στο μέλλον του Τύπου, με έπιασε απελπισία. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι ότι οι εφημερίδες, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν έχουν μέλλον. Μετά το ξανασκέφτηκα. Είμαι τριάντα σχεδόν χρόνια «εφημεριδού» –δημοσιογράφος εφημερίδων, τίτλος που χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζουν οι συντάκτες του έντυπου από τον ηλεκτρονικό Τύπο–, και μια τέτοια ομολογία θα σήμαινε ότι στράφι πήγε η επαγγελματική μου διαδρομή. Με γνώση λοιπόν ότι αποτελώ επαγγελματικό είδος άλλης εποχής, σκέφτηκα να μιλήσω για αυτά που νομίζω ότι ξέρω.

Όταν ξεκινούσα σε αυτή τη δουλειά, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, στο Βήμα του Λαμπράκη στην οδό Χρήστου Λαδά 3, οι κανόνες στην έντυπη δημοσιογραφία ήταν αυστηροί. Η σοβαρότητα, η αξιοπιστία και η καλλιέπεια του εντύπου που δουλεύαμε ήταν αδιαπραγμάτευτη. Οφείλαμε να διασταυρώνουμε όλα όσα γράφαμε. Μου ζητήθηκε να επαληθεύσω το όνομα χωριού 5000 κατοίκων στο Αζερμπαϊτζάν (!) σε περίπτωση που το χωριό είχε υπάρξει στο παρελθόν ελληνική αποικία, και άρα είχε ελληνική ονομασία, την οποία και θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω. Τα κείμενα μας, των συντακτών του Βήματος, έπρεπε να είναι τόσο καλογραμμένα, ώστε δεν θα έπρεπε να χρειάζονται διόρθωση, αυτό ήταν το μόττο της διεύθυνσης. Οι διορθωτές της εφημερίδας ήταν και επιμελητές, «ψείριζαν» τα κείμενα και τα «κεντούσαν». Το εσωτερικό τηλέφωνο χτυπούσε σε όλους ανεξαιρέτως τους συντάκτες, νεαρούς και αρχισυντάκτες, και οι διορθωτές έθεταν ερωτήματα: «Τι εννοείς εδώ; Γιατί το γράφεις έτσι; Είσαι σίγουρος;». Υπήρχε μια διαρκής λογοδοσία για τα κείμενα που παραδίδαμε και χλεύη για όσους δεν έγραφαν καλά ή σωστά. Η γνώση, η καλλιέργεια και το ανοιχτό μυαλό ήταν η δύναμη όχι μόνον του εντύπου αλλά και δική μας, των δημοσιογράφων. Για ότι καινούργιο εμφανιζόταν στη ζωή μας, αντικείμενα, ιδεολογικά ρεύματα, τοπωνύμια, ορολογία επιστημονικών τομέων, ήταν δική μας υπόθεση να σπάσουμε το κεφάλι μας για να βρούμε τις σωστές λέξεις και να ενημερώσουμε τους αναγνώστες. Θυμάμαι ακόμη συζητήσεις για το αν το νέο τότε, ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, θα έπρεπε να παραμείνει στα ελληνικά άκλιτο ουσιαστικό. Κοινώς, τα πάντα περνούσαν από τριπλό κόσκινο, τα «ζαλίζαμε», ενίοτε και υπερβολικά. Ήταν η εποχή που η αγραμματοσύνη στην ελληνική κοινωνία ακόμη στιγματιζόταν. Ήταν η εποχή προ Ίντερνετ και κινητών τηλεφώνων, η εποχή που το κυριακάτικο φύλλο του Βήματος πουλούσε 250.000 αντίτυπα. Οι αναγνώστες των εφημερίδων μας εμπιστεύονταν για την ενημέρωσή τους. Η ιδιωτική τηλεόραση δεν είχε κλείσει ακόμη δεκαετία ζωής, είχε όμως ανακαλύψει τα πολιτικά talk show που κέρδιζαν σιγά σιγά το κοινό. Η ταχύτητα της εικόνας και οι πολιτικοί σκυλοκαβγάδες στις οθόνες ήταν πιο ελκυστικοί από την ανάγνωση φύλλων χαρτιού.  

Το 2000 εκτός από την έναρξη της χιλιετίας σηματοδότησε και την ανάπτυξη των blogs και των ειδησεογραφικών sites. Και τον Φεβρουάριο του 2004 έσκασε μύτη το Facebook. Πολύ γρήγορα απέκτησε τόση ισχύ, που η επιτυχία της προεκλογικής εκστρατείας του Αμερικανού υποψηφίου προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για τις προεδρικές εκλογές του 2008 πιστώθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο νέο μέσο. Μόνο που το νέο μέσο, όπως και όλα τα κοινωνικά δίκτυα που ακολούθησαν, δεν είναι δημοσιογραφία. Το πιο θλιβερό είναι ότι η γιγάντωση των σόσιαλ μίντια ανέτρεψε, όχι μόνον στην Ελλάδα, τους κανόνες της δημοσιογραφίας. Όχι μόνον επειδή ο κάθε πικραμένος θεώρησε ότι μια ανάρτησή του έχει την ίδια αξιοπιστία με το άρθρο ενός επαγγελματία δημοσιογράφου αλλά και γιατί χαμήλωσε τον πήχυ και για τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες κ.λπ. Η έλευση, επιπλέον, της τεχνητής νοημοσύνης κινδυνεύει να μετατρέψει τη δημοσιογραφία σε «παραγωγή περιεχομένου».

Τι πρέπει να γίνει; Δεν έχω απαντήσεις. Έχω μερικές προτάσεις. Να αρχίσουν οι εφημερίδες να επενδύουν σε ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού. Να εκπαιδεύουν νέους δημοσιογράφους με κανόνες και υψηλά κριτήρια, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Να δίνονται κίνητρα, μεταξύ άλλων, οικονομικά, στους επαγγελματίες δημοσιογράφους των εφημερίδων για να κάνουν σωστά και καλά τη δουλειά τους –είναι γνωστό ότι οι μισθοί των δημοσιογράφων των εφημερίδων είναι χαμηλοί, αν όχι γλίσχροι. Να επιχειρήσουν οι εφημερίδες το συνδρομητικό μοντέλο που ισχύει σε σημαντικές εφημερίδες του κόσμου όπως οι New York Times, Washington Post, Le Monde, El Pais, Il Corrierre della Sera. Να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι η αξιόπιστη ενημέρωση κοστίζει και στους δημιουργούς της και στους καταναλωτές της. Όταν οι καταναλωτές-αναγνώστες πληρώνουν για την ενημέρωσή τους, έχουν απαιτήσεις, και οι δημοσιογράφοι είναι υποχρεωμένοι να τις ικανοποιήσουν. Κοινώς, με το τζάμπα δεν γίνεται δουλειά –και ο Έλληνας, όπως έχει πει ένας συνάδελφός μου, είναι δυστυχώς εθισμένος στο τζάμπα. Ως προς την κρατική ενίσχυση των εφημερίδων, και εκεί υπάρχουν περιθώρια. Οι εφημερίδες είναι πολύ πιο οικονομικό προϊόν από την τηλεόραση και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σειρά μέτρων όπως μείωση του ΦΠΑ, επιδότηση των σημείων πώλησης εφημερίδων κ.λπ.

Μέχρι τότε, εμείς οι «εφημεριδάδες» θα συνεχίζουμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά, όσο μας επιτρέπει η ζωή. Θα την κάνουμε επειδή την αγαπάμε αλλά και επειδή κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι εφημερίδες, στην έντυπη και την ηλεκτρονική τους μορφή, είναι πολύ σκληρές για να πεθάνουν.

Κύλιση στην κορυφή