Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Λόρδος Βύρων

Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, Άσμα 2ο (Ι – XV)

Μετάφραση: Αντώνης Μακρυδημήτρης

I.
Έλα, ουράνια, γαλαζομάτα κόρη! Όμως, αλίμονο, εσύ
Ποτέ δεν χάρισες την έμπνευση σ’ ενός θνητού τραγούδι –
Θεά της Σοφίας! Εδώ βρισκόταν ο ναός σου
Κι ακόμα είναι, παρά τον πόλεμο και την ολέθρια φωτιά
Και τα χρόνια που ανάγκασαν τη λατρεία σου να περάσει:
Αλλά κι από το σίδερο χειρότερο κι από τη φωτιά και από τον καιρό
Είναι το απαίσιο σκήπτρο και η φοβερή εξουσία
Ανθρώπων που δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ιερή λάμψη
Που η δική σου σκέψη και των οικείων τις ευγενείς φωτίζει καρδιές.

ΙΙ.
Παλαιά των ημερών! Σεπτή Αθήνα! Πού
Πού βρίσκονται τώρα οι δικοί σου γενναίοι πολίτες; Οι γενναιόψυχοι
Χάθηκαν τρεμοσβήνοντας σαν μέσα στ’ όνειρο πραγμάτων που υπήρξαν:
Πρώτα, στον αγώνα που στης Δόξας οδήγησε τον σκοπό,
Νίκησαν, και μετά αφανίστηκαν – αυτό είναι όλο;
Ένα παιδικό παραμύθι, ένα θαύμα παροδικό!
Το όπλο του πολεμιστή, του σοφιστή ο μανδύας
Εις μάτην αναζητάς, αφού πάνω από κάθε ερειπωμένο πύργο,
Ωχρό μέσα στου χρόνου την αχλύ, σκυθρωπή διέρχεται φευγαλέα η σκιά της ισχύος.

ΙΙΙ.
Τέκνο του πρωινού, εγέρσου! Πλησίασε εδώ!
Έλα, αλλά μη σαλεύεις εκείνη την ανυπεράσπιστη υδρία:
Παρατήρησε σ’ αυτό το σημείο ενός έθνους το μνημείο!
Των θεών ενδιαίτημα, που οι βωμοί τους έχουν πλέον εκπνεύσει.
Ακόμα και οι θεοί επιτρέπουν στις θρησκείες να εναλλάσσονται:
Παλαιά του Διός, τώρα του Ισλάμ και άλλες πίστεις
Εμφανίζονται μέσα στον χρόνο, έως ότου ο άνθρωπος αντιληφθεί πως
Εις μάτην το θυμίαμα φουντώνει και το θυσιαστήριο γεμίζει αίμα·
Φτωχό τέκνο της Αμφιβολίας και του Θανάτου, που η ελπίδα του είναι επισφαλής.

IV.
Δεμένος στη γη υψώνεις το βλέμμα στον ουρανό –
Δεν αρκεί, δύστυχο πλάσμα! Να μάθεις
Ποιος είσαι; Είναι αυτό ένα δώρο που δίνεται απλόχερα,
Ότι υπάρχεις, θα υπάρξεις ξανά και θα φύγεις
Δεν το γνωρίζεις, δεν φαντάζεσαι σε ποια σφαίρα, αλλά
Όχι πλέον στη γη, χαμένος στους ουρανούς;
Κι ακόμα ονειρεύεσαι μια επόμενη θλίψη ή μια χαρά;
Πρόσεξε και στάθμισε τη σκόνη εδώ προτού εξανεμιστεί:
Τούτη η μικρή υδρία διδάσκει περισσότερα απ’ ό,τι χιλιάδες διατριβές.

V.
Καμένος του χαμένου ήρωα ο επιβλητικός τύμβος
Μακριά στην απομονωμένη ακτή όπου αναπαύεται:
Έπεσε και τα υποταγμένα έθνη τριγύρω θρηνούν
Αλλά τώρα κανείς από τα θλιμμένα πλήθη δεν χύνει δάκρυα
Ούτε βλοσυροί προσκυνητές αγρυπνούν εδώ
Που κάποτε ημίθεοι φανερώθηκαν, όπως λένε οι πηγές.
Πάρε αυτό το κρανίο μέσα από τoν σωρό των ερειπίων:
Είναι τούτο ναός που κάποτε ο θεός ενοικούσε;
Ακόμη και το σκουλήκι εγκαταλείπει το ρημαγμένο κελί του.

VI.
Δες τούτη τη ραγισμένη αψίδα, τον γκρεμισμένο τοίχο
Τα έρημα δώματα, τις φραγμένες εισόδους:
Ναι, εδώ ήταν κάποτε της Φιλοδοξίας η ευάερη αυλή,
Του Στοχασμού ο θόλος, το ανάκτορο της Ψυχής:
Διάκρινε μέσα από κάθε θαμπή, τυφλή τρύπα
Το απλό καταφύγιο της Σοφίας και της Ευφυΐας
Του Πάθους τον ξενώνα, που δεν ανέχθηκε ποτέ υποταγή:
Γίνεται εκείνοι οι άγιοι, οι μύστες και οι σοφιστές οι γνωστοί
Να κατοικήσουν ξανά τούτο τον έρημο πύργο, να αναστηλώσουν αυτό το ερείπιο;

VII.
Σωστά μίλησες εσύ της Αθήνας το σοφότερο τέκνο!
«Το μόνο που ξέρουμε είναι πως δεν ξέρουμε τίποτα».
Γιατί να δειλιάσουμε μπροστά σ’ εκείνο που δεν γίνεται να αποφύγουμε;
Ο καθένας έχει τον καημό του, μα οι ασθενικοί χρονίως πάσχοντες
Στενάζουν από φαντάσματα του κακού που πλάθουν μοναχοί τους,
Ακολούθησε αυτό που η Τύχη ή το Πεπρωμένο έδειξε πως είναι το πιο σωστό·
Ειρήνη μας προσμένει στου Αχέροντα την όχθη:
Εκεί τυπικές δεξιώσεις δεν καλούν τον κορεσμένο επισκέπτη
Μόνο η Σιωπή στρώνει ανάκλιντρο για ανάπαυση διαρκή.

VIII.
Εάν, όμως, όπως οι μύστες έχουν οραματιστεί, υπάρχει
Ένας τόπος της ψυχής πέρα από τούτη τη σκοτεινή ακτή,
Διαψεύδοντας τις δοξασίες των Σαδδουκαίων
Και των σοφιστών, που ανοήτως κομπάζουν για αμφίβολες εικασίες,
Πόσο ωραίο θα ήταν από κοινού να λατρεύουμε
Μαζί μ’ εκείνους που έκαναν τον θνητό μας μόχθο πιο υποφερτό!
Να ακούμε κάθε φωνή που φοβηθήκαμε πως δεν θα ακούγαμε πια!
Μπροστά μας να βλέπουμε να φαίνονται καθαρά σκιές των σπουδαίων
Του Βακτριανού, του Σάμιου μάγου, κι όλων εκείνων που δίδαξαν το ορθό!

IX.
Εκεί, εσύ! Που η αγάπη και η ζωή σου φύγαν μαζί
Κι άφησαν εμένα εδώ να αγαπώ και να ζω εις μάτην …
Ζευγαρωμένες με την καρδιά μου, και πώς να θεωρήσω εσένα νεκρό
Όταν η ακατάπαυτη Μνήμη αστράφτει μέσα στη σκέψη;
Λοιπόν… Θα ονειρευτώ ότι μπορεί να συναντηθούμε ξανά,
Και θα ακουμπήσω στοργικά το όραμα τούτο στο άδειο μου στήθος:
Εάν κάτι από τη χλωρή Ανάμνηση παραμείνει,
Ας είναι αυτή του Μέλλοντός μου η προσταγή
Γιατί ευτυχία ήταν για ’με που γνώρισα του πνεύματός σου την ευλογία!

X.
Ας καθίσω εδώ, πάνω σε τούτη τη στέρεη πέτρα,
Της μαρμαρένιας κολόνας την άσειστη βάση·
Εδώ, υιέ του Κρόνου, στεκόταν ο θρόνος που προτιμούσες:
Ο μεγαλοπρεπέστερος όλων! Ας αναζητήσω, λοιπόν, κάποιο ίχνος
Από το παλαιό μεγαλείο του ενδιαιτήματός σου.
Δεν είναι δυνατόν: Ούτε κι αυτό της Φαντασίας το βλέμμα
Δεν μπορεί να αποκαταστήσει αυτό που το διάβα του Χρόνου έχει εξαλείψει.
Κι όμως, τούτοι οι περήφανοι στύλοι δεν επιτρέπουν τον παροδικό στεναγμό·
Ακίνητος κάθεται ο Τούρκος, ο Έλληνας αβαρής σιγοτραγουδά.

XI.
Αλλά ποιος απ’ όλους που λεηλάτησαν τον ναό
Εκεί ψηλά που η Παλλάδα εξακολουθούσε να μένει, μη θέλοντας να εγκαταλείψει
Το έσχατο λείψανο της αρχαίας δόξας·
Ο πιο πρόσφατος, ο χείριστος, ο μουντός καταστροφέας, ποιος ήταν αυτός;
Ντροπή σου, Καληδονία! Δικό σου τέκνο ήταν αυτός!
Αγγλία! Χαίρω που δεν ήταν δικό σου παιδί:
Οι ελεύθεροι άνθρωποι σέβονται αυτό που υπήρξε κάποτε όπως εκείνοι·
Κι όμως, άσκησαν βία κι αυτοί σε χώρους περίλυπους, ιερούς,
Και μετέφεραν βωμούς μακριά από τούτους τους στανισμένους γιαλούς.

XII.
Το απεχθέστερο όλων εξ όσων του σύγχρονου Πίκτου ο κομπασμός επέφερε
Ήταν να τεμαχίσει εκείνο που Γότθοι και Τούρκοι κι οι αιώνες δεν τόλμησαν:
Ψυχρός σαν τα βράχια της γενέθλιας χώρας,
Με σκέψη στεγνή και ανάλγητη καρδιά στο στήθος,
Είναι αυτός που συνέλαβε την ιδέα και με το χέρι εκτέλεσε
Να αφαιρέσει ό,τι μπορούσε από της Αθήνας τα φτωχά υπολείμματα:
Τα δικά της τέκνα ήταν ανήμπορα να προστατεύσουν τον ιερό χώρο
Όμως μοιράστηκαν μαζί της τον μεγάλο πόνο,
Και βίωσαν ξανά, όσο ποτέ, το βάρος από τις αλυσίδες των δεσποτών.

XIII.
Αλίμονο! Είναι ποτέ δυνατόν να λεχθεί στη γλώσσα των Βρετανών
Πως η Αλβιώνα χαίρεται με τα δάκρυα των Αθηνών;
Αν και στ’ όνομά σου οι σκλαβωμένοι φουσκώνουν το στήθος,
Ας μην ακουστεί αυτό που συνέβη στις Ευρώπης τα ώτα, είναι ντροπή·
Η βασίλισσα των ωκεανών, η ελεύθερη Βρετανία, δέχεται
Την τελευταία ληστεία από μια χώρα που αιμορραγεί:
Ναι, αυτή που με τη γενναιοδωρία έκανε το όνομά της αγαπητό
Κομμάτιασε τούτα τα μνημεία με χέρι αρπακτικό,
Αυτά που του χρόνου ο φθόνος σεβάστηκε κι οι τύραννοι, ακόμα, δεν πείραξαν.

XIV.
Πού ήταν η Αιγίς σου, Παλλάς! Αυτή που συντάραξε
Τον Αλάριχο τον αγριωπό και τους Γότθους στην εισβολή τους;
Πού του Πηλέα ο γιός; Εκείνος που ο Άδης δεν μπόρεσε να δεσμεύσει,
Η σκιά του ξέφυγε τη μέρα εκείνη την φοβερή
Και σε μιαν έκλαμψη φωτός τινάχθηκε πάνοπλη εμπρός!
Αλίμονο! Δεν θα μπορούσε ο Πλούτωνας να αφήσει μια ακόμη φορά
Να βγει, να αποτρέψει κι αυτόν τον ληστή από την αρπαγή;
Άπραγος περιπλανιόταν στην όχθη της Στυγός,
Αφύλαχτα τα τείχη που υπερασπιζόταν παλιά.

XV.
Κρύα είναι η καρδιά, όμορφη Ελλάδα, που στρέφει σ’ εσένα το βλέμμα
Και δεν αισθάνεται όπως ο εραστής στο μνήμα της αγαπημένης·
Θολό είναι το μάτι που δεν δακρύζει κοιτάζοντας
Τα τείχη σου κατεστραμμένα, τα φθαρμένα ιερά σου να μεταφέρονται
Από χέρια Βρετανικά, που όφειλαν αντίθετα
Να προστατεύουν τα μνημεία ώστε κάποτε να αναστηλωθούν.
Ανάθεμα την ώρα που από το νησί τους απέπλευσαν
Και πάλι το στήθος σου, δύσμοιρη, μάτωσαν
Αποσπώντας θραύσματα θεών σε τόπους βόρειους, μακρινούς!

Κύλιση στην κορυφή