© Ζωγραφική: Μιχάλης Μαδένης

Μιχάλης Μαδένης

«Σαν τα νούφαρα του Μονέ η ζωή κυλά στο νερό»

Ένα κομμάτι ξύλο, από ένα γιαπί. Ένα μεγάλο σκουριασμένο καρφί, το χτυπούσα με το σκερπάνι να ισιώσει. Το κάρφωσα κατάρτι μ’ ένα κομμάτι σπάγγο, μπορντώ, σκούρο σαν ξεραμένο αίμα σε πληγή, απ’ το κουβάρι της γιαγιάς Ελισάβετ που τό ʼφερε απ’ τη Σμύρνη, άνοιξα τα πανιά μου και τά ʼφτιαξα απ’ ένα ρετάλι ύφασμα απ’ τα πατρόν που έκοβε η μαμά όταν έραβε φουστάνια που είχαν μέσα φουρό, θυμάμαιˑ μοδίστρα, βοηθούσε το σπίτι, θυσία, όλα καθαρά, σιδερωμένα.

Έβαψα τη βάρκα μου κόκκινο καδμίου κι ας μην τό ʼξερα κι ας μην τό ʼχα. Ξεκίνησε το ταξίδι στον νερόλακκο, στο δασάκι –έβρεχε όλο το βράδυ στη γειτονιά μου. Μπήκα στη βάρκα ξυπόλητος, τα χέρια μουτζουρωμένα απ’ τις γαλβανιζέ σωλήνες και τα λάδια της φιλιέρας, κανάβι και μίνιο στις ενώσεις, γωνιές ταφ και μούφες. Με το μίνιο ζωγράφιζα στους τοίχους. Υδραυλικός ο μπαμπάς, μάστορας. Σφυριά, καλέμια, κοπίδια, κομπρεσέρ τα παιχνίδια μου. Όταν κτυπούσα, μάτωνα, «έτσι μπαίνει η τέχνη, μαθαίνεις», έλεγε και γελούσε. Με ήθελε κοντά του, πόσα μου έμαθε, γκρίνιαζα. Το χαρτζιλίκι έπεφτε, τίμια.

Τώρα τα χέρια μου έχουν τη μουτζούρα της ζωγραφικής, καίγομαι και είμαι ζωντανός. Στο σχολείο το μόνο άριστα ήταν στην ιχνογραφία, το καλύτερο μάθημα μπάλα στην αυλή. Μάζευα κάρτες με ποδοσφαιριστές, κέρδισα μια μπάλα, λίγο αθλητής, πολυτέλειες τότε για μένα. Μουτζούρωνα περιοδικά, εφημερίδες κι όλα τα Μίκυ Μάους της εποχής, αργότερα αγόρασα σε τεύχη τους Μεγάλους ζωγράφους.

Μεγάλη αγάπη μου είχε η κυρία Μουζούλα, καρδιακή φίλη της μαμάς μου, με την κόρη της την Ελενίτσα πηγαίναμε στο σχολείο χέρι-χέρι, στην ίδια τάξη. Σε κάποια γενέθλια μου έφερε δώρο μια εγγραφή σε μαθήματα ζωγραφικής στην ABC δι’ αλληλογραφίας, ένα σκυλάκι είχα ζωγραφίσει. Φυσικά έφερε και την καθιερωμένη τούρτα, πορτοκάλι, σοκολάτα, κεράσια και βύσσινο γλυκό τα στολίδια της. Η κυρία Τζένη ήταν η δασκάλα μου, αυτή μου είπε για τη Σχολή Καλών Τεχνών, ότι θα μπορούσα, παιδικό όνειροˑ το έβαλα στη βάρκα. Μεγάλη ιστορία, πόλεμος των άστρων, θρήνος στο σπίτι. Αθήνα, εργαστήριο ζωγραφικής Νίκου Στέφου, γλύπτης, σανίδα σωτηρίας, τα λόγια του βάλσαμο. Εδώ έμαθα το Τρίτο Πρόγραμμα και για τη δυσλεξία, έτσι είμαι κι εγώ. Κατάλαβα.

Ευτυχώς ο φίλος μου ο Κώστας, μορφωμένος άνθρωπος, μου βρήκε δουλειά στην εφημερίδα Μεσημβρινή. Δούλευα χρωμογράφο, πάντα βράδυ. Δεν χαζεύω πια τις τυρόπιτες στη βιτρίνα, τώρα τις αγοράζω. Επιβιώνω, νοικιάζω και γκαρσονιέρα, τα νιάτα μου ήλιος δεν τα βλέπει. Γερό σκαρί, πρώην καταδρομέας.

Πέρασα στη σχολή επιτέλους. Προκαταρκτικό Τριαντάφυλλος Πατρασκίδης, πρώτο άριστα. Ήταν στη Χέυδεν, τώρα πουλούν κινέζικα. Στη συνέχεια εργαστήριο Παναγιώτη Τέτση. Σαν τυφλός που ψάχνει το φως του, εκκλησία, αξημέρωτα πήγαινα, απ’ τους πρώτους. Έμενα και κοντά, και εδώ τώρα πουλάνε ρούχα πιο φτηνά, είναι κάπου στην Πατησίων.

Το πρωί σχολή, το βράδυ εφημερίδα. Το εκτιμούσε ο δάσκαλος, η αμοιβή άριστα. Γενναιόδωρος, αυστηρός όταν έπρεπε, χοντροκέφαλος κι όταν δεν έπρεπε, το ήξερε, αυτός μου είπε να τα λέω όλα κι όχι μόνο τα καλά. Μακάρι να ξυπνούσαμε ένα πρωί στην Ύδρα, να φτιάξει καφέ να πιούμε, ν’ ακούσω τις φωνές του. Στο κέντρο του τραπεζιού ένα ουλτραμαρίν βαθύ, γεμάτο λουλούδια, γεμάτο ζωγραφική, γεμάτο ζωή. Τι πρώτα να σας πω… Γίναμε φίλοι, αργότερα μέλος της οικογένειας.

Τέλος η σχολή, το παιδικό όνειρο πραγματοποιήθηκε. Μεταπτυχιακά στην Ολλανδία, στη χώρα του παιδικού έρωτα Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Μια γιαγιά του εκεί, Χεράλντα το όνομά της. Μου άνοιξε το σπίτι της, μου είπε να τη λέω «όμα» που σημαίνει γιαγιά, είμαι ο γιος που δεν είχε, μου εξομολογήθηκε. Η ζωή μας ιστορία αγάπης που δεν θα γράψω τώρα.

Έφυγα με τη συμβουλή να δω ζωγραφική πρόσωπο με πρόσωπο, όλα αυτά που μας δίδαξε τα βλέπω και όλα αυτά που έλεγε η δασκάλα μου στην ιστορία της τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα με τον μοναδικό μαγικό της τρόπο και άνοιγε τα άγουρα φτερά μας, ήταν μπροστά μου. Βλέπω τα πάντα, στέκομαι σ’ αυτά που κερδίζουν το ενδιαφέρον μου, όποια μορφή τέχνης κι αν έχουν, όπου κι αν βρίσκονται.

Η μόνη τάση, αν μπορώ να το πω έτσι, αφού με ρωτάς, που επιβάλλεται να υπάρχει στην τέχνη είναι η ελευθερία του ανθρώπου να δημιουργεί, να εκφράζεται. Όλα τ’ άλλα είναι δουλειά της Ιστορίας.

Εδώ θέλω να σου πω ότι μαζί μου πάντα έχω μία Παναγία από τη Σμύρνη, η προγιαγιά μου την έφερε. Εγώ τη λέω Παναγιά Σμυρνιώτισσα, της μιλώ. Είναι ζωγραφισμένη σε ξύλο, την είχε η γιαγιά στο εικονοστάσι. Μικρός έβαζα την αναμμένη καντήλα μέσα, ήταν ψηλά, πάταγα στην καρέκλα, μετά έκανα τον σταυρό μου. Στη γιαγιά μου έκανα πολλές χάρες, ασβέστωνα τους τοίχους της αυλής, το πεζοδρόμιο, τα δέντρα, μάζευα τα βύσσινα, πήγαινα τη λειτουργιά και πάντα έφερνα πίσω την κεντημένη πετσέτα, όλα αυτά με το αζημίωτο, μισή δραχμή ο κόπος μου. Οι καλύτεροι κεφτέδες, οι καλύτερες πίτες ήταν απ’ τα χέρια της. Ο παππούς Μιχάλης όλη τη μέρα στο κεραμιδαριό, είναι τόσα πολλά που δεν θα πω άλλο. Πήγαινε κι ερχόταν μ’ ένα θηρίο ποδήλατο, κάθε καλοκαίρι το βάφαμε μπλε του ουρανού.

Με τον χρόνο δάσκαλο, αφήνω την κάθε μέρα να με οδηγεί χωρίς καμιά αναστολή, θυσία κάνω τη ζωή μου εκεί που αγαπώ. Η αγκαλιά μου ανοιχτή στα σχέδιά της, τα λόγια αγαπημένου φίλου στο τέλος «Μιχάλη θά ʼθελα να είχα περισσότερο χρόνο».

Εκεί στο Σούνιο ο χρόνος μου ψάχνει αγίους, πέτρα, μάρμαρο, φως, ήλιο, χώμα, πεύκα κι αγριόχορτα. Τα ρίχνω μες στο μπρούτζινο γουδί, το έφερα απ’ το παλιό μου σπίτι, μικρός νόμιζα ότι ήταν από χρυσάφι όταν τα μάτια του ήλιου το κρατούσαν. Κάποτε το είχα ζωγραφίσει σ’ ένα χαρτί. Μου το έκλεψε ένας εραστής της τέχνης, τι κρίμα, αν το ζητούσε θα του το φίλευα σε γιορτινό τραπέζι, θα του το τάιζα φιλιά στο στόμα.

Κοπανίζω όλα αυτά που είπα και ρίχνω μέσα μέρες, νύχτες, χρόνια, στιγμές, λόγια, τραγούδια, έρωτες, κυκλάμινα, μαργαρίτες, βουκαμβίλιες και άλλα που δεν ξέρω τ’ όνομά τους. Ρίχνω και όλα τα φύλλα του φθινοπώρου, σιένα, ώχρα, όμπρα, κίτρινο Νάπολης, κίτρινο Βενετίας, καρμίνα, βιρίντια, νεράντζια που όταν μεγαλώσουν θα γίνουν βερμιγιόν και σαν μόνιμα Χριστούγεννα θα στολίζουν την Αθήνα. Έδυσε ο ήλιος, το γουδί σταμάτησε, μοσχοβόλησαν όλα τα χρώματα της γης. Ανάσα. Έβγαλα το ψωμί απ’ τον φούρνο, το είχε ζυμώσει από νωρίς ο δάσκαλος.

Τ’ αρώματα της μέρας σώπασαν, νύχτωσε στις 12 ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο. Η νυχτερινή περίπολος ξεκουράζεται στην πλατεία Βικτωρίας, Κυριακού με διορθώνει ο δάσκαλος. Δεν χορταίνω να κοιτώ τη νύχτα αυτή με το φεγγάρι, μια αγκαλιά στο χρώμα του τιτανίου. Το κορίτσι με το σκουλαρίκι, εκεί ψηλά στο παράθυρο των νεοκλασικών με τις καρυάτιδες, τραγουδά με σκουριασμένα χείλη. Δυο δρόμους πιο κάτω, στην οδό Αγίων Ασωμάτων, φωνή αγγέλου περπατά στα λόγια του Καβάφη.

Όλοι κοιτάζουν τη θάλασσα, εγώ δεν την βλέπω, την ακούω πάντα κοντά μου εδώ, γι’ αυτό την αγαπώ. Σας λέω το μυστικό μου, παντρευτήκαμε Φλεβάρη μήνα στην Ύδρα, μόνο η κουμπάρα η Ειρήνη ήταν. Από τότε πολεμικά καράβια ξεσκίζουν το κορμί της, τα τραύματα δεν κρατούν πολύ, ο άνεμος πρώτος ξάδελφος απ’ το σόι του πατέρα, με βασιλικό αίμα τα παίρνει πέρα απ’ το Λαύριο στ’ ανοιχτά και τα γιατρεύει με γιατρικό μυστικό, κλεισμένο σε μικρό γυάλινο μπουκαλάκι στο χρώμα του ιωδίου, που το κρατούν χέρια παιδιού που ξέρει να ζωγραφίζει. Πολλές φορές είδα το καράβι του δεμένο στο μαρμάρινο λιμάνι, απέναντι από τα μεταλλεία, δίπλα στο οβάλ πέτρινο θέατρο. Τα χρόνια της Ύδρας σημάδεψαν το στήθος μου με την τρίαινα του Ποσειδώνα, σημάδια ανεξίτηλα. Τον επαναστάτη τους είδα σε θρόνο βαμμένο στο χρώμα της καρέκλας οξυγονοκολλητή.

Δεν επαναστατώ, ούτε μέσα μου πια κρύβομαι στη φυλακή των χρωμάτων, όπου η φύση και ο άνθρωπος είναι τα κάγκελά μου, ταβάνι ο ουρανός της βροχής, δάκρυα από μέρες μοναξιάς, καταιγίδες από μέρες βυζαντινές και μια αγκαλιά απ’ τον κίτρινο Χριστό του Γκωγκέν. Την πόρτα χτίζουν οι χαρές μου, μόνο που δεν ξέρω γιατί είναι ψηλά, στο υπέρθυρο αναβοσβήνει «Έξοδος», γραμμένη και στις δύο πλευρές το ίδιο.

Άσπρα σεντόνια, ποτέ δεν τα ήθελα, ποτέ. Τα ηλιοτρόπια του Μάη, ξερά. Θάλασσες του Τέτση περνούν απ’ το παράθυρο, γροθιά κροσέ στα πράσινα μάτια που τολμούν να κρύβουν νιάτα.

Ζεστή μέρα του χειμώνα. Έρχονται λόγια που δεν θέλουν αγκαλιά, φιλιά, κι ας είναι από στόμα που χαμογελά. Πράσινα περιστέρια γύρω μου, κόβω το καρβέλι μικρές μπουκιές και τα ταΐζω. Σκύβω το κεφάλι, περπατώ, ζω. Άναψα τη μασίνα, τη σόμπα των παιδικών μου χρόνων, καίω αναμνήσεις, το εργαστήριο φώτισε ζεστασιά, στο φούρνο δώρο ένα σιφνέικο τσουκάλι, το γέμισα ρεβύθια, γέλια, φωνές, κρασί, φίλους, ουίσκι Βενεδικτίνι, μυστικά ζωγραφικής και μέντα. Η Νάσια και ο Κωστής έριξαν αγάπη στη φωτιά, οι φλόγες θέριεψαν και στρώσαμε το τραπέζι. Ο Νίκος φύσηξε και ζέστανε κι άλλους γύρω, ακόμα κι αυτούς που ήταν ζωγραφισμένοι. Όταν κανείς δεν κοίταζε κάποιος είπε ευχαριστώ.

Η φωτιά φώτισε την αυλή του σχολείου, κοντό παντελόνι, στη σειρά θα κάναμε βατσίνα μου είπανε, δεν κατάλαβα τίποτε. Ένα κατάλαβα, ότι αν έκανα το εμβόλιο δεν θα πάθαινα αυτό που έπαθε η θεία μου η Αρχοντούλα, πρώτη αδελφή της μητέρας μου. Σ’ όλη της τη ζωή σημαδεμένη, βλέπεις η Θεσσαλονίκη ήταν μακριά τότε, δεν πρόλαβαν. Πολιομυελίτιδα το λέγανε. Από μικρός μιλούσα στη δική της γλώσσα, διάβαζα τα χέρια της, τα μάτια της. Μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε. Δεν φόρεσε νυφικό ποτέ. Πάλι στη σειρά για εμβόλιο, έτρεξα.

Έχω πολύ αγάπη να ζωγραφίσω. Μία νύχτα απ’ αυτές τις απαγορευμένες, ντύθηκα τη στενοχώρια μου και βγήκα στους δρόμους κυνηγώντας τον έρωτα, η αγάπη μου μάζευε σταγόνες βροχής στην αρχή της Αλεξάνδρας. Μπλε κοβαλτίου και ροζ λουλούδια στόλιζαν το άγαλμα του τέως βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνου. Δυο βήματα πιο κάτω, στην πλατεία Αιγύπτου, ο Κωνσταντίνος Καβάφης μαζεύει κομμάτια θεών και ανθρώπων που ζούσαν στην Ακρόπολη. Σημαδεμένο το κορμί του, ένας διαβάτης της νύχτας με κουμπωμένο το παλτό μού είπε ότι το έκανε ο νεαρός γιος του μπακάλη και η παρέα του, μετά βγάλανε φωτογραφίες, έχουνε και από τις Θερμοπύλες, σχολική εκδρομή ήταν.

Σαν φίλοι απ’ τις μέρες του 1903, περπατάμε στο Πεδίον με τους μαρμαρωμένους ήρωες, ανάψαμε ένα κερί στους Ταξιάρχες, η καντήλα μας ζέσταινε. Ακούσαμε την καρδιά του Υψηλάντη να ραγίζει δίπλα στα παιδιά του Ιερού Λόχου. Με ρώτησε γιατί λιγοστέψανε τα φώτα, γιατί γκρεμίσανε τ’ ατσάλινα κορμιά τους, γιατί σπάσανε τα φτερά τους. Πού είναι ο τάφος τους ν’ αφήσουμε λίγα άσπρα λουλούδια στην ομορφιά τους.

Η πλατεία έμεινε άδεια. Το φεγγάρι δεν πέρασε ποτέ ξανά ποτέ από εκεί. Σίδερα φυτρώνουν αντί για νυχτολούλουδα, λευκές ακακίες, χαρουπιές, ελιές, πεύκα, φαρμικόρες, κυπαρίσσια.

Στο Μουσείο ο καθαρός, απέριττος, μοναδικός ορίζοντάς του δεν υπάρχει πια. Τι να πω; Ξέρω όμως, δεν θα πω για τη μαύρη περίοδο, για τη Γκερνίκα, την κραυγή, τα δεινά του πολέμου, τα σφαχτά.

Ένα φορτηγό ψυγείο άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του, παγωνιά, ξημερώνει. Τον φίλησα στο μάγουλο σαν Ιούδας, δεν θα πολεμήσω, ψέλλισα, και ότι θα ξανάρθω, είπα δειλά. Βήματα στην Πατησίων, ένα κόκκινο γαρύφαλλο στα χέρια μου, θα το φυλάξω. Κάποιος μου έκλεισε την πόρτα.

Το σώμα μου ελαφρύ μέσα στο φως της πανοπλίας του κόμη Οργκάθ θα ξεκουραστεί αυτή τη νύχτα δίπλα στην κοιμωμένη, χωρίς αστέρια ο ουρανός του πρώτου νεκροταφείου. Σαν τα νούφαρα του Μονέ η ζωή κυλά στο νερό. Μην περιμένεις μήνυμα στο κινητό να σου το πει, κοίταξέ την, είναι όμορφη η ζωή.

23 Νοεμβρίου, Τρίτη 11:45.

Βράδυ. Βρέχει. 

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή