Παρακάμπτοντας το ζήτημα της κατάτμησης του λογοτεχνικού συνεχούς από τις εύλογες ανάγκες που δημιουργεί η εκπαιδευτική διαδικασία, αυτό που κυρίως με ενδιέφερε πάντα στις λογοτεχνικές «γενιές» δεν ήταν η εσωτερική συνέπεια, η ταυτότητά τους, αλλά αφενός η διαφορετικότητα των λογοτεχνικών υποκειμένων και αφετέρου οι ριζωματικές σχέσεις τους με κάθε προηγούμενη και επόμενη γενιά. Μόνον αυτή η διαφορετικότητα και αυτές οι σχέσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν περιβάλλον δημιουργικής ανάγνωσης των έργων που παρήχθησαν στο εσωτερικό τους.
Η ένταξη του έργου πολύ διαφορετικών, αλλά κοινωνιολογικά σχετιζόμενων και νοοτροπικά ομόλογων ποιητών είναι ήδη μια πρώτη –συχνά καθοριστική– ερμηνευτική βάση, η οποία περιστέλλει τη δυναμική του έργου τους. Κι αυτό διότι ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους τόσο στην ευαισθησία όσο και στην έκφραση. Η συσπείρωσή τους κάτω από τη στέγη του όρου «Γενιά της Αμφισβήτησης», ήταν εντελώς επιφανειακή και μάλλον επιχειρούσε τη σταθεροποίηση μια δημοσιότητας, η οποία δεν αφορούσε σε κανέναν τους, όταν χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα –όχι ασήμαντα, για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα– ιδεολογικά ή νοοτροπικά χαρακτηριστικά, που όμως δεν συγκροτούν στοιχεία αισθητικής συνείδησης, αφού δεν σχετίζονται με τους εκφραστικούς τρόπους των ποιητών αυτών, οι οποίοι, επιπλέον, δεν καταπιάστηκαν με τη διατύπωση κάποιων ευκρινών ιδεών για την ποιητική δραστηριότητα. Η αμηχανία τους μπροστά στις λειτουργίες της ποίησης και της κριτικής, ευθέως ανάλογη της αμηχανίας τους μπροστά στις τύχες του σύγχρονού τους κόσμου είναι εμφανέστατη –αν και μάλλον αποτέλεσε ένα είδος γοητευτικής έκφρασης, δεδομένου ότι η αμηχανία του ποιητή διαβάζεται αρκετά συχνά ως ειρωνεία ή υποβολή (εκ των σημαντικότερων χαρακτηριστικών της μοντερνιστικής ποίησης). Σε γενικές γραμμές απέπεμψαν το ιστορικό στοιχείο από τη σκέψη και τη γραφή τους. Για τον ποιητή του 1970 ο ιστορικός ορίζοντας του κόσμου ταυτίζεται με τον βιωματικό ορίζοντα του ποιητικού υποκειμένου, που εμφανίζεται ξαφνικά, στην αρχή του ποιήματος, χωρίς παρελθόν άλλο από τον πρόσφατο αόριστο του περιστατικού που καταθέτει, σχεδόν αυτοβιογραφικά, ριγμένο σ’ ένα περιβάλλον μάλλον ενοχλητικό, αποτελούμενο από «αλλοτριωτικά» αντικείμενα και ανθρώπους. Ο ποιητής του 1970, αποκομμένος, με δική του πρωτοβουλία –ασαφών αισθητικών και συχνά ηθικών ελατηρίων– συνθέτει μικρά –λυρικά, ούτως ειπείν– ποιήματα στη βάση συμβολιστικών correspondences, αδυνατώντας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις να σχηματίσει κάποιο είδος ανθρωπολογίας, απαραίτητης για την εσωτερική και εξωτερική δραστικότητα του ποιήματος. Από αυτήν την άποψη έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση ιδιωτική ή ακόμα-ακόμα με μια ποίηση Ιδιωτικού Οράματος, που μεταφέρθηκε στους ποιητές του 1980, αποδιαρθρώνοντας ολοκληρωτικά τις φωνές των περισσοτέρων και ολοκληρώνοντας άλλον έναν κύκλο μετατροπής του ποιήματος σε γύμνασμα προσωπικής, ερασιτεχνικής ποιητικής –φαινόμενο το οποίο άλλωστε είχε και συνεχίζει να έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Παρά το γεγονός πως οι σχετικές με τον μεταμοντερνισμό συζητήσεις άρχισαν στην Ελλάδα με την έλευση της δεκαετίας του 1990, η ασάφεια, ο εκλεκτικισμός, το εφήμερο και ο ντιλεταντισμός που τον χαρακτηρίζουν δρούσαν ασυναίσθητα στην αποτελματωμένη, καθημαγμένη ελληνική κοινωνία, ως αντίδραση στην όξυνση του καταστατικού εντόπιου φονταμενταλισμού, ήδη από τη δεκαετία του 1970, για να κυριαρχήσουν με ολέθρια αποτελέσματα στην ευρεία «μάζα» των ποιητών της δεκαετίας του 1980.
Τα εκφραστικά σχήματα και τα ρητορικά τεχνάσματα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι ποιητές του 1970, δείχνουν αισθητική πανσπερμία, δικαιολογημένη άλλωστε από το ξαφνικό πολιτισμικό άνοιγμα της χώρας, μετά από επτά χρόνια δικτατορίας, στην διάρκεια των οποίων εκτός Ελλάδος πραγματοποιούνταν κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές αλλαγές καθοριστικές για το μέλλον του Δυτικού Κόσμου. Κυριαρχεί το συναισθηματικό ποιητικό παράδειγμα, συχνά εκτρεπόμενο – αφού ό,τι εννοούσε ο Σεφέρης με την «υπέρτατη μορφή συναισθηματικής χρήσης της γλώσσας» υφίστατο εντός των ορίων της ιστορικότητας και του σχηματισμού μιας εικόνας (έστω μυθικής) του κοινού ή εθνικού βίου. Από τις κοινές στους ποιητές του 1930 λειτουργίες της ποίησης (ρυθμοποίηση, συναισθηματική κινητοποίηση, μυθοποίηση) απομένει μόνον η συναισθηματική κινητοποίηση, που τροφοδοτεί στις καλύτερες στιγμές έναν αρκετά δραστικό ιμπρεσιονισμό. Οι υπερρεαλιστικές τεχνικές συγχέονται με το λογικό άλμα, το υπονοούμενο και την ειρωνεία, κρύβοντας τη συνθετική ανεπάρκεια, πίσω από τον αυθορμητισμό του Undergrown νεορομαντικού παραδείγματος.
Από τις ευτυχέστερες περιπτώσεις είναι οι ποιητές που εμβαθύνουν στις πρακτικές της Καθαρής Ποίησης και οι ποιητές, που αφομοιώνουν δημιουργικά τις πρακτικές του τελευταίου μεγάλου ποιητικού κινήματος, της ποίησης της Beat Generation﮲ πρακτικές τις οποίες προβάλλουν στην αρχαία λυρική ποίηση –κυρίως την ιαμβική– με ευεργετικά εκφραστικά αποτελέσματα.
Περιοριζόμενος στα λίγα αυτά, για τους ποιητές που –εν τέλει– υπήρξαν αξιοζήλευτες προσωπικότητες στα μάτια ενός νεαρού, ο οποίος γύρω στο 1975 συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο χείλος του «γκρεμού» της ποίησης, επιμένω πως η οργανική –και όχι γενεαλογική– στέγασή τους κάτω από τον όρο «Γενιά της Αμφισβήτησης» ή έστω «Γενιά του ’70» είναι παραπλανητική: αφαιρεί τη δυνατότητα εντοπισμού των ιδιομορφιών κάθε ποιητή και των κύριων ρευμάτων που σχηματίστηκαν εκείνη την εποχή. Καταδικάζει τους αξιόλογους στην περιστολή των χαρακτηριστικών του έργου τους και εξασφαλίζει στους μετρίους μια θέση, που ίσως να μην την αξίζουν.