Σάββατο, 27.12.2008. Γύρω στις 4, με το αυτοκίνητο του Μάνου στο σπίτι του. Θέλει, πριν πάει στο θέατρο, να βγάλει βόλτα τον σκύλο του τον Άρη. Δεν ανεβαίνω σπίτι του, προτιμώ να μείνω στο αυτοκίνητο. Βάζει στο κασετόφωνο τραγούδια με την Βίκυ Μοσχολιού, αφήνει το καλοριφέρ αναμμένο. Ο καιρός είναι μουντός, βροχερός, ο δρόμος ερημικός, δέντρα μουσκεμένα και μισόκλειστα παράθυρα. Κάποια στιγμή διακρίνω μέσα από το τζάμι τη φιγούρα του Μάνου. Ψηλόλιγνος, ελαφρότατα σκυφτός, περπατάει, αν και το βήμα του έχει κάτι στέρεο, μ’ έναν τρόπο χορευτικό, εντελώς συγκεντρωμένος στον εαυτό του, σα να έχει ξεχάσει τον Άρη που τρέχει μπροστά του. Όταν πλησιάζουν, αισθάνομαι τα μάτια του Άρη να έχουν μια εξαιρετική ομοιότητα με κείνα του Μάνου, δεν του λέω τίποτε όταν, πριν πάει στο θέατρο (έχει και απογευματινή και βραδινή παράσταση), με φέρνει σπίτι μου.
Δευτέρα, 19.1.2009. Μια μάλλον γεμάτη μέρα. Καθαρογράφω την επιφυλλίδα της Τετάρτης. Στις 6 στον «Ιανό», εκδήλωση για τον Μάνο Ελευθερίου. Ζητώ και μιλώ πρώτος, η ομιλία μου είναι για τον Άνθρωπο στο πηγάδι («καλύτερος παρά ποτέ», θα μου πει ο Ελευθερίου για τον τρόπο που μίλησα. Δώδεκα χρόνια αργότερα, καθαρογράφοντας αυτές τις ημερολογιακές σελίδες αναρωτιέμαι πού άραγε να βρίσκεται η ομιλία αυτή). Στις 7 παρά τέταρτο φεύγω από τον «Ιανό» με τον Μάνο Καρατζογιάννη και την Έλενα Τσαγκαράκη (μου έφερε ως δώρο για τη χθεσινή μου γιορτή μια υπέροχη μπλούζα από το Gant). Στο θέατρο «Δανδουλάκη». Έχω οργανώσει, ως την τελευταία λεπτομέρεια, μια εκδήλωση για τον Μάριο Πλωρίτη (την εγκολπώθηκε με μεγάλη αγάπη η Κάτια Δανδουλάκη, υπολογίζαμε την εκδήλωση αυτή να την κάνουμε ενόσω ζούσε ο Πλωρίτης, αλλά δεν προλάβαμε). Υπήρχαν δύο λόγοι που μ’ έκαναν να φοβάμαι για το πώς θα πάει η βραδιά, αν δηλαδή θα υπάρχει μια στοιχειώδης σύμπνοια ανάμεσα στους εννιά ομιλητές – πρόκειται για τελείως διαφορετικά μεταξύ τους άτομα– κι αν θα έρθει τόσος κόσμος, ώστε να γεμίσει το μισό έστω θέατρο. (Με είχε απελπίσει ο Παναγιώτης Τέτσης που μου είπε πως δεν θα έρθει κόσμος επειδή θα τον αποθαρρύνει το μεγάλο πλήθος των ομιλητών). Τελικά το θέατρο ξεχείλισε από κόσμο κι οι ομιλητές ήταν εξαιρετικά συνεργάσιμοι μεταξύ τους, με καλύτερους τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, τον Σταμάτη Φασουλή και τον Παντελή Καψή, λιγότερο καλοί η Μαριέττα Γιαννάκου κι ο Φώτης Κουβέλης, αλλά επαρκέστατοι. Δεν ήρθε όμως, αν και ήταν ομιλητής, χωρίς καν να ειδοποιήσει ο Γιώργος Παπανδρέου. Ενοχλήθηκε φαίνεται (τι φαίνεται, μου το είπε πεντακάθαρα η γυναίκα του η Άντα), επειδή το όνομά του στην πρόσκληση τυπώθηκε σύμφωνα με την αλφαβητική σειρά κι όχι ξεχωριστά. Υπήρξε μια ακόμη στενοχώρια μέσα στη μέρα, ο Καστανιώτης που με έβρισε ότι κάνω εκδηλώσεις ζημιογόνες για τον εκδοτικό οίκο καθώς οργάνωσα την εκδήλωση για τον Μάριο Πλωρίτη την ίδια μέρα και ώρα που ο εκδοτικός οίκος είχε οργανώσει, στο «104» της οδού Θεμιστοκλέους, εκδήλωση για έναν δημοσιογράφο ονόματι Παπασωτηρίου. Δεν είπα τίποτε στον Καστανιώτη. Στο τέλος της εκδήλωσης, προφασίζομαι σε όλους ότι πρέπει να γυρίσω σπίτι μου γιατί αύριο φεύγουμε, πολύ νωρίς το πρωί με την Κική Δημουλά για την Πορτογαλία. Αυτό είναι αλήθεια αλλά, αντί για το σπίτι μου, πηγαίνω στο σπίτι της Κάτιας Δανδουλάκη. Μας έχει τραπέζι, τον Φασουλή, την Μαρινέλλα, την Μαριλού, τη Λένα και μένα. Ως τις 3 τα ξημερώματα.
Παρασκευή 6.2.2009. Στην ΕΣΗΕΑ για να συνεννοηθώ με τον πρόεδρό της τον Μωραϊτίνη για την παρουσίαση του βιβλίου του. Μετά στην εκδήλωση για τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την ίδρυση του ΕΙΡ (σημερινή ΕΡΤ), στο Ζάππειο. Αν ήταν άλλος στη θέση μου θα είχε σπεύσει από την πρώτη μέρα που έγιναν τα εγκαίνια της έκθεσης, υπάρχει ένα ολόκληρο stand με φωτογραφίες μου, μαζί με τους καλεσμένους μου βέβαια, από τις εκπομπές που έχω κάνει. Όπως υπάρχουν οι φωτογραφίες και στο σχετικό λεύκωμα που εκδόθηκε. Είναι η τελευταία μέρα της έκθεσης, μόλις που την πρόλαβα δηλαδή. Ουδεμία συγκίνηση, σα ν’ αφορούν οι φωτογραφίες κάποιον άλλον, αν και μου έχουν μιλήσει γι’ αυτές τις φωτογραφίες στην έκθεση είκοσι το λιγότερο άνθρωποι. Ίσως να οφείλεται αυτή η έλλειψη συγκίνησης στο γεγονός ότι δεν έχω παιδιά, δεν υπάρχει κάποιος που να ενδιαφέρομαι πραγματικά να του δείξω τις φωτογραφίες. Τα ανίψια μου είναι πολύ καλά παιδιά, αλλά μόνο αν πέσει κάτι τυχαία στα χέρια τους που να με αφορά, θα το δουν. Δεν θ’ αγοράσουν ποτέ μια εφημερίδα για να διαβάσουν ένα κείμενό μου, δεν θ’ ανοίξουν ποτέ ένα βιβλίο μου, ακόμη κι αν τους το έχω δώσει. Τα βαφτιστήρια μου είναι εξίσου πολύ καλά παιδιά, αλλά ο Βασίλης αισθάνεται πως φτάνει να με λατρεύει, όλα τα άλλα είναι περιττά. Ο Θοδωρής έχασε την όρασή του σε ηλικία έξι χρόνων (η σχετική περιπέτεια άρχισε στα 2001) και ως τα σήμερα που καθαρογράφονται οι ημερολογιακές αυτές σελίδες (Μάρτιος 2021) κι ο Θοδωρής είναι 26 πια χρόνων, ζούμε με την ελπίδα να επαληθευτεί η αφιέρωση που του είχε κάνει στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Επίδαυρο» ο Μηνάς Χρηστίδης, γράφοντας: «Στον Θοδωρή, με την βεβαιότητα πως κάποτε θα το διαβάσει». Σκέφτομαι, σε σχέση με τις φωτογραφίες, αν ήταν στη θέση μου ένας φίλος ποιητής, θα φορούσε τα καλά του, θα έπαιρνε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και θα πήγαιναν όλοι μαζί στην έκθεση για να δουν τον σύζυγο και πατέρα. Πώς τα κατάφερα έτσι στη ζωή μου; Ωστόσο είναι και μια μορφή ελευθερίας αυτό που ζω. Με την ευκαιρία που έρχομαι στην έκθεση, στον ειδικά διαμορφωμένο σε studio χώρο, συζητώ, για μια εκπομπή της ΕΡΤ, με την Μαρίνα Λαχανά για τον Μάνο Ελευθερίου και ειδικότερα για τη μεταγραφή του μυθιστορήματός του Ο καιρός των χρυσανθέμων σε θέατρο. Συμμετέχει στην εκπομπή κι ο Τάκης Χρυσικάκος. Μετά το Ζάππειο, στις 3.30 με τον Θοδωρή και τον δάσκαλό του, τον Νίκο Κατσαντώνη, στο «Τίβολι» για φαγητό. Αυτή είναι μια πραγματική χαρά.
Τρίτη, 17.2.2009: Το βράδυ είναι η πρεμιέρα του Καιρού των χρυσανθέμων του Μάνου Ελευθερίου στην «Αθηναΐδα». Στις έξι το απόγευμα μου τηλεφωνεί ο Τάκης Χρυσικάκος, θέλει να προλογίσω την παράσταση. Πολύς κόσμος, από Γιώργο Νταλάρα, Πέγκυ Ζήνα και Ηρώ Παπαβασιλείου ως τα ξαδέλφια μου Γιάννη και Βούλα και Ηλία Ψινάκη. Ενώ μιλάω, πριν αρχίσει η παράσταση, καταλαβαίνω αυτό το ωραίο ρεύμα που δημιουργείται όταν οι άνθρωποι που σε ακούνε αισθάνονται ευχαριστημένοι. Λίγες μέρες αργότερα ο Γιάννης Ζουγανέλης θα μου πει ότι «ο πρόλογός σου ήταν το ωραιότερο μέρος της παράστασης». Μετά την παράσταση στην «Αγορά», ο Μάνος Ελευθερίου έχει καλέσει για φαγητό την αδελφή του Λιλή, τον Ντίνο Πετράτο, τον Μάνο Καρατζογιάννη, την Νεκταρία Γιαννουδάκη, τον Ηλία Ψινάκη, εμένα.
Κυριακή, 22.2.2009. Στη 1 το μεσημέρι αναχώρηση με Μάνο Ελευθερίου και Ντίνο Πετράτο για τον Βόλο, με το αυτοκίνητο του Πετράτου. Φτάνουμε στον Βόλο στις 5.30, έχοντας κάνει μια στάση στην Στυλίδα. Εγκαθιστάμεθα στο ξενοδοχείο «Πάρκ», είναι ζήτημα αν χρειάζεσαι με τα πόδια δέκα λεπτά για να φτάσεις στο πατρικό μου σπίτι. Ένας Βόλος συννεφιασμένος, υγρός, ένας Θεός ξέρει τι αισθάνομαι. Βγαίνω σχεδόν αμέσως μόλις φτάνουμε, πηγαίνω και κολλάω σχεδόν το πρόσωπό μου στο μαγαζί του πατέρα μου στην παραλία (δεν θέλω να μπω μέσα), χωρίς να με πάρει κανείς είδηση, το πορτραίτο του πάντως δεν το έχουν ξεκρεμάσει δεκαεννιά χρόνια μετά από τον θάνατό του, κάτι είναι κι αυτό. Το πρωί της Δευτέρας, έχοντας κάνει τον κύκλο και περνώντας μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο, φτάνω ως τις εκβολές του Αναύρου, κάνοντας αυτό που έκανα όταν ήμουνα παιδί, να ισορροπώ πάνω στις γραμμές του τραίνου που υπάρχουν πάνω στην ξύλινη γέφυρα που ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού. Πηγαίνοντας προς το σπίτι μου, Κωνσταντά και στρατηγού Σαράφη γωνία, διακρίνω από μακριά μια γυναίκα να σκουπίζει στο κατώφλι του. Αν μ’ έβλεπε κάποιος να στέκομαι ακίνητος, θα έλεγε πως κάτι περιμένω κι εγώ αισθάνομαι να έχω λιώσει. Ένα σπίτι που κατοικείται σαράντα χρόνια τώρα (από το 1969), ο ίδιος έχω μείνει ελάχιστα σ’ αυτό, όποτε ερχόμουν στον Βόλο για να δω τον πατέρα μου. Άλλωστε η πιο έντονη εικόνα που διατηρώ σε σχέση με το σπίτι αυτό είναι όταν, φτάνοντας με την αδελφή μου στον Βόλο, 30 Σεπτεμβρίου του ’90, είδα δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού το καπάκι από το φέρετρο του πατέρα μου κι άκουσα την αδελφή μου να λέει «πάει ο πατέρας μου, τον έχασα». Χωρίς ο Ελευθερίου και ο Πετράτος ν’ αντιληφθούν ή να τους πω οτιδήποτε, διασχίζω οριζοντίως και καθέτως πολλούς δρόμους του Βόλου, περνώντας έξω από τα σπίτια συμμαθητών μου, αλλά είναι ελάχιστα αυτά που προλαβαίνω να δω. Αυτό όμως που μου στοιχίζει είναι ότι δεν πηγαίνω τελικά στο νεκροταφείο να δω, έστω για τελευταία φορά, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται μ’ αυτά τα πράγματα, τα κασελάκια με τα οστά του πατέρα μου και της μητέρας μου. Μου το είχε ζητήσει, άλλωστε, κι ο Ελευθερίου να το κάνουμε, ενώ ήμασταν ακόμη στην Αθήνα, χωρίς μάλιστα να του έχω εκμυστηρευθεί τη σχετική μου πρόθεση. Το βράδυ της Δευτέρας, στην εκδήλωση για τον Μάνο Ελευθερίου (γι’ αυτήν άλλωστε ήρθαμε στον Βόλο), σ’ ένα κτήριο που έχω την εντύπωση ότι ήταν στις παρυφές της πόλης, πλήθη κόσμου. Συμμαθητές και γνωστοί από παλιά, όλοι αγνώριστοι. Ο Κώστας Ακρίβος θα μου πει: «Έχω παρακολουθήσει τόσες εκδηλώσεις εδώ και είκοσι χρόνια, πρώτη φορά ακούω άνθρωπο να μιλάει για τόση ώρα, με τόση ακρίβεια, τέτοια ροή και τόσο σαφή και συναρθρωμένο λόγο χωρίς χειρόγραφο». Ενώ λίγες μέρες αργότερα που θα συναντήσω σ’ ένα σπίτι τον Σωτήρη Πολύζο (δουλεύει ως δημοσιογράφος στον Βόλο, είναι ο σύζυγος της Μιμής Ντενίση), θα μου πει πως την επομένη της εκδήλωσης, στην τηλεόραση, αναφέρθηκε σε μένα, λέγοντας: «Η βραδιά της εκδήλωσης χαρακτηρίστηκε από την τρομερή συγκίνηση του Θ.Ν.». Το πρωί της Τρίτης, πριν ξεκινήσουμε για να επιστρέψουμε στην Αθήνα, κάνω μια μεγάλη βόλτα στη γειτονιά όπου γεννήθηκα. Το σπίτι όπου μέναμε κι όπου μάλιστα πέθανε η μητέρα μου ήταν στην οδό Κρίτσκη, που τώρα έχει μετονομαστεί σε Θουκυδίδου. Το έχουν γκρεμίσει και στη θέση του έχει γίνει πολυκατοικία. Αλλά το διπλανό σπίτι όπου έμενε η συμμαθήτριά μου η Λαλά με τη μητέρα της την Ανδρονίκη και τον πατέρα της, που είχε μηχανουργείο αλλά δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε, παραμένει ίδιο κι απαράλλαχτο. Δεν μπορώ να θυμηθώ μόνο αν οι νεραντζιές που υπάρχουν στο πεζοδρόμιο υπήρχαν από τότε ή τις φυτέψανε αργότερα. Μιλάμε για το 1951, πριν από πενήντα οκτώ δηλαδή χρόνια. Το απέναντι ακριβώς σπίτι της Εύης Βαγενά (ξαδέλφης της Άννας Βαγενά, που πέθανε, όπως μου είπε η αδελφή μου, πριν από έναν χρόνο), μοιάζει σα να είναι ακατοίκητο. Μονοκατοικία με μισάνοιχτη τη σιδερένια πόρτα του χαμηλού μπαλκονιού του, ανεβαίνω τα τρία σκαλοπάτια και χτυπάω το κουδούνι. Δεν απαντάει κανείς. «Μη χτυπάς σ’ ένα σπίτι κλειστό που κανείς δεν σ’ ακούει», που έχει γράψει κι ο Μάνος Ελευθερίου. Στις 12.30 αναχώρηση για Αθήνα, στους τρεις μας έχει προστεθεί τώρα και η Λιλή, η αδελφή του Μάνου που είχε προηγηθεί στον πηγαιμό μας στον Βόλο.
Πέμπτη, 26.2.2009. Το μεσημέρι ο Θοδωρής μπαίνει στον «Ευαγγελισμό» για την καθιερωμένη ανά δίμηνο θεραπεία του, που παύει πια να γίνεται στο «Αττικό Νοσοκομείο». Ο ίδιος έχει ενθουσιαστεί με τη μετακίνηση αυτή γιατί ο «Ευαγγελισμός» είναι στο κέντρο της πόλης και κοντά στο διαμερισματάκι της Σκουφά όπου περνά τις περισσότερες ώρες της ημέρας, ενώ το «Αττικό» είναι κάπως απομονωμένο. Ένα ωραιότατο δωμάτιο στον 9ο όροφο. Περνώ για λίγο το απόγευμα, πηγαίνοντας στη συνέχεια στο «Σπίτι της Κύπρου», εκδήλωση για τον Δημήτρη Ποταμίτη. Βαρετές, πλαδαρές ομιλίες, ανακρίβειες, κρίμα για τον ευφυέστατο Δημήτρη με τα θαυμάσια ποιήματα και τις τόσο ευφάνταστες σκηνοθεσίες. Με τον Γιάννη Κοντό, που επίσης παρακολουθεί την εκδήλωση, αντί για την πρόβα στο Κλουβί με τις τρελές (έγινε ένα ατύχημα και τραυματίστηκαν δύο τεχνικοί), πηγαίνουμε στον Ντίνο Πετράτο, που έχει μαγειρέψει μια υπέροχη φασολάδα. Μετά την παράστασή του έρχεται κι ο Μάνος Καρατζογιάννης. Στις 12.30 με το αυτοκίνητο του Μάνου, πηγαίνουμε τον Κοντό στο σπίτι του, στου Παπάγου. Επιστρέφοντας, περνάμε από τον Μάνο Ελευθερίου που έχει ετοιμάσει και μου δίνει, μισανοίγοντας την πόρτα του διαμερίσματος, το κείμενό του για το αφιέρωμα της Λέξης στο θέατρο.