Δευτέρα, 18.1.1999. Του Αγίου Αθανασίου. Έχω αποφασίσει για το πρωινό, ως δώρο στον εαυτό μου, να κάνω λογής μικροπράγματα που μου δίνουν χαρά. Πηγαίνω ρούχα στο πλυντήριο, περνώ και δίνω την ανθολογία μου Τα ωραιότερα ποιήματα για τον πατέρα σε ποιητές που συνεργάζονται, στις εκδόσεις «Νεφέλη» φέρνω στον Γιάννη Δουβίτσα, ως δώρο για τη γιορτή του, ένα σχέδιο του Φαίδωνα Πατρικαλάκι κορνιζαρισμένο. Χαίρομαι τους γνωστούς που συναντώ στον δρόμο και μου λένε «χρόνια πολλά». Γύρω στις 2 το μεσημέρι, με τον Καστανιώτη, με τα πόδια, στο «Σπίτι της Κύπρου». Έξω από τον Άγιο Διονύσιο, στη Σκουφά, χτυπά το «κινητό» του Καστανιώτη, είναι η Βάσω Παπαντωνίου από το Παρίσι που μας εύχεται «χρόνια πολλά». Το «Σπίτι της Κύπρου» έχει ετοιμάσει μια γιορτή για έξι Θανάσηδες: Καστανιώτη, Βαλτινό, Θεοφίλου, Λάλα, Βαγενά, εμένα. Να πω ότι δεν το χάρηκα, θα ’λεγα ψέματα. Οι σχέσεις με τους ανθρώπους που έχουν έρθει, από πολύ φιλικές, όπως με την Αννίτα Δεκαβάλα και τον Γιάννη Κοντό, έως αδιάφορες. Η γιορτή κρατάει ως τις 5 το απόγευμα. Εντύπωση μου κάνει η Μελίνα Μποτέλη, χωρίς να είμαστε ιδιαίτερα φίλοι, την νιώθεις, όταν έρχεται κοντά, ειλικρινά συγκινημένη. Γύρω στις 9 το βράδυ ανεβαίνω στον Τάκη. Το πραγματικό δώρο που επιφυλάσσω στον εαυτό μου για τη σημερινή ημέρα, είναι να διαβάσω στον Βασίλη, κοιμίζοντάς τον, ένα παραμύθι. Ενώ του διαβάζω μέσα στο ημίφως, ανασηκώνεται στο κρεβάτι και μου λέει ένα περιστατικό που έγινε στο σχολείο, σχολιάζοντας: «Όταν κάνεις κάτι που δεν είναι σωστό, χρειάζεται να έχεις σκεφτεί τη δικαιολογία, διαφορετικά το βάρος πέφτει όλο πάνω σου». Φεύγοντας από τον Τάκη, γύρω στις 11.30, συναντώ στο Χολινταΐυ της Μιχαλακοπούλου τον Κώστα, που έχουμε γνωριστεί εδώ κι έναν περίπου μήνα. Κι όπως ο Νίκος Παπανδρέου είχε αποφασίσει να περάσει τη γιορτή του με όποιον του τηλεφωνήσει χωρίς να τον ρωτήσει «τι θα κάνεις το βράδυ;», έτσι κι εγώ αποφάσισα να συναντηθώ με τον Κώστα, που με ειλικρινή συγκίνηση μου είχε πει το πρωί στο τηλέφωνο «Να σε χαιρόμαστε». Την επομένη, όταν ρώτησα τον Καστανιώτη πώς πέρασε το βράδυ της γιορτής του, μου είπε: «Μόλις χωρίσαμε το απόγευμα στις 6, γύρισα στο σπίτι κι έπεσα για ύπνο, και ξύπνησα σήμερα το πρωί».
Τρίτη, 19.1.1999. Καλεσμένοι το βράδυ της Αμαλίας Μεγαπάνου, οι Κυρ, ο Γιάννης Κοντός, ο Χριστόφορος Λιοντάκης, η ξαδέλφη της Εύη Μελά με τον σύντροφό της Αρίστο Φρυδά, εγώ. Η συζήτηση περιλαμβάνει τους πάντες, από Χριστόδουλο ως Δήμητρα Λιάνη. Κάτι πολύ ωραίο που είπε η Αμαλία για τη Λιάνη, δηλαδή τι θα της έλεγε αν τύχαινε να τη συναντήσει, θα το αφηγηθώ μια άλλη φορά. Ενώ τρώμε μας αφηγείται η Αμαλία ένα πολύ συγκινητικό περιστατικό, όταν είχε επισκεφθεί, την εποχή που έμενε στο Παρίσι, με τον Αντρέ Μαλρώ, ένα μέντιουμ στη Χάβρη. Ο Μαλρώ, προκειμένου να τον φέρει το μέντιουμ σ’ επικοινωνία με το «πνεύμα» των δύο αγοριών του που είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητικό ατύχημα σε ηλικία 23 και 24 χρόνων, και η Αμαλία για να ρωτήσει το μέντιουμ –ήταν στα χωρίσματα με τον Καραμανλή– τι μέλλει γενέσθαι. Το μέντιουμ έφερε όντως σε επικοινωνία τον Μαλρώ με τους γιους του, ενώ ήταν άκρως καθησυχαστικό και προς την Αμαλία που της είπε: «Και στον τάφο να μπείτε και να τραβήξετε την πλάκα, θα γίνεται απ’ έξω κλαυθμός και οδυρμός για χάρη σας». Ο Κοντός απόψε –όπως πάντα– εύχαρις και συγκινητικός, ο Λιοντάκης επιθετικός προς όλους –τους απόντες βέβαια.
Δευτέρα, 26.4.1999. Σήμερα είναι η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στην Πλατεία Συντάγματος, προκειμένου να συμπαρασταθούμε στους Σέρβους. Μάλλον υιοθετώ την άποψη του Κώστα Τσιρόπουλου, που μου έλεγε πριν από λίγες μέρες: «Όταν γίνεται πόλεμος, έχουμε πένθος και δεν ξεφαντώνουμε με συναυλίες και τραγούδια». Πηγαίνω στο σπίτι των Αλμπάνηδων και μένω μαζί τους ως αργά.
Σάββατο, 1.5.1999. Γύρω στις 11 το πρωί, πηγαίνω στον Δημήτρη Ποταμίτη. Έχω πολύ καιρό να τον δω, του έχω φέρει το βιβλίο μου Ο έρωτας για τους άλλους και το καινούργιο τεύχος της Λέξης. Μου μιλάει διεξοδικά για ένα καινούργιο έργο που γράφει, προκειμένου να το ανεβάσει τον ερχόμενο χειμώνα. Του λέω διάφορες σκέψεις μου για το πώς θα μπορούσε να γίνει περισσότερο «εσωστρεφές», φαίνεται να ενθουσιάζεται. Αλλά Θεέ μου, τι κουράγιο. Άρρωστος εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, όχι μόνο μπορεί να κάνει σχέδια, αλλά και να οργανώνει την υλοποίησή τους, που εκ των πραγμάτων, αν συμβεί, θα είναι σ’ έναν χρόνο που, αν και θα ζει βέβαια, δεν γνωρίζει σε ποια κατάσταση θα βρίσκεται. Το βράδυ καλεσμένοι της Αμαλίας Μεγαπάνου, Πάρις και Μερόπη Πρέκα, Μητρόπουλοι, Φωστιέρηδες, εγώ. Όταν φεύγουμε, περνάμε με τον Μητρόπουλο στο ακριβώς απέναντι από το σπίτι της Αμαλίας περίπτερο, πάνω στην πλατεία Μαβίλη. 1 τη νύχτα, έχουν έρθει η Καθημερινή και η Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, όχι όμως και το Βήμα.
Δευτέρα, 3.5.1999. Το βράδυ τρώμε οι τρεις μας, ο Καστανιώτης, ο Νίκος Μπακουνάκης κι εγώ στο «Μαντείο» της οδού Δελφών. Ο Νίκος έρχεται λίγο καθυστερημένος, δεν έχει οργανωθεί ακόμη καλά το καθημερινό Βήμα και μένει ως αργά στο γραφείο. Ο Καστανιώτης, αν και συζητά, μοιάζει σα να είναι διαρκώς «αλλού». Προσωπικά, «άγνωστο» γιατί, αισθάνομαι ακόμη χειρότερα. Αν και μένουμε ως αργά μαζί, κανενός μας δεν φαίνεται να φτιάχνει η διάθεσή του.
Παρασκευή, 14.5.1999. Βράδυ σε Αμαλία Μεγαπάνου, Άλκη Ζέη, Γιάννης Κοντός, Αννίτα Δεκαβάλα, Μητρόπουλοι. Φαγητό, όπως πάντα εκλεκτότατο. Συζήτηση ως τη 1. Όταν η Αμαλία λέει σε κάποια στιγμή πως είχε προσευχηθεί για έναν φίλο της (τον πολιτικό Τάκο Μακρή, συνεργάτη του Καραμανλή, που είχε κατηγορηθεί στην απελευθέρωση ως γερμανόφιλος), ενώ ήταν βαριά άρρωστος στο Λονδίνο, να πεθάνει προκειμένου να πάψει να βασανίζεται και, πριν τελειώσει την προσευχή της, χτύπησε το τηλέφωνο για να της ανακοινώσουν ότι ο Μακρής είχε πεθάνει, ακούμε τον Μητρόπουλο να λέει: «Α, ώστε εσύ κάνεις και ευθανασία». Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που το εκλάβαμε ως αστείο, αν και καταλάβαμε ότι κανείς μας δεν έπρεπε να γελάσει, η Αμαλία σωφρόνως έκανε πως δεν το άκουσε, γιατί διαφορετικά, με τον χαρακτήρα που έχει, θα διαλυόμασταν κακήν κακώς.
Κυριακή, 16.5.1999. Το μεσημέρι με τον Τάκη, τη Χριστίνα, τον Βασίλη, τον Θοδωρή και τον αδελφό του Τάκη, τρώμε σε μια ψαροταβέρνα, στη Βάρη. Όταν έρχονται στο σπίτι για να με πάρουν, ανεβαίνουν για λίγο στο διαμέρισμά μου ο Βασίλης με τον Θοδωρή. Ο Βασίλης, σε μια γυάλινη προθήκη στην είσοδο του υπνοδωματίου μου, διακρίνει αμέσως, ανάμεσα σ’ ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα, ένα σχέδιο που έχει κάνει ο ίδιος κι έχει γράψει πάνω «Νιονιό μου, σ’ αγαπώ». Το βράδυ με την Βασιλική Αλμπάνη στη Μαρίνα Καραγάτση προκειμένου να διαλέξουμε το χρονογράφημα του Καραγάτση που θα περιληφθεί στον σχετικό με τα χρονογραφήματα τόμο που ετοιμάζει η Βασιλική. Είναι απόψε μαζί της και μια φίλη της Μαρίνας από τον Βόλο, η Μαρία Πρόγια. «Αν ζούσε σήμερα ο Καραγάτσης, θα ήταν συνέχεια στην Πλατεία Ομονοίας να συζητάει με τους αλλοδαπούς», λέει σε κάποια στιγμή η Μαρίνα. Με τα πόδια ερχόμαστε και οι τέσσερίς μας στα Εξάρχεια. Έρχεται κι ο Χριστόφορος Λιοντάκης, τρώμε στην ταβέρνα «Βεργίνα» που, άγνωστο γιατί, τη συμπαθεί πολύ ο Χριστόφορος.
Παρασκευή, 21.5.1999. Μέσα στο ταξί (όπως ακριβώς έγινε πριν από τρία χρόνια με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), μαθαίνω από το δελτίο των 11.30 ότι πέθανε ο Φρέντυ Γερμανός. Το βράδυ μας έχει τραπέζι στο σπίτι του, για τη γιορτή του, ο Κώστας Μητρόπουλος, Αμαλία Μεγαπάνου, Πάρις και Μερόπη Πρέκα, Χριστόφορος Λιοντάκης, εγώ. Ο Καστανιώτης ειδοποιεί τελευταία στιγμή πως δεν θα έρθει. Τι ειδοποιεί, δηλαδή, τον πήρα στο τηλέφωνο για να τον ρωτήσω τι ώρα θα έρθει για να τον ακούσω να μου λέει πως κάτι του συμβαίνει. Για να πω την αλήθεια, φανταζόμουν την ατμόσφαιρα, λόγω του θανάτου του Φρέντυ Γερμανού, πιο βαριά, αλλά δεν είναι. Δεν θέλω ν’ αδικήσω κανέναν, αλλά μοιάζει σαν να λέει ο καθένας μέσα του «εγώ όμως συνεχίζω να ζω». Ίσως ο Καστανιώτης να υποψιάστηκε την ατμόσφαιρα αυτή και αποφάσισε τελικά να μην έρθει. Σε κάποια στιγμή η Αμαλία, μιλώντας για τον πατριάρχη Αθηναγόρα, λέει πως κατέρρευσε εντελώς μέσα της, όταν, έχοντας πάει με τον Καραμανλή στην Κωνσταντινούπολη (δεκαετία του ’50) κι ενώ οι φωτογράφοι τούς είχαν «ταράξει» στις φωτογραφίες, ο πατριάρχης ζήτησε από τον πρωθυπουργό, που είχε στο μεταξύ αρχίσει να εκνευρίζεται, να ποζάρουν σύμφωνα με τις δικές του πια οδηγίες για μερικές ακόμα φωτογραφίες.
Σάββατο, 22.5.1999. Μεγάλη σύναξη, το βράδυ, στο σπίτι του Μένη Κουμανταρέα. Ευτυχώς στο «δικό» μου τραπέζι, όλοι φίλοι και πολύ ευχάριστοι: Ιωάννα Καρυστιάνη, Ειρήνη Λεβίδη, Νίκος Μπακουνάκης με Μαρία, Λευτέρης Βογιατζής, κατά διαστήματα και ο Γιάννης Κοντός. Κάποια στιγμή πλησιάζει στο τραπέζι κι ένα δυσάρεστο πρόσωπο του εκδοτικού χώρου, που όμως απομακρύνεται –ευτυχώς– γρήγορα γιατί αντιλαμβάνεται ότι η συντροφιά δεν το «σηκώνει. Σε άλλα τραπέζια, εκτός βέβαια του Μένη και της Λιλής, ο Γιώργος Συμπάρδης, ο Θάνος Φωσκαρίνης, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Μάνος Σταλάκης, η Ελιάνα Χουρμουζιάδου, η Μικέλα Χαρτουλάρη. Ο Λευτέρης Βογιατζής το μόνο που λέει για την προετοιμασία των Περσών που ανεβάζει σε λίγο καιρό, είναι πως οι πρόβες γίνονται στο «Ρεξ» μέσα στο σκηνικό της επιθεώρησης Βίρα τις άγκυρες. Μ’ ένα ταξί με τον Γιάννη Κοντό, ερχόμαστε ως την πλατεία Μαβίλη, ο Γιάννης συνεχίζει ως του Παπάγου, εγώ έρχομαι σπίτι μου με τα πόδια.
Κυριακή, 23.5.1999. Το μεσημέρι για φαγητό στον «Λεωνίδα» της Βαρυμπόμπης με τον Σάκη Χριστόπουλο και τη γυναίκα του Μαρία Κοτοπούλη, τον Τάκη, τη Χριστίνα, τον Βασίλη και τον Θοδωρή. Για πρώτη ίσως φορά ο Θοδωρής δείχνει τόσο κολλημένος πάνω μου. Πηγαίνουμε οι δυο μας στο δασάκι δίπλα στο εστιατόριο, μου μιλάει, ενώ κοιτάζει επισταμένα το χώμα, για τα χόρτα, τις πέτρες, τα μυρμήγκια, τα φίδια. Ενώ κάνω προσπάθεια να μην αντιληφθεί την παιδική χαρά που υπάρχει εκεί κοντά και διακοπεί η επικοινωνία μας, όταν την αντιλαμβάνεται, αδιαφορεί εντελώς γι’ αυτήν. Το βράδυ στο «Greek House» με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τη Ράια Μουζενίδου, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου, τον Μηνά Χρηστίδη. Η συζήτηση στρέφεται αποκλειστικά σχεδόν στον Φρέντυ Γερμανό που πέθανε την Παρασκευή. Όλοι έχουν και πολύ καλές αλλά και ορισμένες επιφυλακτικές κουβέντες να διατυπώσουν.
Δευτέρα, 24.5.1999. Σαν σήμερα πριν από τριάντα επτά χρόνια (1962), έγιναν τα εγκαίνια του τελευταίου μαγαζιού του πατέρα μου, της περίφημης «Μινέρβας» (υπήρχε από το 1935) στην παραλία του Βόλου. Τη χρονιά εκείνη τελείωνα το Γυμνάσιο και δεν ήμουν ένας «γερακούκης», όπως με αποκάλεσε τρυφερά, λίγη ώρα πριν, το βαφτιστήρι μου ο Βασίλης. (Οι ημερολογιακές αυτές σημειώσεις καθαρογράφονται στις 20 Αυγούστου του 1999, στα Σύβοτα της Θεσπρωτίας, όπου έχουμε έρθει για λίγες μέρες ο Τάκης, η Χριστίνα, ο Βασίλης, ο Θοδωρής κι εγώ). Στις 4:30 γίνεται στο Α΄ Νεκροταφείο η κηδεία του Φρέντυ Γερμανού. Ερχόμαστε με τον Καστανιώτη, τον πατέρα Πορφύριο που ήρθε από το Άγιον Όρος ειδικά για την κηδεία, και την Ελπίδα Μπραουδάκη που ήταν μαζί μας στον εκδοτικό οίκο όταν φεύγαμε. Στο νεκροταφείο προστίθενται στη συντροφιά μας η Μίνα Αδαμάκη, ο Κώστας Μητρόπουλος με την Άρτεμι, η Όλγα Μπακομάρου. Συζητάμε ό,τι συζητάνε οι άνθρωποι που ο νεκρός δεν έχει βγει από το σπίτι τους, με τη συζήτηση διανθισμένη και με κανένα ανεκδοτάκι περί θανάτου. Έξω από την εκκλησία όπου ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία, διευρύνεται ακόμη περισσότερο η συντροφιά μας με την Άλκη Ζεη, τον Νίκο Σηφουνάκη, τη Γιάνκα Αβαγιανού. Όταν τελειώνει η τελετή, φεύγω μόνος μου και με τα πόδια, διασχίζοντας τον περίβολο της Αγίας Φωτεινής, φτάνω στο Ζάππειο κι από κει, με τα πόδια πάντα, στα Ιλίσια, στο σπίτι του Φωστιέρη. Μου λέει πως άρχισε σήμερα το απόγευμα η μετάδοση από το Γ΄ Πρόγραμμα του βιβλίου μου Ο έρωτας για τους άλλους. Διαβάζω ο ίδιος χαρακτηριστικά κεφάλαιά του, η μετάδοση θα ολοκληρωθεί σε έξι συνέχειες. Επιστρέφω σπίτι μου και πέφτω για ύπνο στις 10 το βράδυ. Θα ξυπνήσω το πρωί στις 8.
Πέμπτη, 27.5.1999. Το βράδυ μας έχουν καλέσει στο «Πάρκο Ελευθερίας» η Ντόρα Γιαννακοπούλου με τον Μηνά Χρηστίδη. Καστανιώτης, Γεωργουσόπουλοι (με την Εύα), εγώ. Βραδιά με ανέκδοτα, ζωηρή συζήτηση, φιλοφρονήσεις, φαίνεται μάλλον να «παροπλίζεται» η παλιά, έως και πρόσφατη, επιφυλακτικότητα του Χρηστίδη απέναντι στον Γεωργουσόπουλο. Αφορμή μια διθυραμβική κριτική που έγραψε ο τελευταίος για τον γιό της Γιαννακοπούλου και του Χρηστίδη, τον Λένο, και πιο συγκεκριμένα για το τελευταίο θεατρικό του έργο, τους Δύο θεούς, που ανέβηκε στο θέατρο του «Νέου Κόσμου». Όταν φεύγουμε, ο Καστανιώτης με φέρνει σπίτι μου.
Παρασκευή, 28.5.1999. Ενόψει της αργίας του Αγίου Πνεύματος, που είναι τη Δευτέρα, φεύγουν σχεδόν όλοι από την Αθήνα. Ο Καστανιώτης στη Λισαβώνα, η αδελφή μου στην Κομοτηνή, ο Χριστόφορος Λιοντάκης με την Αγγέλα Κοκόλα στις Πετριές, οι Αλμπάνηδες στο Γαλαξείδι. Προς το βράδυ, για να πω την αλήθεια, αισθάνομαι λίγο μετέωρος, αλλά δεν θα τηλεφωνήσω ποτέ σε κανέναν για να του πω να συναντηθούμε, έστω κι αν θα του έδινε χαρά, έστω κι αν δεν θα καταλάβαινε ότι του τηλεφωνώ επειδή, όπως έλεγε ο Φωστιέρης παλιά, «η αντικατάσταση σώζει την κατάσταση».
Δευτέρα, 31.5.1999. Του Αγίου Πνεύματος. Αν και όλα υπολειτουργούν ή μάλλον δεν λειτουργεί τίποτε, κατεβαίνω στο γραφείο. Το βράδυ ανεβαίνω στο σπίτι του Τάκη. Όταν τα παιδιά ξαπλώνουν, τους διαβάζω για να κοιμηθούνε. Ο Βασίλης μου κάνει ερωτήσεις για το τι σημαίνουν διάφορες λέξεις, ανάμεσά τους και η λέξη «ηγεμών». Ο Θοδωρής μουρμουρίζει διάφορα, η τελευταία όμως πρότασή του πριν τον πάρει ο ύπνος, που απευθύνεται προς εμένα, ακούγεται πεντακάθαρα: «Φωτογράφισες και το βατραχάκι». Τι εννοεί; Θυμάται πως, πριν από έναν μήνα, φωτογραφίζοντάς τους με τον Βασίλη στο μπαλκόνι, είχα φωτογραφίσει μέσα σ’ ένα λεκανάκι με νερό ένα βατραχάκι που είχανε μαζέψει στη Βαρυμπόμπη. Ανεπανάληπτη λειτουργία του μικρού παιδιού να θέλει να αισθάνεται, πριν κοιμηθεί, πως όλα μέσα του και γύρω του είναι τακτοποιημένα.