… οπότε, ναι, οπότε λοιπόν, πάμε στα ζευγάρια που το πάλεψαν, που δεν κατάφεραν οι Κακοί –θυμάσαι τότε που λέγαμε οι Καλοί και οι Κακοί, οι Καουμπόηδες και οι Ινδιάνοι, οι Βόρειοι και οι Νότιοι;– θυμάσαι που λέγαμε οι Φελλινικοί και οι Αντονιονικοί, που λέγαμε οι Ζαππικοί και οι Μπηφχαρτικοί, θυμάσαι τι αθώοι που ήμασταν, τι αθώοι που ήσαν οι Εμφύλιοι Πόλεμοί μας –ναι, λοιπόν, δηλαδή όχι, ναι, όχι δεν κατάφεραν οι Κακοί να τους περικυκλώσουν τους ερωτευμένους, τους ερωτευμένους εις βάθος, τους ερωτευμένους εις ύψος, δεν μπόρεσαν οι Κακοί να τους χαλάσουν τη ζαχαρένια τους, να σκορπίσουν τα φύλλα του έρωτά τους, όχι, απεναντίας αυτοί, τα ζευγάρια, κάτσε, Βασίλη μου, να το πω ξανά, με έμφαση με ζου κεφαλαίο, ναι, να!, ιδού, άκουσον, ΤΑ Ζευγάρια, ναι, απεναντίας τα ζευγάρια, επέμειναν στο θρόισμα των φύλλων, και, βέβαια, στο θρόισμα των φύλων, συνδυάζοντας ευφυώς ποιητική και στρατηγική, διότι δεν γίνεται αλλιώς, όχι, τα έχουμε πει αυτά, αλλιώς χάνεις από χέρι, ενώ το ζήτημα είναι, στον έρωτα, να κερδίζεις από χέρι, να χαϊδεύεις αενάως με το χέρι, να σε θωπεύει θεσπέσια το χέρι, συνεπώς θέλει διαλεκτική ο Έρως, ποιητική θέλει και στρατηγική, και, βέβαια, ιπποσύνη, μεγαλείο, το Υψηλό, το sublime, καθώς προείπεν, και το knack θέλει, και ενίοτε το μειδίαμα και το κλείσιμο του ματιού όπως το τελειοποίησε ο Ντέιβιντ Νίβεν, και φυσικά, από την άλλη όχθη, το λίκνισμα των βλεφαρίδων και το ανεπαίσθητο ηδονικό τρεμούλιασμα στα χείλη που ήταν το σήμα κατατεθέν της Βερόνικα Λέικ, αν και η εν λόγω υπεργυναίκα, και ευάλωτη ψυχή, δεν είχε μόνο ένα σήμα κατατεθέν, είχε χιλιάδες, όλα της τα κύτταρα ήταν σήματα κατατεθέντα στο ιερό μέλαθρο της άδολης ποιητικής ηδονικότητας, και τώρα που είπα «ηδονικότητα», ω πόσο νοστάλγησα ένα τσίπουρο, και δη ένα Ηδωνικό, που ως λένε οι γλώσσες οι καλές έχει φρουτώδη χαρακτήρα εκλεκτών ποικιλιών και φόντο άνθη πορτοκαλιάς, ομαϊγκάντ και παναζίαμου, πλην όμως οφείλουμε προηγουμένως, ήτοι πριν από το Ηδωνικόν να αναρωτηθούμε γιατί γράφεται με ωμέγα, να αναρωτηθούμε επίσης πώς γίνεσαι, από Constance Frances Marie Ockelman, Βερόνικα Λέικ, τι μπορεί να σημαίνει ένα τυχαίο σκόνταμα και πέσιμο, ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, πόσα απίδια πιάνει ο σάκκος, γιατί δεν υπάρχουν πια αγόρια σαν τα τέσσερα της Rat Pack και κορίτσια σαν τη Βερόνικα Λέικ —αν και, εδώ που τα λέμε, μην μεμψιμοιρούμε όλη την ώρα, όλο και κάτι υπάρχει, μην είμαστε πεσιμιστές, όχι, μην!, τις προάλλες είδα φευγαλέα, ξέρεις, εκείνο το φευγαλέο που κρατάει πολύ, πάααααααρα πολύ, εκείνο το ακαριαίο που είναι και αιώνιο, και πώς να μην είναι εφόσον είδα, με τα ίδια μου τα μάτια μια οπτασία από σάρκα και οστά φτυστή η Βερόνικα Λέικ, ολόιδια, καρμπόν, σωσίας, πιο σωσίας κι απ’ την σωσία που έπαιζε η Κιμ Μπάσιντζερ στο Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, και ψέλλισα νοερά, Υπάρχει Θεός!, και σκέφτηκα μετά όλα αυτά τα ζευγάρια που το πάλεψαν, που δεν επέτρεψαν στους Κακούς να τους κάνουν κακό, που ανήγαγαν τον έρωτά τους σε έργο τέχνης, που έκαναν τη ζωή τους μια χρωματιστή, πανζουρλιστική, χυμώδη, ζουμερή, ντιντινιστική, ψιψινιστική, αλέγρα, ζουζουνοειδή, παιδιάστικη, υπερώριμη, ξιξινιστική, θωπευτική, νεο-pop art διασκευή/επισκευή της μεγαλειώδους Liebesnacht, και δεν άφησαν δευτερόλεπτο να κυλήσει χωρίς ο ένας τον άλλον να φιλήσει, ούτε κλάσμα του δευτερολέπτου δίχως χάδια και φιλιά, ένα ατελεύτητο χάσιμο/χώσιμο/χύσιμο, ένα διηνεκές λατρευτικό λιώσιμο, δεν είναι δύσκολο, κι ας λένε, είναι εφικτό, αρκεί να το θέλεις, αρκεί να έχεις εκπαιδευτεί, μάλιστα, ναι, βέβαια, θυμόμαστε όλοι όσοι θέλουμε ακαριαίο και αιώνιο τον έρωτα, θυμόμαστε: Σχολείο Ντελικάτων Εραστών, θυμόμαστε: Πέτα Παθιασμένη Πεταλούδα, θυμόμαστε: You Doo Right, θυμόμαστε: All Gates Open, και δεν ξεχνάμε ποτέ, ούτε ένα δευτερόλεπτο ν᾽ ανταλλάξουμε φιλιά, ούτε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου χωρίς συντάραξη, όχι, όχι, δεν είναι ανέφικτο, είναι η πραγματική πραγματικότητα των πραγματικά ερωτευμένων, εκείνων που ο έρωτάς τους κρατάει σαράντα έξι χρόνια χωρίς καν μία κάμψη, όλος μια λάμψη, άκου, Βασίλη, άκου: ΒΝ & ΒΝ, πάει να πει Βέρα Ναμπόκοφ και Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ, που επί σαράντα έξι χρόνια αλληλογραφούσαν, κι όχι μόνο όταν τους χώριζαν χώρες, στη Γερμανία, στο Βερολίνο, η Βέρα, στην Τσεχοσλοβακία, στην Πράγα ο Βλάντιμιρ, αλλά και όταν βρίσκονταν στην ίδια πόλη, στο ίδιο campus, ακόμα και στο ίδιο δωμάτιο ξενοδοχείου, και η Βέρα ήταν στο σεκρεταίρ και κάτι έγραφε και ο Βλάντιμιρ ζωγράφιζε με ξυλομπογιές, και εδώ οφείλω να σου πω, Βασίλη, ότι έγραφε επίσης με ξυλομπογιές, ο Βλαντ, ναι, αυτός ο υπερσυγγραφέας των υπερσυγγραφέων, αυτός ο Αιώνιος Παις Πεσσεύων, που, ενώ η Βέρα έγραφε στο σεκρεταίρ, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου Montreux Palace, όπου διέμειναν δεκαέξι χρόνια αυτοί οι παντοτινά ερωτευμένοι, ναι, αυτός, ενώ έγραφε η Βέρα, ζωγράφιζε μια πεταλούδα, και μάλιστα, ξανά, τη θρυλική (σ’ εμάς τους μυημένους, θρυλική) Adorata adorata, και αίφνης μια καμπύλη στο φτερό της του έφερε στο νου μια σταγόνα βροχής στον αστράγαλο της Βέρας σε μιαν εκδρομή τους στο Πάρκο των Ελαφιών, οπότε αφήνει την κόκκινη ξυλομπογιά ο Βλάντιμιρ και πιάνει την ιώδη και βουρκώνει και γράφει, To Vérochka / And do You recall the thundestorms of our childhood? / Frightfull thunder over the verandah — and at once / The most azure aftermath / and on everything — diamonds? VN —
[Συνεχίζεται]