…μ’ ακούς, Βασίλη;, άκου, Βασίλη μου!, συγκεντρώσου, Βασίλη μου!, έλεγα για τον Ισηγόνη, Βασίλη μου, ο οποίος Ισηγόνης, Σερ, παρακαλώ, ναι, Σερ Άλεκ Αλέξανδρος Αρνόλδος Κωνσταντίνος Ισηγόνης, είχε το αβαντάζ της αβανγκάρντ, ήτοι στο περιβάλλον του, και μάλιστα στο πλάι του, δέσποζαν δύο διαόλια άνθρωποι, δύο τζιμάνια παιδιά, δύο ημιμεσόκοποι γαβριάδες της τέχνης, αν και όχι της επιστήμης, δύο πυραυλοκίνητοι σπιντιγκονζάλες του νου και του πνεύματος, αλλά και της ύλης και της σάρκας, δύο εργαστήρια παραγωγής ξέφρενων ιδεών, η ρούσα Ανν Μπόννυ (μακρινή απόγονος της περιλάλητης πεφταστερικής πειρατίνας Anne Bonny), που συνέδεε τα ασύνδετα, η Ανν η Τζούνιορ, ενώ η Anne η υπερσήνιορ τα έκανε σμπαράλια όλα, ναι, η Ανν η Μπόννυ η Τζούνιορ, που λειτουργούσε σαν μαγικό ραβδί και σαν του Μίδα τα μαγικά ακροδάχτυλα, και ό,τι επέλεγε ν’ αγγίξει το έκανε χρυσάφι, αλλά, βέβαια, αν κανείς τής πήγαινε αδίκως κόντρα ή δεν εστέκετο στο ύψος των περιστάσεων, ξυπνούσε μέσα της η μήνις και το μένος της προγόνου της, και τον έπαιρνε και τον σήκωνε τον αγενή αδικοπράττοντα, διότι όπως το λένε και οι γραφές, συγκεκριμένα, για να είμαστε ακριβείς, ο πρωτοσύγκελος του Ισπανικού Μπαρόκ, ο Χόρχε Μανρίκε, το κόλπο του δικαίου, ομοίως και το δίκαιο του κόλπου, είναι να είσαι υπέροχος φίλος για τον φίλο, σύμβουλος καλός για τον σοφό, σύντροφος για κείνον που γλεντάει, απέραντα ευμενής για τους προστατευόμενούς σου, για τους φαύλους άτεγκτος να είσαι και δριμύς, έτσι ακριβώς, τέτοιες ήσαν και η Ανν και η Anne, η οποία Anne είχε στο πλευρό της τον φλογοβόλο εραστή της και μέγιστο πειρατή Calico Jack, η δε Ανν είχε συνομολογήσει Συμβόλαιο Σιαμαίων με τον ελληνικής καταγωγής ιρλανδογερμανό εφευρέτη και ποιητή Γκέοργκ Μπάμπικ και μαζί, οι Μπόννυ και Μπάμπικ τρωγόπιναν και συμποσιάζονταν στο l’entourage του Σερ Άλεκ Αλέξανδρου Αρνόλδου Κωνσταντίνου Ισηγόνη που γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1906 και έμελλε μισόν αιώνα μετά να συλλάβει και να σχεδιάσει, συνεπικουρούμενος από τους Μπόννυ & Μπάμπικ το δημοφιλέστερο αυτοκίνητο στην ιστορία των δημοφιλών αυτοκινήτων, ήγουν το Mini Cooper, αυτός, ο Σερ Ισηγόνης, ο οποίος δεν είχε δει αυτοκίνητο μέχρι τα δώδεκά του χρόνια αλλά είχε το αβαντάζ της αβανγκάρντ, όπως σου είπα και προηγουμένως, Βασίλη και, όπως ξέρουμε, αν έχεις το αβαντάζ της αβανγκάρντ, δεν μπορείς παρά να δημιουργήσεις κάτι που θα κάνει θραύση, όπως ακριβώς έκανε θραύση το Mini Cooper, και δεν είναι τυχαίο, διόλου τυχαίο μάλιστα, ότι η υπερταλαντούχος Μαίρη Κουάντ επινόησε το αντίστοιχο του εν λόγω οχήματος, τη Μίνι Φούστα, και τη βάφτισε Μίνι προς τιμήν του Mini Cooper, και αναστάτωσαν το σύμπαν, τόσο το όχημα όσο και το ένδυμα, διότι το σύμπαν είναι προορισμένο να αναστατώνεται κάθε τόσο ώστε να βλέπουν οι ένοικοί του τη θετική και θελκτική όψη των πραγμάτων, όπως πεισμόνως την έβλεπε, με έμφαση στο θελκτική, το Τρίο Ισηγόνης/Μπόνυ/Μπάμπικ εκείνες τις κρασοκατανυκτικές βραδιές στο διαμέρισμα του Ισηγόνη στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 1958, οπόταν υπό την επήρεια των αγαπημένων ποτών του οικοδεσπότη, του τζιν και του βερμούτ, συνέλαβαν την ιδέα της κατασκευής του πιο μικρού αυτοκινήτου στον κόσμο, ενός τετράτροχου που θα αρμένιζε, σαν το πειρατικό του Κάπτεν Τζίμμυ, όπως επέμενε γελώντας η απόγονος της πειρατίνας, η Μπόννυ, και θα ίπταται σχεδόν αθέατο στις λεωφόρους και στας λιθοστρώτους αγυιάς των πηγμένων μεγαλουπόλεων, όπως επιχειρηματολογούσε ο αιθεροβάμων ποιητής Μπάμπικ, το μίνι όχημα που έμελλε να εμπνεύσει συγγραφείς και σκηνοθέτες, όπως προφήτευσε ο Ισηγόνης, ανάβοντας ακόμα ένα σιγαρέττο, πιάνοντας το μολύβι του, σκύβοντας πάνω από το χάρτινο τραπεζομάντιλο όπου σχεδίαζε το όχημα, και προσθέτοντας ένα τρίτο μεγάλο σταχτοδοχείο στο εσωτερικό του Mini Cooper, εν είδει φόρου τιμής και μνείας στα τρία πακέτα σιγαρέττα που θεωρούσε πρέπον, κόσμιο, και δέον να φουμάρει καθημερινώς, ενώ αμέσως μετά, κατόπιν οινοβαρούς συστάσεως της Μπόννυ, τοποθέτησε στο σχέδιο του οχήματος ένα επιπλέον glove compartment σε σχήμα μίνι τσάντας της Σανέλ, κατόπιν πνιγμένης στα γέλια εισηγήσεως της Μπόννυ, ώστε να λειτουργεί, το επιπλέον glove compartment, ως κοσμηματοθήκη αλλά και οπλοθήκη για την Beretta M1951 που είχε πάντοτε στην τσάντα της, τη Chanel 2.55, η ρούσα απόγονος της ρούσας πειρατίνας, πιστή στη φράση Φύλαγε Τα Ρούχα Σου Για Να Τα Έχεις Όλα, που ήταν ουσιαστικά το κωδικοποιημένο σύνθημα Και Να Καθαρίσουμε Τους Κακομούτσουνους που είχαν υιοθετήσει ως μόττο ζωής οι Μπόννυ & Μπάμπικ ήδη από τις 16 Ιανουαρίου του 1950, σ’ εκείνη την αλησμόνητη χοροεσπερίδα στο νυχτερινό κέντρο της Βαϊμάρης Τα Εξάσκυλα Εξάσφαιρα, ένα μετασουρρεαλιστικό υπερστέκι, υπόγειο υπερώο, όπου, ποτίζοντας με τριακονταετές ουίσκι τους κάλυκες της γλώσσας, και ενθυμούμενοι με συντάραξη κάλυκες από σφαίρες περιστρόφων, οι Μπόννυ & Μάμπικ, πρώτον: κοιτάχτηκαν κατάματα κατάπληκτοι, δεύτερον: αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον ως συμπλήρωμα αυτοσυνείδησης και πλήρωμα χρόνου για τον Αμοιβαίο Απόλυτο Έρωτα, τρίτον: έκαναν μια χραπ! και αφάνισαν από προσώπου γης ό,τι πλέον δεν τους αφορούσε, τέταρτον: δέθηκαν με αιώνιες ασημοποίκιλτες χειροπέδες, πέμπτον: φώναξαν τον φιλότιμο Φινλανδό φίλο τους Σακάρι Νούρμι, μάστορα της δερματοστιξίας που μεθοκοπούσε στο απέναντι τραπέζι και τον έβαλαν να τους χτυπήσει από ένα τατουάζ στον πήχυ τον αριστερό (της Μπόννυ) και τον δεξιό (του Μπάμπικ), έκτον: έκτοτε έγιναν αχώριστοι, αδελφοποιτοί, σιαμαίοι, φόβος και τρόμος των Κακομούτσουνων, και χυμούσαν καταπάνω τους, νοερώς, εκβάλλοντας την πολεμική κραυγή Persnickety! Persnickety! Persnickety!, κι έμεναν μόνοι τους στα ιώδη σύννεφα του πόθου, μες στον χρυσογάλαζο ουρανό της Υγείας, μες στα υδάτινα λημέρια της Καύλας, μες στην στρωμένη παπαρούνες πεδιάδα της Επανάστασης…
