…μπορείς να πεις ότι είναι ο Αντονέν Αρτώ των καταστασιακών, βεβαίως, αυτό μπορείς κάλλιστα να το πεις για τον Ιβάν Βλαντιμίροβιτς Στσεγκλόφ, γαλλιστί Ivan Vladimirovitch Shcheglov και ρωσιστί Ива́н Влади́мирович Щегло́в, ένας μυθικός μύθος, ο εν λόγω Στσεγκλόφ, ένας θρυλικός θρύλος ο ειρημένος Ιβάν, παιδί θαύμα και μεσήλικας τραύμα, οραματιστής που όπως είπε ο Ντεμπόρ και μόνο με το βλέμμα του άλλαζε τις πόλεις, ο αλαλιασμένος, ο ειρημένος έρμος που έχασε το έρμα του κάποια στιγμή, όπως άλλωστε και ο Αντονέν, και πέρασε κάτι δεκαετίες, και μέχρι την τελευταία μεγαλόπνοη πνοή του στα άσυλα και στις κλινικές, αυτό το τζίνιους, αυτός ο μεγαλοφυής υπερπολεοδόμος, που έως προσφάτως μονάχα ένα κείμενό του και κάτι αποσπάσματα από επιστολές του μας ήσαν γνωστά, τίποτε άλλο, αυτά μονάχα και κάτι θραύσματα μιας τεθλασμένης ζωής, ενός κατακερματισμένου βίου, κι αυτά μέσα από τα έντυπα των καταστασιακών, σκόρπιες μικροπληροφορίες εδώ κι εκεί στις σελίδες, και μολοντούτο εκείνο το ένα κείμενο πόσες και πόσες φορές δεν το διαβάσαμε, πόσες και πόσες φορές δεν το τσιτάραμε, πόσες και πόσες φορές δεν το αναλύσαμε, κι όχι εμείς μόνο αλλά και οι πιο ενημερωμένοι τσίφτηδες του πλανήτη, φαντάσου, Βασίλη, φαντάσου φίλε μου, ότι το σπουδαίο ποτοσχολαστήριο Hacienda, στο Μάντσεστερ, ποτοσχολαστήριο όπου διέπρεψαν, μεταξύ άλλων, οι Smiths, οι New Order, οι Happy Mondays, οι Stone Roses, ακόμα και η Μαντόνα, παρακαλώ, από το ένα και μοναδικό ολοκληρωμένο κείμενο του Στσεγκλόφ πήρε την ονομασία του, βεβαίως, τρεις δεκαετίες από τότε που συνέθεσε ο Ιβάν μας το κείμενο «Συνταγές για μια Κανούργια Πολεοδομία», τον Οκτώβριο του 1953, οι ποστπάνκηδες μακαντάσηδες στο Μάντσεστερ ίδρυσαν το ποτοσχολαστήριο Hacienda, τιμώντας τον εν ζωή τότε Στσεγκλόφ, για τον οποίο, ας επαναληφθεί κάτι θραύμαστα τεθλασμένης ζωής ήσαν γνωστά, και βέβαια το κείμενό του για την πολεοδομία, ένα κείμενο που έβαλε το λιθαράκι του –και τι λιθαράκι! αγκωνάρι! κοτρώνα!– για το Μέγα Μέλαθρο της Καταστασιασκής Διεθνούς, καθόσον οι λέξεις & οι ιδέες & το όραμα του Ιβάν ήταν πιο μπροστά κι από μπροστά, αεριωθούμενη πρόζα, κοκτέιλ υπερρεαλισμού & επιστημονικής φαντασίας, φεύγετε να φεύγουμε που έλεγε κι ο Αγιονικοκαρούζος, άσε δε που ο Ιβάν Στσεγκλόφ έκανε και διάφορα άλλα θρυλικά, ήθελε τωόντι να τινάξει στον αέρα τον Πύργο του Άιφελ, όχι για σκάνδαλο και ανατροπές και σαματά και μεταντανταϊσμό και τέτοια, αλλά απλώς γιατί τα φώτα του Πύργου τον ενοχλούσαν στις νυχτερινές του κατακλίσεις, και με τον επιστήθιο φίλο του, τ’ αδέρφι του, τον ευγενούς καταγωγής μεν, αληταρά ολκής δε, τον Ανρί ντε Μπεάρν με τ’ όνομα, είχαν κλέψει μπαρούτι από μια εταιρεία που αναλάμβανε κατεδαφίσεις, αλλά σούρωσαν, τύφλα, οι δυο τους και κελάηδησαν σχετικά με το σχέδιο σε κάτι καταγώγια και τους συνέλαβαν, αντιλαμβάνεσαι, Βασίλη μου, περί τι ιστορίας πρόκειται, αλλά το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, καθώς λένε, και το λέω αυτό μιας και θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς του Ιβάν, ο Βλαντιμίρ Στσεγκλόφ, ήταν Ρώσος ρεβολουσιονέρ, μάλιστα είχε κάνει και δυο χρόνια στα κάτεργα του Τσάρου μετά την Επανάσταση του 1905, κι ύστερα την κοπάνησε για Βέλγιο μεριά, κατόπιν αριβάρισε εις Παρισίους, όπου δούλεψε ταξιτζής, μη καθήμενος στ’ αβγά του καθόσον διακρίθηκε ως λεβέντης επαναστάτης στη μεγάλη απεργία των ταξί το 1911, ενώ δώδεκα έτη μετά, το 1933, έκανε έναν γιο, τον περιλάλητό μας Ιβάν, που δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα είκοσι και συνέθεσε τις απίθανες «Συνταγές για μια Κανούργια Πολεοδομία», όπου άκου να δεις τι λέει, μισό να βγάλω το μπλοκάκι, ναι, ορίστε, λέει λοιπόν, «Βαριόμαστε στην πόλη, δεν υπάρχει πια βωμός του ήλιου. Ανάμεσα στα πόδια των γυναικών στα πεζοδρόμια, οι ντανταϊστές ήθελαν να βρουν ένα τιρμπουσόν και οι υπερρεαλιστές μια κρυστάλλινη κούπα. Μα όλα αυτά χάθηκαν. Φτάσαμε στο έσχατο στάδιο της μορφολογίας, ξέρουμε να διαβάζουμε στα πρόσωπα όλες τις υποσχέσεις […] Κι εσύ, λησμονημένη, με τις αναμνήσεις σου χίλια κομμάτια απ’ όλες τις εκπλήξεις του άτλαντα, ξέπεσες στα Κόκκινα Υπόγεια του Παλί-Κάο, χωρίς μουσική και γεωγραφία, έχοντας ξεχάσει το αγρόκτημα, την hacienda, όπου οι ρίζες συλλογιούνται, το παιδί και το κρασί γίνονται θρύλοι. Τώρα όλα τέλειωσαν. Δεν θα δεις την hacienda. Δεν υπάρχει πια. Πρέπει να φτιάξουμε την hacienda», και τριάντα χρόνια μετά, μάλιστα, την έφτιαξαν, στο Μάντσεστερ, την Hacienda, και ο Ιβάν είχε ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής μπροστά του, στα άσυλα τα ανάλγητα εγκλωβισμένος, ο ιδιοφυής, όπου άλλο δεν έκανε, στις ανάπαυλες από τις ινσουλίνες και τα ηλεκτροσόκ, από το να παίζει πόκερ, να διαβάζει, να γράφει κάτι σπαράγματα ποιημάτων, και, φαντάζομαι κι εύχομαι, Βασίλη μου, να οραματίζεται, να αναπολεί, να μειδιά, να κάνει σχέδια, να αναθυμάται πώς λούφαρε το στρατιωτικό, με τόσο μουρλοποιητικό τρόπο, όταν παρουσιάστηκε, να περιπλανιέται στο στρατόπεδο και να λέει, να ψιθυρίζει, να ουρλιάζει, ξανά και ξανά, Ω θα τον θυμόμαστε αυτόν τον πλανήτη, ακατάπαυστα, χωρίς σταματημό, ώσπου τον απάλλαξαν, και δεκαετίες μετά η φράση αυτή έγινε σύνθημα και τη λέγαμε κι εμείς, και τη γράφαμε στους τοίχους, χωρίς να ξέρουμε ακόμη ότι ήταν του άλλου υπέροχου παίκτη/ρέκτη, του Ωγκύστ ντε Βιλιέ ντε λ’Ιλ-Αντάμ, που τον λάτρευε ως κι ο ζόρικος μέγκλας, ο Αντρέ Μπρετόν, που αν είχε γνωρίσει, ο Μπρετόν, τον Στσεγκλόφ, σίγουρα θα τον είχε αποκοντά και θα τα έτσουζε μαζί του και θα μιλάγανε για τη Νατζά, ο Αντρέ, και για την Αμαλία Στέλλα, ο Ιβάν, τη μυστηριώδη καλλονή από την Ιταλία, την οποία και παντρεύτηκε το 1956, και της φιλοτέχνησε μια πολύ ωραία προσωπογραφία, διότι και ζωγράφιζε ο Ιβάν, βεβαίως, έκανε και κολλάζ, επικολλήσεις που λέμε, ως ακραιφνής μεταντανταϊστής που ήταν, αυτός, ναι, αυτός ο Ιβάν Σστσεγκόφ, που, με το ψευδώνυμο Ζιλ Ιβέν, υπέγραψε τις τόοοοοοοσο μα τόοοοοοοσο θρυλικές και επιδραστικές «Συνταγές για μια Κανούργια Πολεοδομία», όπου, ανάμεσα στ’ άλλα, μισό, σκονάκι, εδώ είμαστε, πάμε, ναι, λέει λοιπόν, «Ο καθένας διστάζει ανάμεσα στο παρελθόν που ζει μέσα στο συναίσθημα και στο μέλλον που είναι κιόλας νεκρό» –No Future! διατράνωναν οι πάνκηδες, θυμάσαι, Βασίλη;– και: «Ο πολιτισμός πάσχει από εκχυδαϊσμό. Έχουμε υπνωτιστεί από την παραγωγή και τις ανέσεις – σκουπιδοφάγους, ασανσέρ, λουτρά, πλυντήρια», και: «Ανάμεσα στον έρωτα και στον αυτόματο σκουπιδοφάγο η νεολαία όλων των χωρών διάλεξε τον δεύτερο. Πρέπει να μεταστρέψουμε ολοκληρωτικά το πνεύμα φανερώνοντας ξεχασμένες επιθυμίες, δημιουργώντας εντελώς καινούργιες και προπαγανδίζοντάς τες εντατικά», κι αυτά τον Οκτώβριο του 1953, παρακαλώ, κοντά εβδομήντα, ω που να πάρει εβδομήηηηηηηντα, χρόνια πριν, και τ’ ανακαλύψανε για τα καλά το εξήντα οχτώ αυτά, και τ’ ανακαλύπτουμε ξανά και ξανά και ξανά στα χρόνια των αληγών ανέμων και πάνω στη σκακιέρα των ημερών και των νυχτών και μέσα στον πελώριο λαβύρινθο που…
[Συνεχίζεται]