Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης

Στο Night-Club των Συνειρμών, XIΙΙ

…ναι, μέσα στον πελώριο λαβύρινθο, Βασίλη μου που, ό,τι κι αν λένε οι κακές οι γλώσσες και οι καταλαλιές και τα στραβάδια, αρχίζει να τον στήνει, ποιος άλλος;, ο Ιμμάνουελ Καντ, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, κι εκεί είμαστε χωμένοι χυμένοι χαμένοι ακόμη, αλλά χαμένοι ως επιλαχόντες της λυτρώσεως, ως αγγελάκια της πραγματωμένης φιλοσοφίας, διότι άνευ Καντ δεν έχουμε Έγελο και άνευ Εγέλου δεν έχουμε Ντεμπόρ, μ’ ακούς;, σ᾽ ακούω να λες, και για να πάμε και στα δικά μας, δεν θα είχαμε και Άκη Πάνου, όχι όχι όχι μ’ εκείνο το Ας’ τον Τρελό στην Τρέλα του, δεν είναι για μας αυτά, αλλά με το άλλο, με το μεγαλειώδες Δεν Μετανόησα Διότι Δεν Εννόησα, καθότι ο Καντ είναι η επιτομή της εναντίωσης στη λεγόμενη ενοχή, είναι το διαπασών που κατασιγάζει κάθε νότα των λεγόμενων τύψεων, είναι η αντιθεαματική αλήθεια, και τώρα άλλο δεν συμβαίνει από το να επελαύνει η Ταξιαρχία Καντ, αν και το γνωρίζουν, όπως γνωρίζεις, ελάχιστοι, κι αυτό είναι η μέγκλα, αυτό είναι το μεγαλείο, ελάχιστοι να γνωρίζουν, να είναι καλοκρυμμένο το μυστικό, να μη δίνουμε τα άγια τοις κυσί, και ο Καντ, καίτοι Μέγας Αμαρτωλός, κι ας λένε σαχλαμάρες οι σαχλαμαράκηδες, ναι, καίτοι Μέγας Αμαρτωλός ο Ιμμάνουελ, είναι και Μέγας Άγιος, άλλωστε όλοι οι Μεγάλοι Αμαρτωλοί αγίασαν, όλοι οι Μεγάλοι Αμαρτωλοί λογίζονται για Άγιοι, κι αυτή είναι η υπέρτατη δικαιοσύνη της Ιστορίας, το είπεν άλλωστε κι ο μέγιστος διάδοχός του, ο Έγελος, όπως γνωρίζω ότι γνωρίζεις, Die Weltgeschichte ist das Weltgericht, αμ τι γαρ!, που όπως γνωρίζεις ότι γνωρίζω αναφωνούσε ο Καρούζος στην μπάρα της Ράμπας, κι ας λένε οι πυγμαίοι της σκέψης και οι καληνυχτάκηδες της συμφοράς, και δες, άκου, οκέι δες και άκου μαζί, και οσφράνσου, και γεύσου, να ψαύσε, τούτο εδώ το σημείωμα, το λες και εμπρηστικό άμα λάχει, γιατί όχι;, που μου ενεχείρισε τις προάλλες ο Οδυσσέας Γεωργίου, βουαλά: Ψάχναμε να βρούμε τρόπους να ξεφύγουμε ακόμα και από το φάσμα της Κόκκινης Μαυρίλας, είχαμε ξεμπερδέψει με σταλινισμούς, με ουτοπίες που γίνονται αστυνομίες, με άκαμπτους ξύλινους λόγους, ακόμα και με τη συνδικαλισμένη βαρεμάρα. Τη μεγάλη ντρίπλα την κάναμε, η παρέα, αρχές Δεκαετίας του Ογδόντα και μας έσωσε τη ζωή κυριολεκτικά αυτή η μεγάλη ντρίπλα, την οποία μεγάλη ντρίπλα οφείλουμε σ’ έναν Μεσοεπιθετικό Στοχαστή των Ταβερνείων που μια μέρα, όχι, μια νύχτα, καπνίζοντας το αιώνιο Παλλάς του, γυρίζει και λέει, «Ο Χέγκελ είναι πανκ, αδέρφια, ο Χέγκελ», και όπως μας βλέπει εμβρόντητους, πιάνει ν’ αγορεύει επί τρίωρο για τον Γερμανικό Διαφωτισμό, περί του οποίου εμείς δεν ξέραμε και πολλά, ούτε και τον σήκωνε η εποχή, τον Γερμανικό Διαφωτισμό, εξ ου και η όλη φάση ήταν η μεγάλη ντρίπλα, η οποία όπως είπα μας έσωσε τη ζωή κυριολεκτικά, διότι εκεί που πηγαίναμε ντουγρού για τον απόλυτο όλεθρο, κάναμε την ειρημένη μεγάλη ντρίπλα και το γυρίσαμε στον Ιμμάνουελ Καντ κανονικά, διότι ναι μεν ο Χέγκελ ήταν πανκ, κατά τον Μεσοεπιθετικό Στοχαστή, τον Διονύση Μ., αλλά εμείς δεν ήμασταν πανκ, δεν θέλαμε να θάλλουμε ως πανκ, ήμασταν beatniks εμείς, και situationnistes, αν μ’ εννοείς, και έτσι είπαμε να πάμε πιο πίσω, στον Ιμμάνουελ Καντ, και τρέχαμε και διαβάζαμε τα Προλεγόμενα σε Κάθε Μελλοντική Μεταφυσική, και σκαλίζαμε στα ράφια, κι αισθανόμασταν ότι αναπαλαιώνουμε ή/και ανακαινίζουμε τις ηθικές ρήσεις του Φιλοσόφου και Ερημίτη του Κένιγκσμπεργκ (ακόμα και Κινέζου του Κένιγκσμπεργκ, όπως τον έλεγε ο Φρειδερίκος Νίτσε, ένεκα το ύψος: 1 και 57, με τα χέρια σε ανάταση που λέγαμε στην εφηβεία). Κι έτσι, κυριολεκτικά, σωθήκαμε, καθότι δεν ενεπλάκημεν περισσότερο σε κυκεώνες καταχρήσεων και σε λαίλαπες εντάσεων που θα μας πήγαιναν καρφί στον Όλεθρο. Απεναντίας χωθήκαμε/χαθήκαμε σε μεγαλειώδη διαβάσματα και εξοντωτικές αλλά γόνιμες ολονύκτιες συζητήσεις. Μ’ εννοείς;, σ’ εννοώ να λες, από κει ξεκινάει το κόλπο, η μαλαγανιά, η περιπέτεια, το σύστημα, διότι περί συστήματος πρόκειται, κι ας λένε οι τάχατες αποδομιστές και τα ψευτοτσακάλια κι οι χαζοτιτάνες, μισό λεπτό να ανανεώσουμε ουίσκια και φιστίκια, και συνεχίζουμε, έτσι μπράβο, φίνα, μέγκλα, μεγαλείο, εβίβα!, κάθε καλό!, ρουφιέται το άτιμο το ιρλανδέζικο, και τα φιστίκια είναι πρώτης τάξεως σ’ αυτό εδώ το ποτοσχολαστήριο, πάμε παρακάτω, απόψε φύγαμε που λέει και ο Δανδής του Ροκ εντ Ρολλ, ο Θοδωρής Μανίκας: «Αρκετά»! Sufficit! Ιδού τα τελευταία λόγια, εν προκειμένω η τελευταία λέξη, και μετά η τελευταία πνοή. Πριν από 218 χρόνια, μια Κυριακή του 1804, στις 12 Φεβρουαρίου. Ο Χέγκελ είναι πανκ, ο Ιμμάνουελ Καντ είναι beatnik και ροκ-εντ-ρολλ. Ο Χέγκελ μάς βγάζει στους δρόμους, ο Καντ είναι ο δρόμος, και όχι μόνον ο έξω δρόμος, αλλά και ο μέσα, το μύχιο σοκάκι, η έσω λεωφόρος. «Η νύχτα είναι υψηλή, η μέρα ωραία», αποφαίνεται στις Παρατηρήσεις για το συναίσθημα του ωραίου και του υψηλού. Είναι πασίγνωστη η ωρολογιακή ακρίβειά του, ένα τέχνασμα ενδεχομένως άρσης της φθοράς, αποδυνάμωσης του Μέγιστου Τελετάρχη, του Χρόνου. Διά της υπερβολής καταργείς έναν δυνάστη. Οι κάτοικοι του Κένιγκσμπεργκ διόρθωναν τα ρολόγια τους όταν έβλεπαν τον φιλόσοφο να βγαίνει για τον απογευματινό περίπατό του, τόση και τέτοια ακρίβεια. Στο τέλος της ζωής του εξηγούσε τα πάντα με τον ηλεκτρισμό. Μας πληροφορεί ο εξαίσιος Thomas de Quincey ότι μιαν αλλόκοτη θνησιμότητα που έπληξε «τις γάτες της Βιέννης, της Βασιλείας, της Κοπεγχάγης, και άλλων, πολύ απομακρυσμένων μεταξύ τους τόπων», την απέδωσε στον ηλεκτρισμό. Ομοίως, κάποιους έντονους πονοκεφάλους του. Είχε γράψει, λένε, στο σημειωματάριό του: «Όχι άλλη υποταγή στον πανικό του σκότους», ενώ δεν δίστασε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα και κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο. Για τον άνθρωπο με αιματώδη ψυχική ιδιοσυγκρασία επισημαίνει ότι έχει κυρίαρχο το αίσθημα του ωραίου. «Όταν δεν είναι χαρούμενος, είναι δύσθυμος και δεν γνωρίζει καλά την ευχαριστημένη ησυχία. Η ποικιλία είναι ωραία και αυτός αγαπά τη μεταβολή. Αναζητεί τη χαρά μέσα του και γύρω του, ευθυμεί με τους άλλους και είναι καλός στη συντροφιά». Ένας συγκαιρινός, μέγας νους και άνθρωπος επίσης, ο Herder, έγραψε για τον Καντ: «Το μέτωπό του, φτιαγμένο για τη σκέψη, ήταν μια εστία ακατάλυτης ευθυμίας και χαράς, η πιο βαθύνους ομιλία έρρεε από τα χείλη του, αστείο, πνεύμα και φαιδρότητα ήταν κτήματά του, και η διδακτική του παράδοση ήταν η πιο διασκεδαστική συναναστροφή […] Ενθάρρυνε και πίεζε με ευχάριστο τρόπο τους άλλους να σκέφτονται μόνοι τους, ο δεσποτισμός ήταν ξένος στο πνεύμα του. Αυτός ο άνθρωπος, του οποίου το όνομα καλώ με τη μέγιστη ευγνωμοσύνη και εκτίμηση είναι ο Ιμμάνουελ Καντ». Εμένα, από την αρχή μου έκανε έντονη εντύπωση, και λίαν γόνιμη, η φράση «μία άλγεβρα της χρήσης του λόγου», που ναι μεν μου θύμιζε William S. Burroughs, αλλά που είχε να κάνει με το πώς έβλεπαν το καντιανό σύστημα οι μελετητές στις αρχές του 20ού αιώνα…

[Συνεχίζεται]

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή