Γιώργος Χωματηνός

Στο βένθος του υπαρξιακού πένθους

Μαίρη Κλιγκάτση, Θάλασσα με Χιόνι, Ποταμός, Αθήνα 2025.

Το 1990, έναν χρόνο πριν εγκαταλείψει τα εγκόσμια σε ηλικία μόλις 39 ετών, ο αείμνηστος Ζακυνθινός συνθέτης Δημήτρης Λάγιος είχε ερωτηθεί, σε μια ραδιοτηλεοπτική συνέντευξή του, ποιες ήταν οι αγαπημένες του λέξεις στους στίχους που είχε γράψει ο ίδιος σε κάποια τραγούδια του, και αν συμφωνούσε ότι αυτοί οι στίχοι είχαν μια ζεστασιά και μια θάλασσα μέσα τους. Ο Λάγιος, εμφανώς κολακευμένος και χαμογελώντας ντροπαλά, είχε απαντήσει σιγανά, «έχουνε», για να προσθέσει αμέσως μετά, «με φέρνετε σε αδιέξοδο – είναι πολύ βαθιά ερώτηση».

Ξεκινώ με αυτή τη βουτιά το κείμενό μου για την τρίτη ποιητική συλλογή της Μαίρης Κλιγκάτση με τίτλο Θάλασσα με Χιόνι, διότι, στην πρώτη από τις 24 «μονοστιγμές» που τη συνθέτουν, η ποιήτρια, σε σημείωσή της, αναφέρεται στο τραγούδι «Το νερό», σε στίχους και μουσική του Δημήτρη Λάγιου, το οποίο, μετά τον δίσκο Έργα για ορχήστρα νυκτών εγχόρδων το 1989, επανακυκλοφόρησε στο άλμπουμ Ρωγμές το 1992· για την ακρίβεια, η Κλιγκάτση παραθέτει το πρώτο δίστιχο του τραγουδιού: «το νερό δίνει φως / το νερό παίρνει φως».

Οι Ρωγμές του Λάγιου έρχονται ν’ ανταμώσουν με τη λέξη Σπασμένος στο «Προοίμιο» της συλλογής. Η λέξη αυτή έλκει καταγωγή από το ποίημα «όγδοη μέρα» της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Κλιγκάτση με τίτλο Νυμφώνας (Γαβριηλίδης, 2018), στο οποίο η ποιήτρια συνομιλεί με τον Γερμανό ποιητή Χάινριχ Χάινε. «Σας μίλησα για βάραθρο», του λέει. «Πήρα το δάχτυλο και σας έδειξα τον τόπο που αναπαύονται όσοι πολύ αγάπησαν αυτούς που πρώτοι έφυγαν. Σας έδειξα όσα συμβαίνουν στον τόπο που κατοικούν Σπασμένοι». Είχε προηγηθεί η παράθεση του πρώτου δίστιχου του ποιήματος «Του τραγουδιού της μια φράση» («Hör’ ich das Liedchen klingen») τού Χάινε στο πρωτότυπο. Παραθέτω, με τη σειρά μου, το εν λόγω ποίημα σε μετάφραση του Διονύση Καψάλη:

Του τραγουδιού της μια φράση
ν’ ακούσω και στη στιγμή
το στήθος μου πάει να σπάσει
από την παιδωμή.
Του πόθου μου με σαρώνει
ο μαύρος άνεμος
σε δάσος – κι εκεί λιώνει
σε δάκρυ ο καημός.

Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε από τον Ρόμπερτ Σούμαν και αποτελεί το δέκατο από τα δεκαέξι τραγούδια του κύκλου τραγουδιών για φωνή και πιάνο Ο έρωτας του ποιητή (Dichterliebe), έργο 48, που ολοκληρώθηκε το 1840. Ολόκληρος ο κύκλος αντλεί το ποιητικό του υλικό από το Λυρικό ιντερμέδιο (Lyrisches Intermezzo) του Χάινε, γραμμένο την περίοδο 1822-1823 και δημοσιευμένο το 1827 στο Βιβλίο των τραγουδιών (Buch der Lieder). Επτά χρόνια μετά τη δημοσίευση του έργου του Χάινε, ο Σούμαν γράφει σ’ έναν φίλο του για τον έρωτά του προς την Ερνεστίνε φον Φρίκεν: «Αν μου ζητήσεις να ονομάσω τον πόνο μου, δεν μπορώ να το κάνω. Νομίζω πως είναι ο πόνος ο ίδιος· δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα». Προσέξτε τον συγγενή τρόπο με τον οποίο η Κλιγκάτση, στη «μονοστιγμή είκοσι δύο» της συλλογής της, ομογενοποιεί πόνο και κείμενο:

Το κείμενο αυτό μοιάζει με κάτι σαν γέννα. Τι κοινότοπο! Παιδιά δεν γέννησε. Ακόμα πιο κοινότοπο! Επαναδιατυπώνω: το κείμενο αυτό είναι κάτι σαν ένα κείμενο. Είπε γράφοντας ό,τι ήθελε να πει,

κάνοντας έτσι «άσκηση ειρήνης, ανάπαυσης, συμφιλίωσης με εαυτό». Ή, αλλιώς, μια ευχή για «επιθαλάσσια αρωγή», όπως ωραία διατυπώνεται στη «μονοστιγμή είκοσι»:

Ίσως η θάλασσα μού απλώσει επιτέλους τα μαλλιά
  της και πιαστώ.

Εύλογα, θα αναρωτηθεί κανείς: τόση μουσική πια σε κείμενο που αφορά μια ποιητική συλλογή; Την απάντηση δίνει η ίδια η ποιήτρια στη «μονοστιγμή τρία», όπου δηλώνει πως «γράφει ένα βιβλίο σάουντρακ», μια «σερενάτα για τη σεξουαλική απουσία». Δίνει, μάλιστα, ενδιαμέσως των «μονοστιγμών» της, σαφείς οδηγίες για τον τρόπο εκτέλεσης και ρυθμικής τοποθέτησής της. Μολοντούτο, δεν είναι ανάγκη να πάρουμε τοις μετρητοίς όλα αυτά τα «staccato», «legato» και «levare», δηλαδή τα εκφραστικά εργαλεία που «χρωματίζουν» τον τρόπο που διαβάζεται αυτή η «σερενάτα». Άλλωστε, ήδη από τον Νυμφώνα, σε μία ακόμα απεύθυνσή της στον Χάινε, η ποιήτρια προειδοποιεί:

Πάψτε επιτέλους να νομίζετε ότι καταλαβαίνω λέξη προς λέξη τα ποιήματα, τις πραγματείες σας για την αγάπη και τον έρωτα, πάψτε να νομίζετε πως ύστερα από όλα αυτά έχουν σημασία οι λέξεις που γράψαμε, το είχατε πει εξάλλου εσείς ο ίδιος, ο ποιητής δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος του εαυτού μας, πάψτε να μου υπαγορεύετε τον τρόπο να ζω, την τέχνη να ξεχνάω, τον ρυθμό που με καταδιώκει να αψηφώ, πάψτε, γιατί νιώθω πως κολλήσαμε όλοι την ίδια αρρώστια,

για να συμπληρώσει κατόπιν στη Θάλασσα με Χιόνι:

Αν παίζαμε ή κάναμε μουσική χωρίς αναλόγιο,
σως θα ήταν πιο απλά τα πράγματα.
Κανείς δεν θα εξηγούσε σε κανέναν,
γιατί όλοι θα ήξεραν τι σημαίνει η φράση
παίζω με την καρδιά μου,
ή τι σημαίνει ανάγνωση εκ πρώτης όψεως.
Εκείνο το αυθόρμητο παίξιμο,
τότε που το πιθανότερο είναι να τα κάνεις όλα
μαντάρα.

Πιθανότατα εκ της ναυτικής μου ιδιότητας, έχω μάθει να αναγνωρίζω τα ναυάγια που κρύβονται πίσω από τις λέξεις – όπως εδώ, ας πούμε, πίσω από τη λέξη μαντάρα. Από το έμπα κιόλας αυτής της συλλογής, ένα χάρτινο καράβι ελληνικών συμφερόντων που φέρει το όνομα Η εκδρομή της Ευδοκίας, ιδιοκτησίας της εταιρείας «Άγρα», με καπετάνιο τον Παντελή Μπουκάλα, εμφανίζεται να προσκρούει με δύναμη πάνω «στον λευκό τοίχο χάρτινου δωματίου χάρτινου σπιτιού». Το περιστατικό αυτό, κατά δήλωση της ίδιας της ποιήτριας, αποτέλεσε το έναυσμα να γραφτεί το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής. Ή ακριβέστερα: αποτέλεσε το έναυσμα αυτή η συλλογή να εξελιχθεί σε χάρτινη φουρτούνα.

Η κλίμακα Μποφόρ (Beaufort) είναι ένας εμπειρικός και συστηματικός τρόπος μέτρησης της έντασης του ανέμου, που βασίζεται στην παρατήρηση των επιπτώσεών του στη θάλασσα και, δευτερευόντως, στη στεριά. Η κλίμακα ξεκινά από το 0 (απόλυτη νηνεμία) και φτάνει στο 12 (τυφώνας). Η Κλιγκάτση, στις συλλογές Νυμφώνας και Θάλασσα με Χιόνι, δημιουργεί τη δική της εμπειρική κλίμακα για τη μέτρηση της έντασης του υγρού στοιχείου στη γυναικεία φύση, ως να ήταν αυτή η ίδια «η βαθμονομημένη κλίμακα»· αυτή «η πλάστιγγά» της. Στον Νυμφώνα περιγράφονται οι έξι πρώτες βαθμίδες αυτής της κλίμακας, από το 0 έως το 5· πάει να πει, από το «στεγνό αίσθημα», μέχρι την ερωτική ταραχή:

Εύα
Μαρία
Θάμαρ
Ραχάβ
Ρουθ
Βηρσαβεέ.

Στη Θάλασσα με Χιόνι περιγράφονται οι επόμενες επτά βαθμίδες· από την κυματώδη, έως τη μαινόμενη γυναικεία φύση:

Ιρέν
Αντιγόνη
Εριθέλγη
Μήδεια
Έρση
Μαρίνα και, η αγριότερη όλων,
Ουντίνε· εκεί όπου σηκώνονται τεράστια κύματα και ξεσπά η οργή για «την ποινή των ακατάληπτων αντιφάσεων που συγκροτούν έναν κόσμο που δεν ανήκει σε καμιά» τους· εκεί όπου ο αέρας βαραίνει απ’ τις ψεκάδες και η θάλασσα ασπρίζει απ’ τον αφρό· εκεί, με ελάχιστη έως μηδενική ορατότητα, ντύνεται Θέμιδα κι απονέμει την άγρια δικαιοσύνη της:

Τη σέβεσαι;, σε αφήνει να την κολυμπήσεις, φέρεσαι με θράσος;, σε τραβάει για πάντα στον βυθό.

«Είναι αστείο», γράφει η Κλιγκάτση, «να διαβάζετε ένα βιβλίο που ονομάζεται Θάλασσα με Χιόνι και στις σελίδες του ακόμανα μην έχετε απαντήσει πουθενά κάποιο πραγματικό επεισόδιο που να διαδραματίζεται στις ακτές ή μέσα της». Εξίσου αστείο θα ήταν, θαρρώ, να μην είχαμε απαντήσει πουθενά στην επικράτεια αυτής της χάρτινης θάλασσας κάποιο, ιζηματογενές έστω, νησί. Και νά: σχηματισμένη από ξεραμένα αίματα, κορμιά-ιζήματα, προσμίξεις και ιστορικές επιχωματώσεις, διακρίνεται πάνω από «τις πολυσημίες και τις αμφισημίες της θάλασσας» η μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς, τόπος στέρεος που συγκροτεί τη συλλογική μνήμη, στον οποίο μπορείς να στηριχτείς, να ισορροπήσεις, κι από εκεί να βασιστείς ξανά στην πείνα της σάρκας [αυτό το «verläßt sich wieder darauf daß dieses Fleisch hungrig ist» του ποιήματος «Auflösung» (Διάλυση) της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, με την οποία η Κλιγκάτση συνομιλεί στη «μονοστιγμή είκοσι τέσσερα»] κι έπειτα να πεις με τα λόγια τής ποιήτριας:

Να ζήσουμε, και ίσως τελικά τότε πατρίδα και γλώσσα χαθούν, πριν καν εμείς μάθουμε από γεωγραφία. Ας χαθούν.

Αναφέρθηκα παραπάνω στη συνομιλία της Κλιγκάτση με τη Μπάχμαν. Αυτή γίνεται μέσω του διηγήματος «Undine geht» («Η Ουντίνε φεύγει») και του ποιήματος «Böhmen liegt am Meer» («Η Βοημία κείται πλάι στη θάλασσα») της Αυστριακής ποιήτριας. Η Ουντίνε πρωτοεμφανίστηκε, ως πνεύμα του νερού, στην πραγματεία τού ΠαράκελσουLiber de Nymphis, Sylphis, Pygmaeis et Salamandris et de caeteris spiritibus που εκδόθηκετο 1566, και αναδείχθηκε λογοτεχνικά από την ομώνυμη νουβέλα –χαρακτηριστικό έργο του γερμανικού ρομαντισμού– του Φρίντριχ ντε λα Μοτ Φουκέ το 1811. Πρόκειται για μια νύμφη του νερού, που μπορεί να αποκτήσει ψυχή μόνο αν αγαπηθεί από άνθρωπο. Στον μύθο, η Ουντίνε είναι δεμένη με το νερό, αλλά ταυτόχρονα επιθυμεί έναν κόσμο πέρα απ’ αυτό. Στο διήγημά της, η Μπάχμαν ανατρέπει τον μύθο: Η Ουντίνε δεν μένει δέσμια της μοίρας που της επιβάλλεται, απορρίπτει τους άνδρες, τους μύθους και τις αφηγήσεις που την εγκλωβίζουν. Πρόκειται για μια εκδήλωση χειραφέτησης, μια απομάκρυνση από τις πατριαρχικές επιταγές· ένα μανιφέστο για τη γυναικεία φωνή και ανεξαρτησία, αλλά και για την ποιητική γλώσσα που διεκδικεί να υπερβεί τα παραδοσιακά σχήματα. Όσο για το ποίημα «Η Βοημία κείται πλάι στη θάλασσα», η Μπάχμαν εκκινεί από το διάσημο παράδοξο του πεντάπρακτου θεατρικού έργου Το χειμωνιάτικο παραμύθι (Winter’s Tale) του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: στην τρίτη σκηνή της τρίτης πράξης, η Βοημία, που βρίσκεται στην ενδοχώρα της Κεντρικής Ευρώπης, αναφέρεται ως «έρημη χώρα δίπλα στη θάλασσα». Η Μπάχμαν παίρνει αυτήν την παραδοξότητα (δραματουργική ανακρίβεια ή σκόπιμη απελευθέρωση από την πραγματικότητα, αδιάφορο) και τη μετατρέπει σε ποιητική δήλωση: εκεί που η πραγματικότητα προβάλλει άρνηση, η φαντασία επιδεικνύει επιμονή.

Ευτυχώς η Βοημία θα παραστέκει πάντα στη
Θάλασσα
και πάντα η Undine θα υπολείπεται και θα φεύγει
ψάχνοντας έναν λαχνό φωτιά
κι αυτόν που φεύγει.
Θα φεύγει η Undine και πάντα θα ’ναι πάλι τριάντα
χρονώ,

γράφει η Κλιγκάτση για τη Θάλασσα με Χιόνι τής Βοημίας, η οποία καθίσταται εικόνα της Ουτοπίας, μιας χώρας όπου το αδύνατο μπορεί να υπάρξει, όπου η ελευθερία και η λύτρωση αποκτούν γλώσσα κι ελπίδα. Ή, όπως ωραία και απλά το θέτει η Φρίντα Λιάππα σε μια σημείωση της συλλογής, «τι τα θέλεις, φίλε, κομπίνες όλα για να τη βγάλουμε».

Ολοκληρώνω αυτό το κείμενο με μια αναφορά στο αριστουργηματικό Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublev, 1966) του Αντρέι Ταρκόφσκι: πρόκειται για την περίφημη σεκάνς της συνομιλίας τού Ρουμπλιόφ με το φάντασμα του αγιογράφου Θεοφάνη του Έλληνα μέσα σε μια κατεστραμμένη εκκλησία. Όταν αρχίζει να χιονίζει στο εσωτερικό του ναού, ο Ρουμπλιόφ αναρωτιέται: «Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από το να χιονίζει μέσα σ’ έναν ναό;» Θαρρώ πως και η Κλιγκάτση, επιμένοντας να προσπαθεί να ενώσει τα διεστώτα με λέξεις νότες, να «αναζητά τον χαμένο καιρό της» βλέποντας τα περιθώρια να στενεύουν, να θαλασσοπνίγεται κάθε φορά που μετατοπίζεται το φορτίο της αφήγησης της ζωής της, αναρωτιέται το ίδιο πράγμα: υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από το να χιονίζει στη θάλασσα της πίστης – στον έρωτα, στο σώμα, στη ζωή, στο μέλλον;

Ίσως αυτός ήταν, σκέφτομαι, ο μόνος τρόπος για «την άνθρωπο» Κλιγκάτση «να δει καθαρά πως μέσα της ζουν πολλές και πρέπει να ονομαστούν, διότι σίγουρα τουλάχιστον μία από όλες, σίγουρα αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πνιγεί». Και ίσως εξαιτίας αυτής της συνειδητοποίησης βρήκε το θάρρος να βουτήξει στο άπατο βένθος του πένθους· εκεί όπου κάθονται και μας περιμένουν τα ναυάγια των εαυτών μας.

Κύλιση στην κορυφή