Μέρα 1. Το Όνειρο
Το όνειρο το είδα το βράδυ που φτάσαμε στην Κατάνια. Στεκόμουν μόνος στην πλώρη ενός πλοίου που άλλαζε συνεχώς μορφή. Στην αρχή ήταν τριήρης και μετά γαλέρα, δρόμωνας, καραβέλα, φρεγάτα και στο τέλος υπερωκεάνιο και ξανά απ’ την αρχή. Δεν αισθανόμουν ωστόσο κανέναν φόβο. Η θάλασσα είχε ένα βαθύ μπεέ μεταλλικό χρώμα και ο ορίζοντας μόλις που ιώδιζε.
Κάποια στιγμή ο αέρας δυνάμωσε. Ξεκίνησε να φυσά ένας σιρόκος. Ήταν υγρός και βαρύς, κουβαλώντας τόνους άμμο από την αφρικανική έρημο. H θάλασσα έγινε κόκκινη και πηχτή σαν ζύμη, φουσκώνοντας σε διάφορα σημεία με τρόπο τυχαίο και ακανόνιστο, ενώ ο βυθός ανέδιδε μία έντονη μυρωδιά από θειάφι. Άξαφνα ο ορίζοντας μεταμορφώθηκε σε ένα θηριώδες σε μέγεθος πανί που μας κύκλωνε.
Δεν πέρασε πολύς χρόνος και πίσω από το πανί έκανε την εμφάνισή του ένας μανιασμένος Κύκλωπας. Πλησίασε με ορμή κι άρχισε να μας κοιτά σαν μικρό παιδί, κολλώντας το τεράστιο μάτι του στο πανί. Στα χέρια του βαστούσε ένα ηφαίστειο που εκτόξευε με δύναμη παχύρρευστη λάβα. Μεγάλες πύρινες φλέβες έρεαν ως τη θάλασσα, σχηματίζοντας πυκνά σύννεφα λευκού ατμού.
Πάνω στους ώμους του Κύκλωπα και πλάι στο Ηφαίστειο στεκόταν ένας γέρος, κουτσός και δύσμορφος. Πετούσε κάτι τεράστιους μαγνήτες σε έναν κλίβανο και έπειτα χτυπούσε ρυθμικά με ένα τεράστιο σφυρί ένα πυρακτωμένο αντικείμενο πάνω στο αμόνι. Δεν έβλεπα καλά τι ήταν. Μετά κατάλαβα ότι έφτιαχνε ένα νησί. Το νησί είχε τρεις άκρες και το κεφάλι της Μέδουσας Γοργώ στη μέση.
Είδα να τον πλησιάζει μία ψηλόλιγνη γυναικεία μορφή. Στα μαλλιά της είχε στάχια και δέντρα πανύψηλα. Έκλαιγε και όπου έπεφταν τα δάκρυά της φύτρωναν φύκια που έφταναν γρήγορα ως την επιφάνεια. Την είδα να σκύβει πάνω απ’το νησί και να ψιθυρίζει λέξεις. Κάποιες, λίγες μόνον, ίσα που ακούγονταν: «Ακράγαντας, Σελλινούντα, Συρακούσες, Νάξος…». Ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο. Σηκώθηκαν κύματα ψηλά, ενώ τεράστια φύκια σκαρφάλωναν στο πανί, αγκαλίαζοντας τις φλέβες τις λάβας. Τότε ο γέρος σιδεράς έπιασε με τα ίδια του τα χέρια το πυρακτωμένο νησί, και το πέταξε μακριά με δύναμη κι οργή τρομακτική. Εκείνο αφού περιστράφηκε τινάζοντας πυρωμένη λάβα και φωτιά με φοβερή ορμή, προσγειώθηκε στην άκρη του ορίζοντα.
Δίπλα μου στεκόταν ώρα πολύ ένας νέος. Πρόσεξα την πορφυρή ταινία στα μαλλιά και την πόρπη με το κηρύκειο του Ερμή στον ώμο. «Άποικος», σκέφτηκα. Με κοίταξε και μου έδειξε το νησί, χαμογελώντας. Έμοιαζε γεμάτος απαντοχή. Πόση δύναμη και θέληση να διέθετε ετούτη η αρχαϊκή διασπορά; Ποια ύλη πολιτισμική την έκανε τόσο δυνατή κι ατρόμητη; Πίσω μας στην πρύμνη ήταν κι άλλοι, πολλοί: Φοίνικες, Ρωμαίοι, Γότθοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Σαρακηνοί, Νορμανδοί, Αραγωνέζοι, Ιταλοί. Μιλούσε ο καθένας τη δική του γλώσσα. Μια μεσογειακή Βαβέλ. Όλοι έμοιαζαν ενθουσιασμένοι, γεμάτοι προσμονή. Τώρα το σκάφος πετούσε σαν μαγικό χαλί, πάνω από τα κύματα, βλέπαμε ήδη τις ακτές. Ξύπνησα.
Σημείωση Α. Πυκνότητα.
Πλησίαζε έξι η ώρα, το πρωί. Οι υπάλληλοι του δήμου, άδειαζαν τους κάδους με τα μπουκάλια, αδιαφορώντας για τον θόρυβο, ενώ κάποιες πρώτες αχτίδες του ήλιου έσκαγαν με αυθάδεια στο παντζούρι, θέλοντας να τρυπώσουν στο δωμάτιο. Έφτιαξα έναν καφέ. Είχαμε κανονίσει να φύγουμε νωρίς για την Αίτνα. Οι οδηγίες του σπιτονοικοκύρη ήταν σαφείς. «Να σηκωθείτε νωρίς. Εύκολο είναι. Έχει συνέχεια πινακίδες. Στο βουνό, όμως, επάνω, να προσέξετε πολύ. Είναι μυστήριο κι επικίνδυνο το βουνό, όπως η θάλασσα». Ο σπιτονοικοκύρης μας ήταν ιδιόρρυθμος τύπος. Λάτρευε τον συντοπίτη του Λεονάρντο Σιάσια (1921-1989), την κουβέντα και το καλό κρασί (ιδιαίτερα εκείνο το φανταστικό Cerasuolo της μικρής τρατορίας, που βρισκόταν κάτω απ’ το σπίτι).
Έριξα μία τελευταία ματιά στις σημειώσεις μου. Είχα προετοιμαστεί αρκετά για αυτό ταξίδι. Πάντα προετοιμάζομαι. Αλλά με τη Σικελία ξέφυγε το θέμα. Η έρευνα έμοιαζε ατέρμονη. Το ένα πράγμα που γνώριζα με έσπρωχνε σε κάτι άλλο και εκείνο με τη σειρά του σε ένα τρίτο. Έχει μια πυκνότητα πρωτοφανή το νησί. Πρωτοφανή και πολυεπίπεδη: πολιτισμική, μορφολογική, γεωγραφική, αρχιτεκτονική, πληθυσμιακή, ακόμη και γαστρονομική. Αρκεί να φας ένα Αραντσίνι για να την αντιληφθείς. Αυτός ο τραγανός κεφτές από ρύζι με γέμιση ραγού και διάφορα άλλα υλικά, το πλέον διάσημο Σικελικό piatto uniquo (αραβικής προέλευσης), συνιστά τρανό παράδειγμα αυτής της ιδιότυπης πυκνότητας. Περισσότερο όμως και πάνω απ’ όλα πρόκειται για μια πυκνότητα ιστορική. Η ιστορία της Σικελίας αποτελεί μια ακατάπαυστη ροή λαών και κατακτητών. Από τη νεολιθική εποχή έως τις ημέρες μας, προχωρά και ξεχύνεται όπως η λάβα ενός ηφαιστείου και μόλις ένα στρώμα της παγώσει και στεριώσει, τότε το ηφαίστειο χύνει ξανά τη λάβα του από πάνω.
Χάζεψα μία ακόμη φορά το πρόχειρο χρονολόγιο που είχα φτιάξει. Γεμάτο ονόματα, γραμμές, ημερομηνίες και μουτζούρες. Οι Έλληνες φτάνουν στο νησί τον 8ο αιώνα π.Χ.. Εκεί ζουν ήδη οι Σίκουλοι, οι Σικανοί, οι Ελύμιοι, ενώ υπάρχουν και αρκετές εγκαταστάσεις και οικισμοί Φοινίκων. Οι Έλληνες σπρώχνουν τους αυτόχθονες στο ορεινό εσωτερικό του νησιού, κάποιοι εξελληνίζονται. Ξεκινά τότε η διαμάχη με τους Καρχηδόνιους. Το 480 π.Χ., κι ενώ οι Πέρσες επιτίθενται στην Ελλάδα, οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας ενώνονται και αποκρούουν οριστικά τους Καρχηδονίους στη μάχη της Ιμέρας. Δύο περίπου αιώνες αργότερα, είναι η σειρά των Ρωμαίων: η Σικελία γίνεται επαρχία της Ρώμης. Τον 5ο αιώνα μ.Χ., η πτώση της αυτοκρατορίας, φέρνει στο νησί στους Βανδάλους και στη συνέχεια στους Οστρογότθους. Στις αρχές του 6ου αιώνα, το Βυζάντιο με τον Βελισσάριο κατακτά τη Σικελία και την κάνει Βυζαντινό θέμα. Τέσσερις περίπου αιώνες μετά και συγκεκριμένα το 827 μ.Χ. έρχονται οι Άραβες. Το μουσουλμανικό εμιράτο της Ṣiqilliya θα διαρκέσει δύο περίπου αιώνες και θα είναι μια περίοδος άνθησης και ανάπτυξης. Το 1060 το νησί κατακτιέται από τους Νορμανδούς. Ακολουθεί μία ακόμη περίοδος ισχυρής οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Η Νορμανδική Σικελία είναι μία γνήσια πολυπολιτισμική κοινωνία όπου Έλληνες, Λατίνοι, Άραβες, Εβραίοι και Νορμανδοί κατορθώνουν να συμβιώνουν ειρηνικά. Στη συνέχεια, η ιστορία περιπλέκεται. Το 1282 οι Σικελοί επαναστατούν, με τη βοήθεια και των Βυζαντινών, εναντίον του Καρόλου του Ανδεγαυού, ο οποίος είχε καταλάβει το Βασίλειο το 1268. Μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς, η Σικελία περνάει στον έλεγχο της Αραγονίας. Έπειτα γίνεται μέρος του Βασιλείου των Δύο Σικελιών (της Νάπολης), ενώ αργότερα θα κατακτηθεί (18ος αιώνας) από τους Βουρβώνους. Φτάνουμε έτσι στην περίοδο της Ιταλικής Παλιγγενεσίας (Risorgimento). Το 1860 ο Γκαριμπάλντι μαζί με άλλους 1000 επαναστάτες αποβιβάζεται στη Μαρσάλα, στα νοτιοδυτικά του νησιού, Η «Εξόρμηση των Χιλίων (Spedizione dei Mille)»– με την αρωγή των Άγγλων τους ένοιαζε η διώρυγα του Σουέζ – στέφεται με επιτυχία. Οι Βουρβώνοι φεύγουν και το νησί περνά στο Βασίλειο της Ιταλίας.
Σήμερα, ως περιφέρεια χαίρει σχετικής διοικητικής αυτονομίας, διαθέτει πέντε εκατομμύρια κατοίκους και το δικό της τοπικό κοινοβούλιο. Ωστόσο παραμένει μία περιοχή με εξαιρετικά χαμηλό κατά κεφαλή εισόδημα, υψηλή ανεργία και εκτεταμένη μαύρη εργασία. Η οικονομία της, αν και είναι ως επί το πλείστων αγροτική, εμφανίζεται ακμαία σε τομείς όπως η αλιεία, τα τρόφιμα, η πετροχημική βιομηχανία, αλλά και η εξόρυξη πετρελαίου, φυσικού αερίου και θειαφιού. Στη γεωργία της ξεχωρίζει για προϊόντα όπως το σιτάρι και γενικότερα τα δημητριακά, οι ελιές, τα εσπεριδοειδή και τα αμπέλια. Ενώ διαθέτει πολλά διυλιστήρια και εργοστάσια επεξεργασίας θειαφιού.
Μέρα 2 / Α. Το Ηφαίστειο
Μιλάγαμε ώρα για την περίπλοκη ιστορία και το δύσκολο παρόν της Σικελίας, καθώς ανεβαίναμε την Αίτνα. Ο δρόμος ανηφορίζει σαν ένα τεράστιο φίδι τις πλαγιές του ηφαιστείου. Διασχίζεις τα προάστια της Κατάνιας και τους δορυφορικούς της οικισμούς και κάποια στιγμή τα σπίτια αραιώνουν και το τοπίο αγριεύει απότομα. Ανάμεσα σε συστάδες δέντρων (καστανιές. σημύδες και κάποιες φιστικιές), εμφανίζονται τότε ρυάκια παγωμένης λάβας, σε ακατάληπτα σχήματα. Μία άγρια και πρωτόγονη γεωμετρία. Αισθάνεσαι τη βία και τη δύναμη των σωθικών της γης. Σε διαπερνά μια υπόρρητη ένταση, ένα μείγμα φόβου και πρόκλησης. Φτάνεις στα τελεφερικ. Ανεβοκατεβαίνουν αδιάκοπα στα 3330 μέτρα. Σκαρφαλώνομε μαζί τους έως την κορυφή. Εδώ έφτιαχνε τους κεραυνούς του Δία ο Ήφαιστος. Οι ντόπιοι λένε ότι από την κορυφή του Βουνού είναι σαν να βλέπεις τη Γη από τη Σελήνη. Έχουν δίκιο.
Μέρα 2 / Β. Tour–ists
Κατεβήκαμε την Αίτνα από τη βόρεια πλευρά. Επόμενος σταθμός η Ταορμίνα, η αρχαία αποικία των Συρακουσών, το περιώνυμο Ταυρομένιο. Έλληνες η αρχή κι έπειτα παλίμψηστο κι εδώ: Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Άραβες, Νορμανδοί, Ισπανοί. Σκαρφαλώσαμε στον λόφο. Το αρχαίο θέατρο έστεκε περήφανο στην κορυφή του Ιονίου. Ο ήλιος είχε αρχίσει από νωρίς να γέρνει πίσω από την Έτνα, η θάλασσα απλωνόταν ατελεύτητη.
Η Ταορμίνα υπήρξε η αφετηρία των Μεγάλων Περιηγήσεων (Grand Tours), των πρώτων tour-ists αριστοκρατών. Θα την επισκεφτεί κι ο Γκαίτε, ανάμεσα σε πλήθος ερλς και βαρώνους και πρίγκηπες, θα τον εντυπωσιάσει. Στη συνέχεια θα περάσουν από εδώ o Μωπασσάντ, ο Γουάιλντ, αλλά και ο Ζιντ, ο Λώρενς, ο Πάουντ και ο Γιέιτς. Ρομαντικοί ή μη, έρχονται για να προσκυνήσουν τη μούσα της Ιστορίας ή να μαγευτούν από το βλέμμα της τρίσκελης Μέδουσα.
Εμείς τώρα, πιο ταπεινοί μα με τα ίδια θέλγητρα. Προσπαθούμε να αποφύγουμε τις μάζες. Τρώμε κάπως πρόχειρα, αλλά δοκιμάζουμε Nerello και Eugenia (το έπινε κι ο Πλίνιος) και έπειτα το διασκεδάζουμε με γρανίτα con panna στο BamBar, χαζεύοντας τις φωτό στους τοίχους με τον ιδιοκτήτη και τα celebrities. Περπατάμε νωχελικά στην Corto Umberto. H passengiata οδηγεί στην Piazza IX Aprile. Μια πλατεία μπαλκόνι με απεριόριστη θέα στον κόλπο. Ξαποσταίνουμε με λίγο γλυκό λιαστό κρασί από την Παντελαρία. Η νύχτα απλώνει σιγαλά ένα σεντόνι με άστρα. Η μεσόγειος τόσο ίδια, τόσο ξεχωριστή.
Μέρα 2 / Γ. Citta Nera
Επιστρέψαμε στην Κατάνια για να φάμε. Διαλέξαμε πριν φτάσουμε το «Me Cumpari Turido» (Ο Κουμπάρος μου ο Τουρίντου). Αφ’ ενός γιατί φημίζεται ως το εστιατόριο με την πιο αυθεντική τοπική κουζίνα. Αφ’ ετέρου διότι Τουρίντου είναι και το όνομα του τραγικού ήρωα της Καβαλερία Ρουστικάνα. Της όπερας του Πιέτρο Μασκάνι (1863-1945) που σχετίζεται με ένα έργο του μεγάλου Σικελού Βεριστή συγγραφέα Τζιοβάνι Βέργκα (1840-1922). Κατευθυνόμασταν από την Όπερα του Μπελίνι προς το Ρωμαϊκό Αμφιθέατρο. Περπατούσαμε δίχως βιασύνη, θαυμάζοντας την Città nera (Μαύρη Πόλη) της Σικελίας. Μιας πόλης φτιαγμένης σχεδόν ολοκληρωτικά από τη μαύρη πέτρα του ηφαιστείου. Ήταν μια ζεστή και ήπια νύχτα. Το φεγγάρι είχε σκαρφαλώσει στο ζενίθ. Η θάλασσα ήταν γαληνεμένη. Ήθελες να την πιείς. Το Ιόνιο το αισθάνεσαι δικό σου κι από την άλλη πλευρά. Σου χαρίζει μια αύρα που σου δροσίζει τη ψυχή. Φαντάζεσαι τους πρώτους Χαλκιδαίους αποίκους. Άγια «τέφρα». Μέθη. Ηφαιστειώδης κι ανένταχτη πατρίδα αιώνων. Υπνοβάτης στη ράχη ενός ελέφαντα. Ο Ρογήρος ο πρώτος έβαλε εδώ τα θεμέλια ενός καθεδρικού και ο Αλφόνσο έφτιαξε το πρώτο Πανεπιστήμιο (1434) του νησιού. Δεν σε φοβίζει η σκιά της Αίτνα. Σου χαρίζεται εύκολα και σου προσφέρει πολλά: Μπαρόκ, Μπελ Κάντο, Μπελίνι, Βέργκα, Γκαριμπάλντι. Αλλά και εγκλήματα και πόνος. Η Αγία Αγαθή και οι διώξεις και οι μάρτυρες μιας θρησκείας που ίσα που φυτοζωεί πια. Ο καταστροφικός σεισμός του 1693.
Μέρα 3. Val di Noto
Το πρωί σκεφτήκαμε να πάμε προς τα παλιά εργοστάσια για το θειάφι. Αλλάξαμε γνώμη. Χαθήκαμε στα στενά της πόλης, αναζητώντας σπίτια διάσημων και τις Μαριονέτες των Σικελών. Η Opera dei Pupi, με τις χαρακτηριστικές ψηλόλιγνες φιγούρες σιδερόφρακτων ιπποτών του Καρλομάγνου που μάχονται τους Σαρακηνούς ήταν πριν από δύο αιώνες κάτι αντίστοιχο με το δικό μας θέατρο Σκιών. Σε κάθε πόλη και χωριό, σε κάθε πανηγύρι και γιορτή, υπήρχε και μία παράσταση. Τώρα κλειστήκαν μέσα, σε θέατρα για τουρίστες και άλλους περίεργους. Πήραμε το αμάξι και ξεκινήσαμε για τον Νότο.
Το απόγευμα βρισκόμασταν στηνπόλη του Damasco Rοsso. Το μπαρόκ εδώ καλύπτει τα πάντα. Ισοπεδώνει με τη θηριώδη θεατρικότητά του και τη γοητευτική του φλυαρία ό,τι υπήρχε πρωθύστερα, ό,τι προηγήθηκε. Την αφορμή την έδωσε ο μεγάλος σεισμός του 1693. Την ιδέα οι Αραγωνέζοι που κάποτε όριζαν τα πάντα στο νησί. Ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια της Catedrale San Nicolo di Mira. Ίσως ο Μπρωντέλ να είχε δίκιο, το Μπαρόκ κάλυψε απλώς τα δομικά ζητήματα της παρακμάζουσας Νότιας Ευρώπης. Αναζητήσαμε λίγη σκιά και δροσιά. Το μικρό ζαχαροπλαστείο απέναντι από την Chiesa di Santa Chiara μας δεξιώθηκε με γεύσεις εκλεπτυσμένες και καλαίσθητες. Παραγγείλαμε δίχως μέτρο: Cassata, Biancomangiare, Cannoli, Africano, Parfait di mandorle. Το άλλοθι: θέλαμε να δοκιμάσουμε. Η πραγματικότητα: παραδοθήκαμε στον πειρασμό.
Η παραγγελία μας πήρε ώρα. Μας πρόδωσε η γλώσσα (και ίσως και η λαιμαργία μας). «Grecci;». Ο Matteo, ο υπομονετικός σερβιτόρος, από το Βαλ ντι Νότο, μας είπε ότι έχει έρθει πολλές φορές στη χώρα μας, τόσες που την αισθάνεται δική του. Όλα στην Ελλάδα του θυμίζουν τον δικό του τόπο. «Όλα εκτός από τα γλυκά», πρόσθεσα γελώντας. Τελείωνε εκείνη την ώρα τη βάρδιά του και του είπαμε εάν θα ήθελε να καθίσει μαζί μας. Δέχτηκε δίχως δεύτερη κουβέντα.
Μιλήσαμε αρκετά για την πόλη του. Ζούσε χρόνια εκεί. Του άρεσε να μιλά για την ιστορία της. Άρχισε να μας μιλά για τον μεγάλο σεισμό και το πώς η πόλη ξαναχτίστηκε ολόκληρη. Για τους Σικελούς αρχιτέκτονες που ανέλαβαν το έργο: τον Φραντσέσκο Πάολο Λαμπίζι, γεννημένο στον Νότο, αλλά και τον Βιντσένζο Σινάτρα από τις Συρακούσες, και τον ρόλο τους στη διαμόρφωση του Σικελικού Μπαρόκ. Έπειτα στάθηκε για ώρα στον αγαπημένο του Ibn Hamdis, τον σπουδαιότερο ποιητή της Siqilliyat. Μας είπε ότι υπήρξε γόνος μίας από τις πλέον ισχυρές οικογένειες Αράβων της Val di Noto και ότι αποφάσισε να φύγει με τη γυναίκα του από τη Σικελία και να μεταβεί στη Σεβίλλη, καθώς οι Νορμανδοί είχαν ήδη ξεκινήσει να επελαύνουν στο νησί. Εξόριστος, o Ιμπν Χαμντί υιοθετεί τα πρότυπα της προ-ισλαμικής ποίησης Qaṣīdah, ώστε να υμνήσει τη γη των πατέρων του (η οποία δεν υπάρχει πια): «Στενάζω για τον τόπο μου, στο χώμα του τα κόκκαλα και τα μέλη των δικών μου». Η Αραβική Σικελία και τα χρόνια που ήταν νέος στο Val Di Noto γίνονται νόστος. Νοσταλγεί όπως ο Οδυσσέας τον τόπο καταγωγής και τη χαμένη νιότη: «αν και το άνθος της νιότης έχει χαθεί μέσα απ’ τα χέρια μου, το στόμα μου είναι γεμάτο μνήμες». Πρόκειται για μοτίβα ποίησης γνήσια μεσογειακά. Τα γεννούν τα κύματα, τα χρώματα, τα νερά, αλλά και οι λαοί, με τους καημούς και τις ελπίδες τους. Γι’ αυτό και ο Ibn Hamdis, ο Σικελός της διασποράς, είναι περισσότερο από Άραβας, ένας ποιητής για τους πρόσφυγες κι απάτριδες της Μεσογείου.
Στη Μόντικα –την πόλη με τα χίλια καμπαναριά– φτάσαμε λίγο πριν νυχτώσει. Η πόλη, αγκαλιάζει τις δυό πλαγιές της χαράδρας και φτιάχνει «κερκίδες», αναβαθμούς και κλίμακες. Εδώ τριγύριζε ο θρυλικός επιθεωρητής Μονταλμπάνο στα μυθιστορήματα του Αντρέα Καμιλιέρι (1925-2019).
Σημείωση Β. Ο Χρόνος.
Στο πιο ψηλό σημείο της πόλης, ο τετράγωνος πύργος με το ρολόι. Ψηλότερα κι από το Duomo di San Giorgio κι όλες τις άλλες εκκλησίες και τα καμπαναριά τους. Ο παλιός θεός υποκλίνεται στον νέο. Τον θεό χρόνο που καλπάζει άσκοπα και ξεχύνεται ορμητικός ως ακατάβλητο Juggernaut.
Μα μόλις ο ήλιος στρίψει προς τη Δύση, το ζύγι αλλάζει. Ο ήπιος χρόνος του πλάνη και της passegiata, μπολιασμένος με το otium των Ρωμαίων ανακτά την πρωτοκαθεδρία. Η ζέστη υποχωρεί και οι άνθρωποι ξεκινούν το πήγαινε-έλα στο Corso Umberto, την κεντρική αρτηρία της παλιάς πόλης. Είναι η στιγμή που μετρά ο άλλος χρόνος, εκείνος της μεγάλης διάρκειας (longue durée) και του ανοιχτού «ορίζοντα». Ο χρόνος που ορίζει ο τόπος, η γεωγραφία, το κλίμα, αλλά και ο ορίζοντας του κάθε πολιτισμού. Θυμάμαι ξανά τον Μπρωντέλ, τους ιστορικούς των Ανάλ, αλλά και τον Γκάνταμερ.
Σε αυτό τον ευγενικό και ευφρόσυνο ρυθμό, οι άνθρωποι γίνονται ξανά άνθρωποι. Αποκτούν ξανά οστά, σάρκα, αίμα και ψυχή. Συναντιόνται, χαιρετίζονται, μιλούν ο ένας στον άλλο: «Ciao, e la mia filgia» (ο νέος μπαμπάς δείχνει τη μικρή κόρη που βαστά στην αγκαλιά του), «Que Bella!» (και οι δύο γλυκιές γιαγιάδες μαζί), «Complimenti!». Μιλάνε μια γλώσσα που λίγο να τη γνωρίζεις, καταλαβαίνεις τα πάντα. Κοιτούν και βλέπουν ο ένας τον άλλο. Στο πρόσωπο προβάλλεται όλη η κοινότητα.
Μέρα 3. Un Terreno
Το πρωί σηκώθηκα νωρίς για να περπατήσω. Χάθηκα στα σοκάκια της. Αφέθηκα στην απρόβλεπτη ροή τους. Η μικρή πόλη μόλις ξυπνούσε. Ο ήλιος τρύπωνε στις εσοχές των δρόμων. Ζωή. Παραδόθηκα σε συνειρμούς και σκέψεις δίχως σκοπό. Καθένας στέκει μόνος στην καρδιά της γης, τρυπημένος από μιαν ηλιαχτίδα. Κι αμέσως βραδιάζει («Ognuno sta solo sul cuor della terra trafitto da un raggio di sole:ed è subito sera»). Θυμήθηκα τον Σαλβατόρε Κουασιμόντο (1901-1961), γεννήθηκε εδώ. Μαζί με τον Μοντάλε και τον Ουγκαρέτι θα κάνουν τη νέα Ιταλική ποίηση γνωστή στα πέρατα του κόσμου.
Κοντοστάθηκα στο Μουσείο Σοκολάτας. Οι Ισπανοί χάρισαν πρώτα σε τούτη την πόλη τη συνταγή των Ίνκας που κρατούσαν μυστική για δεκαετίες. Κάθισα απέναντι στο Καφέ ντε λ’ Αρτ. Πλάι μου δύο ολίγον αχώνευτοι «Λομβαρδοί». Ο ιδιοκτήτης του καφέ τους προσεγγίζει και τους μιλά. Στέκεται πολύ κοντά τους. Μοιάζει έτοιμος να τους αγκαλιάσει καταρρίπτοντας κάθε είδους Βορειοευρωπαϊκή σύμβαση περί ιδιωτικού χώρου. Αισθανόμουν την υπόδηλη δυσφορία τους. Η μαυρισμένη κυρία άφησε το δεξί μισό στο άνω χείλος της να ανασηκωθεί ανεπαίσθητα. Αυτός ο απειροελάχιστος μορφασμός αποκάλυπτε την ανομολόγητη σκέψη της: είχε μπροστά της έναν Terrone (άνθρωπο της γης / αγρότη). Ένιωσα σαν να πρόσβαλε εμένα τον ίδιο. Αισθάνθηκα ότι ήμουν εκείνος: un Terreno.
Σημείωση Γ. Umwelt
Εδώ που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αισθάνονται να πλησιάζουν το τέλος του δικού τους κόσμου, βρίσκεται τελικά το κέντρο ενός άλλου, του δικού μας ευρύτερου «εμείς». Υπάρχει ένα νοητό νήμα που συνδέει ως μίτος της Αριάδνης την Ανδαλουσία, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σικελία και την Ελλάδα. Ορίζει μία φαντασιακή επικράτεια όπου όλοι εμείς αισθανόμαστε «σαν στον τόπο μας». Εδώ το δίπολο Ανατολής / Δύσης παύει να υφίσταται. Τα όριά του ρευστοποιούνται. Εδώ διανοίγεται μία ρωγμή που απελευθερώνει, ακυρώνοντας κοινωνικές κατασκευές και λόγους. Ο οριενταλισμός του David και του Ingres δεν είναι εξωτικός για έναν Έλληνα, έναν Σικελό ή έναν Ανδαλουσιάνο. Ο Σαΐντ θα μας τοποθετούσε σε ένα πεδίο εξαίρεσης, το ίδιο και ο Φουκώ. Είμαστε ένα δυσήνιο ρίζωμα στις ρωγμές που τόσο λάτρεψε. Κινούμαστε επέκεινα των αφηγημάτων και των παραδόσεων της σύγκρουσης και της αντίθεσης. Κουβαλάμε ταυτόχρονα πολλές και διαφορετικές ταυτότητες, πολλές και διαφορετικές πιθανότητες νοήματος: Αρχαιοελληνικές, Βυζαντινές, Ενετικές, Εβραϊκές, Αραβικές. Βρισκόμαστε σε μία άλλη ατμόσφαιρα και γεωγραφία. Μία άλλη κλίμακα, αρχιτεκτονική και ποιητική του εαυτού. Μια umwelt μεσογειακή, όπου Αφρική, Ευρώπη και Ασία σμίγουν αξεδιάλυτα.
Μέρα 4. Col Tuppo
Είχε φτάσει η ώρα που θα αφήναμε το δεύτερο σπίτι και θα φεύγαμε προς τη Ραγκούσα. Η Μαρία που διαχειριζόταν το σπίτι που είχαμε νοικιάσει ήρθε για να μας αποχαιρετήσει. Τη ρώτησα για τον ιδιοκτήτη. «Είναι από το Βέλγιο», είπε. Επέμεινα λίγο: «Αυτός από το Βέλγιο το έφτιαξε έτσι, τόσο όμορφο, και τόσο αυθεντικά Σικελικό; Περίεργο». «Μα όχι», αποκρίθηκε άμεσα. «Όχι, όχι». Ένα χαμόγελο υπερηφάνειας σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. «Αυτό ήταν το πατρικό ενός ντόπιου. Είναι γνωστός Σικελός αρχιτέκτονας. Ζει χρόνια στη Ρώμη πια. Εκείνος το ανακαίνισε. Αυτός το έφτιαξε τόσο όμορφο». Είχε φωτίσει ολόκληρη καθώς μιλούσε για εκείνον. Στον Νότο δεν την κρύβουμε την υπερηφάνεια μας, σκέφτηκα. Ούτε την προστατεύουμε, φοβάμαι.
Στη Ραγκούσα φτάσαμε απόγευμα. Η παλιά πόλη είναι χτισμένη σε έναν ασβεστώδη λόφο που κυκλώνουν δύο κοιλάδες. Καθίσαμε στην πλατεία του Duomo di San Giorgio. Είναι η πλατεία στη σκηνή με τους χωρικούς στο Χάος των Ταβιάνι. Ήταν Κυριακή κι όλα τα αξιοθέατα ήταν κλειστά. Είπαμε να ανέβουμε ως το Giardino Ibleo, αλλά πρώτα έπρεπε να πάρουμε δυνάμεις. Δοκιμάσαμε ένα λιμοντσέλο. Ο ιδιοκτήτης –τον φώναζαν Μικέλε– είχε μούτρα και κακή διάθεση. Είχε τσακωθεί μόλις με κάτι Ελβετούς που ζητούσαν εξηγήσεις για τις τιμές. «Ωραίο το Λιμοντσέλο, τοπικό; Δικό σας;», προσπάθησα να τον καλμάρω και να του ζητήσω και κάποιες πληροφορίες για την πόλη και τα αξιοθέατα. «Δικό μας; Εάν δεν υπήρχαν οι Άραβες», ανέφερε κοφτά. «Εγώ σου λέω ότι εάν δεν υπήρχαν οι Άραβες δεν θα υπήρχε ούτε αυτό το υπέροχο απεριτίφ», επέμεινε. Δεν έλεγε ψέματα.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε λαός «κουβάλησε» τα δικά του αγαθά σε τούτο τον τόπο: Οι Ισπανοί τις ντομάτες, τις πατάτες, τη σοκολάτα, τα φραγκόσυκα. Οι Έλληνες την ελιά και το αμπέλι (κυρίως νέες μορφές οινοποιίας). Οι Άραβες τα εσπεριδοειδή, τις χουρμαδιές, τα ζαχαροκάλαμα, τα φιστίκια, το λινάρι, τις μουριές, αλλά και κάποιες ιδιόμορφες τεχνικές ψαρέματος, όπως η matanza. Η Σικελία είναι ένα σταυροδρόμι θρησκειών, λαών και πολιτισμών. Είναι ο πλούτος της διαφοράς και της συμβίωσης.
Κουβέντα στην κουβέντα πήραμε και μια γρανίτα με μπριός col tuppo (μπριός με κότσο). «Κι αυτή μάλλον από το Σερμπέτ μας ήρθε», μας είπε όταν την έφερνε. Όσο για τα αξιοθέατα, τα ανέφερε όλα εν τάχει, ενώ σημείωσε στο χάρτη και το μέρος που γεννήθηκε ο Jawhar Al-Siqilli (911 μ.Χ.), ο ιδρυτής της πόλης του Καΐρου. Τον αποχαιρετήσαμε τον Μικέλε και μετά από δύο ώρες περιήγηση φύγαμε για τα ανατολικά. Προορισμός μας η αποικία των Κορινθίων που έμελλε να γίνει η πιο ισχυρή πόλη της Μεσογείου.
Μέρα 5. Dolce e Gabbana
Οι Συρακούσες μας υποδέχτηκαν λουσμένες στο φως. Διασχίσαμε την Ponte Umbertino και περάσαμε στο αρχαίο κέντρο της πόλης, στη νησίδα Ορτυγία. Τα ερείπια από τον ναό του Απόλλωνα έχασκαν πυρωμένα. Ο ήλιος καίει τον χρόνο. Λυγίζει το γύρισμά του. Θυμήθηκα τα γιγαντιαία κάτοπτρα του Αρχιμήδη. Τον άδοξο θάνατό του. Την αλαζονεία του Αλκιβιάδη, με την εκστρατεία των Αθηναίων. Υπενθύμιση λανθασμένων εκτιμήσεων. Όπως του Αλφειού, του θεού ποταμού, που ήθελε να αποπλανήσει τη νύμφη Αρετούσα. Πόσο ανόητος. Εκείνη βούτηξε στη μία άκρη του Ιονίου και βγήκε στην άλλη, εδώ στις Συρακούσες. Εδώ που οι τύραννοι λάτρευαν τον Δία τον ελεύθερο (πόση οίηση; τύραννοι να εξυμνούν την ελευθερία;). Για πόσα πολλά όμως είναι ικανός ο άνθρωπος. Καλά και κακά μαζί. Μεγαλειώδεις πράξεις, αλλά και κτηνωδίες. Αιώνες πριν, η Αγία Λουκία. Η χριστιανή που εξοφθάλμισαν οι Ειδωλολάτρες και ο Διοκλητιανός λίγα μόλις χρόνια πριν ο Κωνσταντίνος τα αλλάξει όλα. Η Χριστιανή που το όνομά της σημαίνει φως (lux). Ειρωνεία, τραγική.
Φτάνουμε στην πλατεία του Duomo. Είναι γεμάτη τηλεοπτικά συνεργεία, ομάδες τεχνικών, σκηνικά και κάμερες, ενώ μοντέλα πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Μπροστά από τον ναό που οι Χριστιανοί και ο Ζήσιμος έχτισαν πάνω σε εκείνον της Θεάς Αθηνάς: ο Dolce και ο Gabbana, ετοιμάζουν τη φαντασμαγορία τους. Ο πρώτος είναι εξάλλου Σικελός. Γνωρίζει. Τις αντιφάσεις και τις αντινομίες. Τα γυρίσματα της τύχης. Αλλά και πώς να απολαμβάνει το πρόσκαιρο και το τίποτα.
Εδώ, σήμερα, τώρα. Η γραμματική αυτού του τόπου είναι γραμμένη από τον Παρμενίδη. Σε αυτήν τη χοάνη ενός υπεραιώνιου και απαράλλαχτου χρόνου, οι ημέρες μοιάζουν να κυλούν στον ενεστώτα χρόνο, σε ένα διεσταλμένο κι ατελεύτητο παρόν. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Σικελιάνικα δεν έχουν μέλλοντα χρόνο.
Καθώς φεύγουμε από την πλατεία, ένας νεαρός σε μια γωνία τραγουδά σιτσιλιάνικα a capella. Θυμάμαι τον Πίνδαρο και τους ύμνους του για τις νίκες του Ιέρωνα στους Πυθικούς. Ο ποιητής χάριζε στον Τύραννο την αθανασία και στους Έλληνες της διασποράς –όχι μόνο της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά και της Κυρήνης και ακόμη πιο πέρα– μια νέα μυθική επικράτεια, μια τεράστια θαλασσινή πατρίδα. Πόση ποίηση κρύβεται άραγε στην ιστορία; Κατευθυνθήκαμε προς τη μύτη της χερσονήσου, στο Κάστρο του Μανιάκη, του Βυζαντινού στρατηγού. Μια που το ʼφτιαξε, μια που το ʼχασε από τους Σαρακηνούς. Φρόντισε, άλλωστε, γι’ αυτό ο εξωμότης Ευφήμιος. Καθίσαμε στη δροσιά. Φάγαμε κάπως βιαστικά. Σπαγγέτι αλά Νόρμα. Το συνοδεύσαμε με Grecaniko. Δεν μας έφτασε τελικά ο χρόνος.
Μέρα 6. Ειδυλλιακά
Στον δρόμο προς Ακράγαντα το GPS μας τρέλανε. Χαθήκαμε στους λόφους. Ίσως το επιδιώξαμε κιόλας. Δεν είχαμε και λόγο να βιαστούμε. Βενζίνη υπήρχε αρκετή στο ντεπόζιτο και ο ήλιος ήταν δροσερός. Θυμήθηκα τον Λαμπεντούσα (1896-1957) και την ταινία του Βισκόντι (1906-1976). Εδώ ίσως να κυνηγούσε ο Γατόπαρδος. Μπορεί πίσω απ’ τους λόφους να ήταν η Ντόναφουγκάτα. Οι εποχές έχουν αλλάξει από τότε. Ίσως και όχι. Θυμήθηκα τα λόγια του Πρίγκηπα: «Εμείς είμασταν οι Γατόπαρδοι, οι Λέοντες· εκείνοι που θα μας αντικαταστήσουν θα είναι τα τσακάλια, οι ύαινες κι όλοι μαζί, γατόπαρδοι, τσακάλια και πρόβατα θα εξακολουθήσουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε το άλας της γης».
Από την κορυφή του υψώματος η θέα προς τη θάλασσα και πέρα από αυτή στην Αφρική ήταν απρόσκοπτη. Αγναντεύαμε ώρες και μιλούσαμε. Το στάχι και η ελιά ερωτοτροπούσαν στις πλαγιές των λόφων, αγκαλιάζοντας το ένα το άλλο σε σημεία. Μόνη αντίστιξη: δυο-τρεις σειρές πολύφυλλα αμπέλια γεμάτα καρπερά τσαμπιά με μαύρα σταφύλια, πιθανά Nero d’ Avola.
Θυμήθηκα τον Θεόκριτο (3ος αιώνας π.Χ., πιθαν. Συρακούσες). Στα Ειδύλλιά του, ήταν ο πρώτος που απεικόνισε την καθημερινή ζωή στην ύπαιθρο. Έναν κόσμο όπου οι βοσκοί τραγουδούν, ερωτεύονται, ασκούν τα συζυγικά τους καθήκοντα δίχως παράπονα και κυρίως απολαμβάνουν τις απλές απολαύσεις της φυσικής ζωής, παρέα με τον Πάνα, την Αφροδίτη, τις Νύμφες και τις Μούσες. Ένας Έλληνας μπορεί να κοίταζε πριν από αιώνες το ίδιο αυτό τοπίο. Έβλεπε το μέρος που γεννήθηκε. Ένας Σικελός έγραφε ποίηση λυρική και αισθαντική για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αλλά και τη θέση του στην πλάση. Ποίηση αποκαλυπτική της φυσικής καρδιάς του ανθρώπου. Αυτή τη φυσική καρδιά που ήθελε, ακολουθώντας τον, να περιγράψει ο Βιργίλιος και μετά από εκείνον ο Βοκάκιος, ο Σανατζάρο, ο Τάσσο. Το βράδυ φάγαμε πρόχειρα σε μια μικρή τρατορία πλάι σε ένα βενζινάδικο. Μια απλή alla napolitana με μια κανάτα χύμα Etna Rosso με θέα τα φορτηγά και τους ταξιδιώτες. Ίσως το καλύτερο γεύμα στο ταξίδι.
Μέρα 7. Η Κοιλάδα με τους Ναούς
Την επόμενη ημέρα φτάσαμε στον μυθικό Ακράγαντα και την κοιλάδα με τους Ναούς. O αρχαιολογικός χώρος είναι αναμφίλεκτα εντυπωσιακός. Πρόκειται για μία περιοχή πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην οποία περικλείεται το μεγαλύτερο συγκρότημα ελληνικών τόπων λατρείας στην Ευρώπη. Η εμπειρία είναι τρομακτική, καθώς αισθάνεσαι ότι περπατάς μέσα στην αρχαία πόλη.
Σταθήκαμε για λίγο στην ανατολική άκρη, εκεί που το ύψωμα συναντά την απέραντη πεδιάδα, επιτρέποντας στη φαντασία να δει πέρα από τη θάλασσα στα βουνά της Λιβύης. Τι να σκεφτόντουσαν οι Καρχηδόνιοι, όταν κοιτούσαν από την άλλη πλευρά άραγε; Η πόλη διέθετε παροιμιώδη πλούτη και μεγάλη ισχύ στα χρόνια της ακμής της. Έως και 200 χιλιάδες ψυχές ζούσαν εδώ. Παρήγαγαν κρασί και έκαναν εμπόριο με όλη τη Μεσόγειο.
Φτάσαμε στο Ναό της Ομόνοιας. Είναι –μετά τον Παρθενώνα– ο πλέον καλοδιατηρημένος δωρικός ναός στον κόσμο. Κατασκευασμένος από κογχυλιάτη λίθο, εξάστηλος, μεγαλειώδης και ταυτόχρονα ήπιος και δεκτικός, όπως θα άρμοζε σε αυτή την τόσο αναγκαία θεότητα για το πολεμοχαρές και αδελφοκτόνο γένος των ανθρώπων. Τον 6ο αιώνα θα γίνει χριστιανικός ναός. Λίγα μέτρα πιο κάτω: ο Ναός του Ηρακλή, της Ήρας, του Δία (ο μεγαλύτερος σε μέγεθος –γνωστός– αρχαιοελληνικός ναός), αλλά κι εκείνος των χθόνιων Θεών. Εδώ λατρευόταν και η Δήμητρα και η Περσεφόνη του κάτω κόσμου.
Σημείωση Δ. Ευφρόσυνος
Απέναντι από την κοιλάδα στέκεται η νέα πόλη, πυκνοκατοικημένη και με πολλά ψηλά κτίρια. Εδώ γεννήθηκε ο Πιραντέλο. Τον φαντάζομαι νεαρό, να περπατά ανάμεσα στα συντρίμμια. Ίσως εδώ γεννιέται η ιδέα του παραλόγου που καθόρισε τη δραματουργία του. Όχι όμως όπως το θέλουν ο Ανούιγ και ο Σαρτρ. Όχι σκοτεινό κι απαισιόδοξο. Αλλά φωτεινό, μεσογειακό, βακχικό, όπως θα το ήθελε ίσως ο Μπαχτίν. Το παράλογο ως κατάφαση στη ρευστότητα, τον πόνο και τη ματαιότητά της ύπαρξης. Ως υιοθέτηση ενός ανθρωπισμού που μπορεί και ειρωνεύεται την ίδια τη ζωή και έχει τη δύναμη να αποδεχτεί ότι μπορεί –εν τέλει– να είναι μια φάρσα, άλλοτε θλιβερή κι άλλοτε ευφρόσυνη.
Μέρα 8. Γυψοκονίαμα και νόστος.
Αργά το μεσημέρι, με βοηθό μια ελαφριά συννεφιά, κατευθυνθήκαμε προς τον Σελινούντα, την αποικία των Μεγαρέων που ιδρύθηκε το 628 π.Χ. και αριθμούσε, ογδόντα χιλιάδες κατοίκους. Η πόλη πήρε το όνομά της από τα άγρια σέλινα που ενδημούν στην περιοχή. Δεν κατορθώσαμε να δούμε τον άγνωστο ναό. Μάθαμε όμως ότι για να προσομοιάζουν με τους ναούς της Ελλάδας, ελλείψει μαρμάρου, στους ναούς κάλυπταν τον ασβεστόλιθο με γυψοκονίαμα. Ο νόστος και η μνήμη για τη μητέρα πατρίδα γινόταν χρώμα στην επιδερμίδα των ναών. Είχε αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Τα βουνά ντύνονταν σε μια πορφύρα αναμεμειγμένη με ιώδιο. Το μενεξελί της Τυρηναϊκής αποδεικνυόταν πολύ πιο μωβ απ’ το δικό μας. Αποχαιρετήσαμε το Δυτικότερο άκρο της Μεγάλης Ελλάδας. Μας ανέμεναν πολλά χιλιόμετρα ως το Παλέρμο.
Είχαμε μόνο μισή μόνον ημέρα για να δούμε το Παλέρμο, τη Φοινικική Πάνορμο. Προλάβαμε το Μονρεάλε, το σπουδαιότερο ίσως δείγμα Αραβο-Νορμανδικής αρχιτεκτονικής. Έξω από τον Καθεδρικό μια ομάδα μουσικών τραγουδούσε παραδοσιακά σιτσιλιάνικα. Έπαιζαν μαντολίνο, ζαμπόνια (η δική τους τσαμπούνα), φρισκαλέτο και ένα περίεργο μεταλλικό κλειδί με το στόμα που το ονόμαζαν «μαραντζάρο» (έπειτα έμαθα πώς το έχουν και οι Εβραίοι). Δίχως να χάσουμε χρόνο πήγαμε στην Αραβική συνοικία. Εκεί μάθαμε την τραγική ιστορία των κεραμικών με το κεφάλι του Σαρακηνού.
Σημείωση Ε. Βασιλικός
Η ιστορία έρχεται από την εποχή που στο νησί κυριαρχούσαν οι Σαρακηνοί. Μια όμορφη Σικελή, η οποία ζει στην αραβική συνοικία Kalsa, περνά τη μέρα της φροντίζοντας τα φυτά στο μπαλκόνι του σπιτιού της. Μία ημέρα ένας Μαυριτανός που περνά από το δρόμο της την βλέπει και την ερωτεύεται παράφορα. Της δηλώνει, δίχως δεύτερη σκέψη, την αιώνια αγάπη του. Εκείνη ανταποδίδει. Πριν να περάσει καιρός, η νεαρή μαθαίνει ότι ο Μαυριτανός έχει γυναίκα και παιδιά στην Ανατολή και ότι πολύ σύντομα θα επιστρέψει σε αυτούς. Μεθυσμένη από τη ζήλια και παραδομένη στον θυμό, η Σικελή σκοτώνει τον Μαυριτανό ενώ εκείνος κοιμάται. Έχοντας χάσει πια τα λογικά της, του κόβει το κεφάλι, το τοποθετεί στο μπαλκόνι της, ανάμεσα στα λουλούδια και τις γλάστρες και στέκεται, από πάνω του, κλαίγοντας για μέρες πολλές και νύχτες. Ώσπου κάποια στιγμή, μέσα απ’ το κρανίο ξεφυτρώνει ένας Βασιλικός που πιο ευωδιαστό και όμορφο κανείς δεν είχε δει ποτέ. Το βλέπουν οι γείτονες, ζηλεύουν το άρωμα και την ομορφιά και φτιάχνουν και εκείνοι από πηλό αντίστοιχα κεραμικά με τη μορφή Σαρακηνών.
Σημείωση ΣΤ. Οξύτητα
Η Σικελία διαθέτει μία ιδιαίτερη αψάδα με πολλές εκφάνσεις. Τη συναντάς στη σκληράδα των μυθικών της πλασμάτων, όπως ο Πολύφημος, η Μέδουσα Γοργώ, η Σκύλλα και Χάρυβδη, αλλά και στην αγριάδα των μεσαιωνικών ιστοριών της. Τη νιώθεις στην τραχύτητα της ορεινής και ενίοτε στέρφας γης της. Την αισθάνεσαι στην αγριάδα της Αίτνας και τους σεισμούς της. Την ακούς στα παραδοσιακά της τραγούδια. Τη γεύεσαι στα φαγητά της: στην Caporrata, στην pasta alla Norma, στην pasta com le Sarde. Την μαθαίνεις ακούγοντας για τη βία της Μαφίας.
Ίσως αυτή η αψάδα να συνιστά το πνευματικό «ίζημα» της καταπίεσης και της ανελευθερίας. Ίσως πάλι είναι και η αψάδα της αντίστασης και του ανυπόταχτου. Το σκληρό μέταλλο της ψυχής των ανθρώπων της. Όπως κι αν έχει, η Σικελία δέχεται να την κατακτούν, αλλά εκείνη τελικά ορίζει πάντα η ίδια την τύχη της και αξιοποιώντας τη σάρκα και το σώμα των κατακτητών της φτιάχνει στο τέλος κάτι ολότελα δικό της.
Υποσημείωση ΣΤ. Οι Νορμανδοί.
Κάποιοι κατακτητές το κατάλαβαν αυτό από νωρίς. Οι Νορμανδοί θέλησαν να κυβερνήσουν κεντρικά ένα πολύγλωσσο έθνος και πολιτισμό. Φρόντισαν συνεπώς να διαμορφώσουν ένα περιβάλλον όπου Σουνίτες, Σιίτες, Καθολικοί, Ορθόδοξοι κι Εβραίοι θα μπορούν να ζήσουν μαζί. Υιοθέτησαν γι’ αυτόν τον λόγο μία αποκεντρωμένη διοικητική οργάνωση, διατήρησαν πολιτικούς θεσμούς που υπήρχαν από παλιά και σεβάστηκαν τα ήθη και τα έθιμα των λαών που κυβερνούσαν. Απτή απόδειξη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας που ανέπτυξαν: η επιτύμβια στήλη με τις τέσσερις γλώσσες (αραβικά, ελληνικά, λατινικά και ιουδαιο-αραβικά) που βρέθηκε στην Εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στο Παλέρμο.
Το ίδιο σημαντική υπήρξε η συμβολή των Νορμανδών στις τέχνες και στα γράμματα. Στην αυλή τους σύχναζαν φιλόσοφοι, ζωγράφοι και ποιητές. Εδώ θα γεννηθεί η δημώδης Ιταλική ποίηση, με τη Σικελική Σχολή, ένα λογοτεχνικό κίνημα του 13ου αιώνα, με μία τεράστια λυρική παραγωγή στην κοινή και δημώδη γλώσσα και όχι στα λατινικά. Στη σχολή συμπεριλαμβάνονται ο Giacomo da Lentini, ο πρώτος ποιητής που θα γράψει σονέτα, ο Stefano Protonotaro, ο Guido delle Colonne, ο Tommaso di Sasso, αλλά και άλλοι πολλοί. Ανάμεσά τους ο Ciullo d’Alcamo που μεταξύ 1231 και 1250 έγραψε το «Rosa Fresca Aulentissima» («Φρέσκο κι Ευγενικό Τριαντάφυλλο»), ένα από τα πρώτα ποιήματα στη γλώσσα που μιλούσε ο απλός λαός. Το υπέροχο αυτό ποίημα-διάλογος είναι ερωτικό στην ουσία, ελεύθερο στον ρυθμό και παιγνιώδες στο ύφος. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, μέσα στην ποίηση και το ερωτικό πάθος, γεννιέται η νεότερη Ιταλική γλώσσα. Η γλώσσα που θα υπερασπιστεί ο Δάντης στο «Περί Δημώδους Ευγλωτίας» («De Vulgari Eloquentia») το 1303-1304, αλλά και θα κάνει αιώνια με τη Θεία Κωμωδία του. Χρειαζόταν η Σικελία και η Νορμανδία για να γίνει αυτό. Ας μην το ξεχνάμε.
Επίλογος
Είχαμε φτάσει πια στο τέλος του ταξιδιού. Φτάνουμε έτσι και στο τέλος της αφήγησής του. Γνωρίζω πως θα φανώ αλαζονικός, αλλά ο Γκαίτε έκανε λάθος. Καρφωμένη στο κέντρο της Μεσογείου και πιο μεγάλη από τη Σαρδηνία, την Κορσική και την Πελοπόννησο, η Σικελία είναι ένας τεράστιος μαγνήτης που κρατά αιώνες τώρα την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία στη θέση τους. Η Σικελία, συνεπώς, δεν είναι η ψυχή της Ιταλίας, αλλά η ψυχή της Μεσογείου. Εάν, συνεπώς, δεν γνωρίσεις τη Σικελία, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ποτέ τη Μεσόγειο.
Υπό αυτή την έννοια, το ταξίδι στη Σικελία για έναν Έλληνα είναι δύσκολο, απαιτητικό, αλλά και μυσταγωγικό. Σου αποκαλύπτει έναν κόσμο απρόσμενα οικείο. Σου προσφέρει μιας πρωτόφαντη αίσθηση ριζικής συγγένειας σε κινήσεις, χειρονομίες, στάσεις του σώματος, βλέμματα, τόνους φωνής και τρόπους επικοινωνίας. Σε οδηγεί σε μία υπόγεια αναγκαστική ανασκαφή στα βάθη της ταυτότητας και του εαυτού. Στα σκάμματά της ανακαλύπτεις ψηφίδες που έλειπαν και ερείπια σκεπασμένα από τη λήθη.
Το ταξίδι αυτό είναι μια εκ νέου διαπραγμάτευση των συντεταγμένων της ταυτότητας και της ύπαρξής σου. Είναι η επιστροφή στην εποχή όπου τα πορώδη σύνορα συνέδεαν παρά χώριζαν. Είναι υπέρβαση των στενών ορίων μιας εθνικής ταυτότητας που δεν διαθέτει καν συνείδηση των καταβολών ή των εκβολών της.
Η Σικελία είναι η αίσθηση ενός απροσδόκητου ανοίγματος, τρομακτικής έντασης. Είναι η αναγνώριση μιας νέας επικράτειας του οικείου. Μιας διεύρυνσης της γεωγραφίας του εαυτού. Εδώ δεν συναντάς τον άλλο ως συνάνθρωπο, σε ένα παιχνίδι καλώς εννοούμενου κοσμοπολιτισμού ή δήθεν ανέστιου διεθνισμού. Εδώ συναντάς τον άλλο ως συγγενή, φίλο ή γνωστό.
Το ταξίδι στη Σικελία είναι, υπό αυτούς τους όρους, ένας ιδιόρρυθμος επαναπατρισμός. Επιστροφή δηλαδή, παρά ταξίδι.

