Βαγγέλης Π. Κούμπουλης

Τελικά υπάρχουν ή όχι στη Δημοκρατία αδιέξοδα (κι αν ναι, πώς ξεπερνιούνται;)

Αρκετά γνωστή και αρκετά χρησιμοποιημένη στον δημόσιο λόγο η φράση που, σύμφωνα με κάποιους, αποδίδεται στον αδικοχαμένο Παύλο Μπακογιάννη: «στη Δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Άσχετα με το κατά πόσον ισχύει ή όχι ο συγκεκριμένος αφορισμός, αυτό που σε πρώτη φάση παρατηρεί κανείς είναι πως χρήση της συγκεκριμένης έκφρασης γίνεται κατά κανόνα όταν φαίνεται πως έχουμε φτάσει, ή αν όχι είμαστε πολύ κοντά, σε κάποιο αδιέξοδο.

«Στη Δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Κι αμέσως η απειλή εξαφανίζεται, όπως όταν ο δρυΐδης λέει τα ξόρκια του για να διώξει το κακό. Και μια και αναφερθήκαμε σε δρυΐδη, και άρα σε ένα κομμάτι της κελτικής, γαλατικής παράδοσης, πηγή του προβληματισμού μας εν προκειμένω υπήρξαν οι γαλλικές προεδρικές εκλογές, το σημαντικότερο ευρωπαϊκό πολιτικό γεγονός των τελευταίων μηνών, με εξαίρεση φυσικά τη ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Νικητής ο Εμμανουέλ Μακρόν λοιπόν, αν και με αισθητά μικρότερο ποσοστό από εκείνο των εκλογών του 2017, πήρε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών το 58.5% έναντι του 41.5% της ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πέν. Στον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, ο Γάλλος Πρόεδρος απέσπασε το 28% των ψήφων με την Λε Πεν και τον επικεφαλής της ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν να ακολουθούν με 23% και 22% αντίστοιχα. Ενδεικτικά, στις εκλογές του 2017, στον δεύτερο γύρο, ο Μακρόν εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας συγκεντρώνοντας το 67% των ψήφων, ενώ η Λε Πεν έλαβε το 33%. Βλέπουμε λοιπόν πως ήταν στο μακρινό 2002 η τελευταία φορά που υπήρξε το ενδεχόμενο ο θώκος του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας να καταληφθεί από τον επικεφαλής ενός ακροδεξιού και ρατσιστικού κόμματος, τον πατέρα της Μαρίν Λε Πεν, Ζαν Μαρί, ο οποίος βρέθηκε απέναντι στον Ζακ Σιράκ στον δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς. Μάλιστα, ήταν τέτοια η ανησυχία του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου συνολικά, ώστε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας, δεδομένου ότι ο Σιράκ κατηγορείτο για διάφορα σκάνδαλα από την εποχή που ήταν δήμαρχος Παρισιού, να κάνει, ανεπίσημα, καμπάνια υπέρ του με σύνθημα «ψηφίστε τον απατεώνα, όχι τον φασίστα».

Από το 2002 πάντως μέχρι το 2017, τα διλήμματα του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών ήταν πιο ήπια. Το 2007 ο «Σαλονικιός» Νικολά Σαρκοζί επικράτησε της υποψηφίου του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σεγκολέν Ρουαγιάλ, με 53.06% έναντι 46.94%, ενώ το 2012 εκείνος ήταν που γεύτηκε το πικρό ποτήρι της ήττας, καθώς ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ επικράτησε οριακά του Σαρκοζί, με τα ποσοστά των δύο αντιπάλων να είναι 51.64% και 48.36% αντίστοιχα.

Και ίσως αναρωτηθεί τώρα ο αναγνώστης: «Ωραία όλα αυτά, αλλά τι σχέση έχουν με το “στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα” που αναφέρθηκε στην αρχή;» Δυστυχώς, έχουν. Όπως αποδεικνύεται, από το 2017 μέχρι και πρόσφατα, οι Γάλλοι δεν ψήφισαν με κριτήριο «ποιος είναι ο καλύτερος για να κάνει τη δουλειά;», αλλά σκεπτόμενοι «ποιος δεν πρέπει επ’ ουδενί να την αναλάβει». Κάπως αντίστοιχα σκέφτηκε και κινήθηκε μεγάλο ποσοστό των Αμερικανών, αφού, προφανώς κατά τη γνώμη μου, ο Μπάιντεν δεν ήταν η επιλογή εκείνη που θα μπορούσε να εμπνεύσει ενθουσιασμό, ούτε φαντάζομαι πως η μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του είδαν στο πρόσωπό του τον άνθρωπο που θα μπορέσει να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε μια νέα εποχή, όπου φαίνεται να αλλάζουν όλα όσα ξέραμε μέχρι σήμερα. Τότε; Ήταν απλώς η μόνη επιλογή που είχε ο εχέφρων Αμερικανός πολίτης, δημοκρατικός ή ρεπουμπλικάνος, απέναντι στον παρανοϊκό λαϊκιστή με το πορτοκαλί μαλλί. Ή Μπάιντεν ή ο Τραμπ. Άλλωστε, κι ο ίδιος ο Τραμπ χρωστά την εκλογή του στο γεγονός ότι απέναντί του βρέθηκε μία από τις πιο αντιπαθείς γυναίκες στην αμερικανική δημόσια ζωή, μια γυναίκα που δεν κατόρθωσε να γίνει συμπαθής ούτε καν όταν ο άλλοτε Πρόεδρος σύζυγός της ομολογούσε on camera την «ανάρμοστη» σχέση του με μια ασκούμενη του Λευκού Οίκου. «Το μη χείρον, βέλτιστον». Αυτή είναι η προσέγγιση.

Το ανησυχητικό δε είναι πως όσο οι δυνάμεις του λαϊκισμού, είτε αριστερόστροφου είτε ακροδεξιού δυναμώνουν –γιατί, κι αν ακόμη παρατηρείται μια κάμψη τους, είναι σαφές πως δεν έχουμε τελειώσει μαζί τους, ούτε έχουν τεθεί πλέον στο περιθώριο της Ιστορίας και της πολιτικής ζωής– το εκβιαστικό δίλημμα τίθεται όλο και πιο αδυσώπητο. Ναι, «στη Δημοκρατία, δεν υπάρχουν αδιέξοδα», αλλά φαίνεται πως όλο και πιο συχνά ο πολίτης καλείται να επιλέξει ως άλλος Ηρακλής μεταξύ Αρετής και Κακίας (ή Ευδαιμονίας, όπως φαίνεται να συστήθηκε η ίδια στον Θηβαίο ήρωα κατά τον μύθο).

Με το ίδιο σκεπτικό λειτούργησε και η πολιτική στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Ο πολιτικός σεισμός του 2012 και η άνοδος του αλλόκοτου διδύμου ακροδεξιάς και ριζοσπαστικής Αριστεράς στην εξουσία το 2015, φαίνεται να πηγάζουν από την ίδια μήτρα. «Οποιουσδήποτε άλλους εκτός από αυτούς που μας χρεωκόπησαν», φαίνεται να επέλεξαν οι πολίτες το 2012, ακόμη κι αν μέσα σε αυτήν τους την επιλογή εντάσσονταν οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής ή πολιτικοί που για δεκαετίες ανήκαν στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας αλλά, μετά το μνημόνιο του 2010, ανέκρουσαν πρύμναν και αναβαπτίστηκαν στις κολυμβήθρες του Σιλωάμ των ΑΝΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ. Και το ίδιο το 2015. Γι’ αυτό άλλωστε, και έχοντας υπ’ όψιν αυτήν την αλήθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε η προεκλογική του εκστρατεία να κινηθεί στο πλαίσιο του «ή αυτοί ή εμείς».

Αλλά τελικά, το ίδιο δεν συνέβη και κατά τις πρόσφατες εκλογές του 2019; Πολλοί δεν ήταν εκείνοι που «δεν πήγαινε το χέρι τους» να «ψηφίσουν Δεξιά», σαν να ήταν μολυσμένη με πανούκλα, αλλά τον Ιούλιο του 2019 ψήφισαν «Μητσοτάκη», όπως διευκρίνισαν και διευκρινίζουν διαρκώς με πάθος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε «να φύγει ο Τσίπρας»;

Και θα αναρωτηθεί κανείς: είναι κακό αυτό; Ποιο είναι δηλαδή το πρόβλημα όταν ο πολίτης επιλέγει το Α, όχι γιατί το εμπιστεύεται αλλά γιατί δεν προτιμά το Β; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πολύ κακό. Είναι επικίνδυνο. Είναι ακριβώς το σημείο εκείνο στο οποίο η Δημοκρατία μπορεί να βρεθεί σε αδιέξοδο.

Αν τελικά η άνοδος των λαϊκιστικών δυνάμεων ευρύτερα στον δυτικό κόσμο οδηγεί στην ανάρρηση στην εξουσία κυβερνήσεων που δεν έχουν την εμπιστοσύνη των περισσοτέρων αλλά αντιμετωπίζονται σαν αναγκαίο κακό, ως το μη χείρον που αναφέρθηκε και παραπάνω, τι είδους και ποιας ποιότητας Δημοκρατία μπορεί να προκύψει; Πόσο πιθανό καθίσταται έτσι ένα δυστοπικό μέλλον, παρόμοιο με αυτό που περιγράφει ο Ουελμπέκ στην Υποταγή του; Τι κίνητρα έχει τελικά μια κυβέρνηση για να είναι αποτελεσματική και να προχωρά σε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις όταν δεν νιώθει την ανάσα πίσω της μιας άλλης, σοβαρής εναλλακτικής πρότασης, αλλά εφησυχάζει, αφού η δική της πολιτική πρόταση δεν αντιπαρατίθεται προς μία άλλη αλλά προς το απόλυτο Κακό ή το χάος;

Σε έκτακτες συνθήκες, ναι, φυσικά και η πολιτική παίζεται και κρίνεται ανάμεσα σε οριακά διλήμματα όπως εκείνο το «Καραμανλής ή Τανκς», που είχε θέσει το 1974 ο αείμνηστος Μίκης Θεοδωράκης. Αλλά, από την άλλη πλευρά, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από μια επιστολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τη Βρετανία προς τον φίλο του Γ. Αβτζή, στις 12 Ιουλίου 1945:

«Πολιτική δεν είναι ποίηση για να την κάνεις μακριά από τον κόσμο. Ο πολιτικός είχε ανάγκη από την δύναμη που του δίνει η πίστη του κόσμου.»

Και αλλού:

«Δεν είναι αρκετό να κερδίσουμε τις εκλογές. Πρέπει να τις κερδίσουμε κατά τρόπο ώστε να γίνουμε ικανοί να αντιμετωπίσουμε την μετεκλογική περίοδο που θα είναι ίσως δυσκολότερη από την σημερινή. Χθες χρησιμοποιήσαμε κατά των κομμουνιστών το έγκλημα του Δεκεμβρίου και σήμερα την αντεθνική τους πολιτική. Όταν όμως θα έχει σβήσει η εντύπωση από αυτά και θα έχει τερματιστεί η εθνική μας κρίση τί είναι εκείνο που θα μας συνδέσει με την λαϊκή ψυχή; […] Πρέπει συνεπώς με την ευκαιρία των προσεχών εκλογών να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας υγιούς εξέλιξης της πολιτικής μας ζωής· εξέλιξης που θα οδηγήσει στη δημιουργία καταστάσεων ικανών να απαλλάξουν τον κόσμο από την ανάγκη του να ακολουθεί κόμματα που δεν τον εμπνέουν και να αφαιρέσουν από το πεζοδρόμιο το μονοπώλιο του νέου και του προοδευτικού. Με άλλα λόγια πρέπει να πολιτευτούμε, με την προοπτική να καταστήσουμε μετεκλογικά την πολιτική μας ζωή φυσιολογική και να την απαλλάξουμε από τα παλιά της συμπλέγματα. Δεν πρέπει να αφεθεί ακίνδυνα ο κόσμος να κάνει και στο μέλλον τις επιλογές του με τον τρόπο που παίρνει το καθαρτικό του.»

Αν οι πολίτες φτάσουν στο σημείο να κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές με τον τρόπο που παίρνει κανείς το καθαρτικό του, για μεγάλα διαστήματα, αυτό ναι, μπορεί να αποτελέσει de facto αδιέξοδο για τη Δημοκρατία. Γιατί, κι αν ακόμη δεχτούμε πως «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», οφείλουμε να δεχτούμε ταυτόχρονα πως δεν είναι πάντα οι λύσεις και οι οδοί που μπορεί να ακολουθηθούν ούτε οι ταχύτεροι ούτε –το κυριότερο!– οι ασφαλέστεροι δυνατοί.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή