Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Γιάννης Πανταζόπουλος

«Θα μου άρεσε στις τάξεις του λυκείου να μπορεί το κράτος να επιχορηγήσει στους μαθητές την ανάγνωση μιας εφημερίδας της επιλογής τους»

Πολυάριθμα βραβεία Pulitzer, αμέτρητες έρευνες, καινοτόμες αφηγήσεις, πρωτοσέλιδα που έχουν γράψει ιστορία, δημοσιογράφοι-πρότυπα, τολμηρές ιστορίες και ξακουστά podcasts. Όλα αυτά είχα στο μυαλό μου καθώς περπατούσα κατά μήκος της 8ης λεωφόρου στο κέντρο του Μανχάταν. Κι αυτό γιατί σε λίγη ώρα θα είχα την ευκαιρία να κάνω πραγματικότητα ένα μεγάλο μου όνειρο: να περάσω την πύλη της σπουδαιότερης εφημερίδας στον κόσμο,  των New York Times. Πριν διαβώ, όμως, το κατώφλι ενός από τους μεγαλύτερους ειδησεογραφικούς ομίλους παγκοσμίως, συνειδητοποίησα ότι σε πάρα πολλά σημεία της Νέας Υόρκης μπορούσες να αγοράσεις εφημερίδες ενώ μία από τις πανέμορφες εικόνες ήταν όταν έβλεπα νέους να διαβάζουν το αγαπημένο τους έντυπο στα πολυάριθμα πάρκα της εμβληματικής μεγαλούπολης. Κάτι ακόμη που με είχε ενθουσιάσει ήταν πως όλα τα μεγάλα έντυπα πωλούνταν χωρίς σελοφάν και προσφορές παρά μόνο με ένα βασικό ένθετο.

Επιστροφή στην Ελλάδα. Επειδή έχω την ευκαιρία να ταξιδεύω συχνά, διαπιστώνω όλο και περισσότερο ότι έχουν λιγοστέψει τα σημεία διανομής τύπου. Στα Κύθηρα, για παράδειγμα, φέρνουν εφημερίδες μόνο τα Σαββατοκύριακα, ενώ σε άλλα νησιά, όπως η Αμοργός, όλα εξαρτώνται από ανθρώπους που ενεργούν με μοναδικό κίνητρο το φιλότιμο. Την ίδια στιγμή, στα περίπτερα της Αθήνας με πληγώνει όταν βλέπω τις στοίβες εφημερίδων να παραμένουν αδιάβαστες. Κάνοντας, λοιπόν, τη σύγκριση θέλω να πω ότι η μείωση της αναγνωσιμότητας δεν είναι θέμα που εξαρτάται από την τεχνολογική εξέλιξη. Δυστυχώς, είμαστε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, με αποτέλεσμα αυτό να αποτυπώνεται και στα κύρια συστατικά της αστικής κουλτούρας όπως είναι ο τύπος. Και το αναφέρω με την έννοια ότι εντός των πυλών είναι δυσκολότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες να προσελκύσεις το αναγνωστικό κοινό.  

Διαβάζω εφημερίδες από πολύ μικρή ηλικία. Είναι η καθημερινή μου ιεροτελεστία. Θλίβομαι, λοιπόν, όταν χρειάζεται να διανύσω μια τεράστια απόσταση για να βρω τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα θα πάμε μέχρι το περίπτερο κυρίως για τις προσφορές και όχι για το περιεχόμενο. Το σημαντικότερο θεωρώ που πρέπει να πράξουμε είναι να στοχεύσουμε σε μια ολιστική προσέγγιση προκειμένου να εκπαιδεύσουμε τις νέες γενιές να διαβάζουν εφημερίδες. Ευτυχώς, η Gen Z έχει δείξει κάποια θετικά σημάδια προς αυτήν την κατεύθυνση.

Τώρα, όσον αφορά το επίπεδο των εντύπων, θεωρώ ότι βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο. Θα προτιμούσα βέβαια να ακολουθεί ο εγχώριος τύπος πιο πολύ το εκδοτικό μοντέλο των γερμανικών εφημερίδων, οι οποίες δίνουν χώρο και χρόνο στην ανάλυση, στα μεγάλα κείμενα, στον σύγχρονο σχεδιασμό και όχι στην πληθώρα των απόψεων.

Η κινδυνολογία δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κάποτε ακούγαμε για τους ερασιτέχνες bloggers που θα «γκρεμίσουν» την παραδοσιακή δημοσιογραφία. Σήμερα βρίσκονται στην αφάνεια, ενώ οι ιστορικές εφημερίδες εξακολουθούν να θέτουν την ατζέντα. Τα ίδια είχαμε ακούσει και για την έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά είναι ενδεικτική η ένδεια των θεμάτων των τηλεοπτικών καναλιών όταν οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων απεργούν.

Ο Τύπος αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατίας και θα έχει μέλλον όσο θα είναι αναντικατάστατος απέναντι στην ιντερνετόσφαιρα. Η δραματική μείωση των διαφημιστικών εσόδων επηρέασε καταλυτικά τις εφημερίδες. Τάση που πρέπει να προβληματίσει το αναγνωστικό κοινό. Όσοι ζητούν αντικειμενική ενημέρωση πρέπει να γνωρίζουν ότι η ποιοτική δημοσιογραφία υποχρεούται να εξαρτάται μόνον απ’ τους αναγνώστες.  Στην Ελλάδα επικρατεί η «κουλτούρα του τζάμπα». Η ποιότητα της ενημέρωσης και η αδέσμευτη δημοσιογραφία δεν μπορεί να παρέχεται τζάμπα γιατί δημιουργούνται εξαρτήσεις.

Συνεπώς, θα έλεγα ότι το σημείο αφετηρίας πρώτα απ’ όλα αφορά ένα καλό δίκτυο διανομής. Στη συνέχεια, να αναζητήσουμε θελκτικούς και έξυπνους τρόπους προκειμένου να υπάρξει οικειοποίηση με το χαρτί. Επί παραδείγματι, θα μου άρεσε στις τάξεις του λυκείου να μπορεί το κράτος να επιχορηγήσει στους μαθητές την ανάγνωση μιας εφημερίδας της επιλογής τους. Από την πλευρά μας, οι δημοσιογράφοι, οφείλουμε να φωτίζουμε και να ερμηνεύουμε τα γεγονότα. Συγχρόνως, να δίνουμε προτεραιότητα στον υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό, στην αισθητική, στη μάχη των ιδεών, στις σύγχρονες προκλήσεις, στο δημοσιογραφικό αισθητήριο και, κυρίως, στην αφοσίωση ως προς την αναζήτηση της αλήθειας. 

Η πρόσβαση στην ενημέρωση μπορεί να έχει καταστεί απλή και εύκολη, αλλά στην παρούσα συγκυρία μπορεί εύκολα κάποιος να διακρίνει την ποιοτική δημοσιογραφία και τη σοβαρότητα από τον κιτρινισμό και τα fake news. Αναντίρρητα, χρειαζόμαστε εφημερίδες διότι έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ την καθοδήγηση στο φιλτράρισμα των ειδήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πρόσφατη συνέντευξη που έκανα με τον επικεφαλής των Financial Times στις ΗΠΑ, Πίτερ Σπίγκελ, μου έλεγε το εξής: «Οι New York Times, η Wall Street Journal και οι Financial Times απευθύνονται σε μεγαλύτερο ακροατήριο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία τους και όλα αυτά τα μέσα είναι κερδοφόρα. Και, πράγματι, έχουν ξεπεράσει ορισμένες από τις ψηφιακές νεοφυείς επιχειρήσεις –όπως το Vice και το BuzzFeed– που πολλοί προέβλεπαν ότι θα καταστούν κυρίαρχες».  

Κλείνοντας, θέλω να μοιραστώ μαζί σας μερικά αποσπάσματα από μια συνέντευξη που παραμένει εδώ και πολύ καιρό, σε εμφανές σημείο, στο γραφείο μου. Ανατρέχω εκεί όταν δυσανασχετώ με την ελληνική πραγματικότητα. Στη συζήτηση αυτή μιλούσε ο Τζοβάνι ντι Λορέντσο, διευθυντής της Die Zeit, της μεγαλύτερης εβδομαδιαίας εφημερίδας της Γερμανίας. Ένας άνθρωπος εξαιτίας του οποίου η κυκλοφορία της εφημερίδας αυξήθηκε κατά 60%, φτάνοντας το μισό εκατομμύριο την εβδομάδα και τριπλασιάζοντας τα κέρδη της. Τότε τον είχαν ρωτήσει πώς κατάφερε η εφημερίδα που διηύθυνε να γίνει η εξαίρεση στον κανόνα. Και ο ίδιος είχε απαντήσει: «Αδιαφορώντας για όλα όσα μας συμβούλευαν οι “ειδικοί” των ΜΜΕ, εξακολουθούμε να δημοσιεύουμε μεγάλα κείμενα, δεν προσαρμοζόμαστε στις μόδες και συνεχίζουμε να κάνουμε μια εφημερίδα αρκετά δύσκολη. Πιστεύω πως αυτός είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας μας. Σε μια στιγμή που ο κόσμος αναζητεί προσανατολισμό, κατευθύνεται σε μέσα ενημέρωσης που δεν έχουν κάνει συμβιβασμούς. Μελετήσαμε ένα καινούργιο σχέδιο, μοντέρνο και όμορφο, και δημιουργήσαμε νέες προσφορές: σελίδες για παιδιά, το περιοδικό, σελίδες αφιερωμένες σε θρησκευτικά θέματα, σελίδες που ανήκουν στους αναγνώστες. Δεν επιδιώξαμε να κάνουμε αυτό που κάνουν οι άλλες εφημερίδες, ούτε αυτό που κάνουν οι online εκδόσεις. Εστιάσαμε στην εμβάθυνση, τον προσανατολισμό και την ιδιαίτερη προσέγγιση. Όταν αρχίζουμε να κάνουμε εφημερίδες φτηνού περιεχομένου ή που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, η κυκλοφορία πέφτει». Όταν του εξέφρασαν την απορία ως προς το τι συμβαίνει με το νεανικό κοινό, ο Ντι Λορέντσο υποστήριξε ότι «πρέπει να κάνουμε πολλά για να τους προσφέρουμε κίνητρα. Ξεκινούμε από το σχολείο: 200.000 μαθητές λαμβάνουν την Die Zeit κάθε χρόνο. Επιπλέον, έχουμε ένα ολόκληρο δίκτυο στα πανεπιστήμια, όπου εδώ και χρόνια διοργανώνουμε τις Zeitdebate. Έχουμε ένα περιοδικό για το πανεπιστήμιο και εδώ και μερικά χρόνια η εφημερίδα έχει σελίδες για τα παιδιά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των νέων συνδρομητών μας είναι μεταξύ 20 και 30 ετών».

Συμπερασματικά. Ο Τύπος και η ανεξάρτητη δημοσιογραφία έχουν μέλλον. Διότι μια κοινωνία που δεν διαβάζει, δεν διαθέτει κριτική σκέψη και, κυρίως, δεν μπορεί να αποφασίζει. Επιστροφή, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη. Όταν άφησα πίσω μου τον κολοσσό της ενημέρωσης και καθώς περπατούσα στο κέντρο της αμερικανικής μεγαλούπολης, θυμόμουν τα λόγια που αποτελούν το κυρίαρχο μότο του οργανισμού: «Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι το καύσιμο που τροφοδοτεί μια υγιή και αφοσιωμένη κοινωνία. Καλύπτουμε τα πιο σημαντικά θέματα της εποχής μας και λέμε ιστορίες που διαφορετικά θα έμεναν ανείπωτες». 

⸙⸙⸙

Ο Γιάννης Πανταζόπουλος είναι Αρχισυντάκτης – Managing Editor στη LiFO.

Κύλιση στην κορυφή