Γιώργος Μπλάνας, Αυτοκρατορία. Κομμόδου Αντωνίνου Αυγούστου τα Εις Μάρκον Αυρήλιον, εκδ. Μικρή Άρκτος, Αθήνα 2023.
Υπάρχει μια πολύ ωραία λαϊκή παροιμία που, με την εξουθενωτική αιχμηρότητα κάθε λαϊκής παροιμίας, περιγράφει άριστα το φυσικό γεγονός ότι καλός γονιός δεν σημαίνει απαραίτητα και καλό τέκνο, όπως κακός γονιός δεν σημαίνει απαραίτητα τέκνο κακό: «Από το ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από το αγκάθι ρόδο». Το πρόβλημα είναι, βέβαια, ότι είναι κάπως περίπλοκο –αν όχι εντελώς μπλεγμένο– το συνονθύλευμα των επιστημών που πρέπει να κατέχει κανείς για να είναι σε θέση να προσδιορίσει με κάποια αξιόλογα επιχειρήματα ποιος είναι κάθε φορά το ρόδο και ποιος το αγκάθι.

Ένα τέτοιο πρόβλημα προκύπτει και στην περίπτωση του Μάρκου Αυρηλίου και του Κομμόδου. Ο Μάρκος Αυρήλιος δεν είναι τόσο γνωστός με την ιδιότητα του «ειρηνικού» αυτοκράτορα όσο είναι με την ιδιότητα του στωικού φιλοσόφου –μαθητή του Επίκτητου–, που κληροδότησε στον κόσμο εκείνο το ακατάλυτο σώμα ιδεών που είναι γνωστό ως Τα εις εαυτόν. Εύλογα θα περίμενε λοιπόν κανείς ο γιος του Μάρκου Αυρηλίου, αν δεν είναι ισάξιος σε πνευματική ρώμη, τουλάχιστον να την προσεγγίζει. Κι όμως, λέγεται ότι ο Κόμμοδος δεν έλαβε καν επαρκή μόρφωση, γνωρίζοντας κάτι λίγα από ρητορική και ίσως ελάχιστα έως τίποτα από φιλοσοφία. Ενδεχομένως ο ίδιος ο Μάρκος Αυρήλιος να ευθύνεται γι’ αυτό, ζυγίζοντας τα πράγματα και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Κόμμοδος, που εισήλθε πολύ νωρίς στην πολιτική αρένα, καλό θα ήταν να διδαχτεί πρώτα απ’ τους στρατηγούς και ύστερα απ’ τους υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένων των φιλοσόφων.
Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς τίποτα περισσότερο· η προβληματική είναι ήδη σαφής. Ο Κόμμοδος «τερμάτισε» ολόκληρη Pax Romana, ήταν μεγαλομανής (προσωπείο του Ηρακλή, πίστευε), φιλόμαχος, βίαιος, φιλήδονος και τυραννικός. Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ένας στωικός φιλόσοφος –με όλη τη λοξότητα των στωικών στον υπερθετικό βαθμό, αν είχε το ελάχιστο δίκιο ο Νίτσε–, που βάφτισε την παιδική ηλικία του γιου του στο αίμα της πολιτικής και του πολέμου. Με ανθρώπινους όρους, το συμπέρασμα είναι εύκολο. Ο πατέρας το ρόδο, ο γιος το αγκάθι. Μιλώντας με τους όρους της εξουσίας, όμως, είτε αντιστρέφονται οι ρόλοι είτε διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πως όχι μόνο ρόδο δεν υπάρχει, μα ούτε ποδοπατημένο πέταλο.
Αυτός είναι μέσες άκρες ο κορμός της Αυτοκρατορίας του Γιώργου Μπλάνα, ενός συνθέματος δεκαπέντε (I-XV) «κεφαλαίων», όπου ο ίδιος ο Κόμμοδος κλέβει τη φωνή του ποιητή (ή ο ποιητής τη φωνή του Κομμόδου, οψόμεθα), αναπλάθοντας τα Εις εαυτόν με τη δική του γλώσσα, μια γλώσσα αντίθετη του στωικού ασκητισμού, με αφορμή ίσως τη φυσική ανάγκη του γιου να ξεγυμνώσει το οικοδόμημα του πατέρα.
Για αρχή, ένα σύντομο γραμματολογικό σχόλιο:
Από την τελευταία φορά που η ποίηση του Γιώργου Μπλάνα εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια. Μπορώ να μαντέψω κάποιους από τους λόγους αυτής της –τουλάχιστον υπό την εκδοτική έννοια– σιωπής: Η ποίηση (όπως, jadis, si je me souviens bien, που λέει και ο νεαρός ποιητής, άκουσα τον ίδιο τον Μπλάνα να λέει) «είναι σκοτάδι». Είναι το μαύρο που αφομοιώνει όλα τα χρώματα του κόσμου και τα κρατά δέσμια στην αιωνιότητα. Με άλλα λόγια, τίποτα δεν βγαίνει από την ποίηση, κι αυτό έχει διττό νόημα. Από τη μια, η ποίηση δεν είναι «έκφραση», είναι απλώς ροή, ποταμός που μπορεί να ρεύσει στη θάλασσα ή πίσω στην πηγή του, παρά την παραδοξότητα του πράγματος. Πολλές φορές εκείνος που ασκεί τούτη την τέχνη την ασκεί παίρνοντας και όχι δίνοντας (αν δίνει τίποτα γενικώς) – επειδή είναι τόσα αυτά που παίρνει υπάρχοντας ζωντανός μες τον κόσμο, που δεν αντέχει ούτε σωρευμένα να τα κρατά ούτε όμως και να τα αφήνει στη δικαιοδοσία του φευγαλέου. Μόνο κάπου κάπου, αναθυμούμενος την ανθρωπινότητά του, παίζει τον ρόλο του κοινωνού και αφήνεται να φανταστεί το πρόσωπο του αναγνώστη, που δεν θα γράψει για χάρη του μεν, εντούτοις θα του αφήσει οδοδείκτες μέσα στους στίχους. Ο αναγνώστης του είναι, την ίδια στιγμή, ένας ταυτοποιημένος άλλος (ο πραγματικός έτερος άνθρωπος, που έχει όνομα, φύλο, ηλικία, καταγωγή, επιθυμίες, ιδιότητες…) και το σημαίνον της ανθρώπινης φυλής. Ποτέ δεν «εκφράζει» τίποτα όμως, απλώς μέσα στις λέξεις φυλάσσει το κόμιστρο μιας ολάκερης ζωής – επιτρέποντας, σε όποιον έχει ζωή, να το κάνει δικό του. Κανείς δεν διδάσκεται τίποτα από ένα τέτοιο παράδοξο ποίημα ούτε δύναται να το μιμηθεί, απλώς το βιώνει.
Από την άλλη, η ποίηση αποδεικνύεται συχνά ένα απλό σκακιστικό πατ: Το κόμιστρο της ζωής είναι αρνητικό, ο κόσμος πορεύεται ευθεία στον διάβολο, να αλλάξουμε τίποτα δεν γίνεται, να πέσουμε αμαχητί δεν γίνεται, οπότε η καλύτερη δυνατή λύση είναι μια ηρωική ισοπαλία. Σε έναν διαλυμένο κόσμο, η ποίηση είτε διαλύεται στα εξ ων συνετέθη είτε διαλύεται στα εξ ων συνετέθη και ανασυντίθεται με τα αυτά εξαιτίας των οποίων διαλύθηκε.
Όλα τούτα παραμένουν οδυνηρά για τον άνθρωπο· μια περίοδος σιωπής, όσο κι αν διαρκεί (το «πολύ» ή το «λίγο» της κρίνεται από τη μέθοδο του ποιητή), σημαίνει πάνω απ’ όλα μια περίοδο επεξεργασίας, επεξεργασίας της γλώσσας ή επεξεργασίας των γεγονότων. Θαρρώ λοιπόν πως κάπου μέσα σε όλα αυτά βρίσκεται η αλήθεια της «σιωπής» στην περίπτωση του Γιώργου Μπλάνα. Λίγο περισσότερο να τον διαβάσει κανείς, θα διαπιστώσει ότι δεν είναι από τους ποιητές που σιωπούν (έστω και για λίγο) όταν δεν έχουν κάτι να πουν, αλλά όταν έχουν τόσο πολλά να πουν, που δεν μπορούν να πουν τίποτα, επειδή αυτό το παράδοξο έχει η ποίηση-σκοτάδι. Σε κάθε περίπτωση, η επίσημη επαναφορά του στα γράμματα με την έκδοση της Αυτοκρατορίας είναι ένα χαρμόσυνο συμβάν για το ελληνικό κοινό.
Η Αυτοκρατορία είναι ένα ποίημα. Σίγουρα δεν έχει τη συμβατική μορφή του ποιήματος, με στίχο κάτω από στίχο, και ξεφυλλίζοντας κανείς το βιβλίο θα θεωρήσει πως έχει να κάνει με πρόζα, με «πεζή ποίηση», κάτι τέτοιο. Ωστόσο, όπως πάντα, η γλώσσα του Μπλάνα παραμένει γλώσσα μουσική, με ήχους που ελλείπουν συχνά από τον –έστω και ασαφή– κανόνα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Ίσως μάλιστα σε τέτοιους νόμους να εδράζεται ο κανόνας της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, ένας κανόνας αποφατικός, που δεν μπορείς να πεις ακριβώς τι περιλαμβάνει, μπορείς να πεις όμως τι δεν περιλαμβάνει: μετρική, θεματική, προβληματική και ορισμένες ακόμα «-ικές» που η έλλειψή τους δυσχεραίνει σε γελοιώδη βαθμό την κριτική θεώρησή της. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ονοματίσει κανείς το ύφος του Μπλάνα κι αυτός είναι ο θεατρικός τρόπος. Είτε με τις αράδες τη μια κάτω από τη άλλη είτε με τις αράδες δίπλα δίπλα, ο Γιώργος Μπλάνας –ανέκαθεν, αλλά ακόμα εντονότερα όσο πηγαίνει– γράφει τραγικούς μονολόγους.
Πρόκειται, φυσικά, για ποιητή ασκημένο –και διαρκώς ασκούμενο– στο σκληροπυρηνικό θέατρο, το ελληνικό. Ως μελετητής και μεταφραστής των μεγάλων δραματουργών, έχει αναπόφευκτα αφομοιώσει στοιχεία του ύφους και της δομής (ειδικά) της τραγωδίας, τα οποία εφαρμόζει στην ποίησή του. Το τελευταίο πριν από την Αυτοκρατορία βιβλίο του, το Τερατούργημα (Γαβριηλίδης 2017), δεν είναι τόσο συλλογή ποιημάτων όσο συλλογή μονολόγων που πρόσωπα του μύθου ή της Ιστορίας (η Μήδεια, η Παρθένος Μαρία, ο Μακιαβέλι, ο Σαιν Ζυστ…) απευθύνουν σ’ έναν ειδικό ή/και συλλογικό άλλο. Μα και στα προηγούμενα έργα του, όπως στα ανεξάντλητα Στασιωτικά (1-50, Γαβριηλίδης 2011· 51-100, Γαβριηλίδης 2015) ή στο Επεισόδιο (Νεφέλη 2002), θα έλεγα ακόμα και στη χρονολογικά ενδιάμεση Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (Γαβριηλίδης 2010) και, βεβαίως, σε πρότερα έργα, ο Μπλάνας γράφει με τρόπο σαν να πενθεί για το γεγονός ότι δεν γεννήθηκε τον καιρό των τραγωδών –και μόνο γι’ αυτό, διότι, αν γεννιόταν τον καιρό της τραγωδίας, θα παρέδιδε σίγουρα μια τραγωδία, οπότε τώρα, ξέροντας πως δεν είναι αυτό το μέσον της εποχής του, παραδίδει ό,τι θεωρεί εγγύτερο σε αυτό που του υποδεικνύει μια αρχαία συλλογική συνείδηση την οποία προσπαθεί ακάματα να αποκωδικοποιήσει. Έχω την αίσθηση ότι κάθε ποίημα του Μπλάνα μπορεί να αναγνωστεί ως το αποσπασμένο ζενίδ μιας χαμένης τραγωδίας. Και το ποίημα το τιτλοφορούμενο Αυτοκρατορία δεν κομίζει τίποτα ξένο ως προς τη μέθοδο του ποιητή.
Τι είναι, λοιπόν, η Αυτοκρατορία:
«This is my letter to the World», λέει η Ντίκινσον, «that never wrote to Me». Ο Κόμμοδος της Αυτοκρατορίας θα είχε κάθε λόγο να σκαρώσει μια έξυπνη παράφραση, αντικαθιστώντας απλώς τη λέξη «κόσμος» με τη λέξη «πατέρας». Ως απάντηση στο Τα εις εαυτόν του πατέρα του, συνθέτει ένα έργο που τιτλοφορείται Τα εις Μάρκον Αυρήλιον. Δεν πρόκειται, όμως, για μια εσωστρεφή καταγραφή ιδεών, αλλά για μια εξωστρεφή καταγραφή γεγονότων. «Αργά η γρήγορα, η Ρώμη θα δει το μεγαλείο της σε όλη του τη φρίκη» λέει στο πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο (I) της πολεμικής του, και συνεχίζει: «Εγώ, ο Κόμμοδος, ο αυτοκράτοράς της, ισόθεος ηγέτης των διεστραμμένων απολαύσεών της, Ηρακλής των αισχρών κατορθωμάτων της, θα λυγίσω στην αρένα το ανθρωποφάγο κτήνος της αυτοκρατορίας» (σελ. 7).
Φροντίζοντας να τονίσει στις πρώτες σελίδες του όλα τα χαρακτηριστικά που έφερε ή που του απέδωσε η ζώσα –του καιρού του– και η ύστερη συμβατική ιστορία, δείχνει εμμέσως πως δεν σκοπεύει να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του πατέρα του. Αυτό που κάνει είναι πολύ πιο περίπλοκο: ομολογεί πως όλα όσα του καταλογίζονται ισχύουν· αλλά η φύση τους είναι πολύ σκοτεινότερη απ’ όσο τη θέλουν όλοι αυτοί οι καταλογισμοί, αφού οι ποιότητές του δεν αντιτίθενται στα ιδεώδη της Ρώμης, αλλά αποτελούν την εναργέστερη έκφρασή τους. Με άλλα λόγια, ο Κόμμοδος ξεκαθαρίζει πως δεν είναι τίποτα παρά ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση των έργων του πατέρα του και μια αντανάκλαση της ίδιας της Ρώμης. Διαφοροποιείται όμως στο γεγονός πως τουλάχιστον αυτός το συνειδητοποιεί, και ίσως, ακόμα, παραδέχεται ότι το συνειδητοποιεί. Αυτή η συνειδητοποίηση θα θεμελιώσει αναπόφευκτα τη γνήσια πλευρά του εαυτού του, το δικαίωμα στην οποία θα πληρώσει τελικά με τη ζωή του, διότι, απ’ όσα θα προκύψουν από τα γραφόμενά του, θα φανεί πως ο ρωμαϊκός κόσμος δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα με τη αιμοδιψή φιληδονία και τη μεγαλομανία του –άλλο ήταν το πρόβλημά του: η συνέπεια σε όλα αυτά. Επειδή ο ρωμαϊκός κόσμος απαιτούσε πολλά μέτρα και πολλά σταθμά, των οποίων το σύνολο διαμόρφωνε ένα κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλέγμα πολύ κοινό με το σημερινό, το δικό μας. Γι’ αυτό ο Κόμμοδος –που δεν είναι παιδί κανενός περισσότερο απ’ όσο είναι της συγχρονίας (παραδόξως της δικής του και της δικής μας επίσης)– έγραψε τούτο το έργο το τιτλοφορούμενο Τα εις Μάρκον Αυρήλιον, για να δείξει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να υπάρχει κανείς –ο κακός τρόπος, αρκεί να μην είναι κακός για τους κακούς.
Τα Εις Μάρκον Αυρήλιον του maudit αυτοκράτορα έχουν δύο βασικούς πυλώνες: τη φιλοσοφία και την οικονομία. Και οι δύο, με τον τρόπο τους, είναι εκφάνσεις και συνάμα όργανα της εξουσίας, το άλφα και το ωμέγα της. Το ενδιάμεσο αλφάβητο, που υποστασιοποιεί τον λόγο της εξουσίας, είναι ο όχλος.
Ο Κόμμοδος φροντίζει να «περιλάβει» αμέσως τη φιλοσοφία του πατέρα του και να δείξει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι υποκριτική. Στην απίθανη περίπτωση που ο εκφραστής της δεν είναι υποκριτής, τότε είναι σίγουρα διχασμένος –διχασμένος με έναν τρόπο παθολογικό, που τον καθιστά επικίνδυνο τόσο για τον εαυτό του όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Ο Κόμμοδος στα πρώτα λόγια του προσπαθεί τούτο ακριβώς ν’ ανακαλύψει: εάν ο πατέρας του ήταν υποκριτής ή «απλώς» διχασμένος.
«Τι λογής ευδαιμονία ήταν αυτό; Ποιος δαίμονας κρυμμένος στην έλλογη φύση σου μπορούσε ν’ απολαύσει έξι χιλιάδες εξεγερμένους δούλους, σταυρωμένους στην ανθισμένη Αππία Οδό; Θα μου πεις πως τέτοιοι ασυνείδητοι δεν αξίζουν τα λεφτά τους, όπως ο έγραψε ο Κικέρων –ή μήπως εσύ;» (σελ. 10).
Ο Μάρκος Αυρήλιος όμως στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε υποκριτής ούτε διχασμένος. Αντιθέτως, είναι απολύτως πιστός στη στωική θεώρηση της ελευθερίας, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτό που κατάλαβε από τον Επίκτητο: ελεύθερος είναι αυτός που κατορθώνει να κάνει τα πράγματα να έρχονται όπως τα θέλει, με τη δύναμη που δίνει στο χέρι του η ειμαρμένη. Από εκεί και πέρα, η ειμαρμένη «θα ξεχωρίσει τους δικούς της».
«Χλευάζω τη ζωή, περιφρονώ τον θάνατο, σαν γνήσιος Στωικός – παρόλο που δεν σπούδασα φιλοσοφία. Δεν το επέτρεψες. Παράδοξο κι όμως φιλοσοφικό – νομίζω» λέει ο Κόμμοδος, ο οποίος κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι, πράγματι, η όλη ιδέα δεν βρίσκεται στις μαθητείες (αυτό είναι πολύ παράδοξο αλλά και πολύ φιλοσοφημένο), αλλά στην ωμή πρακτική· καταλαβαίνει ότι δεν χρειαζόταν συμβατικές σπουδές για να γίνει στωικός, μα κάποιες άλλες, πολύ πιο δραστικές επιστήμες.
«Όσα έμαθα –και ήταν αρκετά, για να μπορέσω να καταλάβω τι δεν πήγαινε καλά στο κεφάλι σου– τα έμαθα εγώ, ένα παιδί με σκανδαλώδεις τάσεις από τον Γαληνό – τι όνομα κι αυτό για έναν Έλληνα γιατρό με σκανδαλώδεις πρακτικές!
»Όταν βουτάς τα χέρια σου στα σπλάχνα ενός νεκρού, με την ελπίδα πως θα μάθεις κάτι για την ζωή, καταλαβαίνεις την φιλοσοφία καλύτερα από κάθε σοφιστή. Ιδίως αυτοί θα έπρεπε να ξέρουν πως οφείλεις ν’ ανοίξεις μερικούς νεκρούς, πριν ανοίξεις το στόμα σου κι αρχίσεις να λες πράγματα νεκρά». (σελ. 16).
Ο Κόμμοδος θα πρέπει να διδάχτηκε πολλά από τον Γαληνό –προσωπικό ιατρό του πατέρα του–, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι δύο τινά: αίμα και δόντια, ή δόντια και αίμα, τέλος πάντων –η σειρά εξαρτάται. Το χέρι της ειμαρμένης είναι σχεδιασμένο να βουτάει στο αίμα –είτε ανοίγει σπλάχνα είτε ανοίγει βιβλία. Σε όλες τις πτυχές της πραγματικότητάς του, που ποτέ δεν ήταν κάτι άλλο από φυσικά ή πνευματικά πολεμικές, ο Κόμμοδος είδε και κατανόησε το αίμα που ρέει ασύστολα και με τον ίδιο τρόπο ο αναγνώστης τού Τα εις Μάρκον Αυρήλιον βλέπει και κατανοεί την πορεία του Κομμόδου, τη σχεδόν πειθήνια πορεία του πάνω στον δρόμο που σχεδίασε ο πατέρας.
Κατ’ εμέ, ο Μπλάνας εξελίσσει τη μυθιστορηματική πλευρά του χαρακτήρα του μέχρι στιγμής (δηλαδή μέχρι το σημείο που ο Κόμμοδος μιλά για τις νεανικές ωσμώσεις πριν από την άνοδο στην εξουσία) μ’ έναν τρόπο που φαινομενικά δίνει την αίσθηση μιας ακραίας σύγχυσης. Διότι βεβαίως ένας άνθρωπος που αναμφίβολα οσμίζεται, έστω και μέσα στα όρια της ανωριμότητάς του, την ωμή βία της φυσικής και πνευματικής πραγματικότητας που διαμορφώνουν οι όροι αυτής της δόλιας φιλοσοφίας (η οποία αποδεικνύεται μια αριστοτεχνικά σχεδιασμένη θεολογία) θα μπορούσε ίσως να αντισταθεί μ’ έναν τρόπο. Το δίχως άλλο, ομολογεί την πεποίθησή του ότι «κάτι δεν πήγαινε καλά στο κεφάλι» του πατέρα του. Γιατί, λοιπόν, υιοθετεί, με τον όποιο ιδιαίτερο τρόπο του, ό,τι υποδεικνύει αυτό το κεφάλι;
Υπάρχουν τρεις πιθανές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Πρώτον: για να το κόψει. Στόχος που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, λόγω της φιλοσοφικής υστέρησής του, χωρίς κάτι να την υποκαταστήσει σε εμπειρία. Δεύτερον: διότι είναι παραδεκτό πως κάτι δεν πήγαινε καλά επίσης ούτε στο δικό του κεφάλι («παιδί με σκανδαλώδεις τάσεις»). Με άλλα λόγια, ό,τι κι αν ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Κόμμοδος παρέμενε ένα πλάσμα διεστραμμένο, που, όπως είπαμε, δεν προσπαθεί εδώ να υπερασπιστεί τον εαυτό του, δεν προσπαθεί να δείξει πως ήταν κάτι άλλο από αυτό που ήταν –προσπαθεί να δείξει ότι ήταν ακριβώς αυτό που ήταν, και αυτό που ήταν ήταν ακριβώς ό,τι ήταν και όλοι οι υπόλοιποι, απλώς με διαφορετικά αίτια και αιτιατά. Τρίτον: διότι ήταν, απλούστατα, μικρός ακόμη για άλλο δρόμο. Ο άλλος δρόμος θα ανοιγόταν αργότερα, όταν γινόταν ο πατέρας του στη θέση του πατέρα του. Εκεί θα διακρινόταν η διαφοροποίησή του, στη μέθοδο άσκησης της εξουσίας.
Αυτό που διαφοροποιεί τη μέθοδό του, εντούτοις, δεν είναι οι καθημερινές εξαλλοσύνες του. Είναι η αλλεργία του στο σινάφι των πατρικίων, η περιφρόνησή του για τις κατεστημένες συνθήκες της εσωτερικής διακυβέρνησης, του πολέμου και της οικονομίας, και το «ανίερο» ζευγάρωμά τους με τον στοχασμό, τη γλώσσα, τις τέχνες, την αισθητική.
Στο έκτο κεφάλαιο (VI), που λειτουργεί ως νοητός επίλογος της πρώτης φάσης της ζωής του, ο Κόμμοδος συμπυκνώνει την αποκρουστική εμπειρία της πατρικής καθοδήγησης, χαμένος στην αντίθεση μεταξύ των δύο πλευρών της ζωής τους: από τη μια η βία της εξουσίας, ο επεκτατισμός και ο πόλεμος, με όλη την αηδία του, και από την άλλη ο οίκος, με την επιτηδευμένη ειρήνη του.
«Ας ρωτούσε [ο δάσκαλος της γλώσσας] τους φρουρούς μου, ας άκουγε μια μέρα φωτεινή δίπλα στις τριανταφυλλιές, τις ιστορίες τους για σφαγές και βιασμούς· ας προσπαθούσε να διατυπώσει σωστά το χάος της ψυχής και του μυαλού του πιο ηλικιωμένου, που όσην ώρα μιλούσε για τα αισχρά του κατορθώματα, λάξευε ένα ξύλινο αλογάκι, να μου το δώσει μ’ ένα χάδι στα μαλλιά» (σελ. 25).
Μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η πρώτη φάση, «ξεφεύγουν» από το στόμα του Κομμόδου ολοένα και περισσότερα λόγια για τη φύση του πνευματικού έργου, και ειδικά της γραφής –σχόλια που ο Μπλάνας συχνά εντάσσει στην ποίησή του, δίχως ποτέ όμως, με έναν τουλάχιστον αξιοθαύμαστο τρόπο, να υποβιβάζεται στη ρηχή αυτοαναφορικότητα.
«Άραγε κατάλαβες ποτέ πως η γραφή ονειρεύεται τον άνθρωπο, που ονειρεύεται το ζώο;» (σελ. 27), έτσι κλείνει αυτό το έκτο, «μεταβατικό» κεφάλαιο, με αυτή τη φοβερή φράση που δείχνει πως όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι στιγμής, πέρα από τις όποιες ιστορικοπολιτικές προεκτάσεις τους, αποτελούν επίσης και ένα βαθύ, πολύ ρεαλιστικό (αν όχι πραγματιστικό) σχόλιο για τη φύση της πνευματικής εργασίας, ειδικά σε ένα φαινομενικά αταίριαστο περιβάλλον: της βίας και της εξουσίας, της παρακμής του πολιτισμού. Πρωτύτερα, μάλιστα, ο Κόμμοδος είχε πει: «Εξάλλου δεν μπορώ να καταλάβω γιατί γράφουν άνθρωποι, που έχουν χίλιους-δυο τρόπους να δείξουν την αχρειότητά τους. Πραγματικά με αηδιάζουν. Αναζητούν ένα νεότερο ψεύδος, για να κρύψουν το παλιότερο. Αργά ή γρήγορα θα εισβάλουν στα κελάρια της εξουσίας […]» (σελ. 17).
Έτσι, λοιπόν, τα τεκταινόμενα μέχρι και το έκτο κεφάλαιο είναι μια πλάγια επίθεση στο πιο επικίνδυνο σινάφι όλων: στο σινάφι των εγγράμματων, των «πνευματικών ανθρώπων», των λογίων, των κατεξοχήν χειριστών της γλώσσας. Είναι μια περιδιάβαση στη δόλια τέχνη της «διατύπωσης», στο σκληρό και ανέντιμο παιχνίδι της μορφής και του περιεχομένου.
Η γλώσσα: αυτό είναι το κόκκινο πράγμα που βάφει το λεπιδάκι του φλεβοτόμου και την αιχμή του στρατιώτη, που ηδονίζει την αρένα και διαπαιδαγωγεί την αγορά, που θρέφει τον εξουσιαστή και πνίγει τον εξουσιαζόμενο. Παρ’ όλα αυτά, μέσα στην ίδια αυτή αιμάτινη γλώσσα υπάρχει και κάτι άλλο, μια επιπλέον κατεύθυνση, ίσως όχι πάντα ευφραντική αλλά σε κάθε περίπτωση ζωτική, που ούτε καν ο Κόμμοδος, έστω και διακριτικά, δεν τολμάει να αγνοήσει: το έργο της γλώσσας συμπτύσσει το κενό που αφήνει πίσω της η φυσική αγνωσία του ανθρώπου ενώ συγκρούεται με εκείνη την αρχαία συλλογική συνείδηση, όπου κρύβονται όλα όσα μεταφράζουν σε κοσμοϊστορία τα συστατικά της ύπαρξής του. Η αρχαιότητα του ανθρώπου είναι μια αόριστη αίσθηση, σαν αυτό που αισθάνεται κανείς όταν γνωρίζει ότι κάτι έχει ξεχάσει, αλλά δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που έχει ξεχάσει. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, που έχει ο άνθρωπος για να εξακριβώσει τι είναι αυτό που έχει ξεχάσει είναι να ταυτοποιήσει το γλωσσικό του περίβλημα· απλούστερα: να βρει μια λέξη γι’ αυτό, ένα σημείο, πολλά σημεία που ενώνοντάς τα ο άνθρωπος θα φτιάξει ένα περίγραμμα, μια εικόνα, που θα έχει τη φυσική δυνατότητα να τη δεχτεί, να την οικειοποιηθεί. Από τη φύση του δεν έχει άλλο τρόπο να αντιλαμβάνεται τα πράγματα και κατά συνέπεια να μοιράζεται με τους ομοίους του την αντίληψη των πραγμάτων παρεκτός φτιάχνοντας γλωσσικά ανδρείκελα. Αναπόφευκτα όμως, κάποιος που ξέρει αυτή την τεχνική μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνος, αν τα κίνητρά του είναι φθοροποιά. Για τούτο και το σινάφι των γραμματικών είναι και θα είναι πάντα ανεξέλεγκτο και δυνητικά απειλητικό –απειλητικό για κάποιον, όποιος κι αν είναι, είτε εξουσιαζόμενος είτε εξουσιαστής.
Με τέτοια γλωσσική συντριβή ανέρχεται λοιπόν ο Κόμμοδος, που, από το έβδομο (VII) κεφάλαιο, ξεκινάει «Δεκαέξι ετών συναυτοκράτορας και μήνας Μάιος στην κάτω Γερμανία και χιόνι, χιόνι ανένδοτο» (σελ. 28). Σαν να μην έφταναν όλα τα υπόλοιπα, οι εκστρατείες τον φέρνουν σε επαφή με τους βάρβαρους. Ας πούμε ότι ο Κόμμοδος δεν είναι σε θέση να προβλέψει (ή μήπως είναι;) ότι από αυτά τα γερμανικά φύλα θα προέκυπτε κάποτε όλη η κεντρική και δυτική Ευρώπη, καρυκευμένη με ό,τι σάρωνε στο μεταξύ από γύρω γύρω.
«… είδα πρώτος εκείνα τ’ απίστευτα θηλυκά […].
»…Ήταν οι γυναίκες των βαρβάρων, ιέρειες μιας δασόβιας ειμαρμένης, που τρεφόταν με ρίζες, προσπαθώντας να εκτιμήσει την πιθανή αξία τους στην αγορά της Ρώμης. Βάρβαρες Αφροδίτες μιας ηδονής, που δεν ξεχωρίζει τον θάνατο από την ζωή – ωστόσο έτοιμες να μεταμορφωθούν σε φλύαρες Ρωμαίες οικοκυρές.
»Ανάμεσα στα δέντρα, περίμεναν τ’ αρσενικά τους, χορτασμένα αποβραδίς σφαγή του έρωτα». (σσ. 28-29).
Προτού δούμε τι αποκόμισε ο Κόμμοδος από τη σύγκρουση της ρωμαϊκής λεγεώνας με τους βάρβαρους, αξίζει να ανοίξει μια μικρή παρένθεση για τη φύση των γυναικών.
Υπάρχουν δύο τύποι γυναίκας εδώ: η Ρωμαία και η βάρβαρη. Η Ρωμαία γυναίκα έχει διάφορα προσωπεία, σε μια κλίμακα από την αγοραία ίσαμε την αριστοκράτισσα. Όμως ακόμα και στην πιο άκακη φαινομενικά έκφανσή της (μια υπηρέτρια, μια βιοπαλαίστρια) διαθέτει κάτι πορνικό. Οι γυναίκες που βλέπει ο Κόμμοδος στα μικράτα του είναι όλες σεξουαλικά όργανα, με τα οποία, είτε ως θύτες είτε ως θύματα, οι άντρες ατιμάζονται – από τις γυναίκες ή από τον εαυτό τους. Η μητέρα του, η Φαυστίνα η Νεότερη, δεν διαφέρει. Μολονότι η ιστορία «διχάζεται» κάπως ως προς τη συνολική ποιότητά της ως προσωπικότητας, ο Κόμμοδος δεν προτίθεται να αναπαράγει τίποτα σχετικό με την εικόνα της «αγίας». Αντιθέτως, την παρουσιάζει μονομερώς (και μάλιστα δίχως καν να την κατονομάζει) ως μια πόρνη ολκής, μια μοιχαλίδα, ένα διεφθαρμένο γύναιο που «ανήκει στον όχλο».
Το πέμπτο (V) κεφάλαιο, αποκλειστικά αφιερωμένο στη Φαυστίνα, είναι ένα κεφάλαιο πολύ «σολωμικό», και η ανώνυμη μητέρα φέρει στοιχεία μιας εξίσου σολωμικής θηλυκότητας, εάν η κατεξοχήν σολωμική θηλυκότητα δεν είναι βεβαίως, όπως προτιμούν να την περιορίζουν συνήθως οι μελετητές του, «ιδεαλιστική», sublime, θεία και ενάρετη, αλλά ένας αναμφίβολα ουδέτερος, «γκρίζος» όγκος από αντρικές παθολογίες.
«Φίδι δεν λένε οι μονομάχοι […] πως με ονειρεύτηκε η μητέρα στην κοιλιά της· φίδι κάποιου τυχαίου μονομάχου, που απόλαυσε εσκεμμένα» (σελ. 22). Και: «Εγώ απλά ονειρεύτηκα το αίμα ν’ ανορθογραφεί παράξενα πάθη στο γλυκό της πρόσωπο […]. Έγλυφε το αίμα σοβαρή, σαν κουρασμένη από μια νύχτα σπασμών και ιλίγγων. Και ξαφνικά αναδύονταν απ’ το αίμα, που λίμναζε ανάμεσα στα πόδια της, δυο φίδια με κεφάλια λιονταριών: εγώ κι ο Τίτος, ο δίδυμός μου […]» (σελ. 23).
Όπως στον Σολωμό κάθε θηλυκότητα εμφανίζεται κατά κανόνα κουβαλώντας μαζί της το όνειρο, έτσι και σε αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου η Φαυστίνα εμφανίζεται μέσα σε ένα όνειρο, σε ένα διττό όνειρο: του εαυτού της και του γιου της. Στην απολύτως μυστικιστική σκηνή, γεμάτη από τις παραδοσιακές εκφράσεις της γυναικείας «ατιμίας» (μοιχεία και κολπικό αίμα), ο Κόμμοδος δημιουργείται από το όνειρο για να δημιουργήσει όνειρο με τη σειρά του, γεννώμενος (μαζί με τον δίδυμό του, τον Τίτο) ως φίδι με κεφάλι λιονταριού.
Το φίδι με κεφάλι λιονταριού είναι ένα σύμβολο που εμφανίζεται σε πάρα πολλές αρχαίες παραδόσεις με πάρα πολλά νοήματα. Πιθανότατα ο Κόμμοδος θα προτιμούσε τη συμβολική της αιγυπτιακής και της ελληνικής παράδοσης, με το ιδεώδες της συνένωσης σώματος (το έρπον φίδι) και πνεύματος (λιοντάρι), την οποία αντιπροσωπεύει αυτό το ολόφωτο πλάσμα που απόγονός του –χάρη σε όλες εκείνες τις παράξενες επιμειξίες των θεϊκών φυλών– είναι ο Sol Invictus. Δυστυχώς όμως, με βάση το περικείμενο, το φίδι με κεφάλι λιονταριού εδώ μοιάζει περισσότερο με τον σημιτικό Ιαλδαβαώθ, τον φωτεινό δημιουργό που κατέληξε έκπτωτος ψευδοθεός. Απ’ όλη τη –μακρά– ιστορία του Ιαλδαβαώθ (που φυσικά και ομοιάζει με εκείνη του Εωσφόρου), αρκεί να κρατήσουμε εδώ το εξής: ο Ιαλδαβαώθ δημιούργησε τους άνδρες, μα όταν είδε πως δεν ευχαριστούσαν εκείνον για τη γένεσή τους, δημιούργησε τη γυναίκα για να τους βασανίσει, για να τους εκδικηθεί. Και ύστερα βάλθηκε να ταλανίζει τους ανθρώπους, προσπαθώντας διαρκώς να κλέψει την ψυχή, τον νου, το πνεύμα από μέσα τους, να τους αφήσει σκέτο σαρκίο. Εύλογα λοιπόν κλείνει έτσι όπως κλείνει το πέμπτο κεφάλαιο: «Και ξύπνησα: ήμουν ένας τεράστιος άντρας με λεοντή και προσπαθούσα να την πετάξω από πάνω μου […] κι όταν κατάφερνα να την τραβήξω λίγο, ξεκολλούσε μαζί με την σάρκα μου και κάποιος έλεγε: “Πέταξε από πάνω σου τα πάντα εκτός από το σώμα. Προπάντων φυλάξου απ’ τις ιδέες […]”» (σσ. 23-34).
Μα όλες αυτές οι φρικιαστικές εικόνες των γυναικών της Ρώμης που κουβαλά ο Κόμμοδος εξαφανίζονται όταν συναντά τις γυναίκες των βαρβάρων. Ο άλλος τύπος γυναίκας της Αυτοκρατορίας, η βάρβαρη, αν και εξίσου σωματική/ερωτική, δεν είναι πορνική. Πορνική την καθιστά μονάχα το ενδεχόμενο να καταλήξει στη Ρώμη, όπου η ταυτότητά της θα χαθεί. Οι βάρβαρες γυναίκες, αν και δεν ομολογείται με σαφήνεια, γοητεύουν τον Κόμμοδο με τον πριμιτιβισμό τους. Δεν είναι βεβαίως εξοικειωμένος με τα ήθη και τα έθιμα των βαρβάρων, εντούτοις ένα αόριστο κάτι στην όψη και στη δράση τους τους καθιστά διαμετρικά αντίθετους από τους Ρωμαίους. Αυτό το αόριστο κάτι είναι όμως συγκεκριμένο στην πραγματικότητα και μπορεί κανείς, αφού διαβάσει κάποια λίγα πράγματα γι’ αυτούς, να τολμήσει να υποθέσει ότι εδράζεται σε τρία τινά: πρώτον, στην ουσιώδη σχέση αυτών των ανθρώπων με τη φύση, που είναι κάτι άγνωστο στη μητρόπολη· δεύτερον, στην εξισωτική κοινωνική διαστρωμάτωση, αφού στην εσωτερική καθημερινότητά τους δεν υπάρχουν κύριοι και δούλοι· τρίτον, στην αποχή τους από τις υλικές απολαύσεις, που θεωρούν ότι κάνουν τον άνθρωπο μαλθακό (γι’ αυτό και προτιμούσαν το γάλα παρά το κρασί). Βλέποντας αυτές τις αρχαϊκές, σχεδόν θεϊκές, σταράτες και ίσανδρες γυναίκες, που τρώνε μονάχα τις ρίζες της γης και η μόνη σφαγή που γνωρίζουν είναι εκείνη του έρωτα, βλέποντας αυτά τα αναίμακτα θηλυκά, που ο οργανισμός τους δεν έχει καθόλου αντισώματα για τον ιό του πολιτισμού, ο Κόμμοδος θρηνεί χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει. Μπορεί να μην αντιλαμβάνεται πως όλη αυτή η σκληρή αγνότητα πυροδοτεί τον θρήνο του, αντιλαμβάνεται όμως πως οι πόλεμοι όπου τον σέρνουν οι δικοί του κάθε λίγο και λιγάκι είναι από εκείνους τους «απελευθερωτικούς» πολέμους, τους πολέμους που γίνονται για να εγκατασταθούν η ειρήνη, το πνεύμα και η δημοκρατία. Το γεγονός ότι μαζί με τους νέους των βαρβάρων μακελεύονται επίσης και κάμποσοι νέοι της Ρώμης είναι άλλο θέμα. Πάση θυσία, αυτοί οι άνθρωποι θα εκπολιτιστούν· αυτές οι γυναίκες θα σηκωθούν από τα χώματά τους για να καθίσουν στα μάρμαρα της Ρώμης· οι σφαγές του έρωτα θα γίνουν με το καλό εκτελέσεις μοιχών, οι τοκετοί πάνω σε αλογίσιες ράχες θα γίνουν ωοτοκίες φιδιών.
Με αυτή την «τελετή» ενηλικίωσης θα επιστρέψει ο Κόμμοδος στη Ρώμη. Έχει πράγματι ενηλικιωθεί – όχι μόνο βιολογικά αλλά και, κυρίως, πολιτικά, και τώρα πια (κεφάλαιο VIII) περνάει τις μέρες του με συγκλητικές επιφάσεις πολιτικής συνδιαλλαγής και τις νύχτες του με αναβολές συγκλητικών αποπειρών δολοφονίας του.
Από αυτό το σημείο, ο αναγνώστης παρατηρεί ότι ο Κόμμοδος δεν απευθύνει πια και τόσο εκείνον τον επιθετικό λόγο στο δεύτερο ενικό (στον πατέρα του), αλλά περισσότερο μονολογεί, αφηγείται τις δικές του εμπειρίες μέσα στην πολιτική αρένα, στην αγορά και στην όλη χάβρα της Ρώμης. Όσο απομακρύνεται το πρόσωπο του πατέρα από τη διήγησή του αυτή, ο λόγος του γίνεται κάπως πιο «καθαρός», πιο μεστός, πιο στοχαστικός. Και στοχάζεται περισσότερο μέσω εικόνων παρά μέσω καθαρών εννοιών. Το ίδιο το ύφος διαφέρει, η ίδια η χρήση και ο συνδυασμός των λέξεων διαφέρουν, αφού η γλώσσα του πλέον δεν είναι όπως σε αυτό που ονομάσαμε «πρώτη φάση» της ζωής του Κομμόδου, δηλαδή τραχιά, στομφώδης, ιλιγγιώδης, γεμάτη ψυχολογικές μεταπτώσεις, αλλά πιο ήρεμη, πιο οικονομημένη και, πολλές φορές, πιο literatim.
Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να μαρτυρήσει στον αναγνώστη ο Κόμμοδος ότι γνωρίζει ακριβώς τον λόγο που όλοι τον θέλουν νεκρό; Μέσα σε λίγες λέξεις που καλά καλά δεν τις πιάνει το μάτι, αν και είναι ξεκάθαρες, προαναγγέλλεται ότι: «…οι κρίσεις λυκανθρωπίας των λογιστών της αυτοκρατορίας θα επαναφέρουν την τάξη» (σελ. 31).
Οι λογιστές της αυτοκρατορίας, τα golden boys της εποχής τους με άλλα λόγια, θα πρέπει να τραβούσαν τα μαλλιά τους με τον Κόμμοδο, ο οποίος άδειασε τα ταμεία σκορπώντας χρήμα στην πολυτελή ζωή, στις αρένες και στις διασκεδάσεις, στον λαό (τα 725 δηνάρια με τα οποία, σύμφωνα με την Ιστορία των Αυγούστων, επιδότησε κάθε πολίτη θα πρέπει να προκάλεσαν αρκετά εμφράγματα) και στον στρατό. Φυσικά, (και) επί Κομμόδου το νόμισμα υποτιμήθηκε, μολονότι η υποτίμηση δεν έφτασε νερώνεια ποσοστά, αλλά κινήθηκε στον μέσο όρο της όχι και πολύ μικρής σειράς Ρωμαίων αυτοκρατόρων που στον καιρό τους υπήρξε υποτίμηση.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε παράδοση στα κραχ. Σ’ αυτό οφείλεται βασικά η πτώση της, όπως και το γεγονός ότι οι δολοφονίες αυτοκρατόρων και υψηλών αξιωματούχων αποτελούσαν εθνικό άθλημα. Το πρόβλημα με την οικονομική κάθοδο είναι το εξής απλό: οι πλούσιοι θα κληθούν να πληρώσουν αληθινούς φόρους (δεν νοούνται τέτοια πράγματα), ενώ ο τακτικός στρατός θα εξακολουθήσει να χρειάζεται συντήρηση (ας συλλογιστεί κανείς σε τι μπελάδες έβαζε ακριβώς αυτό το ζήτημα τα μεσαιωνικά ιταλικά κρατίδια, ειδικά εξαιτίας του γεγονότος –και αυτό ισχύει για τη Ρώμη– ότι ο τακτικός στρατός συντηρεί πάνω απ’ όλα το φρόνημα, ειδικά όταν είναι αεικίνητος). Ο Κόμμοδος ειδικά, για να κρατάει τις πλειονότητες –πολίτες και στρατιώτες– υπό χαρωπό έλεγχο, έφερε το χάος στη χρηματοδότηση του στρατού, του οποίου η συντήρηση με αυτούς τους όρους ήταν μη βιώσιμη, αν όχι επικίνδυνη υπό πολλές έννοιες.
Αυτό ήταν λοιπόν εκείνο που δολοφόνησε τον Κόμμοδο: η οικονομία. Όχι η τρέλα του, οι ακραίες διασκεδάσεις, η αμφίβολη «ηθική» του, η βιαιότητά του, οι μικροέχθρες με την ανώτερη τάξη, η κακή διακυβέρνηση και οι… οικογενειακές δυσλειτουργίες, αλλά οι αιώνιοι νόμοι της αγοράς.
Η οικονομία είναι το πιο καμουφλαρισμένο αλλά και το πιο στιβαρό θεμέλιο του βιβλίου. Λέω «καμουφλαρισμένο», διότι δεν παρουσιάζεται εναργώς στα Εις Μάρκον Αυρήλιον του Κομμόδου. Η σκιά της μέσα στα λόγια του είναι αυτό που σπάει τον «τέταρτο τοίχο» και αποκαλύπτει την Αυτοκρατορία του Γιώργου Μπλάνα.
Αν κάθε βιβλίο ποίησης που σέβεται τον εαυτό του οφείλει τουλάχιστον να ψηλαφεί (αν όχι να αδράχνει) την ιστορική πραγματικότητά του, τότε η μέθοδος που διαλέγει η Αυτοκρατορία για να το κάνει αυτό είναι μια σύνοψη της φρικαλέας οικονομικής συνθήκης που μαστίζει τη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες και, όπως φαίνεται, θα συνεχίσει να τη μαστίζει. Δεν υπάρχει τίποτα στην πορεία του Κομμόδου προς τον αφανισμό που να μη θυμίζει τη μοίρα του νέου δυτικού ανθρώπου στο δίχτυ της αγοράς. Όλα τα ενεργητικά και παθολογικά σφάλματά του, όλα αυτά για τα οποία ευθύνεται και αυτά για τα οποία δεν ευθύνεται, αντανακλώνται στο πρόσωπο του damnati αυτοκράτορα, που όσο πορεύεται μέσα στην ιστορία του τόσο αγκαλιάζει μια ιδιότητα που δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί: αίροντας τις αμαρτίες του καπιταλιστικού κόσμου.
Ξεχνώντας όμως για λίγο ότι τούτο εδώ είναι η Αυτοκρατορία του Γιώργου Μπλάνα και επιστρέφοντας στα Εις Μάρκον Αυρήλιον του Κομμόδου, καταλαβαίνουμε ότι εκείνος δεν μπορεί να ερμηνεύσει τις συνθήκες με τέτοιο πολιτικο-οικονομικό τρόπο. Πλησιάζει, όμως. Και πλησιάζει παρατηρώντας τον λαό. Στο ένατο και στο δέκατο κεφάλαιο (IX, X), ο Κόμμοδος περιγράφει την κουλτούρα της αρένας –κυριολεκτική για εκείνον, μεταφορική για εμάς.
Λαός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μόνον όχλος. Όχλος που λαχταράει άρτο και θεάματα –δηλαδή αίμα και θάνατο. Αυτός ο όχλος είναι πράγματι το αλφάβητο που δίνει υπόσταση στον λόγο της εξουσίας επειδή ποτέ δεν είναι πιο πολιτικός απ’ όσο στην αποκτήνωσή του. Η αρένα είναι ένας τρόπος άσκησης της πολιτικής ιδιότητας σε καιρούς παρακμής. Η αρένα δεν είναι τόπος, αλλά τεχνητή νοοτροπία. Και «η αυτοκρατορία είναι το θέατρο» (σελ. 37). Στο θέατρο της αυτοκρατορίας, ο πολίτης είναι ο θεατής –όχι με την έννοια αυτού που κάθεται απλώς και κοιτάζει, αλλά με την έννοια αυτού που ζει για να κοιτάζει, που είναι διατεθειμένος να θυσιάσει τα πάντα προκειμένου να έχει κάτι να κοιτάζει. Ίσως να μην καταλαβαίνει ακριβώς πού οφείλεται ή τι σημαίνει αυτό το χαρούμενο συναίσθημα που αισθάνεται όταν κοιτάζει, πάντως το αισθάνεται και το βρίσκει μάλλον εθιστικό. Διότι αυτό που κοιτάζει τον πλάθει ανάλογα –τον πηγαίνει και τον φέρνει αφυπνίζοντας εντός του την πρωτόγονη, ζωώδη ανάγκη για ασφάλεια, φροντίδα και καθοδήγηση. Δουλειά όσων ασκούν την πολιτική είναι απλώς να ρυθμίζουν κάθε φορά την κατεύθυνση του θεάματος. Ο Κόμμοδος κάτι καταλαβαίνει από αυτά, και σίγουρα θα είχε πολλά να κουβεντιάσει με τον Ντεμπόρ και τον Βανεγκέμ.
Ακόμα και ο Κόμμοδος πάντως, ο καταραμένος των καταραμένων κατά τ’ άλλα, βλέπει πόσο καλογραμμένο είναι το δράμα της ρωμαϊκής ζήσης και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει περιθώριο παρεμβάσεων –πρέπει απλώς να περιμένεις να τελειώσει. Χάνει διαπαντός την ελπίδα του λόγου του όταν αντιλαμβάνεται πόσο προχωρημένη είναι η ασθένεια του λαού. Μ’ έναν τρόπο, λοιπόν, έστω και μ’ έναν τρόπο εντελώς δικό του, εντέλει καταλήγει πράγματι ο πατέρας του στη θέση του πατέρα του: ένας στωικός, που ωστόσο –επίσης μ’ έναν τρόπο εντελώς δικό του– θα διαπιστώσει πως δεν του μένει τίποτα να κάνει παρά να διατηρήσει με όποια μέσα διαθέτει τη νοοτροπία της αρένας, και να γίνει κομμάτι της. Εξάλλου, του το είπε, δεν του το είπε; «Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως είμαι ό,τι σκότωσε μέσα σου η φιλοσοφία. Σαν να μου φωνάζεις με όλη την δύναμη της πατρικής σου απουσίας, ανάμεσα στις λέξεις που σε κρατούσαν πάντα σπαρακτικά –σχεδόν διεστραμμένα– μακριά μου: “Η αυτοκρατορία είναι το θέατρο”» (σσ. 36-37).
Από το ενδέκατο (XI) έως και το τελευταίο, το δέκατο πέμπτο (XV) κεφάλαιο, ο λόγος του Κομμόδου μπαίνει στην τρίτη φάση του, εκφράζεται στην πιο μαλακή και πένθιμη μορφή του. Το δεύτερο ενικό αποκαθίσταται στην κυριαρχική θέση του μέσα στα χωρία. Ο πατέρας είναι ξανά εκεί. Και μαζί με αυτόν επανέρχεται και ο κομμός για την εύθραυστη φύση του πνευματικού έργου, που όσο περισσότερο εργάζεται στο σώμα του ο προοδεύων πολιτισμός τόσο πιο αποκρουστικό το κάνει. Ο τελευταίος, δυσοίωνος λόγος του Κομμόδου αφιερώνεται στην κατεξοχήν τέχνη που γεννήθηκε για να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου: την ποίηση.
«Όσο για την ποίηση, νομίζω πως αν κάτι αξίζει να τελειώσει, πριν από την ιστορία, είναι αυτή. Τουλάχιστον το ζώο δεν νοσταλγεί τις μέρες της αρένας με ρυθμικά μουγκρίσματα –αν μείνει ζωντανό.
»Τι φάρσα αυτή η τραγωδία!» (σελ. 48).
Έτσι ο Κόμμοδος –που δανείζει τη φωνή του στον ποιητή, ενσαρκώνοντας κι αυτός τον ρόλο του στο μεγάλο θέατρο– καταλήγει στο γεγονός πως το μόνο που θα μπορούσε κάπως να αντιστρέψει τη φορά των πραγμάτων, η ποίηση, ή τουλάχιστον αυτό που νοείται ως ποίηση, είναι πιο καταδικασμένο πια κι από την ίδια την ιστορία.
Τα τελευταία κεφάλαια ας μην αναλυθούν δα και λέξη προς λέξη, ας μείνει και κάτι κρυφό. Οφείλω να πω παρ’ όλα αυτά πως εκεί ο Κόμμοδος θα μιλήσει για δύο πράγματα: πρώτον, για το πώς εκπληρώνει το καθ’ ομοίωση του πατέρα του και, δεύτερον, για το πώς βλέπει να εξελίσσεται το μέλλον, πετώντας το μπαλάκι στον χριστιανισμό, που κάποτε θα εξαπλωθεί, θα συμπράξει με τα κατάλοιπα των βαρβαρικών εθών και θα φτιάξει αυτό που είναι σήμερα η Ευρώπη, η οποία στο τέλος δεν θα κρατήσει και πολλά από τη Ρώμη πέρα από ένα φετίχ με τη λέξη «αυτοκρατορία» και κάποιες πολιτικές της εικόνας –ίσως και λίγη λογιστική τεχνογνωσία, αν κρίνουμε από τα επίπεδα της αποτυχίας.
Κάποιος που θα διαβάσει πρώτη φορά Γιώργο Μπλάνα στην Αυτοκρατορία μπορεί να αισθανθεί σοκαρισμένος από τη δυναμική της ποίησής του. Ωστόσο, ο συστηματικός αναγνώστης του δεν θα παραξενευτεί καθόλου, διότι εκείνος γνωρίζει ότι έτσι ακριβώς ήταν η ποίησή του ανέκαθεν. Επιβλητική, πυκνή και πολύπτυχη, με ενσωματωμένα στοιχεία του έπους και της τραγωδίας τόσο ως προς καθεαυτή τη γλώσσα όσο και ως προς την ανάμειξη της Ιστορίας. Οποιοσδήποτε μπορεί να σκεφτεί συνειρμικά και αναγωγικά είναι σε θέση να την κατανοήσει και να τη βιώσει, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει πολλά από τις «κλειστές» επιστήμες τις οποίες ο Μπλάνας αξιοποιεί συχνά για τη δόμηση των έργων του. Εδώ, εν προκειμένω, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι σχέση έχει η Αυτοκρατορία με τη σημερινή Δύση, αλλά σίγουρα λίγες βασικές γνώσεις γύρω από την οικονομική θεωρία –τη μακροοικονομία, τις πολιτικές του χρήματος, το οιονεί χρήμα, μοντέλα τύπου Baumol-Tobin και άλλα τέτοια αλλόκοτα– θα του έδιναν κάποιο πλεονέκτημα. Γι’ αυτόν τον λόγο, τολμώ να πω ότι φέτος ο Γιώργος Μπλάνας επανήλθε με ένα αρκετά απαιτητικό βιβλίο, αναμφίβολα μοναδικό στο είδος του, αφού, για να φτάσουμε χωρίς άλματα στις θεμελιώδεις ή/και έσχατες ιδέες και έννοιες στις οποίες στοχεύει πανανθρώπινα και διαχρονικά η ποιητική έκφραση, πρέπει να περάσουμε μέσα από μια σειρά γνωσιακών μηχανισμών που, εκ πρώτης όψεως, ουδεμία σχέση έχουν με την ποίηση. Κι όμως, διαβάζοντας ποιητές όπως τον Μπλάνα ανακαλύπτεις ότι όλα έχουν σχέση με την ποίηση. Μια ποίηση που μιλά για τον κόσμο στην ολότητά του, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του, με τον πολύ ταπεινό και πολύ αγαθό σκοπό να περιγράψει και –ίσως– να ερμηνεύσει αυτά ή ένα μέρος αυτών που ζούμε σήμερα ως άνθρωποι της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, μια τέτοια ποίηση λοιπόν δεν δύναται να αγνοήσει τους υπαρκτικούς όρους μας. Και οι υπαρκτικοί όροι μας σήμερα είναι οικονομικοί –ή ήταν ανέκαθεν τέτοιοι, απλώς τώρα έχουμε τα μορφωτικά μέσα να το συνειδητοποιήσουμε σ’ όλο το φάσμα της κοινωνίας μας. Αυτό που παρουσιάζεται στην Αυτοκρατορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια καλοσχεδιασμένη παραβολή, που με το παραδοσιακό πολυεργαλείο μύθου-και-ιστορίας τρυπάει την πομφόλυγα του χρήματος.
Το γεγονός ότι «επιτίθεται» στη φιλοσοφία ως επιστήμη και πρακτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την καταγγελία της οικονομικής αποσάθρωσης. Ας μην ξεχνάμε, οικονομία και φιλοσοφία είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος, το σώμα του φιδιού και το λιονταρίσιο κεφάλι. Το ένα για το σώμα και το άλλο για το πνεύμα, που, σαν μέρη ηλεκτρικού κυκλώματος, με αγωγό τον όχλο, κρατάνε ζωντανή τη φλόγα της εξουσίας. Ο Μπλάνας δεν ενστερνίζεται πομπώδη ιδεολογήματα τύπου «Τέλος της Ιστορίας». Άλλο τέλος βλέπει, άλλο τέλος τον τρομάζει: το Τέλος της Φιλοσοφίας –και ο ρόλος των (χρεοκοπημένων;) αρχαίων οντολογιών στη διαμόρφωση των (εν τη γενέσει τους χρεοκοπημένων) μοντέρνων συστημάτων. Δεν υπάρχει ο χώρος (και ίσως ούτε ο λόγος) να εξεταστεί εδώ η σχέση ειδικά του στωικισμού με διάφορες έκπτωτες γαλλικές θεωρίες –ας μην ξεχνάμε ότι διαβάζουμε ένα βιβλίο ποίησης αυτή τη στιγμή. Απλώς ας είναι κανείς προετοιμασμένος ότι η ανάγνωση της Αυτοκρατορίας υποστηρίζει πολλές επεκτάσεις.
Αλλά αυτό είναι αναμενόμενο από έναν ποιητή του διαμετρήματος του Μπλάνα, ο οποίος, κατ’ εμέ, στις τέσσερις παρά κάτι δεκαετίες που βρίσκεται στα ελληνικά γράμματα δεν έχει δείξει ποτέ συμπτώματα εφησυχασμού. Για να το πω διαφορετικά, πιθανότατα ο Μπλάνας δεν θα αναγνωστεί ποτέ επειδή είναι ο Μπλάνας –τα βιβλία του θα είναι κάθε φορά αυτά που θα επιβεβαιώνουν το βάρος του ονόματος, παίζοντας καλά κι αυτά το «πονηρό» παιχνίδι της μορφής και του περιεχομένου, αν όπου μορφή: γλώσσα τέτοιας μυστηριακής ποιότητας, που γίνεται ο λόγος για τον οποίο κανείς δεν καταφέρνει να δώσει έναν ορισμό για την ποίηση, και δη τη γνήσια ποίηση· και όπου περιεχόμενο: μια ολιστική (σχεδόν με την ιατρική έννοια) επιθεώρηση του ανθρώπινου κόσμου, αφού μόνο λαμβάνοντας υπόψη τα πάντα μπορεί κανείς να τον ανατμήσει και να τον θεραπεύσει –ή τουλάχιστον να βρει από τι πήγε. Η Αυτοκρατορία, πάντως, αισιόδοξη γνωμάτευση για τον κόσμο μας δεν έχει. Αλλά αν θέλουμε αισιοδοξία, ας αρκεστούμε προς το παρόν στο γεγονός ότι υπάρχει και πάλι Γιώργος Μπλάνας στα βιβλιοπωλεία.