Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

Σαμ

Τι είναι queer λογοτεχνία;

Κοιτώντας στο παρελθόν, δε νομίζω πως ήταν μόνο η απουσία των κερασιών από την Αθήνα. Υπήρχε μια βαθιά ανάγκη να ξεφύγω, τόσο απ’ την πόλη που ένιωθα ότι με περιόριζε όσο και απ’ όλα όσα μου μάθαιναν πως πρέπει να είναι η ζωή μου. Οι τάσεις φυγής μου με οδήγησαν σε φανταστικούς κόσμους όπου μπορούσα να ταξιδεύω χωρίς την ανάγκη χρημάτων ή διαβατηρίου: το Χόγκουαρτς, το Παρίσι του Ουγκώ το 1832, οι φυλακές Λίτσφιλντ, και οι fandom κοινότητες του tumblr γεμάτες υπνοβάτες ονειρικών χωρών χτισμένων πάνω σε προκάτ αφορμές.

Γράφαμε Les Mis(erables) Modern AUs (Alternate Universes), ιστορίες για τους επαναστάτες φοιτητές που συγχωρέθηκαν στα οδοφράγματα του 1832, αλλά ζωντανούς και στο Παρίσι του σήμερα. Τους ζωγραφίζαμε άλλα χρώματα για δέρμα, τους μπερδεύαμε τα φύλα, βάφαμε τα μαλλιά τους ροζ και τους κάναμε πίρσινγκ, τα σώματα χοντρά και ανάπηρα, τις οικογένειές τους πολυάμορους, τις μπουνιές τους έτοιμες για νεοναζί, τους λαιμούς γρατζουνισμένους απ’ τα δακρυγόνα, το πάρσιμό τους ανώμαλο. Είχα ανάγκη μια τέτοια ομάδα φίλων να με συμπεριλάβει κι εμένα, να μ’ αφήσει ν’ αφήσω απέξω το φύλο μου, να μ’ αφήσει να υπάρξω, καλά κρατημένος.

Με τη βοήθεια αυτών των μοντέρνων εκδοχών που έγραφαν κάποι@ περίεργ@ τύπ@ που ανήκαν σ’ ένα καλτ λατρείας του Βίκτωρος Ουγκώ, όχι μόνο ξεπέρασα την ομοτρανσφοβία της ανατροφής μου, αλλά συνειδητοποίησα ότι μου άρεσαν τα κορίτσια, και ότι πάντα υπήρχα ανάμεσα. Έβλεπα Orange Is the New Black απελπισμένα, έψαχνα το κουήρ παντού: στους δρόμους, πίσω απ’ τα γράμματα στις σελίδες, στις αναφορές του Ουγκώ στον Ορέστη και τον Πυλάδη, στην Αγγέλα απ’ το Παρά Πέντε.

Ονειρευόμουν πως ήμουν out, χωρίς φόβο, γιορτάζοντας την ταυτότητά μου, αλλά κυρίως ονειρευόμουν πως άνηκα σε μια κουήρ κοινότητα, κάτι που ήμουν πεπεισμένος πως δεν θα έβρισκα στην καημένη την Ελλαδίτσα. Έτσι, συνέχιζα να ζω μακάρια μέσα από τα φανφίξιον μου, μέσα από λέξεις για γονείς που αποδέχονται τα παιδιά τους όπως είναι, για pronouns που γίνονται σεβαστά, για πιτζάμα πάρτι με ένμπι, ντεμισέξουαλ, βαρήκοα φιλαράκια.

Μέσα σ’ έναν χρόνο –πρέπει να ήταν το ’14– μέτρησα στο σύνολο ένα εκατομμύριο λέξεις, οι μισές από τις οποίες ήταν άβολο γκέι smut, ενώ το υπόλοιπο αποτελούνταν από περιγραφές μιας ρομαντικοποιημένης παριζιάνικης αισθητικής, εξίσου πορνογραφικής με τη σαχλότητά της, κάπου στη μέση του συνεχούς που είχε στη μία άκρη κουρτίνες μπάνιου τζάμπο με τον πύργο του Άιφελ και στην άλλη την Κινητή Γιορτή του Χέμινγουεϊ.

Το magnum opus μου, γραμμένο σε μια γλώσσα κολλώδη, ζαχαρένια σαν μακαρόν, η οποία όμως ευχαριστούσε τις διαδικτυακές συν-γραφείς μου, ήταν η ιστορία αγάπης του αναρχικού sjw φοιτητή Πολιτικών Επιστημών Ενζολρά και του κυνικού Γκρανταίρ, ενός πανσέξουαλ μπαρίστα που δούλευε στο καφέ βιβλιοπωλείο όπου ο Ενζολράς διάβαζε για την εξεταστική.

Το πρωί έγραφα έναν εξαντλητικά λεπτομερή οδηγό μιας πόλης, την αυτοβιογραφία ενός αιώνια ξεριζωμένου flaneur από ταινία του Γούντι Άλεν. Το βράδυ τους έγραφα με κόκκινα δαντελένια εσώρουχα, τους άφηνα να παίρνονται πάνω στον πάγκο της κουζίνας, υπό το ασθενικό της φως, που έτρεμε μαζί μας.

«Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω
πως είμαι παρείσακτος
και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα»
Κύλιση στην κορυφή