Τελευταία γίνεται πολύ κουβέντα αν το αστυνομικό είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας. Αντικατέστησε μια παλιότερη συζήτηση αν το αστυνομικό είναι σοβαρή λογοτεχνία. Η απάντηση, που περιλαμβάνει κι άλλα είδη λαϊκής λογοτεχνίας, όπως πορνογραφία, γουέστερν, επιστημονική φαντασία, μυστηρίου κ.ά., δόθηκε επισήμως το 1972 από έναν καταξιωμένο θεωρητικό της λογοτεχνίας, τον Λέσλι Φίλντερ, όταν είπε: «cross the border, close the gap» (περάστε τα σύνορα, γεφυρώστε το χάσμα).
Η ρήση αυτή σηματοδοτεί την εποχή της αμφισβήτησης των αξιών και των ορίων στη λογοτεχνία και όχι μόνο. Τα είδη αναμειγνύονται και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις κατακερματίζονται και πολλαπλασιάζονται. Φεμινιστικές, ψυχαναλυτικές, γλωσσολογικές κ.λπ., ενώ οι αξιακοί προσδιορισμοί παραμερίζονται. Η τελευταία συνεκτική αναλυτική πρακτική είναι η αποδομητική γύρω στο ʼ80. Σηματοδοτεί την θεωρητική ρευστότητα που επικρατεί έκτοτε. Οπότε είναι αξιοπερίεργο γιατί σε μια τόσο ρευστή εποχή ως προς τη θεωρία της αφήγησης, και όχι μόνον, αναδύεται ένα αίτημα προσδιορισμού του αστυνομικού μυθιστορήματος ως κοινωνικού.
Προσπαθώντας ν’ απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα ανέτρεξα στο ανάλογο λήμμα της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα. Το κοινωνικό μυθιστόρημα, λοιπόν, ορίζεται ως εξής: «Είναι ένα κείμενο μυθοπλασίας όπου κάποιο κυρίαρχο κοινωνικό πρόβλημα, όπως ταξικές, φυλετικές, έμφυλες προκαταλήψεις, δραματοποιείται δια των συνεπειών του στους χαρακτήρες». Με άλλα λόγια, στο κοινωνικό μυθιστόρημα οι κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και καθορίζουν κατ’ επέκταση τις πράξεις τους και τα μυθιστορηματικά συμβάντα. Συνεπάγεται, ότι η δράση εξελίσσεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, σε συγκεκριμένο τόπο.
Δεδομένου ότι θεματολογικά η πλοκή ενός ρεαλιστικού αστυνομικού μυθιστορήματος εξελίσσεται εν πολλοίς σε σχέση με ένα, ή περισσότερα εγκλήματα σε ορισμένο τόπο και χρόνο είναι αναπόφευκτο το σκηνικό της δράσης να καθρεφτίζει, έστω και έμμεσα, μια καθημερινότητα που αντανακλά τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν. Αυτό όμως δεν καθιστά το αστυνομικό μυθιστόρημα κοινωνικό, σύμφωνα με τον ορισμό. Παρέχει ωστόσο μια εικόνα της καθημερινότητας.
Ακόμη και όταν το θέμα του στηρίζεται και προβάλλει τομείς της σύγχρονης εγκληματικότητας, δουλεμπόριο, διακίνηση ναρκωτικών, πολέμους συμμοριών, διαπλοκή, διαφθορά και οι χαρακτήρες συμμετέχουν ή υφίστανται τις συνέπειες, το αστυνομικό δεν μπορεί να είναι κοινωνικό μυθιστόρημα εξαιτίας της δομής του. Λόγου χάρη, όταν το κοινωνικό μυθιστόρημα αναφέρεται σ’ έναν φόνο, επικεντρώνεται στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα που, έρμαιο κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών αδιεξόδων, οδηγείται στη δολοφονία. Με άλλα λόγια, τα αίτια του εγκλήματος, που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, αποτελούν την ουσία της εξιστόρησης και προτάσσονται.
Αντιθέτως το αστυνομικό ξεκινά με τη δολοφονία και δομείται σύμφωνα με την αποκάλυψη πράξεων που έγιναν στο παρελθόν και συνιστούν την εξιστόρηση της έρευνας. Αυτός ήταν και είναι ο αφηγηματικός του κώδικας.
Αν η διαφοροποίηση αφορούσε μόνον την αντιστροφή της τάξης στην παρουσίαση των συμβάντων, ίσως δεν θα ήταν τόσο σημαντική. Αυτό όμως που περιγράφεται στο αστυνομικό δεν είναι οι μεταπτώσεις του ήρωα που οδηγείται στο έγκλημα, αλλά η καταγραφή των πράξεων του ερευνητή.
Ωστόσο, η αφηγηματική φόρμα του αστυνομικού, που το αντιδιαστέλλει με το κοινωνικό μυθιστόρημα, αποτελεί τον πυρήνα της αληθοφάνειάς του. Έτσι δημοσιοποιείται το έγκλημα στην καθημερινή ζωή. Ανακαλύπτεται ένα πτώμα και η αστυνομία ψάχνει τον δολοφόνο. Περιγράφοντας αυτή τη διαδικασία, δηλαδή, αντιμετωπίζοντας το έγκλημα από τη σκοπιά του διώκτη του, το αστυνομικό μυθιστόρημα αντιγράφει την προσέγγιση με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι. Έτσι κερδίζει την αληθοφάνεια που του είναι αναγκαία ακόμη κι όταν υπερβάλλει.
Η υπερβολή λοιπόν ή, καλύτερα, οι παρεκκλίσεις του μυθιστορηματικού κόσμου που προβάλλει το αστυνομικό σε σχέση με τη ρεαλιστική μυθοπλασία του κοινωνικού μυθιστορήματος, αποτελεί ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης. Με άλλα λόγια, το αστυνομικό, είτε διευρύνοντας ή και ανατρέποντας τα όρια της πραγματικότητας όπως λίγο πολύ την αντιλαμβανόμαστε, δημιουργεί έναν ιδιότυπο μυθιστορηματικό κόσμο, όπου η παρέκκλιση από το σύνηθες, το παράδοξο, το απίθανο είναι όχι μόνον αποδεκτά αλλά και αναμενόμενα.
Τέτοιες παρεκκλίσεις μπορεί να αφορούν τον ντέτεκτιβ, να είναι, λόγου χάρη, συγγραφέας αστυνομικών, αντί αστυνομικός, ή τον εγκληματία, μια νοικοκυρά μετατρέπεται ξάφνου σε λησταρχίνα τραπεζών. Παρεκκλίσεις μπορούν να παρατηρηθούν και στον τόπο ή τον τρόπο του εγκλήματος, όπως συμβαίνει στα εγκλήματα κλειστού δωματίου ή με τα σπάνια δηλητήρια όπου είναι εμβαπτισμένες οι βελόνες του ραψίματος. δηλητήρια, μοναδικά. ΣνΣπανιότερα μπορεί να παρατηρηθεί παρέκκλιση και στον τρόπο της αφήγησης, λ.χ. υιοθετείται η οπτική του δολοφόνου.
Πόσων ειδών παρεκκλίσεις συναντούμε στο αστυνομικό μυθιστόρημα και τι ιδιότητες έχουν, είναι θέμα έρευνας στη θεωρία της αφήγησης και πάντως δεν είναι του παρόντος. Ας σημειωθεί όμως ότι αυτό που θεωρείται παράδοξο, απίστευτο, απίθανο, μεταβάλλεται ανάλογα με τις τρέχουσες πεποιθήσεις κάθε εποχής, υποδηλώνοντας έτσι τη σχέση του αστυνομικού με τις κοινωνικές συνθήκες.
Οι δύο ποιοτικές διαφοροποιήσεις του αστυνομικού από το κοινωνικό μυθιστόρημα στις οποίες αναφέρθηκα, η δομική και η διαχείριση του εγκλήματος θεματολογικά, είναι νομίζω ουσιαστικές. Επιτρέπουν τη σύγκλιση αλλά όχι την εναλλαξιμότητά τους ως λογοτεχνικά είδη. Το αστυνομικό, λοιπόν, δεν είναι κοινωνικό μυθιστόρημα αλλά προβάλλει έμμεσα ή και στηρίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα της ιστορικής εποχής, όπου διαδραματίζεται η δράση του. Γενικότερα, το αστυνομικό μπορεί να είναι κοινωνικό, αισθηματικό, ψυχολογικό, φεμινιστικό, πολιτικό, φανταστικό ή ό,τι άλλο. Γιατί λοιπόν επιδιώκεται η ταύτιση;
Κατά τη γνώμη μου, εκπροσωπεί τη νεωτερική στροφή στη θεωρία της λογοτεχνίας που επικράτησε το ʼ80, παράλληλα με το κίνημα του μεταμοντερνισμού, την καθιέρωση της παγκοσμιοποίησης και της οικονομίας της αγοράς, όπου επικρατεί μια τάση ομογενοποίησης των λογοτεχνικών ειδών. Ισοπεδώνοντας τις διαφορές μορφής και περιεχομένου και παραμερίζοντας τις ιστορικο-κοινωνικές εντάσεις που επέδρασαν στη διαμόρφωσή τους διευκολύνεται η εμπορευματοποίηση τους. Με άλλα λόγια, αν στην εποχή μας το «κοινωνικό» μυθιστόρημα θεωρείται εμπορικά θελκτικό, για όποιους λόγους, τότε το αστυνομικό ονοματίζεται «κοινωνικό» μυθιστόρημα.
Κι ενώ θεωρητικά εντείνεται η ομογενοποίησή του με άλλα λογοτεχνικά είδη, διευρύνεται ταυτοχρόνως η πολυμορφία του με την ενσωμάτωση τοπικών χαρακτηριστικών στον μυθιστορηματικό κόσμο που προβάλλει. Εμφανίζονται, λοιπόν, ποικίλες «σχολές» στην αστυνομική λογοτεχνία, όπως, λόγου χάρη, το σκανδιναυϊκό, το λατινοαμερικάνικο, το μεσογειακό αστυνομικό μυθιστόρημα. Αν το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό εντάσσεται στη μεσογειακή αστυνομική μυθοπλασία, εφόσον αυτή είναι διακριτή, είναι θέμα προς διερεύνηση. Είναι φυσικό πάντως να έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με αστυνομικά που γράφονται σε άλλες μεσογειακές χώρες.
Ένδειξη αντίστασης σε μια τέτοια ένταξη είναι νομίζω η δυσχέρεια να προσδιοριστούν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα στην ελληνική αστυνομική μυθοπλασία. Αντιθέτως παρατηρώ μια γοητευτική θεματολογική πολυμορφία και, σπανιότερα, κάποια εγχειρήματα δομικής διαφοροποίησης, όπως εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει φυλλομετρώντας μια οποιαδήποτε συλλογή αστυνομικών διηγημάτων, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι το διήγημα δεν είναι μυθιστόρημα.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν γεννήθηκε εδώ. Διαμορφώθηκε και διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διεθνώς επικρατούσες τάσεις. Στη θεματολογική ποικιλία που το διακρίνει περιλαμβάνονται πολλά είδη, όπως ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, αισθηματικό, νουάρ, θρίλερ, επιστημονικής φαντασίας, whοddunit, σκληρό και κάποια πιο ιδιόρρυθμα ακόμη. Εμφανέστερη είναι μάλλον η απουσία ειδών, όπως, λόγου χάρη το δικαστικό και το κατασκοπευτικό.
Ωστόσο, οποιαδήποτε θεματολογική διαμόρφωση κι αν διαχειρίζεται, το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό αποτυπώνει γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, όπως η οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό, η εγκληματικότητα. Οι ήρωές του, θύματα ή θύτες, περπατούν στις γειτονιές μας, είναι καθημερινοί άνθρωποι με τις συνήθειες, τις συμπεριφορές και τις πεποιθήσεις μας.
Ας σημειωθεί ότι αυτό που τώρα είναι κοινοτοπία, στα μέσα του 20ού αιώνα ήταν νεωτερισμός, αν σκεφτούμε ότι στη Μάσκα και στο Μυστήριο Έλληνες συγγραφείς με ξενικά ψευδώνυμα έγραφαν αμερικανικές τάχα και αγγλικές αστυνομικές ιστορίες.
Αν ο μυθιστορηματικός κόσμος του σύγχρονου ελληνικού αστυνομικού έχει εντονότερη κοινωνική διάσταση ή αν υπερέχουν άλλης υφής εντάσεις δεν ξέρω. Θεωρώ ωστόσο περιοριστική την ταξινόμησή του στην κατηγορία του «κοινωνικού» μυθιστορήματος, αν και εκλαμβάνεται συνήθως ως θετική.
Τελικά, τι κι αν είναι κατεξοχήν κοινωνικό μυθιστόρημα το αστυνομικό ή δεν είναι; Δεν πιστεύω ότι ο προσδιορισμός ενός μυθιστορήματος, ιδιαίτερα ειδολογικής μυθοπλασίας (genre literature) όπως το αστυνομικό, διευρύνει τον νοηματοδοτικό του ορίζοντα με μια τέτοια ταύτιση. Αντιθέτως το ουσιαστικό του επίτευγμα είναι ότι ο αφηγηματικός του κώδικας επέζησε διακόσια χρόνια. Ίσως επειδή έχει λίγη σημασία αν «ο επιθεωρητής καταφθάσει με μια δίτροχη άμαξα αντί με μια αεροδυναμική κούρσα», για να επαναλάβω τη ρήση του Τσάντλερ. Μάλιστα, σε περιόδους αναταραχής και ρευστότητας φαίνεται ότι αυξάνεται η αναγνωσιμότητα του, όπως διαπιστώνει ένας από τους πρώτους ιστορικούς της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Howard Haycraft. Τα βιβλία των δανειστικών βιβλιοθηκών που είχαν ζήτηση στα καταφύγια την περίοδο των βομβαρδισμών του Λονδίνου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν, λέει, τα αστυνομικά. Κάτι παρόμοιο δείχνει και η σημερινή εκδοτική τους άνθιση.
Προσωπικά πάντα διάβαζα αστυνομικά, ακόμη κι όταν δεν καταλάβαινα τι σήμαινε ότι o Λέμμυ Κώσιον ήταν G-Man. Αναζητώντας νομίζω την περιπέτεια της φαντασίας. Ξεκίνησα να γράφω απολαμβάνοντας την ασφάλεια του μπούσουλα που προσφέρει η δομή του είδους. Μετά από χρόνια, τρία αστυνομικά μυθιστορήματα, εκ των οποίων το τελευταίο είναι το Μάσκες και Σερπαντίνες, μερικά διηγήματα σε συλλογικούς τόμους, εφημερίδες και περιοδικά καθώς και θεωρητικά κείμενα για το αστυνομικό, διαπιστώνω ότι εξαπατήθηκα. Δεν είναι πυξίδα ο αφηγηματικός κώδικας του αστυνομικού. Αντιθέτως το καθιστά λωρίδα του Μέμπιους. Φτάνεις και ξαναφτάνεις εκεί από όπου ξεκίνησες, έχοντας περιπλανηθεί, παραπλανηθεί κι αποπλανηθεί. Στον φόνο. Και η περιπέτεια εξακολουθεί να είναι γοητευτική.
⸙⸙⸙
Η Άννα Δάρδα Ιορδανίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατόλια» και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές αρχικά στην Αγγλο-Ιρλανδική Λογοτεχνία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου και μετέπειτα στο Τμήμα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ, όπου και έκανε διδακτορική διατριβή, το 1983. Εργάστηκε τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στην Φιλοσοφική Σχολή, και κατόπιν στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΤΕΙ Πειραιά, όπου συνεχίζει να εργάζεται. Ασχολείται με την έρευνα σε θέματα Γλωσσολογίας και γράφει παραμύθια.