Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Γιώτα Τεμπρίδου

Τι θα έλεγα αν μιλούσα για τα Ενδεχόμενα τοπία της Δανάης Σιώζιου

Δανάη Σιώζιου, Ενδεχόμενα τοπία, Aντίποδες, Αθήνα 2021.

Κάποια στιγμή του Αυγούστου του ’21 συζητήσαμε με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες μια ενδεχόμενη παρουσίαση των Ενδεχόμενων τοπίων στη Θεσσαλονίκη, ενδεχομένως στα γρασίδια του ταλαιπωρημένου ΑΠΘ μας. Η παρουσίαση τελικά δεν έγινε, έγιναν και θα γίνουν άλλες, εγώ-η-ασυγκράτητη όμως είχα ετοιμαστεί γι’ αυτήν. Ακολουθεί το κείμενο που είχα γράψει. Τα προλεγόμενά μου άλλο δεν κάνουν παρά προσπαθούν να εξηγήσουν το προφορικό του πράγματος. Αν και διαπιστώνω πως αυτό μου έχει γίνει τάση.

Τα Ενδεχόμενα τοπία, το δεύτερο βιβλίο της Δανάης Σιώζιου, κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 2021 από τους Aντίποδες, από τους οποίους είχε κυκλοφορήσει πέντε χρόνια πριν και το πρώτο βιβλίο της, τα Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια. Τα βιογραφικά που φιλοξενούνται στα αυτιά των δύο ποιητικών συλλογών της Δανάης είναι μέχρι ένα σημείο πανομοιότυπα. Μόνο που στη δεύτερη συλλογή, στα Ενδεχόμενα τοπία, υπάρχει μια αναφορά και στη συλλογή που προηγήθηκε, στα Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, εύλογα και στα βραβεία που απέσπασαν αυτά. Πρόκειται για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή «Γιάννης Βαρβέρης» αφενός, και για το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα αφετέρου. Τα αναφέρω ως έχουν, για να ξέρετε πώς έχουν –ας με ενοχλεί κάθε φορά εκείνο το προκάτ «πρωτοεμφανιζόμενου», λες και την πρωτοεμφανιζόμενη την έχουμε εξακολουθητικά γραμμένη.

Πριν έρθω στα ποιήματα, δύο μόνο πράγματα γι’ αυτήν που τα έγραψε, πέρα τώρα από αυτιά και βιογραφικά. Το πρώτο είναι το εξής: Η, γεννημένη το 1987, Δανάη θεωρεί πως άργησε να βγάλει το πρώτο της βιβλίο –την έχω ακούσει με τα αυτιά μου να το λέει, το είδαν και τα μάτια μου πρόσφατα σε συνέντευξη[1]Διαθέσιμη εδώ. που έδωσε στη Μαρία Λούκα. Δεν ξέρω ποιος δαίμονας την έκανε να σκεφτεί, και να δηλώσει επιπλέον, κάτι τέτοιο (τα Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια κυκλοφόρησαν πριν φτάσει η Δανάη τα 30)· θέλω πάντως να πιστεύω πως δεν είναι κανένας αγώνας ταχύτητας η ποίηση, πως δεν είναι στημένος στη γωνία ο ανώνυμος, πλην όμως οπωσδήποτε μεγάλος, κριτής, να αξιολογήσει την ετοιμότητα και την επίδοσή μας. Μπορώ μάλιστα να θυμίσω, για την περίπτωση που χρειαζόμαστε στηρίγματα-παραδείγματα (ενδεικτικά τώρα και αλφαβητικά), τη Μαντώ Αραβαντινού, την Κατερίνα Γώγου, τη Νανά Ησαΐα, τη Ζωή Καρέλλη, τη Μυρτιώτισσα, την Αλόη Σιδέρη, τη Μάτση Χατζηλαζάρου: έβγαλαν όλες το πρώτο τους βιβλίο πιο μεγάλες από τη Δανάη.

Θα προσέξατε ίσως πως ανέφερα μόνο ποιήτριες εδώ, μόνο γυναίκες, και θα φαντάζεστε ίσως πως δεν το έκανα τυχαία. Αντί λοιπόν τώρα να εξηγηθώ, θα παραθέσω ένα σημείο από μια άλλη, πρόσφατη πάλι, συνέντευξη[2]Διαθέσιμη εδώ. της Δανάης, στον Άθω Δημουλά αυτή τη φορά: «Πήγαινα στα βιβλιοπωλεία και έψαχνα επίμονα βιβλία σύγχρονης ποίησης από το ’70 και μετά, ειδικά γυναίκες», «Γιατί γυναίκες;», «Γιατί μέχρι τότε συναντούσα κυρίως άνδρες». Τέλεια πάσα είναι αυτή για να περάσω και στο δεύτερο σημείο που θα ήθελα να επισημάνω, το οποίο αφορά, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια συνήθεια της Δανάης στα social media. Κάθε 21η Μαρτίου, που λέτε, κάθε παγκόσμια ημέρα ποίησης δηλαδή, η Δανάη κατακλύζει τον τοίχο της στο Facebook με ποιήματα γυναικών. Και όταν λέω κατακλύζει, τόσο το 2020 όσο και το ’21 μέτρησα περισσότερες από 60 τέτοιες αναρτήσεις στο προφίλ της. Αφήνω αυτά να αιωρούνται και πάω πια στα ποιήματα.

Προσωπικά, προμηθεύτηκα τα Ενδεχόμενα τοπία αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν· είχα καταχαρεί το πρώτο βιβλίο της Δανάης και ήμουν αποφασισμένη να συνεχίσω να παρακολουθώ τη δουλειά της. Οπότε και βρέθηκα, πολύ κοντά στην κυκλοφορία τους, να τα διαβάζω δυνατά, να τα απευθύνω σε άλλες, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις. Σε κλειστό κύκλο την πρώτη φορά, εν οίκω, άτομα δύο, «άκου κι αυτό και εκείνο και το άλλο», σε πιο ανοιχτό τη δεύτερη, στα γρασίδια της φιλοσοφικής, άτομα αρκετά, «καθίστε να σας πω». Από την πρώτη προέκυψε ένα αντίτυπο γεμάτο post it και μια συγκομιδή σημείων όπως: «Πατέρα, λέω, όπως λέω Μινώταυρε/ Μινώταυρε, λέω, όπως λέω έθνος» (16), «Παίζω με τις ξαδέρφες μου τις ηλιαχτίδες./ Κάνω πως κλείνω τα βλέφαρα/ και κλείνουνε πύλες» (21), «φίλοι, η δίψα μας δεν σβήνει/ αφήστε μας να περάσουμε» (31)· ένα μόνο δείγμα ήταν αυτά, μια πρώτη γεύση. Από τη δεύτερη προέκυψαν μηνύματα όπως: «την αμέσως επόμενη μέρα που βρεθήκαμε στα γρασίδια πήγα στις Ακυβέρνητες και αγόρασα τα Ενδεχόμενα τοπία. Το διάβασα μονορούφι και το λάτρεψα»· μήνυμα φοιτήτριας της εδώ Φιλολογίας ήταν αυτό, το μοιράζομαι με την άδειά της.

Τα Ενδεχόμενα τοπία είναι χορταστικά, καλύπτουν περισσότερες από 60 σελίδες, επειδή όμως είναι και λαχταριστά δεν μπορώ να σας εγγυηθώ πως δεν θα τα διαβάσετε μονοκοπανιά. Διαιρούνται σε πέντε ενότητες: «Ελληνικό όνειρο», «Ανθρωπογεωγραφία», «Μυθολογικά», «Τροπικότητες», «Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι». Κάθε μία από αυτές περιλαμβάνει από έξι μέχρι εννέα ποιήματα· τα περισσότερα δεν ξεπερνούν σε έκταση τη μία σελίδα, το πιο μακροσκελές εκτείνεται σε δυόμισι. Οι τίτλοι ορισμένων ποιημάτων είναι εκτενείς και περιγραφικοί· π.χ. «Η καλύτερή μου φίλη είναι ερωτευμένη μαζί σου» και «Τις μέρες που δεν είμαι ο εαυτός μου ευτυχώ». Συχνό, και αναφέρομαι στους τίτλους πάλι, είναι το μοτίβο «ποίημα για…»: «Ποίημα για την καλύτερή μου φίλη», «Ποίημα για τον Χρήστο», «Ποίημα για τα γενέθλιά μου», «Ποίημα για την Αντιγόνη», «Ποίημα για τις παντόφλες σου». Χαρακτηριστικό, που γίνεται απ’ την πρώτη ανάγνωση αντιληπτό, είναι πως στη συλλογή δεσπόζει το α΄ ενικό· ενδεικτικά: «Κατοικώ μέσα στη βαρύτητα» (11), «Τραγουδώ, γιατί το τραγούδι είναι ελεύθερο» (20), «Λέω: αγαπώ τη ζωή και μισώ το θάνατο» (28), «αναρωτιέμαι αν πιστεύω στα σύνορα» (48).

Το ποιητικό ταξίδι ξεκινά με δυο, φαινομενικά ασύμβατες μεταξύ τους, προμετωπίδες, αντλημένες από τα κιτάπια ενός μυθοποιού και μιας σκηνοθέτριας. «Ὦ οὗτος, οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ’ ὁ τόπος», διαβάζουμε πρώτα. Τα λόγια συνοδεύονται απ’ το όνομα του Αισώπου, εκείνος όμως είναι στον λύκο που τα αποδίδει. Το χωρίο επιλέγεται προφανώς λόγω του τόπου, όχι του λύκου, ο οποίος δεν υφίσταται απλώς, δεν παρατηρείται, αλλά μπορεί και ενεργεί και επιπλέον λοιδορεί –έχει την ικανότητα να καθορίσει καταστάσεις. Ακολουθεί ο υποθετικός λόγος της Ανιές Βαρντά: «Αν άνοιγε κανείς τους ανθρώπους/ θα έβρισκε μέσα τοπία» – πρόσωπα και ιστορίες, σαν να λέμε. Τα δυνητικά αυτά μέσα-τοπία θυμίζουν, αν υποθέσουμε πως είχαμε προλάβει να τον ξεχάσουμε, τον τίτλο του βιβλίου της Δανάης. Πάμε όμως από το «τι σου κάνει ο τόπος» και το «τι σου είναι ο άνθρωπος» των προμετωπίδων στο περιεχόμενο των ποιητικών ενοτήτων.

Η πρώτη ενότητα επιγράφεται, είπαμε, «Ελληνικό όνειρο» (κάτι σαν το American Dream, αλλά σε ντόπια εκδοχή). Μοιράζεται μάλιστα το όνομά της με ένα από τα ποιήματα που την αποτελούν, κάτι που συμβαίνει άλλη μια φορά στο βιβλίο, στις «Τροπικότητες». Έχουμε την ευκαιρία εδώ να ρίξουμε, έστω και φευγαλέες, ματιές στο «χωριό των παιδικών […] χρόνων» (13), στο «πατρογονικό σπίτι στο βουνό» (15), σε «έναν οικισμό που έσβηνε μαζί με τους ανθρώπους του» (15). Σε αυτά και σε άλλα μέρη συναντάμε κάποιον που «ξαναγίνε[τ]αι ο κανένας» (14), τον πόνο-καρυοθραύστη (18), «μια πυγολαμπίδα/ που προσγειώνεται στο χέρι του Θεού/ κι αυτός το κλείνει» (19). Στις ίδιες σελίδες δεχόμαστε και μερικές προτροπές, που μπορεί να είναι και παρακλήσεις: «προσευχηθείτε για μένα στο γυμνό τόπο» (11), «Αναθεωρήστε ό,τι ξέρατε για τη γεωγραφία» (19).

Η τελευταία, αν και δεν κλείνει μ’ αυτήν η ενότητα, μπορεί να μας ανοίξει τον δρόμο για ό,τι ακολουθεί, δηλαδή για την, κατά τι συντομότερη, «Ανθρωπογεωγραφία». Πες μου τους ανθρώπους σου, να σου πω πού και ποια είσαι –και έχουμε και λέμε· συνυπάρχουν εδώ: ο υπάλληλος που «κόβει ένα ένα τα εισιτήρια» (25), η «καλύτερή μου φίλη» (η καλύτερη φίλη του ποιητικού υποκειμένου δηλαδή) που μιλάει και λέει «σήκωσε το γαμωτηλέφωνο» (28), «οι φίλοι μου κι εγώ» (όχι εγώ, το ποιητικό υποκείμενο, που «δεν χρειάζ[εται] κουμπιά/ για να εί[ν]αι δυστυχισμέν[ο]» [29 και 30, αντίστοιχα]), ο οδηγός ενός βερολινέζικου ταξί που είναι «μεγάλο σαν λιμουζίνα» (29), ο Χρήστος που ευτύχισε και φωσφόρισε μέσα σε μπαρ (31), «κάποιος που κάνει ωτοστόπ στη λάθος μεριά του δρόμου» (32) και ο άνεργος που λέει «είμαι η σύζυγός σου», φορώντας δανεικό φουστάνι.

Ακολουθούν τα «Μυθολογικά», η πιο σύντομη ενότητα της συλλογής· τα ποιήματα έξι, τα πρόσωπα περισσότερα: η Κασσάνδρα, οι Δαναΐδες, ο Τάνταλος, ο Ιξίωνας, η Ιππώ-Ωκυρρόη, η Αντιγόνη, η Δανάη, η Μέδουσα. Κάθε ένα από αυτά εμφανίζεται με τον δικό του τρόπο και αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό, νομίζω, ακόμα και από τους τίτλους των ποιημάτων. Αναφέρω και σχολιάζω σύντομα τώρα τρεις μόνο από αυτούς. Ο πρώτος, που ανοίγει και την ενότητα, είναι «Το ποίημα της Κασσάνδρας». Θα μπορούσε το ποίημα να είναι γραμμένο από την Κασσάνδρα ή χαρισμένο στην Κασσάνδρα, γραμμένο γι’ αυτήν. Η Κασσάνδρα πάντως υπάρχει μόνο στον τίτλο, δεν εμφανίζεται μέσα στο ποίημα. Όσο για το ποίημα, αποτελείται από 22 στίχους, κάθε δεύτερος από τους οποίους λέει: «δεν μπορώ να πω ευχαριστώ». Δεύτερος προς-σχολιασμό-τίτλος: «Ιππώ-Ωκυρρόη». Όνομα προσώπου που γίνεται και όνομα ποιήματος –σαν να είναι το ποίημα το ίδιο το πρόσωπο, σαν να γίνεται το πρόσωπο στίχοι, να αποκτά ποιητική φωνή. Και ο λόγος του, το ποίημα δηλαδή, ανοίγει με τον στίχο «Το είδος της παραμένει παρεξηγημένο», προετοιμάζοντάς μας για γνωριμία ή για την αποκατάσταση μιας αλήθειας. Τρίτος τίτλος (που μπορεί να επαναφέρει τη συζήτηση και στο μοτίβο που ανέφερα προηγουμένως): «Ποίημα για την Αντιγόνη». Ποίημα που την αφορά, που την έχει ως θέμα, αν και όχι μόνο αυτήν· παραθέτω τους δύο πρώτους στίχους: «Γνωρίζουμε από την ιστορία/ ότι η Αντιγόνη και η Δανάη ήταν πριγκίπισσες.». Το υπόλοιπο ποίημα αφορά ένα άλλο κοινό των δύο: τα δεινά τους που προκλήθηκαν από πατεράδες, μητέρες και θεούς –τρία σε ένα. Προχωρά με υποθέσεις, με ένα δυο «[τ]ι θα είχε συμβεί αν»: «αν η Αντιγόνη/ είχε ξίφος και άλογο», «αν η Δανάη είχε τσουβαλιάσει […]/ το κεφάλι της Μέδουσας» (43-4). Και κλείνει ως εξής: «Κατά πάσα πιθανότητα/ έχοντας επιβιώσει από τόσα και τόσα/ ίσως επέλεγαν την κατάργηση των θεών/ ίσως έβαζαν τη Μέδουσα μπροστά/ και προχωρούσαν για λίγο χωρίς ορίζοντα.». Θα συμφωνήσουμε, υποθέτω, πως πρόκειται για ποίημα φεμινιστικό[3]Σημειώνω, με την ευκαιρία, πως κάθε φορά που διαβάζω τα «Σημάδια» των Ενδεχόμενων τοπίων σκέφτομαι τις Αμαζόνες., εκτός από μυθολογικό.

Η ενότητα «Τροπικότητες» ανοίγει με το ενδεχόμενο τοπίο «Μέρες Αθηνών»: δυο τετράστιχα ακολουθούμενα από δυο τρίστιχα· ένα σονέτο δηλαδή. Η αυστηρή μορφή μπορεί να ξαφνιάσει, να μας κάνει να επιστρέψουμε στα ήδη διαβασμένα και να αναζητήσουμε φόρμες που μπορεί να μας ξέφυγαν ή να αποτελέσει, πιο γενικά, αφορμή για να στραφεί η προσοχή μας στους ποιητικούς τρόπους. Τότε είναι που θα παρατηρήσουμε (αν δεν το έχουμε κάνει ήδη δηλαδή) και τον πολλαπλό ρόλο των επαναλήψεων στο βιβλίο[4]Τις πολλές παρομοιώσεις επίσης. Αναφέρω ενδεικτικά μερικούς δεύτερους όρους: «σαν κουφάλες δέντρων» (15), «σαν σύννεφα» (16), «όπως το νερό» (42), «σαν χαμαιλέοντες» (50), «σαν ένα κοχύλι» (52), «σαν εκατομμύρια λαμπερά πόνυ» (59). Εναλλακτικά θα μπορούσα να παραπέμψω απλώς στα ποιήματα «Η καλύτερη μου φίλη είναι ερωτευμένη μαζί σου» και «Διάρρηξη».. Εν τάχει τώρα αναγκαστικά, αναφέρω: το σχήμα κύκλου στο ποίημα «Τραγούδι», τις επωδούς «δεν έχω υπάρξει τόσο ευτυχισμένη» (33-4) και «δεν μπορώ να πω ευχαριστώ» (37-8), κλεισίματα όπως το «δεν θέλω να ξεχάσω, δεν θέλω να ξεχάσω/ δεν θέλω να ξεχάσω τίποτα ποτέ μου.» (34), τα περισσότερα από δέκα «χρειάζεται να έχεις» του ποιήματος «Τι χρειάζεται», τα οχτώ «ενδεχόμενα» του ομώνυμου ποιήματος (λέξη που ως επίθετο υπάρχει βέβαια και στον τίτλο της συλλογής), το διάσπαρτο χιόνι[5]Βλ. σ. 13, 14, 28, 65 (τρις), καθώς και στον τίτλο της τελευταίας ενότητας.. Αντιλαμβάνομαι όμως πόσο απομαγευτικά (κουραστικά έστω) μπορεί να είναι αυτά και προχωρώ παρακάτω[6]Στόχος της ενότητας άλλωστε δεν είναι να μας δώσει το έναυσμα για να εμβαθύνουμε στις επαναλήψεις. Για την κεντρική ιδέα κάθε ενότητας, βλ. όσα λέει η ίδια η ποιήτρια σε συνέντευξή της στην Αθηνά Ρώσσογλου, διαθέσιμη εδώ..

Και όταν λέω «παρακάτω» εννοώ στην τελευταία ενότητα της συλλογής, την «Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι», με τα «ελάφια στην πηγή» (60), τα «χίλια ντέφια κοντά στη χαραυγή» (60), τις πτώσεις «από καταπακτή σε καταπακτή» (62) και τη «δική σου αθάνατη ψυχή» (63). Για να μπορέσω να γίνω πιο συγκεκριμένη όμως, παραθέτω ένα ολόκληρο ποίημα από εδώ, τη «Διάρρηξη».

Καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου,
σκέφτομαι ότι η ποίηση είναι ένα προνόμιο
όπως τα πολύ ακριβά παιχνίδια της παιδικής ηλικίας
ή η εκατοστή ακρόαση του αγαπημένου σου τραγουδιού
σε ιδανικές ακουστικές συνθήκες
σαν φιλί με τον έρωτα της ζωής σου
σαν εκατομμύρια λαμπερά πόνυ
σαν τη ζωή σε άλλους πλανήτες
σαν το μέλι που διαλύεται εντελώς μέσα στο τσάι
σαν κοπάδια κεραυνών από απόσταση
κι εμένα μου αρέσει να γράφω ποιήματα
όπως μου αρέσει να ξαπλώνω στο γρασίδι
να τρώω κρέμα με βερίκοκα, να χαϊδεύω σκύλους
κι αν στους ανθρώπους δεν αρέσει ν’ ακούνε ποιήματα
εμένα μου αρέσει αυτός ο ήχος
ο τρόπος να βάζεις τις λέξεις στη σειρά
ο τρόπος ν’ ανοίγεις την πόρτα κρατώντας κλειδιά
για ένα απαραβίαστο σπίτι
μου αρέσει να γράφω ποιήματα
όπως στα γατιά αρέσει να γλείφονται στον ήλιο
και θέλω να γίνω καλή στη δουλειά
θέλω να γίνω καλή στη δουλειά.

Σκόρπια σχόλια πάνω στη «Διάρρηξη», με τη δέσμευση να αποφύγω, όσο μπορώ, να κατευθύνω τη δική σας ανάγνωση. Κάποιου είδους κλειδί θεωρώ τη λέξη «προνόμιο». Τα «πολύ ακριβά παιχνίδια της παιδικής ηλικίας» μπορεί να θυμίσουν την προηγούμενη συλλογή της Δανάης, άλλοι στίχοι του ποιήματος μπορεί να μας ταξιδέψουν στα φιλιά μας, στις γουλιές μας, στα γατιά μας και αλλού. Το ποίημα, όπως θα προσέξατε, είναι γεμάτο παρομοιώσεις. Το γράψιμο ποιημάτων συγκεκριμένα παρομοιάζεται με τις ξάπλες στο γρασίδι, την κρέμα βερίκοκο, τα χάδια. Όσο για τη «δουλειά» του κλεισίματος (λέω για εκείνο το «θέλω να γίνω καλή στη δουλειά») μπορεί ίσως να ξενίσει, μπορεί και τη Τζένη Μαστοράκη να θυμίσει: «Πρέπει να ’ναι δύσκολη/ η δουλειά τού ποιητή./ Προσωπικά, δεν το ξέρω.»[7]«Ο ποιητής», Διόδια..

Λίγα ακόμα, λιγότερο σκόρπια τώρα, για το ίδιο ποίημα. Ξεκινάμε την ανάγνωση και σκοντάφτουμε ήδη στον πρώτο στίχο. «Καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου»: η εικόνα δεν θυμίζει διάρρηξη, γιατί να παραβιάσουμε τον δικό μας χώρο; Παρακάτω διαβάζουμε για τον τρόπο «ν’ ανοίγεις την πόρτα κρατώντας κλειδιά» (καλά ως εδώ) «για ένα απαραβίαστο σπίτι». Τελικά δεν είναι σαφές αν θα μπορέσουμε να μπούμε και τι θα βρούμε σε περίπτωση που όντως μπούμε. Γίνεται όμως σταδιακά σαφές πως ο λόγος δεν είναι περί της κατοικίας, αλλά περί μιας άλλης οικίας. Η «Διάρρηξη» είναι ένα ποίημα ποιητικής[8]Σημεία για την ποίηση μέσα στην ποίηση των Ενδεχόμενων τοπίων (με μια λέξη: αυτοαναφορικά) είναι τα ακόλουθα: «δεν θέλω να λέω/ ψέματα στο ποίημα» (30), «και δεν φοβάμαι καθόλου τις μεταφορές» (32), «μου διαβάζεις φωναχτά/ όσα ποιήματά μου σου αρέσουν» (33), «Τελευταία οι λέξεις έχουν αρχίσει να μου υποτάσσονται.» (49).· στο επίκεντρο τίθεται η ίδια η ποίηση: «σκέφτομαι ότι η ποίηση είναι ένα προνόμιο», «κι εμένα μου αρέσει να γράφω ποιήματα», «κι αν στους ανθρώπους δεν αρέσει ν’ ακούνε ποιήματα/ εμένα μου αρέσει αυτός ο ήχος/ ο τρόπος να βάζεις τις λέξεις στη σειρά». Εμένα πάλι μου αρέσει να μπερδεύω τα ποιήματα μεταξύ τους, να βάζω το ένα μέσα στο άλλο, να διαβάζω το ένα με τη βοήθεια του άλλου: «Αυτό που θέλω να σου πω δεν είναι μες στο ποίημα» (Βασίλης Στεριάδης), «Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν» (Βύρων Λεοντάρης), «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή» (Γιώργης Παυλόπουλος)[9]«Το ποίημα Τζένη» (β), Ο κ. Ίβο· «Έτσι που τραύλισα…» (I), Εν γη αλμυρά και «Τα αντικλείδια», Τα αντικλείδια, αντίστοιχα..

Αναφέρθηκα ξεχωριστά σε κάθε ενότητα της συλλογής και υπάρχει ο κίνδυνος ν’ αφήσω την εντύπωση πως δεν συγκοινωνούν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και για την περίπτωση να σας αρέσει το κουτσό, προτείνω τώρα μερικές εναλλακτικές αναγνώσεις. Ο στίχος «εκεί όπου προσευχήθηκα να ήμουν γιος σου» (14) μπορεί να διαβαστεί μαζί με τον «και κάποιος να λέει θυμωμένα πως είναι το παιδί μου» (61). Ο στίχος «ο ουρανός μακραίνει τα μαλλιά μου.» (22) μαζί με τον «τα μαλλιά της υψώνονται προς τον ουρανό» (26). Ο «δεν υπάρχουν κορίτσια πάνω από 1,85» (31) μαζί με τον «Υπάρχουν κορίτσια, αλλά δεν έχουν τις σωστές αναλογίες» (53). Ο «δεν θέλω να ξεχάσω τίποτα ποτέ μου.» (34) μαζί με τον «κι εγώ υπόσχομαι να μην πάθω αμνησία.» (52) αλλά και τον «για το ενδεχόμενο να ξεχνώ ονόματα και φεγγάρια» (61). Αφορμές για διαφορετικές (όχι γραμμικές) αναγνώσεις αποτελούν κάποτε μεμονωμένες λέξεις: η ηχώ (11 & 52), ας πούμε, το μάτι (13, 17, 39), τα πάρτυ (27, 29 και 32), τα βερίκοκα (48 & 59)· και βέβαια: το τοπίο (Ενδεχόμενα τοπία, «Τοπίο» [τίτλος ποιήματος], 18, 51, 60).

Πριν κλείσω, λίγο κουτσό ακόμα, με τη βοήθεια άλλων, γυναικείων, φωνών. Τα «δεν έχω υπάρξει τόσο ευτυχισμένη» της Δανάης θα μπορούσαν να βγάλουν την αναγνώστρια στα «Όχι, δεν είμαι λυπημένη» της Κικής Δημουλά[10]«Πέρασα», Το λίγο του κόσμου.. Οι στίχοι «–όταν πέσω από τα σύννεφα/ θα σας αφηγηθώ την ιστορία του κόσμου/ απ’ τον Μινώταυρο ώς τον Μονόκερο–» (49) μπορούν ίσως να διαβαστούν μαζί με το ακόλουθο σημείο από τις (πεζογραφικές) Τεχνικές κολύμβησης της Ελίζας Παναγιωτάτου: «Διαλέγω θηλαστικό και γίνομαι η γυναίκα άλογο, η γυναίκα μονόκερος ή και η γυναίκα μινώταυρος και λαβύρινθος πουθενά, πολύ μυθικό μου φαίνεται κι αλλάζω» (41). Ο «Χάρτης» της Δανάης («Ας απλώσουμε το χάρτη») μπορεί να κοιταχτεί μαζί με τον «Χάρτη» της Βισουάβα Σιμπόρσκα («Επίπεδος όπως το τραπέζι/ στο οποίο τον άπλωσαν»)[11]Χρησιμοποιώ τη μετάφραση της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς. Το ποίημα είναι από τη συλλογή Αρκετά και ανθολογείται στο Η ζωή εδώ και τώρα (Καστανιώτης 2021).. Δικές μου προτάσεις είναι βέβαια αυτές, η Δανάη δηλώνει δάνεια, μπορεί και επιρροές, στις «Σημειώσεις» της στο τέλος του βιβλίου.

Για να φτάσω όμως κι εγώ σε κάποιο φινάλε, βγαίνω από τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Δανάης, κοιτάζω πίσω και να τι βλέπω: ανθρωπο-τοπία, τοπιογραφίες, τόπους-σώματα και ποιήματα-τοπία· τη Λυπιού της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και της καθεμιάς μας· την κοριτσοφωλιά και το κοριτσοχώραφο· τα τοπία της Μαρίας Λαϊνά («Άσπρα σώματα που κινούνται/ σε λίθινους όγκους», «Και πού και πού ένα κομμάτι σύννεφο»[12]«Τοπία», Αλλαγή τοπίου.) και της Ελένης Βακαλό τα καμώματα: «Αν καμωνόμουνα τόσον καιρό πως έγραφα ποιήματα ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος.»[13]Από την «ποιητική μυθιστορία» Το δάσος.. Τοπία, τοπία, τοπία – ενδεχόμενα.

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή