Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Γιώτα Τεμπρίδου

Τις νύχτες βγαίνω βόλτα με τον Μεγάλο Σκύλο της Βίκυς Τσελεπίδου

Μια συλλογή διηγημάτων (Ελενίτ, 2014), ένα μυθιστόρημα (Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι;, 2017) και μια νουβέλα (Φιλελλήνων, 2018) μετά, την αγωνία μου την είχα. Από πού θα μ’ έβρισκε αυτή τη φορά η Βίκυ Τσελεπίδου; Θα έκανε μικρά ή μεγάλα βήματα; Τι φόρμα θα φορούσε; Με πλησίασε τελικά με τον Μεγάλο Σκύλο της, ένα μυθιστόρημα 350 σελίδων. Πιστεύω από καιρό πως όλα τα μπορεί, αυτό το είδος όμως της πάει πολύ –είναι, λέω, το (πιο) δυνατό της χαρτί.

Ο Μεγάλος Σκύλος κυκλοφόρησε από τη Νεφέλη, όπως και όλα αυτά που προηγήθηκαν, τον Νοέμβριο του 2020[1]. Τα 61 κεφάλαιά του πλαισιώνονται από μια προμετωπίδα, «μόνος ο ήλιος στον ουρανό», που μας κάνει να κοιτάξουμε ψηλά (να φανταστούμε έστω το ψηλά), μια αφιέρωση, «του Κώστα» (που μπορεί να είναι κάλλιστα ο ίδιος Κώστας που αποδίδει τον Σιμωνίδη τον Κείο στην προμετωπίδα: ο Καβανόζης με τ’ όνομα), μισή περίπου σελίδα που αφορά (εξηγεί;) τον τίτλο του βιβλίου και ένα σημείωμα στο οποίο δηλώνονται μερικές οφειλές. Η έκταση των κεφαλαίων ποικίλει: Το συντομότερο είναι το 48ο, που δεν πιάνει ούτε δυο αράδες· το εκτενέστερο είναι το 28ο, που ξεπερνάει τις 40 σελίδες.

Την-γύρω-από-τον-τίτλο-συζήτηση θα την αφήσω για αργότερα, ακολουθώντας την τακτική της Τσελεπίδου, που καταθέτει την εξήγησή της (αν την πάρουμε για τέτοια τέλος πάντων) λίγο πριν το κλείσιμο, επιτρέποντάς μας να δοκιμάσουμε πρώτα τις δικές μας ερμηνείες. Αν έπρεπε να δώσουμε το θέμα του βιβλίου με μία μόνο λέξη (που ευτυχώς δεν πρέπει), θα λέγαμε πως είναι η κρυονική. Αυτή αποτελεί τον πιο εξόφθαλμο άξονα των δυο ιστοριών που ξετυλίγονται παράλληλα στις σελίδες του: της νεαρής Μάριον και του ηλικιωμένου ζεύγους Τζόουνς.

Το άνοιγμα του Μεγάλου Σκύλου μάς μεταφέρει στο γραφείο 402. Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι γίνεται, να εξοικειωθούμε λιγάκι με τον χώρο, μετακινούμαστε στο γραφείο 2 και μετά στο 343, όπου μένουμε λίγο παραπάνω. Περνάμε μετά στο 54 και ύστερα πάλι στο 402. Όλες αυτές οι μετατοπίσεις συμβαίνουν στο πλαίσιο του πρώτου κεφαλαίου, σε εξίμισι μέσα σελίδες. Τι κάνουμε σ’ αυτά τα γραφεία; Παρατηρούμε. Τι βλέπουμε; Τη Μάριον με τους αρμόδιους υπαλλήλους. Ποια είναι η Μάριον; Κάποια που παρέμεινε «σε κατάσταση ψύξης για περισσότερο από εκατό χρόνια στη θερμοκρασία των εκατόν ενενήντα έξι βαθμών Κελσίου κάτω από το μηδέν» (13-4)· κάποια δηλαδή που δεν ζει πια, τουλάχιστον όχι με τους γνωστούς μας όρους. Και τι γραφεία είναι αυτά; Πού βρίσκονται; Πού είμαστε;

Είμαστε (η Μάριον είναι δηλαδή, εμείς απλώς την παρακολουθούμε) στη Νέα Εποχή. Όλα τα γραφεία στα οποία μπαινοβγαίνουμε (η Μάριον μπαινοβγαίνει δηλαδή) βρίσκονται στο Κτήριο, που ανήκει στην Κοινότητα, που έχει το δικό της Καταστατικό. Σε κάθε γραφείο αντιστοιχεί ένας αρμόδιος υπάλληλος που επιτελεί τον προκαθορισμένο ρόλο του. Οι υπάλληλοι δεν αλλάζουν ποτέ θέση, δεν λείπουν ποτέ από το πόστο τους, δεν αλληλεπιδρούν ποτέ μεταξύ τους. Δεν τους βρίσκουμε ποτέ μόνους: Εμφανίζονται πάντα μαζί με τη Μάριον, πράγμα λογικό, αφού αυτή είναι που μας επιτρέπει την είσοδο στα διάφορα γραφεία, στα οποία μπαίνει για να συζητήσει (να ακούσει, να μάθει). Οι συζητήσεις αυτές φτάνουν σε μας χωρίς μεσολάβηση (πέρα από την προφανή, της Τσελεπίδου που τις καταγράφει). Δεν αναλαμβάνει κάποια/ος να μας τις αφηγηθεί – κατατίθενται ως έχουν (ή έτσι αφηνόμαστε να πιστέψουμε): «σκοπός σας εδώ στο Κτήριο είναι η συλλογή πληροφοριών και η καταγραφή τους στον εγκέφαλό σας», «Εντάξει» (10 & 11).

Και ενώ δεν υπάρχει καμία έκπληξη ως προς το ποιος-είναι-σε-ποιο-γραφείο-και-τι-κάνει-εκεί, τα ονόματα, οι αρμοδιότητες και οι ακριβείς τοποθεσίες μάς υπενθυμίζονται συνεχώς. Τα στοιχεία δίνονται ξανά και ξανά, με τον ολόιδιο τρόπο, σαν να πρέπει να τηρηθεί κατά γράμμα μια προσυμφωνημένη διαδικασία: «Γραφείο 402, 4ος όροφος, θάλαμος 29. Συμπλήρωση εγγράφου κατάστασης μνήμης. Αρμόδιος υπάλληλος, Πίτερ Σάντερς», «Γραφείο 2, 32ος όροφος, θάλαμος 6. Συμπλήρωση εγγράφου αυτογνωσίας. Αρμόδιος υπάλληλος, Έρικ Μουρ», «Γραφείο 343, 3ος όροφος, θάλαμος 77. Εισαγωγή στη Νέα Εποχή. Αρμόδιος υπάλληλος, Τζον Μπλουμ»[2]. Μια ματιά αρκεί για να προσέξουμε πως οι αριθμοί των γραφείων δεν αυξάνονται όσο ανεβαίνουν οι όροφοι (δεν είναι ξενοδοχείο εδώ). Ένα ξεφύλλισμα αρκεί για να προσέξουμε πως δεν περνάμε το ίδιο συχνά από κάθε γραφείο. Διαβάζοντας, παρατηρούμε ολοένα και περισσότερα: Τα γραφεία που αναφέρονται στις σελίδες του Μεγάλου Σκύλου είναι συνολικά εφτά. Τέσσερα από αυτά (τα 402, 2, 343 και 54) ανοίγουν, όπως είδαμε, τις πόρτες τους ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου· και αργότερα τις ξανανοίγουν. Σε ένα από αυτά (στο 44) μπαίνουμε δυο φορές όλες κι όλες. Στα άλλα δύο (στο 57 και το 68) δεν αποκτούμε πρόσβαση: μας γνωστοποιείται η ύπαρξή τους, δεν τα επισκεπτόμαστε ωστόσο ποτέ[3].

Η ιστορία της Μάριον καθαυτή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο είναι δοσμένη, πολλά μας βάζει να σκεφτούμε, μας παρασύρει εδώ και εκεί, το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου όμως μας πάει κάπου αλλού: στην Παλαιά Εποχή και στους Τζόουνς. Τη Μάριον θα την ξαναβρούμε στο τρίτο κεφάλαιο και μετά πάλι στο πέμπτο. Τους Τζόουνς θα τους βρούμε ξανά στο τέταρτο και η ίδια εναλλαγή θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος: Τα μονά κεφάλαια αφορούν τη μεταζωή της Μάριον, τα ζυγά τη ζωή των Τζόουνς. Θα μπορούσαμε, αν μας τραβάει περισσότερο την προσοχή η πρώτη, να διαβάσουμε πρώτα τα μονά. Ή, αν βιαζόμαστε να δούμε πώς εξελίσσεται η ιστορία των δεύτερων, να ξεκινήσουμε από τα ζυγά. Δεν είναι ωστόσο αυτή η αναγνωστική πρότασή μου. Προσωπικά δοκίμασα και αυτούς τους τρόπους, μόνο όμως αφότου χάρηκα τον Μεγάλο Σκύλο έτσι όπως είναι.

Η ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί ένα συνεχές μπρος πίσω στη Νέα και την Παλαιά Εποχή. Και μπορεί ο αριθμός των κεφαλαίων να είναι μονός και το βιβλίο να κλείνει με τη Μάριον, με την οποία και άνοιξε, οι περισσότερες σελίδες του όμως αφορούν τους Τζόουνς· αφενός επειδή είναι δύο αυτοί και τους αναλογεί περισσότερος χώρος, αφετέρου επειδή η δική τους παρουσίαση είναι πιο αφηγηματική από την καταγραφή των συναντήσεων της Μάριον. Εκτός λοιπόν από τα πρόσωπα που αλλάζουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, αλλάζουν επίσης οι αφηγηματικές τεχνικές και τελικά ο τρόπος της γραφής.

Το γεγονός πως τη Μάριον τη γνωρίζουμε σε μια συνθήκη που μας είναι ξένη, μας δυσκολεύει ενδεχομένως να ταυτιστούμε μαζί της[4]. Το πράγμα μπορεί να αλλάζει εν μέρει τις στιγμές που αναρωτιόμαστε αν κατά τη διάρκεια της εδώ ζωής της ήταν η ίδια: «Σκέφθηκα μέσα στην κάψουλα τα εξής: Ότι η ζωή κι ο θάνατος είναι ένα, ακριβώς δηλαδή όπως τα έλεγα και πριν πεθάνω» (133)[5]. Όσο για τους Τζόουνς, η περίπτωσή τους μας είναι μάλλον πιο οικεία. Τους γνωρίζουμε ενόσω ζουν και μάλιστα εντός της έδρας τους: μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε γι’ αυτούς βέβαια είναι πως ενδιαφέρονται για την κρυονική. Οι Τζόουνς είναι «ένα αγαπημένο ζευγάρι» (26), δυο άνθρωποι απλοί που διεκδικούν το δικαίωμά τους στη μεταζωή. Οι πληροφορίες που λαμβάνουμε γι’ αυτούς έρχονται σκόρπιες: Πρώτα μαθαίνουμε τι σκέφτονται για τον θάνατό τους και ύστερα πώς είχαν γνωριστεί. Μαθαίνουμε για το κοινό τους συμβόλαιο με την εταιρεία της κρυονικής, για το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση, για τότε που τα ποντίκια πολιόρκησαν το σπίτι τους, για τη σεξουαλική ζωή τους· δεν μαθαίνουμε όμως ποτέ τα μικρά τους ονόματα. Συνεχίζουμε να τους γνωρίζουμε ακόμα και όταν ο ένας από τους δύο πεθαίνει. Έτσι, για να εξετάσουμε την πιθανότητα να μην τελειώνουν όλα με έναν θάνατο[6].

Τους Τζόουνς τους πρωτοσυναντάμε μαζί, να συζητάνε, αλλά είναι η κυρία Τζόουνς που μας συστήνεται καλύτερα. Οικονόμα, οργανωτική, υποχόνδρια –δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Σκυμμένη πάνω από το συμβόλαιό τους, μελετάει κάθε πιθανότητα θανάτου της/του/τους. Να πεθάνει δεν έχει «καμία όρεξη» (57), ορέγεται αντ’ αυτού μια θέση «στη δεξαμενή με το άζωτο –όρθια με το κεφάλι προς τα κάτω–» (246). Γι’ αυτό (!) και πεθαίνει πρώτος ο κύριος Τζόουνς[7]· και εκείνη πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της: ειδικότητά της. Στο ακουστικό λέει: «Καλησπέρα σας. Υπάρχει ένα περιστατικό» (232). Στον γείτονα λέει: «Ο κύριος Τζόουνς […] μου φαίνεται πως δε ζει πια» (242). Στον εαυτό της μόνο δεν ξέρει τι να πει. Γιατί καμιά προετοιμασία, καμιά γνώση δεν την καθιστά έτοιμη για τον χαμό του ανθρώπου της. Όταν τελειώνει το «μοναδικό εδώ τους» (268), όταν το «τους» γίνεται «της», χάνει χαλί και πάτωμα κάτω απ’ τα πόδια της, νιώθει «τα σωθικά της να συρρικνώνονται» (264), μικραίνει, έρχεται αντιμέτωπη με το ανθρώπινό της πρόσωπο και μας τραβάει και εμάς κοντά της. Από εκεί κοιτάμε κατευθείαν τον θάνατο, την απώλεια. Την απώλεια του προσώπου, του (κοινού) χώρου, του (κοινού) χρόνου, της ζωής. Την απώλεια του θανάτου: να μην είναι δικός σου ούτε ο θάνατός σου.

Την ψύξη της Μάριον τη χειρίστηκαν οι γονείς της (311). Την ψύξη του κυρίου Τζόουνς πρώτα τη δρομολόγησε και μετά την παρεμπόδισε η κυρία Τζόουνς[8]. Σποράκια ήταν αυτές οι αποφάσεις από όπου προέκυψαν διάφορα κλαδάκια, να έχουμε να κρεμόμαστε από πάνω τους, σαν πορτοκάλια[9]: αγάπη γονεϊκή, αγάπη συζυγική, όρια, έρμαια –και ένας κορμός με τη γεύση του θανάτου. Τον ανεβαίνουμε, φτάνουμε στην κορυφή και δεν ξέρουμε αν πρέπει να κοιτάξουμε πέρα ή κάτω. Μέχρι να αποφασίσουμε (να βρεθεί κάποια/ος να αποφασίσει για μας), έχουμε όλο τον χρόνο να ταλαντευτούμε. Η Τσελεπίδου δεν θα έρθει να προσφέρει κάποια λύση, δεν θέλησε ποτέ να αναλάβει τέτοιον ρόλο. Ανεβασμένη στο ίδιο δέντρο, αφημένη στα κλαδιά του, περνάει με επιδεξιότητα από το ένα στο άλλο, τα ξέρει καλά, αφού τα δημιούργησε[10].

Περνώντας εμείς από τη μια ιστορία στην άλλη, συναντάμε τα ίδια υλικά, τις ίδιες λέξεις, ανάλογους προβληματισμούς, λες και Μάριον και Τζόουνς έχουν προηγούμενες κοινές εμπειρίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «εγώ» που τόσο ιδιαίτερα και επαναλαμβανόμενα χρησιμοποιείται από τη Μάριον: «Δεν σας εννοώ. Εγώ» (239), «Είμαι εγώ μικρή» (314). Ο εαυτός, ό,τι και αν είναι αυτός, διαχέεται σε ολόκληρο το βιβλίο. Το διασπασμένο είναι μας: Τα προηγούμενα, τα τωρινά (το τωρινό;) και τα επόμενα κομμάτια μας[11]. Το «εγώ» των ανθρώπων και οι άνθρωποι-αγάλματα: «Άγαλμα σε μουσείο. Χωρίς σφυγμό, χωρίς καν το εγώ των αγαλμάτων» (231).

Οι συνδέσεις των ιστοριών είναι και άλλων ειδών: Για πολλές σελίδες η Μάριον δεν έχει επώνυμο, είναι μια σκέτη Μάριον, η Μάριον η αποψυγμένη. Κάποτε όμως ο Σάντερς την αποκαλεί «δις Γουάιτ» (59 κ.α.). Και μας δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε, αν λίγο χρησιμοποιήσουμε τη μνήμη μας (που αποτελεί έννοια-κλειδί), πως τα αρχικά της είναι τα ίδια με εκείνα της δεκαπεντάχρονης για την οποία διαβάζουν οι Τζόουνς στην πρώτη τους εμφάνιση: «Μία δεκαπεντάχρονη (με τα αρχικά Μ.Γ.), η οποία προτού πεθάνει από μια σπάνια ασθένεια είχε δηλώσει δημοσίως πως θα ήθελε να ζήσει περισσότερο, καταψύχθηκε την περασμένη βδομάδα» (16).

Σύνδεση τρίτη και τελευταία για εδώ και για τώρα[12]. Στο κεφάλαιο 47 η Μάριον περιγράφει μια σχολική επίσκεψη στην Τέιτ Μπρίταιν. «Οι πιο πολλοί πίνακες [δείχνουν] καράβια» (287), τη δική της προσοχή όμως τραβάει ένας σκαμμένος τοίχος. Στο κεφάλαιο 60 περιγράφεται μια ηλικιωμένη γυναίκα στην Τέιτ Μπρίταιν ανάμεσα σε «πίνακες των απαρχών του ιμπρεσιονισμού, ως επί το πλείστον θαλασσογραφίες» (333) που δεν την ελκύουν περισσότερο από έναν σκαμμένο τοίχο. Η γυναίκα δεν κατονομάζεται, είναι όμως με τον σύζυγό της, η περιγραφή ταιριάζει στην κυρία Τζόουνς και εξάλλου δικά της (τους) είναι τα ζυγά. Στο ίδιο κεφάλαιο διαβάζουμε πως την ίδια μέρα μια μαθήτρια σκύβει πάνω από τον ίδιο τοίχο. Το κορίτσι δεν κατονομάζεται, έχει προηγηθεί όμως η σχετική αναφορά της Μάριον στο κεφάλαιο 47. Και οι δύο ψάχνουν να βρουν πού οδηγεί η τρύπα, η τρύπα δεν βγάζει πουθενά, κοιτάνε αυτές (η καθεμία μόνη) και εμείς σκεφτόμαστε (η καθεμία μόνη) την άλλη πλευρά και ό,τι άλλο θέλουμε: πως «ηλικιωμένη κυριούλα» (335) και κορίτσι είναι μορφές συμπληρωματικές· πως αν ο τοίχος ήταν διαμπερής, λίγο ακόμα και θα κοιτάζονταν στα μάτια.

Θα πείτε εδώ (τώρα): «Τι δουλειά έχει η Μάριον σε ένα ζυγό κεφάλαιο;». Ο Μεγάλος Σκύλος στηρίζει τις ανατροπές, η Τσελεπίδου δεν προτιμάει την πεπατημένη και η Μάριον μοιάζει ώρες ώρες να έχει τη δική της αυτενέργεια. Εμφανίζεται αρχικά ως ανακρινόμενη, σαν πειραματόζωο (υποχείριο), στην πορεία την παρακολουθούμε όμως να σχεδιάζει να δώσει παραπλανητικές απαντήσεις (116)[13], πράγμα που δεν μας κάνει να αμφισβητήσουμε τα λόγια της, αλλά να ξανασκεφτούμε τη θέση της. Και να αναρωτηθούμε μαζί της, αλλά βασικά μαζί με εκείνη που την εμπνεύστηκε, τι είναι πραγματικό –και τι δεν είναι.

Διαβάζοντας το βιβλίο μπορεί να ξεχάσουμε πώς λέγεται. Πιθανό είναι επίσης να θελήσουμε κάποτε να εξηγήσουμε (κατανοήσουμε) τον τίτλο του. Υπάρχει η περίπτωση να ψάχνουμε κατά την ανάγνωση σκύλους[14], να καταγράφουμε τις εμφανίσεις τους, που συγκεντρώνονται όλες προς το τέλος, παίζοντας και αυτές (αυτοί) το παιχνίδι τους: «Γιατί δε μου μιλάτε ποτέ για σκύλους;» (315)[15]. Δεν αποκλείεται να δοκιμάσουμε να συνδέσουμε τον τίτλο με τον κυνισμό μιας ηρωίδας (είναι όμως τελικά κυνική;). Και ενώ εμάς μας συμβαίνουν αυτά ή και άλλα, η σημείωση της Τσελεπίδου στο κλείσιμο μοιάζει να λέει: «Αφήστε το-ανάμεσα-στις-αράδες και κοιτάξτε ψηλά»: «Ο Μεγάλος Σκύλος βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο του νυχτερινού ουρανού και περιλαμβάνει το πιο λαμπρό άστρο του στερεώματος, τον Σείριο». Είναι στον ουρανό και είναι στα χέρια μας (στο χέρι μας) ο Μεγάλος Σκύλος.

Απολαυστικός και χορταστικός Ο Μεγάλος Σκύλος, αλλά, λες και δεν ήταν αρκετός, μου έφερε, όπως τον διάβαζα, στον νου και άλλα βιβλία[16]. Την Κασσάνδρα και τον λύκο της Μαργαρίτας Καραπάνου[17], ας πούμε. Επειδή «[λ]ύκος κοίλος. Σκύλος» (332), όπως αρθρώνει κάποια στιγμή η Μάριον. Και επειδή η Μάριον πάλι, όταν ρωτιέται αν είχε διαλύσει ποτέ κάποιο παιχνίδι της, λέει: «Μια κούκλα. Θυμάμαι εγώ το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη. Χέρια και πόδια. Τέσσερα κομμάτια, τα πέταξα. Την άφησα εγώ μόνο με τα μαλλιά» (144). Απάντηση με αφορμή την οποία θυμάμαι εγώ μια μεγάλη κούκλα με μαλλιά κίτρινους σπάγκους, δώρο της μαμάς Κασσάνδρας στην Κασσάνδρα: «Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια για να χωράει», «Αργότερα της έκοψα το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ» («Το δώρο της μαμάς»).

Μου θύμισε επίσης, και αντιλαμβάνομαι μια χαρά το παράξενο του πράγματος, το 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο –το τέταρτο μέρος του συγκεκριμένα, τα «Εγκλήματα». Η γεύση που είχα στο στόμα διαβάζοντάς το (λες και είχα μασήσει την κόλαση ήταν), εκείνη η αίσθηση πως αυτό-είναι-τώρα-απλώς-θα-συνεχίσουν-να-σκοτώνουν-για-πάντα-γυναίκες-και-το-λιγότερο-που-μπορώ-να-κάνω-είναι-να-συνεχίσω-να-διαβάζω-γι’ αυτές, το μεγάλο ερωτηματικό «τι στο καλό σκεφτόταν (τι ένιωθε) καταγράφοντας (συλλαμβάνοντας) γυναικοκτονίες για πάνω από 350 σελίδες;», κάτι απ’ αυτά τέλος πάντων σαν να το ξαναδοκίμασα διαβάζοντας τους όρους του συμβολαίου των Τζόουνς, μαζί με την κυρία Τζόουνς, την υπολογίστρια. Ας αφήσουμε όμως την κυρία Τζόουνς, που στο κάτω κάτω προϊόν μυθοπλασίας είναι, να πιάσουμε την κυρία Τσελεπίδου. Έχοντας κάνει συμβολαιογράφος η ίδια, κινείται με άνεση ανάμεσα σε περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις, πόσο γερό στομάχι απαίτησε όμως το συγκεκριμένο συμβόλαιο που αριθμεί εκδοχές θανάτου δύο αγαπημένων; Πού αφήνεις τα συναισθήματά σου όταν κάθεσαι να λογαριάσεις πώς πεθαίνει ένα ζευγάρι, μαζί ή χώρια, με ποια σειρά, από ποια αίτια; Πώς είναι (πώς γίνεται) να τα μελετάς αυτά ζώντας και ξέροντας πως ο θάνατος θα ’ρθει μια μέρα;

Μου θύμισε τέλος το Tractatus του Ludwig Wittgenstein –υπάρχει άλλωστε μια διάχυτη φιλοσοφικότητα σε αυτό το βιβλίο της Τσελεπίδου[18]. Φαντάζομαι τον Wittgenstein να μπαίνει στα όνειρα της Μάριον: «Αυτό που δεν μπορούμε να σκεφτούμε, αυτό δεν μπορούμε να το σκεφτούμε· και δεν μπορούμε να πούμε αυτό που δεν μπορούμε να σκεφτούμε»· να παρεμβαίνει στην κουβέντα των Τζόουνς: «Θα ’θελες να πούμε κάτι έξω από τη γλώσσα;» (166), «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου»· να βγάζει τη γλώσσα στην κυρία Τζόουνς: «Τα γεγονότα του μέλλοντος δεν μπορούμε να τα συμπεράνουμε από τα γεγονότα του παρόντος»[19].

Αφήστε εδώ τυχόν έξτρα σκέψεις σας για το βιβλίο. Μέχρι δύο σκέψεις, όχι παραπάνω. 1) Έχει Ο Μεγάλος Σκύλος κάτι το κινηματογραφικό[20]. Ή έτσι μου φάνηκε: Αναρωτιόμουν δηλαδή αν σε μια μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη θα βλέπαμε τον καλό γείτονα των Τζόουνς (185) και τι όψη θα είχε. 2) «Χαίρομαι που μιλάτε αγγλικά» (14), λέει ο Λάγκερφελντ στη Μάριον στις πρώτες σελίδες του Μεγάλου Σκύλου, «[ε]ίναι η μητρική μου» του απαντά, κοιτάω κι εγώ ξανά μηχανικά το εξώφυλλο, να βεβαιωθώ πως δεν έχω μετάφρασμα μπροστά μου, κάτι άλλο συμβαίνει εδώ, και μένω να χαμογελάω σε έναν αστερισμό, μια σπουδαία πεζογράφο που μόλις μου έκλεισε το μάτι και ένα βιβλίο που δεν είναι μόνο ένα βιβλίο.

Σημειώσεις


[1] Και έχει ήδη, όχι τυχαία, διαβαστεί και προσεχτεί. Παρουσιάσεις του θα βρείτε συγκεντρωμένες στη βάση της Βιβλιοnet και στο Goodreads.

[2] Αναφέρω συμπληρωματικά πως ο Τέρενς Λάγκερφελντ είναι αρμόδιος για τη «συμπλήρωση εγγράφου μακράς παραμονής στον Θάλαμο» στο γραφείο 54 και ο Λέοναρντ Χάντσον για την «ανάγνωση-ακρόαση αποσπασμάτων της Διακήρυξης» στο 44.

[3] Παραπέμπω ενδεικτικά στις σ. 10 και 40: «θα σας τα θέσουν όλα αυτά διεξοδικά στο γραφείο 57, 18ος όροφος, θάλαμος 10», «Θα σας αναλύσουν εκτενώς το φαινόμενο στον 34ο όροφο, 68ο γραφείο, θάλαμος 4». Οι υποσχέσεις αυτές, από όσο είμαστε εμείς σε θέση να γνωρίζουμε, δεν τηρούνται.

[4] Κερδίζει εύκολα ωστόσο τη συμπάθειά μας, με τη σπιρτάδα της, την τάση της να αμφισβητεί αυτό που της σερβίρεται ως σύστημα, κάποιες ευφάνταστες απαντήσεις της αλλά και με τη συνήθειά της να ρωτάει αντί να απαντάει.

[5] Βλ. και 162: «Είναι ένα όνειρο που το έβλεπα εγώ τόσο στην Παλαιά όσο και στη Νέα Εποχή».

[6] Ε, και για να πλήξουμε τη γραμμικότητα άλλη μια φορά.

[7] Μα είναι αυτό spoiler; Συνειδητά μοιράζομαι την πληροφορία, υπόσχομαι να μην σας στερήσω ούτε λίγη από την αναγνωστική ευχαρίστησή σας.

[8] Δικαίωμά της, βάσει συμβολαίου: Βλ. σχετικά σ. 202-3. Για την αναβολή (ακύρωση) της διακομιδής, βλ. σ. 240.

[9] Όχι τυχαία επιλεγμένος καρπός, αλλά για να μην τα φανερώσω και όλα (να δείτε όμως που δεν έχω φανερώσει ούτε τα μισά) παραπέμπω απλώς ενδεικτικά στις σ. 258, 340-1, 343, 345.

[10] Νούμερο ένα εργαλείο της υπήρξαν οι λέξεις –απέκτησαν υπόσταση, έγιναν σπόροι, έγιναν δέντρο. Λέξεις που μοιράστηκε πρώτα με τις ηρωίδες και τους ήρωες της, μετά με όλες και όλους εμάς. Λέξεις που «έχουν τη σημασία που κάποιος αποφασίζει να τους δώσει», λέξεις απ’ τις οποίες «πάντα κάτι λείπει ή κάτι περισσεύει» (133 & 138, αντίστοιχα).

[11] Περί του πλήθους των εαυτών μας, βλ. ενδεικτικά σ. 130, 131 και 137-8.

[12] Σημεία σύγκλισης των ιστοριών αποτελούν επίσης μια βρύση (βλ. σχετικά σ. 74, 228-9, 236), ένα ή περισσότερα χταπόδια (281, 300, 343, 346), ο ιππόκαμπος (306 & 308) και άλλα μικρά και ασήμαντα, μεγαλύτερα και ίσως πιο σημαντικά.

[13] Και επίσης: να πλάθει ερωταποκρίσεις στη φαντασία της, να αναλαμβάνει ρόλο ανακρίτριας και να θέτει ερωτήσεις στον Σάντερς (241 & 325, αντίστοιχα).

[14] Ή και λύκους: «εξαντλημένος λαγός-δρομέας κυνηγημένος από τον λύκο-χρόνο» (189), «απέξω πρόβατο από μέσα λύκος» (297), «Άγριο σκοτάδι γαβγίζοντας ορμάει καταπάνω μου σαν σαν σαν σαν λύκος, σαν ένας πεινασμένος συμπαντικός λύκος» (344), «“Λύκος, λύκος, λύκος”, γρυλίζω σιγανά με σφιγμένα δόντια» (346).

[15] Βλ. και: «Λύκος κοίλος. Σκύλος» (332), «(γάτας ή σκύλου)» (339).

[16] Mε ταξίδεψε καταρχάς στην εποχή της Αλεπούς, χωρίς να αποτελεί σε καμία περίπτωση πισωγύρισμα: Τετράποδα σε τίτλους, ιστορίες που μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη, στροφή της κεφαλής (της προσοχής) μια εδώ, μια εκεί, πάρε και τούτη, πάρε και κείνη, το «κορμί-τόξο» και το «κορμί-βέλος» (306) τότε, το «κορμί-φύκι» (345) τώρα (το κορμί-Βίκυ πάντα), το παρελθόν και το παρόν – παίρνω το νήμα απ’ το παρόν και το τραβάω στο μέλλον.

[17] Έχω μια τάση να το πάρω για δεδομένο πως η Τσελεπίδου αγαπάει την Καραπάνου, αλλά δεν είναι ώρα για εικασίες. Δεν υπονοώ επιρροές εδώ και παρακάτω. Μνήμες μού ξύπνησε, σκέψεις μού έφερε Ο μεγάλος Σκύλος και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.

[18] Που αντιμετωπίζεται με χιούμορ ενίοτε (στοιχείο που δεν λείπει από το βιβλίο, παρά το καθόλου ελαφρύ του θέμα), όπως τότε που ο Μουρ ρωτάει τη δεκαπεντάχρονη Μάριον: «Έχετε διαβάσει τους προσωκρατικούς;». Η Τσελεπίδου θα πρέπει να ξέρει τον Παρμενίδη. Από τις σελίδες της μοιάζει να περνάει (να ρέει) και ο Ηράκλειτος.

[19] Πρόκειται για τις προτάσεις 5.61, 5.6 και 5.1361 του Tractatus, αντίστοιχα.

[20] Δεν θα μπω σε ξένα χωράφια τώρα, φαντάζομαι πως διάφορα κινηματογραφικά ανάλογα μπορούν να επισημανθούν, δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω καθόλου το (βασισμένο σε βιβλίο άλλωστε) Westworld των L. Joy και J. Nolan· μια σειρά που θα ξανάβλεπα ευχαρίστως, μαζί με τον Μεγάλο Σκύλο αυτή τη φορά.

Κύλιση στην κορυφή