I.
Είμαι παιδί των εφημερίδων και έβγαλα το ψωμί μου εργαζόμενος κατά κύριο λόγο σε εφημερίδες και, γενικότερα, σε μέσα που κυρίως ασχολούνται με τη δημοσίευση και τη διαχείριση ειδήσεων, του βασικού υλικού της επικαιρότητας. Όταν με ρωτούν τι είναι εφημερίδα, δίνω πάντα τον δικό μου ορισμό:
Εφημερίδα είναι μια καθημερινή έκδοση με ειδήσεις, άρθρα, σχόλια, κριτικές, φωτογραφίες – ένα υλικό αποσπασματικό που, συνολικά, συνιστά την αφήγηση της ημέρας.
Για την εφημερίδα μπορεί να εργάζονται από έναν άνθρωπο έως πολυπληθή επιτελεία. Κάθε φύλλο έχει ένα κοινό, που το προσδιορίζει ο τόπος, η γλώσσα, το πνευματικό επίπεδο, η ιδεολογία, η αισθητική – και ασφαλώς η εμπορική στρατηγική του προϊόντος.
Επειδή η εφημερίδα είναι εμπορικό προϊόν. Εμπόρευμα.
Ακριβώς επειδή είναι εμπόρευμα, άλλωστε, τον εικοστό αιώνα, γιγαντώθηκαν οι επιχειρηματικοί όμιλοι που παρήγαν εφημερίδες και, γενικότερα, έντυπα προϊόντα υψηλού κύρους.
Πώς κατακτάται το υψηλό κύρος; Με μη διαψεύσιμες ειδήσεις. Με έγκυρες αναλύσεις, που στηρίζονται σε δεδομένα. Με παρεμβατικές καμπάνιες, που συχνά αν χρειαστεί στρέφονται εναντίον συστημάτων εξουσίας –κρατικών ή επιχειρηματικών. Με αρθρογραφία αιχμής. Με συνεργασίες σημαντικών προσωπικοτήτων από τον κόσμο της οικονομίας, της πολιτικής, του πανεπιστημίου, των γραμμάτων και της τέχνης. Με συστηματική, έγκυρη και παρεμβατική κριτική της τέχνης. Με ζωντανή και αντικειμενική κάλυψη των γεγονότων του αθλητισμού. Με τη γλωσσική και την αισθητική αρτιότητα. Και με το αξιόπιστο δίκτυο διανομής που κάνει προσιτό το προϊόν στον δυνητικό αναγνώστη.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η εφημερίδα απέκτησε μεγάλη δύναμη στον χώρο της πληροφορίας και συνέχισε να διατηρεί τη δύναμή της παρά την ανάπτυξη τεχνολογιών που επέτρεπαν τη δημιουργία ανταγωνιστικού ειδησεογραφικού περιβάλλοντος, ευκολότερα προσβάσιμου –όπως το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.
Στο τέλος του εικοστού αιώνα, η εφημερίδα σαφώς δεν ήταν το μέσο από το οποίο οι πολίτες ανέμεναν την πληροφορία, ιδίως των μεγάλων ειδήσεων (headline news). Την είδηση, πλέον, τη μετέφεραν, συνήθως θεαματοποιημένη μέσω συνδέσεων, οι τηλεοράσεις. Αλλά οι εφημερίδες κράτησαν τη δυνατότητα του έγκριτου και αναλυτικού σχολιασμού και της κριτικής, ενώ συνέχισαν να δίνουν βάση στο πρωτογενές ρεπορτάζ και στην αποκάλυψη, να αναζητούν πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες ιστορίες. Και να δημοσιεύουν στοιχεία από την καθημερινή κοινωνική ζωή των κοινοτήτων στις οποίες απευθύνονται (ή να δίνουν βήμα για τη δημοσίευση στοιχείων της ζωής που επιλέγουν ή πρέπει να δημοσιοποιήσουν οι κάτοικοι των κοινοτήτων αυτών).
Ώσπου το Ίντερνετ διαδόθηκε ευρύτερα και, πολύ γρήγορα, άρχισε να υποκαθιστά τις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις, στην παραγωγή πρωτογενούς ειδησεογραφικού προϊόντος, στην ταχύτητα διάδοσης της είδησης, στον σχολιασμό της. Συχνά, πλέον, οι ειδήσεις μεταδίδονται από πρόσωπα που είναι αντικείμενά τους ή από αυτόπτες που βρέθηκαν στο συμβάν. Ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας αλλάζει τα δεδομένα.
Πλέον το Ίντερνετ προσφέρει δωρεάν την ύλη της εφημερίδας και, επιπλέον, δίνει τη δυνατότητα στους αναγνώστες να σχολιάσουν όχι μόνο δευτερογενώς αλλά και πρωτογενώς την είδηση, όποτε θελήσουν. Επίσης, το διαδίκτυο επιτρέπει στην κοινωνική ζωή να καθρεφτιστεί με πληρότητα. Οι τεχνικές δυνατότητες του διαδικτύου επέτρεψαν θεωρητικά τη δικτύωση όλων των ανθρώπων και την παραγωγή εκ μέρους τους ύλης ταυτόσημης ή σχεδόν ταυτόσημης με τη δημοσιογραφική, άμεσα, χωρίς τη διαμεσολάβηση επιτελείων –ύλης που διεκδικεί κοινό.
Ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας, όμως, παρά τα φαινόμενα, ενισχύει την αποσπασματικότητα της πληροφορίας. Πλέον, το σύνηθες είναι η αποσπασματική μετάδοση της πληροφορίας σε έναν ενιαίο χώρο δυνητικά προσβάσιμο σε όλους και η εξίσου αποσπασματική πρόσληψή της από πολίτες. Οι πληροφορίες προσφέρονται δωρεάν, αδιαμεσολάβητες από επαγγελματικά επιτελεία επαλήθευσης και επεξεργασίας τους.
Δυνητικά, είναι η ιδανική συνθήκη: η πληροφορία διαχέεται χωρίς τη σκοπιμότητα των οργανισμών παραγωγής και εμπορίας δημοσιογραφικού λόγου. Μόνο που δεν είναι πάντα αξιόπιστη: συχνά μπορεί να είναι ελλιπής, διαστρεβλωμένη για διάφορους λόγους, άλλοτε μπορεί να είναι ψευδής, είτε επειδή μεταδίδεται επίτηδες ως αλήθεια από μηχανισμούς χειραγώγησης πολιτών είτε επειδή διαστρεβλώνεται στην πορεία από μετάδοση σε μετάδοση. Και σίγουρα είναι αποσπασματική. Εκ πρώτης όψεως απευθύνεται σε όσο το δυνατόν περισσότερους παραλήπτες. Μόνο που, τουλάχιστον σε ένα μέρος των παραληπτών, των λιγότερο εξοικειωμένων με τους μηχανισμούς της χειραγώγησης, η αποσπασματικότητα φέρνει την απομόνωση από την ευρύτερη αφήγηση της πραγματικότητας (αφού στον αχανή χώρο της πληροφορίας που περιέχει το διαδίκτυο καθένας επιλέγει με βάση το ευρύ ενδιαφέρον για μια πληροφορία ή με βάση το στενό ατομικό του ενδιαφέρον) και η αδυναμία επαλήθευσης της πληροφορίας οδηγεί την πλειονότητα να προσλαμβάνει ως αλήθεια πληροφορίες ελλιπείς, «πειραγμένες» ή και ψέματα σε ρόλο αλήθειας.
Με άλλα λόγια, ο εκδημοκρατισμός της πληροφορίας τελικά αποβαίνει σε βάρος του αναγνώστη, ιδίως του μη συστηματικού αναγνώστη, ο οποίος χάνει την επαφή με την πολύπλευρη και σύνθετη ημερήσια αφήγηση του κόσμου που προσφέρει η εφημερίδα, ενώ ταυτόχρονα είναι ευκολότερα ευάλωτος στο ψέμα και στην παραπληροφόρηση –στη χειραγώγηση.
ΙΙ.
Μολονότι γνωρίζω ότι το χαρτί δεν είναι πια το ελκυστικό προϊόν της βιομηχανίας της πληροφόρησης, υπάρχουν προϋποθέσεις προκειμένου να μη χαθεί η εφημερίδα. Είναι χρήσιμη, πολλαπλά. Επειδή κατά τεκμήριον ασκεί δημοσιογραφία με κανόνες σεβασμού στην είδηση, στη δεοντολογία και δίνει χώρο σε απόψεις ειδικών –κάτι που δεν είναι ευνόητο στον τρόπο άσκησης της ίδιας δουλειάς στα κοινωνικά δίκτυα ούτε στον άναρχο χώρο του διαδικτύου. Και επειδή είναι το εργαλείο ταξινόμησης και απόδοσης της σημασίας κάθε συστατικού ενός, κατά τα φαινόμενα, χαοτικού κόσμου. Ως προς τον σεβασμό προς αυτές τις αρχές, είναι αναντικατάστατη.
Η εφημερίδα είναι το μόνο δημοσιογραφικό προϊόν (τα βιβλία εξαιρούνται ως προϊόντα συνθετότερης προσέγγισης όψεων της ζωής από μια απλή δημοσιογραφική προσέγγιση) που δεν πωλείται ως προϊόν διασκέδασης (entertainment). Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο συνήθως μοντάρουν το υλικό τους ως προϊόν του οπτικοακουστικού θεάματος που πρέπει να τραβά το ενδιαφέρον κοινών, τα μέλη των οποίων αντιμετωπίζονται ως παθητικοί δέκτες και ως παθητικοί καταναλωτές –αφού σε αντάλλαγμα για τη δωρεάν πληροφόρηση, οι οργανισμοί των τηλεοπτικών και των ραδιοφωνικών δικτύων δημοσιεύουν διαφημίσεις που διεκδικούν μερίδιο της καταναλωτικής συμπεριφοράς όσων τα παρακολουθούν. Η εφημερίδα, αντίθετα, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός εγγράμματου κοινού, που επιλέγει τι προσδοκά να διαβάσει.
Ανέκαθεν η εφημερίδα προϋπέθετε ένα κοινό στοιχειωδώς εγγράμματο, το οποίο διεκδικούσε και επιδίωκε να το διαμορφώσει.
Το εγγράμματο αυτό κοινό, ακόμα και εξοικειωμένο με τις τεχνικές παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο, ακόμα και εκείνο με κριτική ικανότητα που του επιτρέπει να συνθέσει την αφήγηση της ημέρας από επιμέρους μικρότερες αφηγήσεις, έχει ανάγκη την επαλήθευση και την ταξινόμηση της εφημερίδας. Επειδή έχει ανάγκη να εμπιστευτεί με ευκολία οργανισμούς που δημοσιεύουν πληροφορίες και σχολιαστικό υλικό, επειδή δηλαδή έχει ανάγκη τις βασικές πληροφορίες φιλτραρισμένες, αξιολογημένες και σχολιασμένες από σοβαρούς επαγγελματίες, σε περιβάλλοντα που σέβονται την πληροφόρηση και τη δεοντολογία.
Αυτό σημαίνει ότι η εφημερίδα θα μετεξελιχθεί. Πιθανότατα το χαρτί σύντομα θα εκλείψει. Αλλά διαδικτυακά οι εφημερίδες θα συνεχίσουν να υπάρχουν, με όλα τα χαρακτηριστικά που έχουν σήμερα τα χάρτινα φύλλα και με την προσθήκη της ταχύτητας στην ενημέρωση, της επιπλέον δυνατότητας κινούμενης εικόνας και πιθανόν του άμεσου σχολιασμού από τους αναγνώστες –σχολιασμού αφιλτράριστου ή, το πιθανότερο, φιλτραρισμένου, υπό τους κανόνες του δημοσιογραφικού προτύπου όπου φιλοξενούνται.
Οι πολίτες έχουν ανάγκη την καθημερινή αφήγηση της επικαιρότητας –και η τεχνολογία επιτρέπει την ύπαρξή της. Η εφημερίδα όπως τη γνωρίζουμε εξαφανίζεται, η εφημερίδα μπορεί να συνεχίσει να δεσπόζει στον χώρο της πληροφορίας, εάν οι οργανισμοί που την κυκλοφορούν επενδύσουν στην πρωτότυπη έρευνα, στην ακρίβεια και στον έγκυρο σχολιασμό.
ΙΙΙ.
Τι έχει η εφημερίδα σε σχέση με τον διαδικτυακό ωκεανό της πληροφορίας, όπου η έγκυρη πληροφορία συμφύρεται με fake news, φήμες, θεωρίες συνωμοσίας, προχειρότητα και στρατηγικές χειραγώγησης;
Κανόνες. Έχει κανόνες.
Κανόνες διασταύρωσης, επαλήθευσης δηλαδή της πληροφορίας. Κανόνες σχολιασμού. Κανόνες σεβασμού της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών στις δημοσιογραφικές ιστορίες αλλά και των αναγνωστών. Αξιολόγηση των ειδήσεων, για το πρωτοσέλιδο αλλά και για την ανάδειξή τους στις σελίδες που βρίσκονται πίσω από το πρωτοσέλιδο. Και βέβαια, διορθώσεις και ανασκευή όταν, από λάθη, από παραλείψεις ή από παραδρομή, έχουν καταχωριστεί λανθασμένες πληροφορίες.
Κανόνες που έχουν δοκιμαστεί στο βάθος του χρόνου και ισχύουν –κανόνες οι οποίοι διαφοροποιούν κάθε ειδησεογραφικό μέσο (και όχι μόνο την εφημερίδα) με βάση την εγκυρότητα. Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Με δεδομένο ότι η εφημερίδα παρουσιάζει την αφήγηση της ημέρας, πώς αξιολογείται η εγκυρότητα ενός φύλλου με βάση την αξιολόγηση των ειδήσεων, που τυπώνονται στο πρωτοσέλιδο; Τα δημοσιογραφικά επιτελεία, πριν απ’ όλα, έχουν την εμπειρία και τη γνώση ώστε να αξιολογούν τη σημασία που έχουν για τον αναγνώστη οι ειδήσεις που θα δημοσιεύσουν. Κατά την κυρίαρχη δημοσιογραφική σχολή που επιζητεί την εγκυρότητα, η αξιολόγηση πρέπει να υπακούει στο ερώτημα: «τι επηρεάζει περισσότερο τη ζωή του αναγνώστη;» Οι σοβαρές εφημερίδες, παγκοσμίως, που εξελίχθηκαν σε ισχυρούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς, αυτό το κριτήριο εφαρμόζουν για να αξιολογήσουν ταξινομώντας την ύλη τους.
Σε αντίθεση με άλλα είδη δημοσιογραφίας, όπως π.χ. τα παραδοσιακά ταμπλόιντ, που απευθύνονται σε αναγνώστες μη εξοικειωμένους με τους μηχανισμούς της πληροφορίας, τα οποία υιοθετούν την τακτική του σοκ, δίνοντας προτεραιότητα σε θέματα που περιέχουν «αίμα και σπέρμα», σκοπεύοντας τα θέματά τους με αδιάκριτα ηδονοβλεπτική ματιά.
Στο νέο τοπίο, η λογική του ταμπλόιντ έχει διαχυθεί σε ολόκληρο το διαδίκτυο. Αυτό όμως δίνει τη δυνατότητα στα σοβαρά μέσα να ξεχωρίσουν, οριοθετώντας τη θεματολογία τους και διεκδικώντας το κοινό που διψά για εγκυρότητα –κοινό που, επίσης, θεωρείται διαφημιστικά ισχυρό, μπορεί δηλαδή να εισφέρει στο μέσο πόρους για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή του.
Αναμένεται, συνεπώς, η εφημερίδα που θα αναδυθεί από την κρίση του χαρτιού να είναι οικουμενικότερη, εγκυρότερη, παρεμβατικότερη. Και περισσότερο ανεξάρτητη.
ΙV.
Τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η εφημερίδα ήταν το βασικό μέσο ενημέρωσης των πολιτών, σε όλον τον κόσμο, και στην Ελλάδα.
«Το γράφει η εφημερίδα». Ήταν μια από τις φράσεις που κυριαρχούσαν στην καθημερινή ζωή, τα χρόνια εκείνα. Χρησιμοποιούνταν για να δείξει την εγκυρότητα μιας πληροφορίας. Το έγραψε η εφημερίδα, ήταν διπλοτσεκαρισμένο, ήταν δηλαδή αλήθεια.
Η εγκυρότητα με κάθε τρόπο θα μπορούσε να είναι η κεντρική επιδίωξη των εφημερίδων της νέας εποχής. Η εγκυρότητα είναι δέλεαρ για ηλεκτρονική συνδρομή στα φύλλα που την υπόσχονται αλλά και για τους διαφημιστές –οι οποίοι ενδιαφέρονται για ξεχωριστά ειδησεογραφικά περιβάλλοντα με απαιτητικούς αναγνώστες.
Για τους λόγους αυτούς, η εγκυρότητα είναι μια εφικτή επιδίωξη.
