Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

Ασπασία Γκιόκα

Το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη, η εφημερίδα Washington Post και ο Τάκης Παπατσώνης

Τα Νόμπελ είναι ένας θεσμός παγκόσμιας ακτινοβολίας και είναι φυσικό ο Τύπος σε όλο τον κόσμο να έχει κάθε χρόνο ανταποκρίσεις και άρθρα για το σπουδαίο αυτό γεγονός, όπως έγινε και πρόσφατα με την απονομή των βραβείων του 2022. Τη φετινή χρονιά, το 2023, θα συμπληρωθούν εξήντα χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Γιώργο Σεφέρη και όπως θα δούμε, υπάρχουν ακόμη δημοσιεύματα που δεν έχουν τύχει της κατάλληλης προβολής.

Στο κείμενό μας αυτό θα εξετάσουμε το πώς παρουσιάστηκε η είδηση μέσα από δύο άρθρα της αμερικανικής εφημερίδας The Washington Post και μία σύντομη επιστολή-απάντηση στο ένα από αυτά του Έλληνα λογοτέχνη Τάκη Παπατσώνη.

Η Washington Post άρχισε να εκδίδεται στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ το 1877 και από τότε μέχρι σήμερα, που ανήκει στον ιδιοκτήτη της Amazon Jeff Bezos, αποτελεί μια από τις πλέον έγκριτες αμερικανικές εφημερίδες∙ όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην περίπτωση της απονομής του Νόμπελ στον Σεφέρη δεν φάνηκε ενημερωμένη, δίκαιη και αντικειμενική. Πρόκειται για κείμενα σχετικά μικρής έκτασης που δημοσιεύτηκαν, το πρώτο την επόμενη ημέρα της είδησης από τον μόνιμο συντάκτη της εφημερίδας Sterling Seagrave και το δεύτερο τρεις μέρες αργότερα, ανυπόγραφα.

Τα εν λόγω δημοσιεύματα δεν έχουν αποδελτιωθεί, όπως πολλά άλλα σχετικά με το βραβείο Νόμπελ που βρίσκονται στο αρχείο του Σεφέρη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ενώ η επιστολή του Παπατσώνη είναι κατατεθειμένη, αλλά χωρίς περαιτέρω σχολιασμό. Θα παραθέσουμε στη συνέχεια μεταφρασμένα τα κείμενα αυτά και θα τα σχολιάσουμε.

1ο Άρθρο

Ο Έλληνας ποιητής Σεφέρης κερδίζει το Νόμπελ λογοτεχνίας

«Το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας του 1963 δόθηκε χτες στον εξηντατριάχρονο Έλληνα διπλωμάτη Γιώργο Σεφέρη, που από κάποιους αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους λυρικούς ποιητές του κόσμου. Ήταν το πρώτο βραβείο Νόμπελ που δόθηκε ποτέ σε Έλληνα.

Ο Σεφέρης, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Σεφεριάδης, πρόσφατα αφυπηρέτησε από τη θέση του ως πρέσβης στην Αγγλία ύστερα από 30 χρόνια στην υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Η Σουηδική Ακαδημία Γραμμάτων έδωσε στον ποιητή-διπλωμάτη το βραβείο για τη “μοναδική σκέψη, το ύφος και την ομορφιά της γλώσσας του, η οποία έχει γίνει ένα διαρκές σύμβολο όλων όσα μένουν αναλλοίωτα στον ελληνικό τρόπο ζωής.”[1]

Το βραβείο συνοδεύει το χρηματικό έπαθλο των 51.158 δολαρίων.

Η βράβευση φέρνει δάκρυα

Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια του ποιητή όταν έμαθε για τη βράβευση στο μεγάλο, γεμάτο βιβλία σπίτι του στην Αθήνα. Ο Σεφέρης είπε:

“Νομίζω ότι διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νόμπελ η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκφράσει την αλληλεγγύη της με το ζωντανό πνεύμα της πραγματικής Ελλάδας. Εννοώ την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι από τη μακρά παράδοσή της είναι ζωντανό”[2].

Ο Σεφέρης γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900 στη Σμύρνη, μια πόλη στην τουρκική Μικρά Ασία. Η οικογένειά του κατέφυγε στην Αθήνα το 1914, μορφώθηκε εκεί και στο Παρίσι όπου σπούδασε Δίκαιο μέχρι το 1924, όταν αποφάσισε να ακολουθήσει διπλωματική καριέρα. Στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Νότια Αφρική, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Λονδίνο[3], Ιταλία. Παντρεύτηκε με τη Μαρία Ζάννου το 1941. Δεν έχουν παιδιά.

Το 1953 διορίστηκε πρέσβης στη Βηρυτό και έγινε πρέσβης στο Λονδίνο το 1957.

Υπήρξε κάτω από τη διαρκή επίδραση του ποιητή Τ. Σ. Έλιοτ, του οποίου το έργο έχει μεταφράσει στα ελληνικά, και για το οποίο έλαβε το βραβείο Foyle το 1961.

Αναγνωρίστηκε τη δεκαετία του τριάντα

Η ποιητική ικανότητα του Σεφέρη έγινε γνωστή στα μέσα της δεκαετίας του 1930 με το Μυθιστόρημα (μύθος ιστορία) και την εισαγωγή του Έλιοτ στην Ελλάδα. Από τότε, έχει συμπληρώσει τρία μέρη από τη μεγάλη του Οδύσσεια, ονομαζόμενη Ημερολόγιο καταστρώματος γύρω από το ναυτικό πνεύμα του Οδυσσέα. Το 1947 εξέδωσε Το ναυάγιο της Κίχλης και ύστερα μία συλλογή από λογοτεχνικά δοκίμια. Ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του είναι «Ο βασιλιάς της Ασίνης».

Ο Σεφέρης εισήγαγε έναν έντονο ανθρώπινο νατουραλισμό με την ιδέα του για τον διαρρηγμένο δεσμό της Ελλάδας με τη δόξα του χρυσού αιώνα, τους ποιητές-θεατρικούς συγγραφείς της, τους γλύπτες και τους φιλοσόφους. Η ποιητική του φωνή έχει αναταράξει την απέραντη και εγκυμονούσα σιωπή του ελληνικού τοπίου, όπως σε αυτό το απόσπασμα […]»[4].

Σχολιασμός

Η αναγγελία της απονομής του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας στον Γιώργο Σεφέρη έγινε στις 24 Οκτωβρίου 1963, ενώ στις 10 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο ποιητής παρέλαβε το Βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο ΣΤ΄ Αδόλφο κατά την τελετή απονομής στη Σουηδική Ακαδημία.

Την Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου, επόμενη ημέρα της είδησης, η εφημερίδα φιλοξενεί άρθρο του μόνιμου συντάκτη της Sterling Seagrave[5] με τίτλο «Ο Έλληνας ποιητής Σεφέρης κερδίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας» και τίτλους στις παραγράφους: «Η βράβευση φέρνει δάκρυα» και «Αναγνωρίστηκε τη δεκαετία του τριάντα». Το άρθρο είναι στην τρίτη σελίδα της εφημερίδας και συνοδεύεται από φωτογραφία του ποιητή.

Ο συντάκτης αναφέρεται συνοπτικά σε κάποια βιογραφικά στοιχεία του ποιητή, και ακόμη συνοπτικότερα στο σκεπτικό της Ακαδημίας για τη βράβευση, όπως και στην αντίδραση του ποιητή όταν έμαθε την είδηση.

Ενώ επισημαίνεται η ελληνική πρωτιά που επέτυχε ο Σεφέρης ως προς το Νόμπελ, τη φράση «από κάποιους αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους» τηθεωρούμε πολύ ασαφή και καθόλου γενναιόδωρη. Σαν να μην κατανοεί ο συντάκτης αυτή την βράβευση και να υπαινίσσεται τη μικρή αποδοχή του Σεφέρη ως ποιητή εκ μέρους του διεθνούς αναγνωστικού κοινού, όπως θα φανεί και από το επόμενο άρθρο της εφημερίδας.

Αναφέρεται επίσης, πολύ αφοριστικά, ότι ο Σεφέρης ήταν κάτω από τη «διαρκή επίδραση του Έλιοτ»· να επισημάνουμε εδώ το επίθετο «διαρκή», που αποτελεί μομφή για κάθε γνήσιο δημιουργό.

Βέβαια, και στην απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας υπάρχει αναφορά σε θέματα τεχνικής στα οποία ο Σεφέρης είχε ακολουθήσει τον Έλιοτ, τονίζεται όμως εκεί η αυθεντική ποιητική φωνή και ο προσωπικός τόνος του Έλληνα ποιητή.

Ως γνωστόν, το θέμα της επίδρασης του Έλιοτ είχε να αντιμετωπίσει ο Σεφέρης από τις πρώτες εμφανίσεις του στα γράμματα, καθώς είχε ανακινηθεί τόσο από Έλληνες, όπως τον Τίμο Μαλάνο, όσο και από ξένους, όπως τον Edmund Keeley· ο τελευταίος έγραφε το 1956 ότι ήταν ο Έλιοτ που άνοιξε στον Σεφέρη αρκετές σημαντικές δυνατότητες για την περαιτέρω εξέλιξη της τέχνης του[6], όμως αργότερα αναθεώρησε αυτήν την άποψη ως απλουστευτική[7]. Ο ίδιος ο ποιητής από νωρίς, το 1948, είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους: «Υπάρχουν κριτικοί στον τόπο μας που λένε πως στα λίγα ποιήματα που έχω γράψει, διακρίνουν την επίδραση του Έλιοτ, πράγμα που δε με παραξενεύει πολύ, γιατί δεν πιστεύω να υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Ο κάθε άνθρωπος είναι φτιαγμένος από τα πράγματα που έχει αφομοιώσει. Αλλά ακριβώς επειδή η αφομοίωση είναι το πράγμα που έχει σημασία, είναι πολύ δύσκολο να μιλούμε γι’ αυτές τις σκοτεινές λειτουργίες»[8].

Επίσης, όσον αφορά το βραβείο Foyle, αντίθετα με την εφημερίδα, ο Σεφέρης το πήρε το 1961 για τη μετάφραση των ποιημάτων του από τον Rex Warner και δεν σχετίζεται καθόλου με το έργο του Έλιοτ.

Ο συντάκτης είναι ακριβής όταν γράφει ότι «ο Σεφέρης έγινε γνωστός από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 με το Μυθιστόρημα»· τότε βέβαια τον έμαθαν οι ξένοι, αφού άρχισαν να δημοσιεύονται μεταφράσεις του έργου του, ενώ οι Έλληνες τον είχαν γνωρίσει ήδη από την πρώτη του συλλογή, τη Στροφή, το 1931. Η σύνδεσή του με τον Έλιοτ, μέσω της επιτυχημένης μετάφρασης της Έρημης χώρας το 1936, συνετέλεσε επίσης στο να πληροφορηθεί για τον Σεφέρη το αγγλόφωνο κοινό. Βέβαια, αντίθετα με την εφημερίδα, δεν ήταν ο Σεφέρης που εισήγαγε τον Έλιοτ στην Ελλάδα, αφού ο Τ. Κ. Παπατσώνης είχε μεταφράσει νωρίτερα (1933) το ίδιο έργο[9]. Το ναυάγιο της Κίχλης που αναφέρεται ως παραγωγή του 1948 αποτελεί την τρίτη ενότητα της συλλογής Κίχλη που δημοσιεύτηκε το 1947, ενώ μεταφράστηκε στα αγγλικά πρώτη φορά το 1948 από τον Rex Warner.

Ως προς την αναφορά στον Νίκο Καζαντζάκη, φαίνεται πως ο συντάκτης γνώριζε για την Οδύσσεια που σε μετάφραση Κίμωνα Φράιερ στα αγγλικά το 1958 σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία στις ΗΠΑ. Αυτό θα φανεί και από το επόμενο άρθρο, όπου διατυπώνεται η απορία γιατί δεν βραβεύτηκε με Νόμπελ ο Καζαντζάκης. Παρατηρούμε όμως μια προσπάθεια προβολής του έργου του κρητικού δημιουργού πάνω στο έργο του Σεφέρη που ωθεί μάλιστα τον συντάκτη να συγχωνεύσει τα ανεξάρτητα και απέχοντα χρονικά μεταξύ τους ποιήματα των τριών Ημερολογίων Καταστρώματος του νομπελίστα ποιητή.

Οι απόψεις που διατυπώνονται στο άρθρο σχετικά με την επιδραστικότητα της ποίησης του Σεφέρη και τη σχέση της με την ελληνική παράδοση πιστεύουμε ότι ανταποκρίνονται στην ουσία του έργου του· βέβαια, μετά από έρευνα που πραγματοποιήσαμε, διαπιστώσαμε ότι η αποτίμηση αυτή του σεφερικού έργου αναπαράγεται ακριβώς από την κριτική παρουσίαση βιβλίου με μεταφρασμένα ποιήματα του Σεφέρη που δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο αμερικανικό ειδησεογραφικό περιοδικό Time την Παρασκευή, 26 Μαΐου 1961. Εκεί, κάτω από τον τίτλο «Greeks Bearing Gifts» (Έλληνες δώρα φέροντες) παρουσιάζονται πρόσφατες μεταφράσεις στα αγγλικά ποιημάτων του Σεφέρη και του Καβάφη.[10] Ακόμη και ο τίτλος αυτός χρησιμοποιήθηκε, όπως είδαμε πριν, ως τίτλος μιας παραγράφου στο εν λόγω άρθρο, ενώ από την ίδια πηγή προέρχονται και οι στίχοι του σεφερικού ποιήματος που παρατίθενται στο τέλος χωρίς τίτλο. Πρόκειται για το ποίημα «Μνήμη, β΄, Έφεσος», από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄ σε μετάφραση Rex Warren.

Θεωρούμε ατόπημα το ότι παρατίθενται στίχοι από ποίημα του βραβευμένου ποιητή, χωρίς να αναφέρεται ο τίτλος, η έκδοση ή ο μεταφραστής.

Η Washington Post ήταν μια έγκυρη εφημερίδα, είναι όμως εδώ εμφανής, αν όχι η σκοπιμότητα, τουλάχιστον η έλλειψη στοιχείων και η ανεπαρκής προετοιμασία να γράψουν oι συντάκτες της για τον Σεφέρη, του οποίου η βράβευση μάλλον τους εξέπληξε. Και παρ’ ότι η διαδικασία των Νόμπελ είναι απόρρητη, καθώς πρέπει να περάσουν πενήντα χρόνια για να γίνουν γνωστά όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, δεν είναι απίθανο να γνώριζαν στην εφημερίδα ότι ο Σεφέρης ήταν στην τελική τριάδα μαζί με τον Ώντεν και τον Νερούδα, ή τουλάχιστον το γεγονός ότι ήταν ανάμεσα στους έξι φιναλίστ του 1963 μαζί με τους: Γ. Χ. Ώντεν, Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Σάμιουελ Μπέκετ (Νόμπελ 1969), Γιούκιο Μισίμα και Αξελ Σάντιμοζ.[11] Φαίνεται τελικά ότι η επιτυχία του Έλληνα ποιητή υπήρξε για την εφημερίδα «κεραυνός εν αιθρία».

2ο Άρθρο

Ο γρίφος του Νόμπελ

«Ήταν μια αξιοθαύμαστη χειρονομία για τον Αλφρεντ Νόμπελ, τον εφευρέτη της δυναμίτιδας, να προικοδοτήσει τα βραβεία που φέρουν το όνομά του. Όμως ο Νόμπελ δυστυχώς έσφαλε που επέτρεψε στη Σουηδική Ακαδημία Λογοτεχνίας να ορίσει ποιος συγγραφέας κάθε χρόνο είναι άξιος του βραβείου. Για πέντε χρόνια στη σειρά η Ακαδημία έχει καταφέρει να φέρει σε αμηχανία τον κόσμο με τις παράξενες επιλογές της, με τελευταία αυτήν του Γιώργου Σεφέρη, ενός Έλληνα ποιητή μνημειώδους αφάνειας.

Ο καθένας θα χαρεί που η Ελλάδα κέρδισε το πρώτο της Νόμπελ Λογοτεχνίας, και κανείς δεν μπορεί να φθονήσει τον κ. Σεφέρη για την καλή του τύχη. Αλλά αν η Σουηδική Ακαδημία ήθελε να απονείμει τη δόξα του Νόμπελ σε έναν Έλληνα συγγραφέα, γιατί αγνόησε έναν Έλληνα με το παγκόσμιο ανάστημα του ποιητή και μυθιστοριογράφου Νίκου Καζαντζάκη, συγγραφέα των Μία σύγχρονη Οδύσσεια, Ζορμπάς ο Έλληνας και Το ελληνικό Πάθος (το οποίο έγινε κινηματογραφική ταινία με τίτλο, Εκείνος που πρέπει να πεθάνει);[12]

Ο Καζαντζάκης είναι νεκρός, μέσα κι αυτός στο Καθαρτήριο που είναι γεμάτο από ανθρώπους των γραμμάτων που παρέμειναν απόντες για τους ακατανόητους Σουηδούς.

Σε αυτούς που ποτέ δεν έλαβαν ένα βραβείο Νόμπελ συγκαταλέγονται ο Proust, ο Zola, ο Ibsen, ο Τolstoi, ο Chekhov, ο Gorky, ο Hardy, ο Wells, ο Conrad Meredith, ο Rilke, ο Mark Twain, ο Joyce και ο Lorca. Και ενώ αυτοί οι συγγραφείς πέφτουν κάτω από τα απαιτητικά στάνταρ της ακαδημίας, το βραβείο Νόμπελ επεκτάθηκε κάπως για τον Karl Gjellepur, έναν Δανό συγγραφέα που ασπάστηκε τον Βουδισμό, και έναν άλλο Δανό με το όνομα Johannes V. Jensen, που τον θυμόμαστε κυρίως για την γενναία του προσπάθεια να αποδείξει ότι ο Κολόμβος ήταν Δανός.

Στα λίγα τελευταία χρόνια, η Ακαδημία έχει διαδοχικά επεκτείνει την ευλογία της στον Salvatore Quasimodo (1959), έναν Ιταλό γνωστό κυρίως επειδή κέρδισε το βραβείο Νόμπελ· στον Alexis Leger (1960), έναν Γάλλο ποιητή που μένει στην Washington· στον Ivo Andric (1961), έναν Γιουγκοσλάβο συγγραφέα πολύ γνωστό στη Γιουγκοσλαβία· και στον John Steinbeck (1962) που, προς τιμήν του, εξέφρασε έκπληξη για τη νίκη του.

Την ίδια περίοδο, η Ακαδημία κατόρθωσε να αγνοήσει τις αξιώσεις των Andre Malraux, Edmund Wilson, Alan Paton, Robert Graves, JeanPaul Sartre, Alberto Moravia –­και όλων των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας.

Τα βραβεία δεν υπήρξαν ούτε σε πνευματικό, ούτε σε γεωγραφικό επίπεδο αντιπροσωπευτικά· αντίθετα σηματοδοτούν μόνον τη θλιβερή παρακμή μιας σημαντικής τιμής.

Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι όλα τα βραβεία είναι χωρίς νόημα, και ότι οι ιδιοφυΐες δεν έχουν ανάγκη από τη σουηδική βράβευση. Όμως τα βραβεία υπάρχουν, και ο σκοπός τους έχει μόνον αδιάφορα αιτιολογηθεί από τις σχολαστικές επιλογές της Ακαδημίας».

Σχολιασμός

Στις 28 Οκτωβρίου 1963, τρεις μέρες μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης για τη βράβευση του Σεφέρη, η ίδια εφημερίδα επανέρχεται και δημοσιεύει άρθρο με το οποίο σχολιάζεται αρνητικά η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Έλληνα ποιητή. Το ανώνυμο άρθρο, που βέβαια απηχεί την άποψη της εφημερίδας, έχει τον τίτλο «Ο γρίφος του Νόμπελ»· φαίνεται ότι «γρίφος» χαρακτηρίζεται η ανεξήγητη για την εφημερίδα απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας να βραβευτεί ο Σεφέρης και αναφέρονται πολλές άλλες, κατά τη γνώμη της, ατυχείς στιγμές ή σκόπιμες παραλείψεις της.

Κατ’ αρχάς δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τη σύμπτωση(;) ότι ο ποιητής, κατά την ομιλία του στη Στοκχόλμη την ημέρα της απονομής του Νόμπελ, αναφέρθηκε κι αυτός σε έναν γρίφο, αυτή τη φορά του Οιδίποδα· είχε πει τότε ο Σεφέρης:

«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα»[13].

Στην αγγλική μετάφραση του λόγου που εκφωνήθηκε στα γαλλικά, ο όρος αναφέρεται ακριβώς με τη λέξη «Riddle», η οποία υπάρχει στον τίτλο του εν λόγω άρθρου και θεωρούμε πολύ πιθανή την πρόθεση του ποιητή να απαντήσει στον ανώνυμο συντάκτη της εφημερίδας, εκφράζοντας την πικρία του για όσα αρνητικά γι’ αυτόν αναφέρει, μεταφέροντας όμως ταυτόχρονα το μήνυμα του κλασικού ανθρωπισμού.

Είναι γνωστό ότι από την αρχή της θέσπισης των βραβείων Νόμπελ είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες για το αδιάβλητο του θεσμού και είναι βέβαιο ότι: «ζητήματα πέρα από την απλή αριστεία έπαιξαν ρόλο στην απονομή της πιο περιζήτητης δάφνης στον κόσμο», όπως παραδέχεται και ο ιστορικός των βραβείων Νόμπελ Burton Feldman[14]. Φαίνεται μάλιστα από την αρχή ότι ο στόχος του άρθρου δεν ήταν τόσο να αμφισβητήσει την επιλογή του Σεφέρη, όσο τις αποφάσεις της Σουηδικής Ακαδημίας, αρμόδιας για την επιλογή σύμφωνα με τον δωρητή. Πάντως ο Σεφέρης δεν ήταν καθόλου αφανής, αφού το 1963 υπήρχαν ήδη αρκετές μεταφράσεις έργων του, ίσως όμως τους ξάφνιασε η ελληνικότητα του έργου του, η οποία ήταν και ένας από τους λόγους για τον οποίο τιμήθηκε ο ποιητής. Όπως ανέφερε ο μόνιμος Γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Anders Österling στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής:

«Είναι ένα μεγάλο προνόμιο για τη Σουηδική Ακαδημία να αποτίσει φόρο τιμής στη σημερινή Ελλάδα, της οποίας η πλούσια λογοτεχνία έπρεπε να περιμένει πάρα πολύ καιρό, για τις δάφνες του Νόμπελ».

Σχετικά με αυτό το θέμα ο Έλληνας ποιητής, είχε μάλιστα εκφράσει και τη δική του αμηχανία· είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του, όπως τον μεταφέρει ο δημοσιογράφος Φρέντυ Γερμανός στην εφημ. Καθημερινή,από το σπίτι του της οδού Άγρας που είχε κατακλυστεί από ρεπόρτερ τη μέρα της αναγγελίας των Νόμπελ:

«Οι ερωτήσεις κυκλοφορούν στο σαλόνι σαν αόρατα βέλη. Τι νομίζει για τον Πάμπλο Νερούντα […]. Ο Σεφέρης κουνά το κεφάλι του. Δεν τον ξέρει. Δεν μπορεί να νοιώσει έναν ποιητή όταν δεν μπορεί να τον διαβάσει στη γλώσσα του. “Να γιατί ξαφνιάζομαι με το βραβείο”, λέγει ξαφνικά. “Πώς μπόρεσαν να διαβάσουν τα ποιήματά μου, που είναι τόσο ελληνικά –πώς μπόρεσαν να τα νοιώσουν”».

Πολλοί υποστήριξαν τότε ότι η βράβευση του ποιητή ήταν ταυτόχρονα επιβεβαίωση του γεγονότος ότι η ποίηση κατείχε σημαντική θέση στην ελληνική λογοτεχνία ή ότι η δημόσια εκτίμησή της ήταν μεγαλύτερη από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες, αυτό όμως δεν αντιστρατεύεται την αξία του ποιητή, ούτε αποδίδει εύσημα στην τύχη. Και εδώ το άρθρο της εφημερίδας αναβρύζει κακεντρέχεια· ο Σεφέρης δεν βραβεύτηκε «από καλή τύχη», αλλά, σύμφωνα με την απόφαση της ακαδημίας, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».

Στη συνέχεια, ο συντάκτης του άρθρου εκφράζει την απορία του για έναν άλλο μεγάλο Έλληνα λογοτέχνη που δεν βραβεύτηκε, τον Νίκο Καζαντζάκη, στον οποίο αποδίδει παγκόσμια ακτινοβολία· παράλληλα, διατυπώνει άλλη μια φορά με δηκτικό ύφος την αντίθεσή του με τις επιλογές της Ακαδημίας. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι η υποψηφιότητα του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα πολεμήθηκε και από Έλληνες ομότεχνούς του, δεν είμαστε σίγουροι όμως για το ποια θα ήταν η γνώμη της εφημερίδας, αν κέρδιζε αυτός το Νόμπελ.

Η κατακλείδα του άρθρου επίσης είναι απαξιωτική για τον Έλληνα νομπελίστα. Γνωρίζουμε ότι η απονομή των βραβείων Νόμπελ πολλές φορές προκαλεί αντιδράσεις και ενσπείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία και την ακεραιότητα του θεσμού, όμως αποτελεί πραγματικό λίβελλο όταν ο (ανώνυμος) συντάκτης αποδίδει τη βράβευση του Γ. Σεφέρη «στη θλιβερή παρακμή» αυτού του σημαντικού και παγκόσμιας εμβέλειας θεσμού.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και σήμερα, έπειτα από εξήντα χρόνια, ακόμη αναδύονται διαφωνίες και αντιπαραθέσεις και προκαλείται έντονος σκεπτικισμός ως προς τις σωστές αποφάσεις της Σουηδικής Ακαδημίας. Το άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας που σχολιάζει αρνητικά την απονομή βραβείου στον Σεφέρη και απαξιώνει τις επιλογές της Ακαδημίας μάλλον επιδιώκει να πλήξει το κύρος της, εργαλειοποιώντας την επιλογή Σεφέρη.

Και ενώ οι Αμερικανοί λογοτέχνες έχουν κερδίσει έκτοτε πολλά βραβεία Νόμπελ, πάντα σε κάποιους κύκλους θα υποβόσκει η αντιπαράθεση Ευρώπης-Αμερικής. Ο μόνιμος γραμματέας της σουηδικής ακαδημίας, Horace Engdahl είχε προσπαθήσει να απαντήσει κάποτε σε σχετικές αιτιάσεις ως προς το βραβείο Λογοτεχνίας: «Οι ΗΠΑ είναι πολύ απομονωμένες, πολύ εσωστρεφείς. Δεν μεταφράζουν αρκετά και δεν μετέχουν ουσιαστικά στον μεγάλο διάλογο της λογοτεχνίας. Αυτή η άγνοια είναι περιοριστική»[15].

Επιστολή Τ. Κ. Παπατσώνη

Σεφέρης ο δαφνοστεφής

Αναφορικά με το άρθρο σας «Ο γρίφος του Νόμπελ» (28 Οκτ.) επιτρέψτε μου να υποβάλω δυο γενικές παρατηρήσεις και μια ειδική σχετικά με τον φετινό νικητή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας:

Η πρώτη είναι ότι η φήμη δεν αποτελεί το καλύτερο κριτήριο για την αξία και την ποιότητα.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι η ποίηση δεν έχει υπάρξει ποτέ, σε καμία περίπτωση και ειδικά στα μεταπολεμικά χρόνια, ένα αγαθό ευρείας κατανάλωσης.

Όσον αφορά τον κ. Γιώργο Σεφέρη, θα επιθυμούσα να στρέψω την προσοχή σας στο γεγονός ότι είναι ένας πολύ εκλεπτυσμένος ποιητής και κριτικός, πολύ γνωστός στην Ελλάδα και σε άλλα

μέρη της Ευρώπης· πρωτεργάτες της αγγλικής λογοτεχνίας όπως ο Spender, ο Lehmann και άλλοι έχουν μεταφράσει μέρος από το ποιητικό του έργο· τιμήθηκε δυο χρόνια πριν με το βραβείο Foyle· είναι προσωπικός φίλος του Τ. Σ. Έλιοτ και μεταφραστής της φημισμένης τραγωδίας του Φονικό στη εκκλησιά.

Είσαστε σωστοί στην άποψη ότι άλλοι Έλληνες ποιητές –όχι μόνον ο Νίκος Καζαντζάκης τον οποίον αναφέρατε– αλλά επίσης ο Κωστής Παλαμάς, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο Άγγελος Σικελιανός δεν κρίθηκαν άξιοι του σουηδικού βραβείου, και είναι λυπηρό ότι όλοι αυτοί οι μεγάλοι ποιητές είναι τώρα νεκροί· όμως, κατά τη γνώμη μου η επιλογή αυτής της χρονιάς δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παρακμή της σουηδικής ακαδημίας.

Τ. Κ. Παπατσώνης,

Ουάσινγκτον.

Σχολιασμός

Δέκα μέρες αργότερα, στην ίδια εφημερίδα και από τη στήλη «Γράμματα στον εκδότη», στο φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1963 υπάρχει επιστολή με τίτλο «Σεφέρης ο δαφνοστεφής (νομπελίστας)»[16], την οποία υπογράφει κάποιος T. C. Papatsonis. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για τον Έλληνα ποιητή Τάκη Παπατσώνη, ο οποίος έτσι γράφει το όνομά του στα αγγλικά· κατά την χρονική περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 1963 μέχρι τον Απρίλιο του 1964 εξ άλλου, ο Τάκης Παπατσώνης βρισκόταν στις ΗΠΑ[17], όπου και θα πληροφορήθηκε για τη βράβευση του Σεφέρη, χωρίς να γνωρίζουμε περισσότερα για άλλες τυχόν αντιδράσεις του ή ενέργειες.

Ο παλαιός φίλος και ομότεχνος του Γιώργου Σεφέρη απαντά στο παραπάνω άρθρο με μια μικρής έκτασης επιστολή, προσπαθώντας με τρόπο νηφάλιο να καταρρίψει τις αιτιάσεις της εφημερίδας για το αν έπρεπε να δοθεί το Νόμπελ στον Σεφέρη.

Ο Παπατσώνης δεν υπεισέρχεται στον διάλογο που ανοίγει η εφημερίδα σχετικά με τις επιλογές της Ακαδημίας, αλλά προσπαθεί με λογικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα να υπερασπιστεί την επιλογή του Σεφέρη και να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή, τηρώντας ύφος απρόσωπο και αντικειμενικό. Αυτό φαίνεται στις δυο γενικές παρατηρήσεις που αφορούν έννοιες κοινώς αποδεκτές με τις οποίες προσπαθεί να αμφισβητήσει το όλο σκεπτικό του άρθρου. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με την άποψη ότι «η φήμη δεν αποτελεί το καλύτερο κριτήριο για την αξία και την ποιότητα», ή ότι «η ποίηση δεν έχει υπάρξει ποτέ, σε καμία περίπτωση και ειδικά στα μεταπολεμικά χρόνια, ένα αγαθό ευρείας κατανάλωσης». Ο συλλογισμός λοιπόν αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει εμπόδιο στη βράβευση του Σεφέρη που, κατά την εφημερίδα, στερείται φήμης και αναγνωρισιμότητας.

Στο δεύτερο μέρος της επιστολής ο Παπατσώνης παρουσιάζει τα θετικά στοιχεία υπέρ της επιλογής, όπως ότι ο Σεφέρης είναι ένας εκλεπτυσμένος ποιητής και κριτικός πολύ γνωστός στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, βραβευμένος ήδη με το σημαντικό ποιητικό βραβείο Foyle[18]. Στην προσπάθειά του να πείσει για τη σπουδαιότητα της ποίησης του Σεφέρη, επικαλείται μάλιστα γνωστούς και στην Αμερική Άγγλους λογοτέχνες, όπως οι Spender και Lehmann. Εννοεί τους Stephen Harold Spender (1909-1995)[19] και Rudolf John Frederick Lehmann (1907-1987),[20] οι οποίοι όντως ήταν από παλιά φίλοι του Σεφέρη, χωρίς όμως να έχουν μεταφράσει έργα του. Επίσης ο Παπατσώνης τονίζει τη γνωριμία του ποιητή με τον Έλιοτ που λόγω αμερικανικής καταγωγής και βραβείου Νόμπελ (1948) κατέχει υψηλή θέση στο αμερικανικό ποιητικό στερέωμα, επισημαίνοντας ότι είναι προσωπικοί φίλοι και ο Έλληνας ποιητής μετέφρασε τη φημισμένη τραγωδία Φονικό στην εκκλησιά.[21]Ο Παπατσώνης επιλέγει να αναφερθεί στην αμφιλεγόμενη πρόσφατη τότε μετάφραση του Σεφέρη, αποσιωπώντας την πιο αναγνωρισμένη μετάφρασή του της Έρημης Χώρας, έργο που πρώτος είχε μεταφράσει βέβαια ο ίδιος («Ο ερημότοπος», 1933). Να επισημάνουμε εδώ ότι η μετάφραση αυτή του Σεφέρη είχε δημοσιευτεί τέλος του 1963, σχεδόν δύο μήνες μετά την επιστολή, ίσως όμως ο Παπατσώνης γνώριζε γι’ αυτήν από το πρώτο χορικό του έργου που είχε προδημοσιευτεί νωρίτερα[22].

Τέλος, ο Παπατσώνης, τάσσεται αλληλέγγυος με την εφημερίδα ως προς τη διεκδίκηση του Νόμπελ από τον Καζαντζάκη, προσθέτει όμως και άλλους μεγάλους Έλληνες ποιητές, τον Καβάφη, τον Παλαμά και τον Σικελιανό[23] που αδικήθηκαν, όπως αναφέρει, από τη Σουηδική Ακαδημία και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα επανόρθωσης, αφού είναι νεκροί. Εδώ ο Παπατσώνης, για να γίνει πιο πειστικός, χρησιμοποιεί το ίδιο το σκεπτικό της βράβευσης του Γιώργου Σεφέρη από τη Σουηδική Ακαδημία προσθέτοντας μόνο το όνομα του Καβάφη: «τώρα που ο Παλαμάς και ο Σικελιανός είναι νεκροί, ο Σεφέρης είναι σήμερα ο αντιπροσωπευτικός Έλληνας ποιητής που μεταφέρει την κλασική κληρονομιά».

Έτσι, με την επιστολή του αυτή ο Παπατσώνης καταρρίπτει την άποψη της εφημερίδας ότι η επιλογή αυτής της χρονιάς μαρτυρεί την παρακμή της Σουηδικής Ακαδημίας.

Η επιστολή δεν αποτελεί ένθερμη συγκινησιακή υποστήριξη της επιλογής Σεφέρη, αλλά περισσότερο μια νηφάλια τοποθέτηση στηριγμένη σε λογικά τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Ίσως μάλιστα να επιλέχτηκε ακριβώς αυτό το ύφος για να είναι πιο πειστικός ο λόγος και να μην θεωρηθεί ότι αποτελεί συνηγορία του συμπατριώτη του ποιητή.

Μας κάνει εντύπωση που ο Παπατσώνης στην επιστολή του δεν αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο της εφημερίδας που είχε την αναγγελία της είδησης, που σίγουρα θα είχε διαβάσει· εκεί θα μπορούσε να σχολιάσει ή να διορθώσει σημεία όπως π.χ. ότι ο Σεφέρης ήταν κάτω από τη διαρκή επίδραση του Έλιοτ, ή ότι πήρε το βραβείο Foyle για τις μεταφράσεις του Έλιοτ.

Μπορούσε ίσως να αναφέρει επίσης ότι, παρά το ότι ο Έλιοτ έγινε γνωστός στην Ελλάδα από τις σεφερικές μεταφράσεις, εκείνος μετέφρασε πρώτος στα ελληνικά Έλιοτ. Να ξεχωρίσει επίσης τα Ημερολόγια καταστρώματος του Σεφέρη από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, στην οποία αποδίδει ομοιότητες η εφημερίδα.

Φαίνεται όμως ότι, διαβάζοντας το έντονα επιτιμητικό δεύτερο άρθρο, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να μείνει άπρακτος. Θεωρούμε σίγουρο ότι ο Σεφέρης πληροφορήθηκε γι’ αυτήν την ενέργεια του Παπατσώνη, με τον οποίον διατηρούσε αλληλογραφία την ίδια περίοδο[24]. Όπως είπαμε εξ άλλου, απόκομμα της εφημερίδας με την επιστολή βρίσκεται κατατεθειμένο στα αρχεία του ποιητή στη Γεννάδειο, ενώ τα άρθρα της μεγάλης αυτής εφημερίδας στα οποία αναφερθήκαμε απουσιάζουν[25]. Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αν το συγκρίνουμε με τα πλούσια στοιχεία σχετικά με το Νόμπελ που με σχολαστικότητα και τάξη τηρούσε ο ίδιος ο Σεφέρης. Με τον Παπατσώνη και τη σύζυγό του συναντιόταν άλλωστε συχνά το ζεύγος Σεφέρη και είχε κοινωνικές συναναστροφές. Η σχέση των δύο ανδρών, πέρα από το κάθε άλλο παρά θετικό ξεκίνημα[26], διατηρήθηκε σε φιλικό επίπεδο μέχρι τον θάνατο του Σεφέρη.

Ως κατακλείδα, να πούμε ότι η άλλη μεγάλη αμερικανική εφημερίδα, The New York Times, τις ίδιες μέρες και με αφορμή το Νόμπελ αφιέρωσε εκτενή παρουσίαση στο έργο του Σεφέρη με άκρως επαινετική κριτική κάτω από τον τίτλο «Φόρος τιμής αποδόθηκε στον λυρισμό του Γιώργου Σεφεριάδη». Ένα άρθρο στην ίδια εφημερίδα με τον ενδεικτικό τίτλο: «Ο ποιητής του Νόμπελ: τα θέματά του είναι ελληνικά όπως και παγκόσμια» υπογράφει ο Rex Warner, σημαντικός κλασικός φιλόλογος, αλλά και φίλος και μεταφραστής του Σεφέρη.


[1] Το κείμενο είναι από το σκεπτικό της βράβευσης του Σεφέρη από τη Σουηδική Ακαδημία.

[2] Στο απόσπασμα μεταφέρεται με μικρές διαφοροποιήσεις τμήμα της δήλωσης που έκανε ο ποιητής στους εκπροσώπους του τύπου μόλις έμαθε την είδηση.

[3] Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, ο Σεφέρης επισκέφτηκε το Λονδίνο τον Ιούλιο του 1944 στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη.

[4]Ακολουθεί η παράθεση αποσπάσματος από το ποίημα «Μνήμη, β,’ Έφεσος», από το Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄ σε μετάφραση Rex Warren.

[5] Ο Sterling Seagrave (1937-2017) υπήρξε γνωστός Αμερικανός δημοσιογράφος και ιστορικός.

[6] Edmund Keeley, «T. S. Eliot and the Poetry of George Seferis», Comparative Literature, τόμ. 8, αρ. 3 (Καλοκαίρι, 1956), σ. 226.

[7] Βλ. Έντμουντ Κήλυ, Μύθος και Φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, μετ. Σπύρος Τσακνιάς, Στιγμή, Αθήνα 1987, σ. 120-2.

[8] Γιώργος Σεφέρης, «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο», Δοκιμές, Δεύτερος τόμος (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 19845, σ. 19.

[9] Για τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη (πρόχειρη) πα­πατ­σω­νι­κή με­τά­φρα­ση, βλ. την επιστολή του ί­διου στον Νάσο Βα­γενά και τον σχο­λι­α­σμό της Κίρ­κης Κε­φα­λέα στο πρώτο μέ­ρος του άρ­θρου της «Ε­ρη­μό­το­ποςΈ­ρημη χώραΈ­ρημη χώραΈ­ρημη γη. Σχό­λια στην ελ­λη­νική πρόσ­ληψη της ποί­η­σης του Έ­λιοτ», Θέ­ματα Λο­γο­τε­χνίας, τχ. 37/2008, σ. 85-90.

[10] Ο τίτλος αυτός παραπέμπει στη γνωστή φράση «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας», παράφραση της λατινικής ρήσης «Timeo Danaos et dona ferentes» (ή ferentis σε άλλα χειρόγραφα), που είναι στίχος από την Αινειάδα του Βιργίλιου. Τα βιβλία είχαν μεταφραστεί από τον Rex Warner και την Rae Dalven αντίστοιχα. Βλ. https://www.nytimes.com/1961/06/18/archives/the-voice-of-the-exile-poems-by-george-seferis-translated-from-the.html

[11] Στα μέσα Οκτωβρίου πάντως ο Σεφέρης πίστευε, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, ότι αυτός και ο Ιρλανδός Σάμουελ Μπέκετ ήταν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι, Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Η’ (2 Γενάρη 1961-16 Δεκέμβρη 1963), Ίκαρος, Αθήνα 2018, σ. 296.

[12] Τα βιβλία αυτά του Καζαντζάκη είχαν μεταφραστεί στα αγγλικά ήδη τη δεκαετία του 1950· όσο για το τρίτο, είναι το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, στο οποίο βασίστηκε η κλασική ταινία του Ζυλ Ντασσέν Celui qui doit mourir (Εκείνος που Πρέπει να Πεθάνει, γνωστή και με τον αγγλικό τίτλο He who must die), που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών τον Απρίλιο του 1957.

[13] Γιώργος Σεφέρης, «Ομιλία στη Στοκχόλμη», Δοκιμές, δεύτερος τόμος (1948-1971), Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 161.

[14] Για τα βραβεία Νόμπελ και την αμφισβήτησή τους από την αρχή του θεσμού μέχρι τις μέρες μας, βλ. Burton Feldman, The Nobel Prize: A History of Genius, Controversy, and Prestige, Arcade Publishing, New York 2000.

[15] Alan Cooperman, «Translating the Nobel Prize Decision», The Washington Post, 9 Οκτωβρίου 2008.

[16] Ίσως ο τίτλος να είναι προσθήκη της εφημερίδας.

[17] Από επιστολές του προς την Μέλπω Αξιώτη, πληροφορούμαστε ότι είναι οικογενειακοί οι λόγοι της εκεί διαμονής του, ότι διαβάζει Σαίξπηρ και Απολλώνιο Τυανέα, αλλά και ότι εντρυφεί στις εφημερίδες Washington Post και Wall Street Journal, βλ. εδώ και εδώ.

[18] Δεν επισημαίνει το λάθος της εφημερίδας ότι το βραβείο δεν ήταν για τις σεφερικές μεταφράσεις του Έλιοτ, αλλά για τη μετάφραση των ποιημάτων του Σεφέρη από τον Rex Warner.

[19] Μάλλον τον συγχέει με τον Bernard Spencer που μαζί με τους Lawrence Durrell και Νάνο Βαλαωρίτη ήταν μεταφραστές του The King of Asine: And Other Poems· το βιβλίο εξέδωσε ο John Lehmann το 1948.

[20] Ο Άγγλος εκδότης John Lehmann έγραψε κριτικές για ποιήματα του Σεφέρη.

[21]Το Φονικό στην Εκκλησιά, ποιητικό δράμα που γράφτηκε για τις γιορτές του Καντέρμπουρι το 1935, μεταφράστηκε από τον Σεφέρη το 1963.

[22] Βλ. «Φονικό στην Εκκλησιά», Προλόγισμα στο έργο του T. S. Eliot και μετάφραση του πρώτου χορικού, Θέατρο 11 (Σεπτ. -Οκτ. 1963) 9-10.

[23] Είναι γνωστό ότι ο Καζαντζάκης, ο Παλαμάς και ο Σικελιανός είχαν προταθεί πολλές φορές για το βραβείο, ενώ ο Καβάφης καμία.

[24] Bλ. Αρχείο Γ. Σεφέρη στη Γεννάδειο.

[25] Αναφορά στο πρώτο άρθρο υπάρχει στην Βιβλιογραφία Γ. Σεφέρη του Δ. Δασκαλόπουλου, βλ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1922-2016), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2016, σ. 206. Στην απαξιωτική για τον Σεφέρη κατακλείδα του δεύτερου άρθρου αναφέρεται η Φωτεινή Τομαή σε άρθρο της με τίτλο, «Πώς έζησαν οι Έλληνες το πρώτο Νομπέλ τους» στην εφημ. Το Βήμα στις 25 Νοεμβρίου 2008.

[26] Βλ. τα άρθρα του Παπατσώνη, «Νεαροί υπερόπται», εφημ. Καθημερινή, 13 Μαρτίου 1932 και «Ο ένδοξός μας Βυζαντινισμός», Νέα Εστία τ. 43, τεύχ. 499 (α΄ μέρος, 15 Μαρτίου 1948) και τεύχ. 501 (β΄ μέρος, 15 Απριλίου 1948).

«Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω
πως είμαι παρείσακτος
και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα»
Κύλιση στην κορυφή