«γιατί από τη φύση τους όλα έχουν ακμή και παρακμή»
Θουκυδίδης , Ιστορία , Β 64
Α. Η ηγεμονία των ΗΠΑ και το οικοδόμημα της Δύσης[1]
«Η ηγεμονία δεν στηρίζεται επί τη βάσει αυτής
καθαυτήν της ισχύος της, αλλά επί τη βάσει
της ικανότητάς της να παρουσιάζει αυτή την ισχύ
ως υπηρετούσα το δίκαιο και την ειρήνη».
ΚΜ
Οι ΗΠΑ ανέλαβαν μετά το 1945 την ηγεμονική λειτουργία ρύθμισης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η αμερικανική ηγεσία και οι σύμμαχοί της δημιούργησαν μια στερεή και σταθερή βάση για την ανάπτυξη των παγκόσμιων κεφαλαιοκρατικών οικονομικών σχέσεων. Για πρώτη φορά όλες οι καπιταλιστικές οικονομίες ήταν πολιτικοί σύμμαχοι. Κατασκευάσθηκε η έννοια της Δύσεως[2] που συμπεριλάμβανε όλες τις χώρες στις οποίες κυριαρχούσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και γίνονταν αποδεκτοί οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής Δυτικής Δημοκρατίας, οι Δυτικοευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Γερμανίας, αλλά και της Ελλάδος και της Τουρκίας), η Ιαπωνία και οι συνδεδεμένες μαζί της χώρες της Άπω Ανατολής (Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Φιλιππίνες κ.ο.κ.), καθώς και οι Αγγλοσαξονικές χώρες του Ειρηνικού (Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία).
Η έννοια της Δύσης οριοθετούσε και το αντίπαλο στρατόπεδο, την «αυτοκρατορία» της Σοβιετικής Ένωσης, προσδίδοντάς του την ονομασία «Ανατολή». Ο όρος «τρίτος κόσμος» σηματοδοτούσε τη θέση των υπόλοιπων χωρών του πλανήτη.
Η δημιουργία της Δύσης είχε παράλληλα ως βασικό σκοπό την «αποτροπή και τον κατευνασμό» της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν προσανατολισμένη στην περικύκλωση και τον έλεγχο της Ευρασίας[3]. Έτσι, η σοβιετική απειλή είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας της στρατηγικής σημασίας που αποκτά η Δύση, η οποία αυτοπροσδιορίζεται μέσω της ευθείας αντιπαράθεσης: ελευθερία εναντίον υποταγής, δημοκρατία εναντίον δικτατορίας, καπιταλισμός εναντίον σοσιαλισμού. Ένα καθαρτήριο λουτρό στον ποταμό Λήθη[4], χάρη στο οποίο ο ελεύθερος ευρωπαϊκός κόσμος ξεχνά δύο αιώνες βάναυσου ιμπεριαλισμού και την περίοδο του ναζισμού και του φασισμού. Ακόμα και οι Αμερικανοί, των οποίων το Σύνταγμα συνάδει με τον ρεπουμπλικανισμό και όχι απαραίτητα με τη δημοκρατία, ξαφνικά ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους ως παιδιά του Παλαιού Κόσμου και σε τελευταία ανάλυση ως μια «ευρωπαϊκή δύναμη»[5].
Συγχρόνως επεδίωκε την διευρυμένη και ασφαλή αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας. Τούτο το τελευταίο συστηματικά φαίνεται να ξεχνιέται από τις γεωπολιτικές αναλύσεις. Θα υποστηρίζαμε και από τις λεγόμενες γεωοικονομικές αντίστοιχες. Με τον τρόπο αυτό παραβλέπονται οι συστηματικοί τρόποι εκδίπλωσης του καπιταλισμού στη σύγχρονη εποχή και τα ειδικά χαρακτηριστικά του, που προφανώς δεν μεταβάλλουν την οντολογική του φύση.
Η ηγεμονική θέση των ΗΠΑ, με την οποία έμοιαζε να φτάνει στην πραγματοποίησή του ο «αμερικανικός αιώνας», βασιζόταν στα παρακάτω στοιχεία:
- Στην ιεραρχία των εθνικών κρατών μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, οι ΗΠΑ κατείχαν αρχικά την πρώτη θέση, επειδή μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου είχαν στη διάθεσή τους τις πιο μεγάλες οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες εξουσίας σε ολόκληρο τον κόσμο. «Το βιοτικό επίπεδο και η παραγωγικότητα, κατά κεφαλήν, ήταν υψηλότερα από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μόνη χώρα ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις που με τον πόλεμο έγινε πιο πλούσια – πραγματικά πολύ πιο πλούσια – αντί πιο φτωχή. Με το τέλος του πολέμου, η Ουάσιγκτον είχε στην κατοχή της αποθέματα χρυσού αξίας 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σχεδόν τα δύο τρίτα των συνολικών αποθεμάτων χρυσού παγκοσμίως… Περισσότερο από το μισό της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής αγαθών κάθε είδους προέρχονταν από τις ΗΠΑ. Κατά το τέλος του πολέμου, οι ΗΠΑ ήταν και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και σε μεγάλη απόσταση από τους άλλους, ενώ ακόμη και μερικά χρόνια αργότερα διεξήγαν το ένα τρίτο των παγκόσμιων εξαγωγών. Εξαιτίας της τεράστιας επέκτασης του ναυπηγικού δυναμικού τους, οι ΗΠΑ κατείχαν τα μισά πλοία όλου του κόσμου. Από οικονομική άποψη, ο κόσμος ήταν πλέον το «στρείδι» της Ουάσιγκτον».
- Η κυρίαρχη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο βασιζόταν φυσικά και στη στρατιωτική ισχύ τους. Ενώ οι άλλες δυνάμεις –νικητές του Β’ Παγκόσμιου πολέμου (για να μη μιλήσουμε για τους χαμένους, Γερμανία και Ιαπωνία), συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης– αιμορραγούσαν στρατιωτικά και οικονομικά, οι ΗΠΑ διέθεταν τεράστιο στρατιωτικό δυναμικό. Ειδικά στη θάλασσα και στον αέρα υπερείχαν οι στρατιωτικές δυνάμεις τους και τα υψηλής τεχνολογίας υλικά τους. Οι ΗΠΑ, τέλος, κατείχαν, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, το μονοπώλιο στα ατομικά όπλα, των οποίων η φρικιαστική καταστροφική ικανότητα είχε επιδειχθεί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
- Τον δεύτερο και όχι λιγότερο σημαντικό πυλώνα της παγκόσμιας πολιτικής αμερικανικής ηγεμονίας αποτελούσε το σύστημα των στρατιωτικών και πολιτικών συμμαχιών (ΝΑΤΟ, ΣΕΑΤΟ κ.λπ.), που συμπληρωνόταν και με πολλές διμερείς στρατιωτικές συμφωνίες. Οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις απλώθηκαν έτσι σύντομα σε ολόκληρο τον κόσμο – σαν μια ζώνη που τύλιγε την «περιοχή της κομμουνιστικής εξουσίας» στην Ευρώπη και την Άπω Ανατολή. Με αυτό τον τρόπο, οι ΗΠΑ παρασύρθηκαν σε «έναν βαθμό παγκόσμιας εξάπλωσης που ερχόταν σε αντίθεση με την προηγούμενη ιστορία τους». Σήμερα διαθέτουν περίπου 650 στρατιωτικές βάσεις σε 76 χώρες στον κόσμο.
- Οι προϋποθέσεις για αυτή την ηγεμονία καθορίζονταν όμως και από την ελκυστικότητα του «αμερικανικού τρόπου ζωής», καθώς και από την αντίστοιχη αμερικανική ιδεολογία του «manifest destiny» που ένωνε τον επαναστατικό μύθο, από την αμερικανική επανάσταση και μετά, με μια αποστολική συνείδηση για τον «ελεύθερο κόσμο». Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ΗΠΑ αγωνίζονταν να «δημιουργήσουν μια νέα, δίκαιη παγκόσμια τάξη πραγμάτων». «Στα μάτια μιας Ευρώπης που μαστιζόταν από την κρίση, οι ΗΠΑ, η “Αυτοκρατορία της Ελευθερίας” του Jefferson, αντιπροσώπευαν την ανανέωση της αυτοκρατορικής ιδέας. Οι μεγάλοι Αμερικανοί συγγραφείς του 19ου αιώνα είχαν τραγουδήσει τις επικές διαστάσεις της ελευθερίας που παρείχε η νέα ήπειρος. Στον Whitman ο νατουραλισμός έγινε καταφατικός και στον Melville ο ρεαλισμός επιθυμητικός. Ένας αμερικανικός τόπος εδαφικοποιήθηκε εν ονόματι ενός πολιτεύματος ελευθερίας και ταυτόχρονα απεδαφικοποιούνταν συνεχώς με τη διάνοιξη νέων συνόρων και την έξοδο»[6]. Αυτή η ηγεμονία έγινε ευρύτερα αποδεκτή –κυρίως στην Ευρώπη– και εξαιτίας της ελκυστικότητας του «αμερικανικού τρόπου ζωής», ο οποίος έμοιαζε να υπόσχεται όχι μόνο «ελευθερία και δημοκρατία», αλλά και υψηλό βιοτικό επίπεδο για την εργατική τάξη, καθώς και την ικανοποίηση πολιτιστικών αναγκών μέσα από έναν νέο τύπο μαζικής κουλτούρας.
- Η αμερικανική ηγεμονία θεμελιώθηκε και από μια σειρά πολιτισμικών και ιδεολογικών εγχειρημάτων. «Αρκεί να σκεφτεί κανείς, λόγου χάριν, πως στα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη του Β’ΠΠ το κέντρο της καλλιτεχνικής παραγωγής και η ιδέα της μοντέρνας τέχνης μετατοπίστηκε από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη. Ο Serge Guilbaut[7] αφηγείται τη συναρπαστική ιστορία του πώς, όταν το παρισινό καλλιτεχνικό στερέωμα είχε περιέλθει σε αποδιοργάνωση εξαιτίας του πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, και στα μέσα μιας ιδεολογικής εκστρατείας για την προώθηση του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ στον μεταπολεμικό κόσμο, ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός νεοϋρκέζων καλλιτεχνών, όπως ο Jackson Pollock και ο Robert Motherwell, καθιερώθηκε ως φυσική συνέχεια και νόμιμος κληρονόμος του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και ειδικότερα του παρισινού. Η Νέα Υόρκη σφετερίστηκε την ιδέα της μοντέρνας τέχνης[8]».Όλα αυτά, και άλλα ακόμη, σηματοδοτούν, χωρίς καμία αμφιβολία ότι την περίοδο του Ψυχρού πολέμου επήλθε σταδιακά αλλά σταθερά και ένας «εξευρωπαϊσμός» των ΗΠΑ. Παρατηρείται, δηλαδή, ταυτόχρονα αμερικανοποίηση της Ευρώπης και εξευρωπαϊσμός των ΗΠΑ.
- Η νέα ηγεμονική τάξη πραγμάτων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο βασιζόταν καταρχήν στο νεοσυσταθέν νομισματικό σύστημα, που βαφτίστηκε το 1944 στο Μπρέττον Γουντς. Με αυτή τη θεσμική ρύθμιση η λειτουργία του παγκόσμιου χρήματος μεταφέρθηκε, μετά τη διφορούμενη περίοδο του μεσοπολέμου, στο εθνικό νόμισμα των ΗΠΑ. Το δολάριο γίνεται το παγκόσμιο μέσο κυκλοφορίας που βοηθά στη σύναψη των παγκόσμιων εμπορικών σχέσεων. Επίσης το σύστημα Μπρέττον Γουντς επέβαλε μια νομισματική σταθεροποίηση μεταξύ των ΗΠΑ και των υπόλοιπων βιομηχανικών κρατών (Ευρώπης και Ιαπωνίας) στους παραδοσιακούς χώρους των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών καθεστώτων, που προηγουμένως βρισκόταν πρωτίστως υπό την κυριαρχία της αγγλικής στερλίνας και δευτερευόντως του γαλλικού φράγκου. Με απλά λόγια, το σύστημα Μπρέττον Γουντς δημιούργησε μια οιονεί ιμπεριαλιστική σχέση των ΗΠΑ επί όλων των υποταγμένων χωρών.
- Από το 1947, με τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT), ακολουθήθηκε μια διεθνής οικονομική πολιτική που προσανατολιζόταν στα αιτήματα του ελεύθερου εμπορίου –με την κατάργηση των δασμών και άλλων προστατευτικών μέτρων που εμποδίζουν το παγκόσμιο εμπόριο. Αυτή η φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου ήταν απαραίτητη για να ανοίξουν διεθνείς αγορές –όπως στη Δυτική Ευρώπη– για το αμερικανικό κεφάλαιο. Συγχρόνως, με την τιμή του δολαρίου και την υψηλότερη παραγωγικότητα του αμερικανικού κεφαλαίου τέθηκε κάποιο μέτρο σύγκρισης για τις σχέσεις ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά, προς το οποίο έπρεπε να προσανατολίζονται οι εθνικές οικονομίες στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία, που βρίσκονταν ακόμη σε διαδικασία μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Με άλλα λόγια, η υπεροχή της οικονομίας των ΗΠΑ ασκούσε στη φιλελευθεροποιημένη συνοχή της παγκόσμιας αγοράς έναν «αντικειμενικό καταναγκασμό» ή μια πίεση για εκσυγχρονισμό (για την αύξηση της παραγωγικότητας), την οποία δεν μπορούσαν να αποφύγουν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ.
- Ο διεθνής ρόλος των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού δεν θεμελιωνόταν σε κάποια μη αμφισβητούμενη «διεθνή κυριαρχία», αλλά απέρρεε ως προέκταση της δικής τους εσωτερικής ισχύος και κυριαρχίας. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η οικονομική ρύθμιση (του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος) πάντοτε προϋποθέτει την έννοια της κυριαρχίας. Για να δύναται το κράτος να επιβάλει φόρους, μεταβιβάσεις πόρων, να προβεί σε ανακατανομή εισοδήματος και να ασκήσει γενικά οικονομική πολιτική, προαπαιτείται jus imperium, που απορρέει από την εθνική κυριαρχία. «Η σύγχρονη ιδέα της Αυτοκρατορίας γεννάται μέσα από την παγκόσμια εξάπλωση του εσωτερικού συνταγματικού σχεδίου των ΗΠΑ. Ουσιαστικά, μέσω της επέκτασης των εσωτερικών συνταγματικών διαδικασιών είναι που μπορούμε να εισέλθουμε σε μια συντακτική διαδικασία Αυτοκρατορίας. Το διεθνές δίκαιο ανέκαθεν έπρεπε να είναι μια διαδικασία που προέκυπτε από τη διαπραγμάτευση και επικυρωνόταν από συμβάσεις μεταξύ εξωτερικών συμβαλλομένων –τόσο στον αρχαίο κόσμο, όπως τον απεικόνισε ο Θουκυδίδης στον Διάλογο των Μηλίων, όσο και στην εποχή της κρατικής λογικής και στις νεωτερικές διακρατικές σχέσεις. Αντίθετα, σήμερα το δίκαιο προϋποθέτει μια εσωτερική και συντακτική θεσμική διαδικασία. Τα δίκτυα που οικοδομούν οι συμφωνίες και οι συνεργασίες, οι δίαυλοι της διαμεσολάβησης και της άρσης των συγκρούσεων, και ο συντονισμός των ποικίλων δυναμικών των κρατών, όλα έχουν θεσμοθετηθεί στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Ζούμε μια πρώτη φάση του μετασχηματισμού του πλανητικού συνόρου σε έναν ανοιχτό χώρο αυτοκρατορικής κυριαρχίας»[9].
- Επίσης η αμερικανική ηγεμονία θεμελιώθηκε όχι μόνο στη βάση αυτής καθ’ αυτής της ισχύος της, αλλά πρωτίστως στη βάση της ικανότητάς της να παρουσιάζει αυτή την ισχύ ότι υπηρετεί το δίκαιο και την ειρήνη. Οι όποιες επεμβάσεις της στο πλανητικό επίπεδο παρουσιάζονται ως έχουσες στόχο την επίλυση υφιστάμενων συγκρούσεων στη βάση του δικαίου.
- Η δημιουργία της Δύσης δεν ήταν τίποτε περισσότερο από το βασικό μέσο θεμελίωσης του αυτοκρατορικού καθεστώτος των ΗΠΑ. Το γιατί όμως οι ΗΠΑ επέλεξαν να γίνουν Αυτοκρατορία, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα των πολιτικών τους αρχηγεσιών[10] και τις σφοδρές κατηγορίες ενάντια στις «παλαιές» ιμπεριαλιστικές και αποικιοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν είναι του παρόντος άρθρου[11].
Συμπερασματικά μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα, που υπό μίαν έννοια λειτουργούν ως ερμηνευτικό θεωρητικό πλαίσιο ικανό να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός, προκειμένου να κατανοηθούν οι καπιταλιστικές πλανητικές εξελίξεις.
Συγκεκριμένα:
Η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης παγκόσμιας αγοράς πρέπει σε κάθε ιστορική περίοδο να βρίσκεται σε σχέση ισορροπίας με το πολιτικό καθεστώς του διεθνούς συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη (και επομένως και τα ιδιαίτερα συμφέροντα) ενός πλήθους εθνικών κρατών.
Τούτο σημαίνει απλά: Η διεθνής σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο στον βαθμό που υπάρχει μια σχέση λειτουργικής αντιστοιχίας μεταξύ των διαφορετικών λογικών λειτουργίας, οι οποίες καθορίζουν τις σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς και την πολιτική των εθνικών κρατών. Στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, αυτή η οργάνωση πραγματοποιείται, τα τελευταία διακόσια χρόνια από μια ηγεμονική δύναμη, «η οποία με τα μέσα της προσπαθεί να ρυθμίσει σφαιρικά τη λειτουργία οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών». Τα Διεθνή Νομισματικά Συστήματα, τα Καθεστώτα Διεθνούς Εμπορίου, οι συμφωνίες για τη Διεθνή Κίνηση Κεφαλαίων όλων των μορφών, ο τρόπος λειτουργίας των Χρηματοπιστωτικών Συστημάτων υπόκεινται σε ρυθμίσεις που φέρουν τη σφραγίδα της ηγεμονικής δύναμης.
Η ηγεμονία δεν πραγματοποιείται, ούτε στην εθνική ούτε στη διεθνή πολιτική, αποκλειστικά με την άμεση εφαρμογή καταναγκασμού ή βίας. Η σταθερότητά της βασίζεται πολύ περισσότερο στην εξασφάλιση κανόνων και ρυθμίσεων που αναγνωρίζονται (από την άποψη της νομιμοποίησης της πολιτικής κυριαρχίας) μέσα σε μια «ηγεμονική συμμαχία». Στο διεθνές σύστημα όλα τα μέσα για την εξασφάλιση της ηγεμονίας είναι συγχρόνως εθνικά μέσα της ηγεμονικής δύναμης[12]. Η ηγεμονική δύναμη μπορεί να υπάρξει μόνο αν αναπαράγει αφενός συνεχώς στο εσωτερικό της τις πηγές της υπεροχής της και αν ξέρει αφετέρου να εκμεταλλευτεί τη διεθνή ρύθμιση του παγκόσμιου συστήματος σαν πηγή της ηγεμονίας της.
Δίπλα στα παραπάνω, ένα ακόμα κριτήριο συνιστά το ότι οι μεγάλες δυνάμεις είναι δυνάμεις με γενικά συμφέροντα, δηλαδή πλατιά όσο και του συστήματος κρατών, πράγμα που σήμερα σημαίνει παγκόσμια. Εκ των σημείων αυτών θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική κυριαρχία, νοούμενη όχι μόνο ως εσωτερική κυριαρχία στο έδαφος της χώρας αλλά ως δεσπόζουσα (dominant) περισσότερο από άλλες στη διεθνή κονίστρα, και η στρατιωτική ισχύς καθορίζουν τους διεθνείς ρυθμιστικούς κανόνες μέσω των οποίων λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία.
Μετά τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι χρειάζεται να προχωρήσουμε, πρώτον, στην ανάλυση των εξελίξεων που αφορούν στα ζητήματα των πολιτικών σχέσεων ή σωστότερα σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ των χωρών που απαρτίζουν τη Δύση και, δεύτερον, αντιστοίχως στις πλανητικές οικονομικές εξελίξεις ή σωστότερα στο πώς εξελίσσεται η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση που επηρεάζει με άμεσο τρόπο το Δυτικό οικοδόμημα. Εξυπακούεται ότι απόλυτος πρωταγωνιστής είναι οι ΗΠΑ και ως εκ τούτου θα επικεντρωθεί η ανάλυση σ’ αυτές.
Όμως πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των δύο αυτών εξελίξεων θεωρούμε αναγκαία την αναφορά στον τρόπο που συνδέονται η κυριαρχία και η κεφαλαιοκρατική σχέση.
2.
Ας αρχίσουμε με το πρώτο σημείο.
Η πτώση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» –η επίτευξη, δηλαδή, του βασικού στόχου της δημιουργίας του οικοδομήματος της Δύσης– και οι εξελίξεις που ακολούθησαν τουλάχιστον μέχρι και την προεδρία Μπάιντεν, δεν προκάλεσαν σοβαρούς τριγμούς στο οικοδόμημα της Δύσης από γεωπολιτική άποψη. Οι αντιρρήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας για την επέμβαση στο Ιράκ το 2003 δεν ήταν ικανές να δημιουργήσουν ικανό ρήγμα στο οικοδόμημα. Ούτε οι ρητορείες της Μέρκελ για το ότι η Γερμανία θα έπρεπε να αποκτήσει ρόλο σχετικά αυτόνομο στα δρώμενα σε πλανητικό επίπεδο. Ακόμη και ορισμένες απόψεις που εκφράστηκαν από τον Τραμπ κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του ακούστηκαν περισσότερο ως απειλές που όμως δεν έλαβαν ούτε καν τη μορφή ενός συνεκτικού σχεδίου ικανού να προκαλέσει σοβαρές σκέψεις για πιθανές αλλαγές στο δυτικό οικοδόμημα.
Συνέβησαν όμως τα ακόλουθα που, σιγά αλλά σταθερά, έθεσαν και εξακολουθούν να θέτουν σειρά ερωτημάτων για το μέλλον του οικοδομήματος της Δύσης.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας και μετά την πρώτη επέμβαση στο Ιράκ (1992), οι αμερικανικές αρχηγεσίες ήλθαν αντιμέτωπες με το «πρόβλημα» της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στον πλανήτη, το οποίο κυρίως το αντιμετώπισαν ως πρόβλημα «στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας». Ο πρόεδρος H.W. Bush και ο Υπουργός Άμυνας Dick Cheney υιοθέτησαν τη θέση (όπως εκφράστηκε στη Defense Planning Guidance) ότι από τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν την απόλυτη στρατιωτική πρωτοκαθεδρία, θα πρέπει να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να εμποδιστεί πάση θυσία η εμφάνιση άλλων χωρών που θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν. Η θέση αυτή οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε συνεχείς πράξεις υπερεπέκτασης, οι οποίες αφορούσαν τόσο σε στρατιωτικές επεμβάσεις όσο και σε ενσωμάτωση χωρών στο δυτικό στρατόπεδο.
Όταν το 1997 ο πρόεδρος Κλίντον έθεσε σε εφαρμογή τη διαδικασία διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και συγκεκριμένα προς τις χώρες του πρώην Σοβιετικού συνασπισμού, στις ΗΠΑ τέθηκε το ζήτημα κατά πόσον αυτή η επέκταση συμβάλλει στην ασφάλεια και στην ευημερία των Αμερικανών πολιτών. Το ζήτημα ξεπεράστηκε εύκολα, λόγω της συναίνεσης στη λογική της επέκτασης του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Το κύριο επιχείρημά τους ήταν ότι όποιο πρόβλημα παρουσιαστεί στην επέκταση ξεπερνιέται με περισσότερη επέκταση!
Με βάση αυτή την επεκτατική πολιτική οι ΗΠΑ, πραγματοποίησαν σειρά από στρατιωτικές επεμβάσεις –με κύριο στόχο την αλλαγή του υφιστάμενου καθεστώτος– σε διάφορες χώρες όπως: στη Γιουγκοσλαβία, στη Σομαλία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τις χώρες αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες –όλες οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής– ουσιαστικά οδηγήθηκαν σε καταστάσεις στον αντίποδα του επιδιωκόμενου, καθώς όχι μόνο χειροτέρεψαν οι συνθήκες διαβίωσης των εγχώριων πληθυσμών, αλλά ουσιαστικά αυτές οι χώρες μετατράπηκαν σε μαύρες τρύπες ανομίας, διαφθοράς, παραγωγής τρομοκρατίας κ.τ.λ. Όλες αυτές οι αποτυχημένες επεμβάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, εκτός του ότι έδειξαν σε πλανητικό επίπεδο τον λανθασμένο σχεδιασμό των ΗΠΑ, έμπλεο από υπεροψία, κομπορρημοσύνη και ιδεοληψία[13] σε βαθμό φανατισμού, ταυτόχρονα πιστοποίησαν και τις εμφανείς αδυναμίες τους ως παράγοντα ισχύος να επιβάλλουν τη θέλησή τους και, το χειρότερο, έδειξαν την αδυναμία των ΗΠΑ να κερδίσουν οποιονδήποτε πόλεμο στον οποίο ενεπλάκησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο!
Προφανώς και αυτή η αντίληψη δεν βρήκε ευήκοον ους στην κοινωνία των ΗΠΑ. Ο τρόπος που εκφράστηκε η δυσαρέσκεια των Αμερικανών ψηφοφόρων κατ’ αρχάς θα πρέπει να αναζητηθεί και στα εκλογικά αποτελέσματα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 2006 ο Μπους τιμωρήθηκε για την εισβολή στο Ιράκ και ο έλεγχος της Βουλής πέρασε στους Δημοκρατικούς. Το 2008 οι ψηφοφόροι έδωσαν την προεδρία στον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε αντιταχθεί στον πόλεμο στο Ιράκ. Το 2016 η επιλογή έπεσε στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ορκίστηκε ότι θα σταματούσε την «ανοικοδόμηση της δημοκρατίας» σε άλλες χώρες για να επικεντρωθεί στην ανοικοδόμηση της Αμερικής. Μια υπόσχεση, άλλωστε, που είχε δοθεί και από τον προκάτοχό του, αλλά ο Ομπάμα όχι μόνο δεν σταμάτησε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, αλλά ξεκίνησε και νέες στρατιωτικές αποστολές στη Λιβύη, το Ιράκ και τη Συρία.
Δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες έτειναν να αντιμετωπίζουν τα μειονεκτήματα της υπερβολικής επέκτασης επεκτείνοντάς την περαιτέρω. Το 2003, ακριβώς τη στιγμή που τα αμερικανικά στρατεύματα εισέρχονταν στο Ιράκ, η Γερουσία ενέκρινε ομόφωνα την είσοδο επτά χωρών, συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Βαλτικής, στο ΝΑΤΟ. Οι γερουσιαστές δεν αναρωτήθηκαν αν, στο μέλλον, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να υπερασπιστούν αυτές τις χώρες. Ενδιαφέρονταν απλώς να επιδιορθώσουν το ρήγμα που είχε παρουσιασθεί στην Ατλαντική Συμμαχία από την εισβολή στο Ιράκ[14], καθώς και να αποκτήσουν βάσεις και προσωπικό από την Ανατολική Ευρώπη για να βοηθήσουν την Αμερική στους πολέμους της στη Μέση Ανατολή.
«Οι ΗΠΑ θα πρέπει να προσέχουν να μην πολλαπλασιάζουν τις ηθικές δεσμεύσεις τους όταν περιορίζονται οι οικονομικοί και στρατιωτικοί πόροι για τη διεξαγωγή μιας παγκόσμιας εξωτερικής πολιτικής… Είναι απαραίτητο να υπάρχουν προτεραιότητες. Ακόμη κι αν υπάρχουν οι πόροι, ο αδιαφοροποίητος ουιλσονισμός δεν θα υποστηριζόταν από τη στιγμή που ο αμερικανικός λαός συνειδητοποιούσε τις απορρέουσες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του… Απειλείται η δημιουργία ενός κενού στην πολιτική της Αμερικής μεταξύ των αξιώσεών της και της διάθεσής της να τις υποστηρίξει. Η σχεδόν αναπόφευκτη απογοήτευση μετατρέπεται πολύ εύκολα σε μια δικαιολογία ολικής αποχώρησης από τις παγκόσμιες υποθέσεις»[15].
Κατά την τελευταία δεκαετία οι ΗΠΑ βίωσαν ένα δεύτερο σοκ, που προκλήθηκε από την άνοδο της Κίνας και την αφύπνιση της Ρωσίας. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει χαρακτηρίσει αυτή την κατάσταση «ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων»[16]. Για δεκαετίες, η αμερικανική στρατηγική συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από ένα κεντρικό ερώτημα: ενώ οι υποστηρικτές της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας ήθελαν να σταματήσουν κάθε ξέσπασμα ανταγωνισμού εν τη γενέσει του, όσοι πίστευαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να προχωρήσουν σε σύμπτυξη της γεωπολιτικής τους θέσης φοβόντουσαν ότι η ηγεμονική προσέγγιση (της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας) θα μπορούσε να οδηγήσει ολοένα και πιο ισχυρούς παράγοντες να υιοθετήσουν αναθεωρητικές συμπεριφορές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι εξαιρετικά επικίνδυνοι αντίπαλοι στρέφονται εναντίον της παγκόσμιας ηγεσίας της Αμερικής.
Οι υποστηρικτές της στρατηγικής σύμπτυξης φάνηκαν να έχουν κερδίσει, αλλά μόνο θεωρητικά. Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς οι λαϊκές αντιρρήσεις κατά των ατελείωτων πολέμων διέβρωσαν τη νομιμότητα του σχεδίου της παγκόσμιας υπεροχής, έτσι και η έλευση του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων προσφέρει νέα επιχειρήματα στα ηγεμονικά ρεύματα: υπό το φως της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της κινεζικής ανόδου στον Ειρηνικό, η αμερικανική στρατιωτική ισχύς φαίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ για να κρατήσει μακριά τις απειλές.
Το παράδοξο είναι ότι αυτό πηγάζει ακριβώς από την αποτυχία του εγχειρήματος της πρωτοκαθεδρίας. Η Αμερική, στην πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει να επιτύχει τον κύριο στόχο αυτής της στρατηγικής, δηλαδή να αποτρέψει την εμφάνιση ομότιμων ανταγωνιστών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αυτή η στρατηγική έχει πετύχει πολύ καλά στο να πείσει τους εταίρους και τους συμμάχους να αναθέσουν την ασφάλειά τους στην Ουάσιγκτον.
Το φάσμα του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων ώθησε τον Τραμπ και τον Μπάιντεν να τερματίσουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, ο οποίος πλησίαζε την 20ή επέτειό του. Το Πεντάγωνο έχει επίσης εγκαταλείψει το υιοθετημένο από το 1990 «πρότυπο των δύο πολέμων», το οποίο απαιτούσε από τον αμερικανικό στρατό να είναι σε θέση να πολεμήσει και να κερδίσει δύο περιφερειακούς πολέμους ταυτόχρονα. Εναντίον της Κίνας και της Ρωσίας, όπως παραδέχτηκε η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του 2017, αυτό θα ήταν αδύνατο. Ωστόσο, η πολιτική τάξη συνεχίζει να θεωρεί την παγκόσμια υπεροχή ως αυτοσκοπό, συγχέοντας τις απειλές για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία με απειλές για την ίδια την Αμερική.
Παρά το γεγονός ότι έχουν να αντιμετωπίσουν έναν κόσμο στις φλόγες, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων φαίνεται να θέλουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλούνται από την πεισματική επιδίωξη της υπεροχής προωθώντας μια ανανεωμένη, μεγαλύτερη και καλύτερη πρωτοκαθεδρία.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ήταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επιχειρεί να αποδείξει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ με τον ίδιο τρόπο των τελευταίων 30 ετών. Οι ενέργειές της, πρωτίστως στο Ουκρανικό ζήτημα αλλά και στα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, επιβεβαιώνουν τη συγκεκριμένη επιλογή. Το ίδιο επιχείρησε και στον χώρο της ΝΑ Ασίας και του Ειρηνικού με τη στρατιωτική συμφωνία ΗΠΑ, Βρετανίας και Αυστραλίας (AUKUS) που αποσκοπεί στον περιορισμό της επιρροής της Κίνας στον Ειρηνικό, αλλά και με τη συμφωνία QUAD (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) με περισσότερο οικονομικά χαρακτηριστικά.
3.
Συνεχίζουμε με το δεύτερο σημείο.
«Καθώς πλησιάζει ο 21ος αιώνας, τεράστιες δυνάμεις σε όλο τον κόσμο καταβάλλουν προσπάθειες έτσι ώστε, με την πάροδο του χρόνου, οι Ηνωμένες Πολιτείες να χάσουν ένα μέρος αυτής της μοναδικότητας τους. […] Οι ΗΠΑ θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα την ισχυρότερη οικονομία όλου του κόσμου για πολλά χρόνια ακόμη. Ωστόσο, ο πλούτος θα διασκορπιστεί περισσότερο, όπως και η τεχνολογία παραγωγής πλούτου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίσουν έναν οικονομικό ανταγωνισμό που ποτέ δεν γνώρισαν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου»[17].
Παρότι οι εκτιμήσεις του Kissinger αποδείχτηκαν σωστές, εντούτοις αυτές οι εξελίξεις για την οικονομική κατάσταση των ΗΠΑ και τη θέση της στο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας δεν ήταν κάτι το μη αναμενόμενο[18]. Ήδη την περίοδο που γράφει αυτές τις εκτιμήσεις η Κίνα παρουσίαζε ετήσιους μέσους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ πάνω από 8%. Αν και ως προς την οικονομική τους δυναμική οι δύο ηττημένες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου –Ιαπωνία και Γερμανία– κατά την περίοδο αυτή (δεκαετία του 1990) αντιμετώπιζαν αρκετές δυσκολίες, εντούτοις κανείς στις ΗΠΑ δεν μπορούσε να λησμονήσει τα προβλήματα που είχαν προξενήσει στο ηγεμονικό προφίλ των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, όταν κατά κάποιον τρόπο αμφισβήτησαν την οικονομική τους ηγεμονία.
Έτσι, προς μεγάλη οργή και απογοήτευση των δυτικών συμμάχων των ΗΠΑ, τον Αύγουστο του 1971 η κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό –παρότι ίσχυε ήδη de facto– ανακοινώθηκε και επίσημα πια δια στόματος Ρίτσαρντ Νίξον.
Η κατάρρευση ενός από τους πυλώνες της αμερικανικής ηγεμονίας, του νομισματικού συστήματος Μπρέττον Γουντς, ήταν το αποτέλεσμα της αδυναμίας του δολαρίου να ανταποκριθεί στον ρόλο του ως το μοναδικό νόμισμα που μπορούσε να μετατραπεί σε χρυσό με σταθερή ισοτιμία[19]. Η αδυναμία του δολαρίου να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο –τα αποθέματα των ΗΠΑ σε χρυσό επ’ ουδενί αντιστοιχούσαν στα δολάρια που κατείχαν ως σκληρό συνάλλαγμα οι διάφορες χώρες της δύσης και, κατά συνέπεια, το σύμφωνο Μπρέττον Γουντς είχε πάψει πια να εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα δολάρια οδήγησε κατ’ αρχάς στην ανάπτυξη της αγοράς ευρωδολαρίου[20], γεγονός που δυσκόλεψε την άσκηση νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ. Παράλληλα, λόγω των ολοένα και αυξανόμενων κοινωνικών και στρατιωτικών δαπανών από πλευράς των κυβερνήσεων της υπερδύναμης, αλλά κυρίως λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ, η αμερικάνικη οικονομία είχε καταστεί ελλειμματική, με το εμπορικό της ισοζύγιο να αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ελλειμματικό σε σχέση με την Ιαπωνία και Γερμανία. Το συμπέρασμα είναι απλό:
«Οι λόγοι της εγκατάλειψης θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές αδυναμίες της αμερικανικής οικονομίας, στα διευρυμένα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας και γενικά στην υποχώρηση της αποτελεσματικότητας της αμερικανικής οικονομίας σε σχέση με τη γερμανική και ιαπωνική οικονομία»[21].
Η κατάρρευση του συστήματος Μπρέττον Γουντς οδήγησε τις προηγμένες βιομηχανικά χώρες να υιοθετήσουν ένα νέο σύστημα ελεύθερων κυμαινόμενων συναλλαγματικών[22] ισοτιμιών, όπου η αξία των νομισμάτων καθοριζόταν κατά βάση στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αλλά και αυτό το σύστημα ήταν επί της ουσίας δολαριοκεντρικό.
Έχοντας αναδυθεί από την αναταραχή της δεκαετίας του 1970, το δολάριο ανέκτησε τη δύναμή του χάρη στην προσπάθεια ανάκαμψης με επικεφαλής την Fed του Βόλκερ. Τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια που χρησιμοποιήθηκαν για την καταπολέμηση του πληθωρισμού προσέλκυσαν κεφάλαια στην Αμερική και το δολάριο ανατιμήθηκε κατά 50% έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων και του γιεν από το 1980 έως το 1985. Τα κεφάλαια εισέρρευσαν στη Γουόλ Στριτ, η οποία ξεκίνησε το ράλι της, αλλά η μαζική ανατίμηση του δολαρίου δημιούργησε σοβαρά προβλήματα για τη βιομηχανία και ώθησε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ στο 3,5% του ΑΕΠ (σήμερα ανέρχεται στο 3,7%).
Η κυβέρνηση Ρέιγκαν, η οποία μέχρι το 1985 ευνοούσε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες laissez-faire, αποφάσισε να παρέμβει και, μετά από αρκετούς μήνες διαπραγματεύσεων, κατέληξε σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους και τους Ιάπωνες, η οποία υπογράφηκε επίσημα στο Ξενοδοχείο Plaza της Νέας Υόρκης. Αυτή η συμφωνία μετέφερε στις αγορές την κοινή επιθυμία να επαναφέρουν το δολάριο στη γη. Το μήνυμα είχε τόσο μεγάλη απήχηση, που το 1987 οι Συμφωνίες του Λούβρου ήταν απαραίτητες για να διορθωθεί η υπερβολική υποτίμηση του δολαρίου. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες με την Ευρώπη επέστρεψαν, με τέλεια συμμετρία, στα επίπεδα του 1980. Το κύριο ιστορικό αποτέλεσμα της συμφωνίας Plaza ήταν η εισαγωγή της ιαπωνικής οικονομίας σε μια βαθιά οικονομική στασιμότητα[23], η οποία εκείνη την εποχή ήταν μια από τις πιο δυναμικές στον κόσμο. Η συμφωνία εξυπακούεται ότι αποτελούσε πρωταρχικά και κύρια απόφαση των ΗΠΑ, που ηγεμόνευαν έναντι των συμμετεχουσών χωρών.
Στο τέλος της δεκαετίας, ωστόσο, ξεκίνησε η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Το 1989, ο οικονομικός Τύπος άρχισε να αναφέρει την υποβάθμιση της αμερικανικής βιομηχανίας. Η γενική διοίκηση, η έρευνα, η ανάπτυξη και το μάρκετινγκ παρέμειναν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η παραγωγή μεταφέρθηκε στην Ασία[24]. Αυτό θεωρήθηκε ως θετικό φαινόμενο, που έφερε αποτελεσματικότητα και μείωσε το κόστος. Ένα όφελος για τα εταιρικά κέρδη και τους Αμερικανούς καταναλωτές. Παράλληλα, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, γύρω στο 1990, η παγκόσμια οικονομία εισήλθε σε καθεστώς αυξανόμενης χρηματοπιστωτικής αστάθειας –το κραχ της αγοράς ομολόγων το 1994, η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση το 1997, η ρωσική χρηματοπιστωτική κρίση έναν χρόνο αργότερα, η κρίση dot.com το 2000, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008[25], η κρίση κρατικού χρέους της ευρωζώνης το 2010 και το σοκ του πληθωρισμού που ξεκίνησε ξανά το 2021. Και τώρα, αυτό το θεμελιωδώς ασταθές οικονομικό σύστημα εξακολουθεί να λειτουργεί με όλους τους κινδύνους και τους περιορισμούς που το περιβάλλουν[26].
Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ συνέχισαν να είναι η ηγέτιδα δύναμη στο δυτικό μπλοκ και το νόμισμά τους το παγκόσμιο αποθεματικό, με αντίστροφο όμως πια ρόλο: δεν παράγουν πλεονάσματα για να τα επενδύσουν στο εξωτερικό, όπως συνέβαινε με την Αγγλία την περίοδο της ακμής της (1814-1914)[27]. Τώρα οι ΗΠΑ άρχισαν να διαχέουν στην παγκόσμια οικονομία τα ελλείμματά τους, τα οποία χρηματοδοτούσαν με τη συνεχή έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων του Αμερικανικού Δημοσίου (κυρίως ομόλογα) – δηλαδή έκδοση νέου χρήματος λόγω του ότι το δολάριο εξακολουθούσε να είναι ουσιαστικά το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα– τα οποία αγόραζαν κυρίως οι πλεονασματικές χώρες, σε σχέση με τις ΗΠΑ, στις εμπορικές συναλλαγές, με τα εξής αποτελέσματα: Οι ΗΠΑ να «ζουν» πάνω από τις δυνατότητες της οικονομίας τους, οι πλεονασματικές χώρες να «εξαναγκάζονται» να επενδύουν τα πλεονάσματά τους στη «χάρτινη» οικονομία των ΗΠΑ ώστε να μπορούν οι ΗΠΑ, παρότι το εμπορικό τους έλλειμμα διευρυνόταν/διευρύνεται συνεχώς, να εξακολουθούν να εισάγουν απρόσκοπτα. Παράλληλα, λόγω της νεοφιλελεύθερης αναπροσαρμογής της αμερικάνικης οικονομίας τις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80, οπότε μέσω της συμπίεσης των μισθών οι αμερικάνικες εταιρείες έγιναν περισσότερο ανταγωνιστικές, αλλά και εξαιτίας της απότομης ανόδου των επιτοκίων που αποφάσισε ο τότε πρόεδρος της FED Πωλ Βόλκερ, τα κέρδη των απανταχού εταιρειών συνέρρεαν στο χρηματιστήριο της Wall Street, με αποτέλεσμα η οικονομία των ΗΠΑ να κατακλύζεται διαρκώς από τεράστιες ροές κεφαλαίων. Με βάση τις νέες αυτές χρηματοροές, η κυβέρνηση Ρέηγκαν μπόρεσε να χρηματοδοτήσει την ξέφρενη κούρσα των εξοπλισμών και συγχρόνως να γιγαντώσει την «οικονομία του χαρτιού» σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνοντας σαφή χαρακτηριστικά στην εξελισσόμενη διαδικασία της Παγκοσμιοποίησης.
Από τότε μέχρι και σήμερα οι ΗΠΑ ζουν δανειζόμενες –με εγγύηση τη θέση τους ως κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη– με τρόπο συνεχή και αυξανόμενο από τις υπόλοιπες χώρες του Πλανήτη (και σε αντίθεση με τις ρητορείες του Τραμπ ότι όλος ο κόσμος κλέβει τις ΗΠΑ)![28] Θα αναφέρουμε ορισμένα μόνο στοιχεία προς επίρρωση των παραπάνω αναφερθέντων.
Το Εθνικό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε σταθερά στον 20ό αιώνα και ήταν περίπου 22 δισεκατομμύρια δολάρια μετά τη χρηματοδότηση της εμπλοκής της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία 100 χρόνια, το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε από 395 δισεκατομμύρια δολάρια το 1924 σε 35,46 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024. Κατά την δεκαετία του 1970 το εθνικό χρέος ανερχόταν κατά μέσο όρο στο 30% του ΑΕΠ. Το 2024 ανήλθε στο 124,5% του ΑΕΠ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2024 ήταν ελλειμματικό περίπου στο 1 τρις δολάρια, όταν τη δεκαετία του 1970 ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, ουσιαστικά, είναι η αποδοχή από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο οικοδόμημα της Δύσης της απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ, κυρίως διαμέσου της προσφοράς του Δημόσιου Αγαθού της ασφάλειας που οι τελευταίες είχαν υποσχεθεί στις χώρες των δύο πυλώνων: Δυτικό και Ασιατικό- Ειρηνικό.
Β. Η σταδιακή διολίσθηση της σχετικής ισχύος των ΗΠΑ και το δόγμα MAGA
Κάθε πλοκή έχει τη δική της λογική﮲μια
τάση να κινείται προς τον θάνατο. Πίστευε
ότι η ιδέα του θανάτου είναι συνυφασμένη
με τη φύση κάθε πλοκής.
Don DeLillo
4.
Σχετικά με την κατάσταση και τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στις σύγχρονες πλανητικές εξελίξεις διατυπώνονται κυρίως οι ακόλουθες θέσεις: βρίσκονται σε παρακμή, στρέφονται προς τον απομονωτισμό και ο κόσμος παύει να είναι μονοπολικός και γίνεται πολυπολικός.
Συνοπτικά για κάθε μια από τις παραπάνω θέσεις μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Αναφορικά με την πρώτη θέση: Προκειμένου να μη διασχίσουμε τον δύσκολο δρόμο της αξιολόγησης της απόλυτης ισχύος, αυτής καθαυτής, των ΗΠΑ, υιοθετούμε την έννοια της σχετικής ισχύος﮲ δηλαδή της ισχύος των ΗΠΑ σε σχέση με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη και «μετρούμε» το κατά πόσον η απόσταση μεταξύ των ΗΠΑ και των υπολοίπων χωρών σμίκρυνε ή αυξήθηκε με το πέρασμα των τελευταίων περίπου 20 ετών. Η επιλογή αυτή είναι μόνο διευκολυντική για τη συνέχιση του συγκεκριμένου άρθρου, χωρίς να υπονοείται ότι δεν διαπιστώνεται μείωση της απόλυτης ισχύος των ΗΠΑ που αρθρώνεται πρωταρχικά στο εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο της αμερικανικής χώρας, ως έντονη μορφή δυσαρέσκειας και δυσπιστίας σχεδόν προς το σύνολο των θεσμών του κράτους.
Με βάση αυτό το κριτήριο, με βεβαιότητα μπορεί να συναχθεί ότι διεθνώς οι ΗΠΑ χάνουν έδαφος λόγω της ανόδου πρωτίστως της Κίνας αλλά και των υπολοίπων ισχυρών χωρών του πλανήτη. Παρόλα αυτά οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν τη μεγαλύτερη οικονομία και ίσως τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο, τουλάχιστον στα χαρτιά, δεδομένου ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν κατάφεραν να εξέλθουν νικήτριες από κανέναν πόλεμο στον οποίο μπλέχτηκαν. Άλλωστε το σύνθημα MAGA (Make America Great Again) τι άλλο μπορεί να σηματοδοτεί παρά την πραγματικότητα μιας χώρας σε παρακμή… που το κίνημα θέλει να την καταστήσει μεγάλη και πάλι! Το κύριο βάρος των προσπαθειών δίνεται στην εγχώρια κατάσταση. Όλες οι επιλογές στην εξωτερική πολιτική πρέπει να κατευθύνονται και να οδηγούν στη βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης.
Τώρα σχετικά με τη δεύτερη θέση, αυτήν του απομονωτισμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν στρέφονται προς τον απομονωτισμό, έναν προσανατολισμό που δεν αντιπροσωπεύει καμία ομάδα Αμερικανών[29]. Όσοι διακήρυξαν για πρώτη φορά το «Πρώτα η Αμερική» το 1940 και το 1941, ήθελαν οι ΗΠΑ να ελέγχουν ολόκληρο το Δυτικό Ημισφαίριο με τη δύναμη των όπλων[30]. Ομοίως, ο Ντόναλντ Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θέλουν να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες προκειμένου όχι μόνο να ελέγξουν το Δυτικό ημισφαίριο (στο στόχαστρο έχουν εισέλθει η Γροιλανδία, η Διώρυγα του Παναμά, ο Καναδάς…), αλλά και για να αντιμετωπίσουν την Κίνα, το Ιράν και άλλους αντιπάλους. Επομένως δεν μπορεί να θεμελιωθεί καμία υπόθεση περί υποστήριξης της γεωπολιτικής απομόνωσης των ΗΠΑ από τη μεριά του κινήματος MAGA.
Αναφορικά με την τρίτη θέση μπορούν να σημειωθούν τα εξής: ο «μονοπολικός» κόσμος ουσιαστικά αντιστοιχούσε σε μια μικρή στιγμή της ιστορίας. Η «μονοπολική στιγμή», άλλωστε, έχει οριστεί ως «στιγμή» από το 1991, όταν και επινοήθηκε ο όρος[31]. Παρότι ο κόσμος μπορεί να γίνεται πολυπολικός, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είναι ακόμη. Και δεν είναι εγγυημένο ότι θα γίνει στο εγγύς μέλλον με τον τρόπο που τον σχεδιάζουν οι διάφοροι αναλυτές στον πίνακα. Οι ΗΠΑ φαντάζουν σήμερα πιο ισχυρές από την Κίνα σε ορισμένους τομείς, και το Πεκίνο, με τη σειρά του, είναι ισχυρότερο από οποιονδήποτε άλλο πιθανό ανταγωνιστή. Σίγουρα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας αλλά και γεωπολιτικής ισχύος είναι ανώτερη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μέχρι τώρα «ανάσαινε» στην αγκαλιά των ΗΠΑ· από τη Ρωσία, η οποία έχει μια στάσιμη οικονομία, αλλά ισχυρή γεωπολιτική θέση λόγω του εκσυγχρονισμένου και μεγάλου πυρηνικού οπλοστασίου και όχι μόνο · και από τον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο, ο οποίος είναι εξαιρετικά κατακερματισμένος, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για συνεννόηση και κοινές δράσεις (BRICS – ASEAN – MERCOSUR – ΟΜΑΔΑ ΣΑΓΚΑΗΣ).
Το ζήτημα, εν ολίγοις, είναι να γίνει αντιληπτή η πραγματική ροή των ιστορικών εξελίξεων (μη λησμονούμε ποτέ την πανουργία της ιστορίας) και να γίνει υπέρβαση στερεοτύπων τύπου «παρακμή», «απομονωτισμός», «πολυπολικότητα», με βάση τα οποία αναλύεται η κατάσταση στις ΗΠΑ.
Αυτό που έχει σημασία να ειπωθεί είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν βαθιά και πιεστικά προβλήματα –υπερβολική επέκταση και υπερβολικές δεσμεύσεις, στις οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν πλέον να ανταποκριθούν, ενώ παράλληλα, ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα, υψηλότατου βαθμού εσωτερική δυσαρέσκεια–, τα οποία απαιτούν αναστοχασμό και περίσκεψη για το πώς θα πρέπει να πορευθούν από εδώ και στο προσεχές αλλά και το απώτερο μέλλον.
5.
Η δραματική μετατόπιση της αμερικανικής εξωτερικής[32] πολιτικής υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και το κίνημα MAGA, τόσο κατά την αρχική του θητεία όσο και ακόμη περισσότερο κατά την τρέχουσα, έχει δημιουργήσει τεράστια σύγχυση και ανησυχία μεταξύ των θεσμικών κέντρων εξουσίας των ΗΠΑ, αλλά και των παραδοσιακών συμμάχων που συναποτελούσαν το «οικοδόμημα της Δύσης».
Αυτή η μετατόπιση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ εκδηλώνεται με την εγκατάλειψη τόσο της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης που οικοδομήθηκε υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και του πολέμου δι’ αντιπροσώπων κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπως έχουμε ήδη αναφέρει προηγουμένως. Παράλληλα, η γενικότερη αλλαγή της αντίληψης για τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής –η επιβολή υψηλών δασμών υποδηλώνει με σαφήνεια την έμφαση στην πολιτική, δηλαδή κυριαρχική διάσταση άσκησης της οικονομικής πολιτικής– και οι μεταβαλλόμενες στρατιωτικές προτεραιότητες έχουν φέρει ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε σύγκρουση με τους μακροχρόνιους συμμάχους τους, ενώ η έντονη αντιπαράθεση-ανταγωνισμός κατά της Κίνας και του Παγκόσμιου Νότου επιταχύνεται[33].
Αυτή η ιμπεριαλιστική στρατηγική που εκπροσωπείται από την κυβέρνηση Τραμπ, ιδιαίτερα στη δεύτερη θητεία της, βασίζεται στην έννοια τού «Πρώτα η Αμερική». Πρόκειται για απόρριψη του παραδοσιακού ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών ως ηγεμονικής παγκόσμιας δύναμης υπέρ μιας υπερεθνικιστικής αυτοκρατορίας.
Θυμίζει, χωρίς καμία αμφιβολία, την ακολουθούμενη πολιτική στην περίοδο των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, τουλάχιστον μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ, τον Μάρτιο του 2025, κρέμασε ένα πορτρέτο του Τζέιμς Κ. Πολκ, του ενδέκατου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, στο Οβάλ Γραφείο. Ο Πολκ ήταν πρόεδρος της μεγαλύτερης εδαφικής απαλλοτρίωσης στην ιστορία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Μεξικανοαμερικανικού Πολέμου, στον οποίο η Ουάσιγκτον κατέλαβε περισσότερα από 135.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνιας και μεγάλου μέρους της Νοτιοδυτικής Αμερικής, προσαρτώντας το Τέξας και αποκτώντας κυριαρχία σε αμφισβητούμενες περιοχές του Βορειοδυτικού Ειρηνικού μέσω της Συνθήκης του Όρεγκον. Οι πομπώδεις φιλοδοξίες του Τραμπ να προσαρτήσει τη Γροιλανδία, να ανακαταλάβει τη Διώρυγα του Παναμά, ακόμη και (αν και πιο απίθανο) να ενσωματώσει τον Καναδά ως την πεντηκοστή πρώτη Πολιτεία –για να μην αναφέρουμε τη μετονομασία του Κόλπου του Μεξικού σε Κόλπο της Αμερικής– στοχεύουν όλες στην αναδημιουργία του πνεύματος της «ανερχόμενης αμερικανικής αυτοκρατορίας»[34].
Μια εξίσου χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της πολιτικής είναι η επίθεση των ΗΠΑ σε διεθνείς οργανισμούς επί των οποίων δεν έχει πλήρη κυριαρχία ή επί των οποίων υποτίθεται ότι φέρει δυσανάλογα βάρη, όπως τα Ηνωμένα Έθνη ή ακόμη και η συμμαχία του ΝΑΤΟ. Επιπλέον, οι εμπορικές σχέσεις αντιμετωπίζονται ως συναλλακτικές σχέσεις που καθορίζονται αποκλειστικά με βάση την εθνική ισχύ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβολή δασμών από το καθεστώς Τραμπ σε όλες τις άλλες χώρες, δεν είναι απλώς θέμα επιδίωξης οικονομικού πλεονεκτήματος αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως παιχνίδι εξουσίας, μέσω του οποίου θα διασφαλιστεί η γεωοικονομική και γεωπολιτική κυριαρχία. Στο πλαίσιο της στρατηγικής του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική», η Ουάσιγκτον επιδιώκει να αποσπάσει άμεσα και κυνικά «φόρο υποταγής» ή «φόρο κυριαρχίας» από τους συμμάχους της, οι οποίοι στο εξής θα πρέπει να πληρώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο για τη μη εγγυημένη –προσοχή! – στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την πιθανή εμφάνιση νέων μορφών πολιτικών αλλά και οικονομικών συγκρούσεων. Ακόμη και ο σχεδιασμός για την αναπροσαρμογή και τη νέα ισορροπία των συναλλαγματικών ισοτιμιών στηρίζεται στην εξάσκηση βίας[35]
6.
Το υπερβατικό οντολογικό θεμέλιο στην ανάγνωση της τάξης του κόσμου του κινήματος MAGA συνεχίζει να είναι, παρά τα λεγόμενα, η «ιδιαιτερότητα» και η «μοναδικότητα» του αμερικανικού (λευκού) έθνους, η οποία λαμβάνει σαφέστατα υπερ-εθνικιστικά χαρακτηριστικά απεκδυόμενη συγχρόνως κάθε είδος ηθικού οικουμενισμού.
Στην πρώτη του ομιλία για την Κατάσταση της Ένωσης κατά τη δεύτερη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ προσέφερε μια γενεαλογία του αμερικανικού λαού, απόλυτα συμβατή με αυτή την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα, εξαλείφοντας σχολαστικά οποιαδήποτε αναφορά σε δεσμούς με την Γηραιά Ήπειρο: «Είμαστε μια χώρα ανθρώπωνdoers, dreamers, fighters e survivors[που πράττουν, ονειρεύονται, αγωνίζονται και επιβιώνουν]. Οι πρόγονοί μας διέσχισαν έναν απέραντο ωκεανό, εισήλθαν σε άγνωστες ερημιές και έχτισαν την περιουσία τους από τον βράχο και το χώμα ενός πολύ επικίνδυνου συνόρου… ενώ οι Ευρωπαίοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από “παράσιτα”, εκπρόσωποι “μίας από τις πιο εχθρικές αυταρχικές πολιτείες στον κόσμο όσον αφορά την καταχρηστική φορολογία και τις κυρώσεις”…»[36]. Τα λόγια του Τραμπ είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα της αυγής της Επανάστασης, με την Αμερική να επιθυμεί να δημιουργήσει έναν επίγειο παράδεισο (στο λεξιλόγιο του Τραμπ, μια «χρυσή εποχή»)…
Η Αμερική, που αντιπροσωπεύεται από τους Τραμπ και Βανς σήμερα, φωνασκεί με όλους τους τρόπους ότι δεν έχει καμία ανάγκη τους Ευρωπαίους, δεν θέλει και δεν μπορεί να τους προστατεύει πια, δεν μπορεί να συναλλάσσεται μαζί τους ως ίσος προς ίσο,[37] και το σπουδαιότερο δεν έχει πια να διδαχτεί απολύτως τίποτε από τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους.
«Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει πλέον καμία επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού. Ή μάλλον, δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία επειδή δεν υπάρχει πλέον τίποτα κοινό, ειδικά σε ανθρώπινο επίπεδο. Η στρατηγική-πολιτισμική έννοια της Δύσης γεννήθηκε κάτω από τη σκιά της Σοβιετικής Ένωσης και πέθανε μαζί της. Μετά το 1989, η Αμερική βάφτισε τον κόσμο της Άγρια Δύση. Το ίδιο χωρικό άνοιγμα που καθοδήγησε τον τρόπο ζωής των πρωτοπόρων ισχύει τώρα για τον πλανήτη στο σύνολό του. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε την έλευση του επίπεδου κόσμου, ενός παρθένου χώρου στον οποίο ο αμερικανικός τρόπος ζωής μπορεί να μπολιαστεί χωρίς αντίσταση, όπως ακριβώς τον 19ο αιώνα. Ο πλανήτης δεν είναι πλέον διαιρεμένος σε μπλοκ, οπότε ο homo americanus μπορεί να επιστρέψει σε αυτό που κάνει καλύτερα: να ασκεί την εξουσία του άνευ όρων, χωρίς να χρειάζεται να αναλογίζεται υπερβολικά τις συνέπειες των πράξεών του. Απλώς κάντε το. Η έλευση της παγκόσμιας Αμερικής σημαίνει το τέλος της ευρωπαϊκής Αμερικής»[38].
Όμως, όλα όσα φονταμενταλιστικά «διηγούνται» οι Τραμπ και Βανς και οι ιδεολόγοι του κινήματος MAGA, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον τρόπο που Ουώλτ Ουίτμαν περιέγραφε το μακρινό 1855, στο «Τραγούδι του Εαυτού μου»[39], τον «Αμερικανό άνθρωπο»:
«Είμαι με τους γέρους αλλά και τους νέους, με τους ανόητους αλλά και τους
σοφούς,
Χωρίς να νοιάζομαι για τους άλλους, πάντα να νοιάζομαι για τους άλλους,
Μητρικός αλλά και πατρικός, παιδί αλλά και άντρας,
Γεμάτος με τη φτηνή ύλη και γεμάτος με την ύλη την καλή,
Ένας από το Έθνος με πολλά έθνη, ίδιος με το ελάχιστο και ίδιος με το μέγιστο,
Νότιος όσο και Βόρειος, κτηματίας ήπιος και φιλόξενος κάτω στο Όκονι όπου ζω,
Γιάνκης σταθερός στην πορεία μου έτοιμος να εμπορευτώ, οι αρθρώσεις μου οι πιο
μαλακές αρθρώσεις πάνω στη γη και οι πιο σκληρές αρθρώσεις πάνω στη γη
Από το Κεντάκι βαδίζω στην κοιλάδα του Έλκχορν με τις γκέτες μου από δέρμα
ελαφιού,
από τη Λουιζιάνα, από τη Τζόρτζια,
Βαρκάρης σε λίμνες ή όρμους ή ακτές, ένας Χούζιερ, Μπάτζερ, Μπάκαϊ∙
Άνετος με τα καναδέζικα παγοπέδιλα ή βαθιά μέσα στο δάσος, ή με τους ψαράδες
ανοιχτά του Νιουφάουντλαντ,
Άνετος με το στόλο από πλοιάρια πάνω στον πάγο, ταξιδεύοντας μαζί με τους
άλλους και αλλάζοντας πορεία,
Άνετος στους λόφους του Βερμόντ ή στα δάση του Μέιν, ή στο ράντσο του Τέξας,
Σύντροφος με τους Καλιφορνέζους, σύντροφος με τους ελεύθερους Βόρειο-
Δυτικούς
(λατρεύοντας τις μεγάλες τους εκτάσεις,)
Σύντροφος με τους βαρκάρηδες και τους καρβουνιάρηδες, σύντροφος με όσους
δίνουν το χέρι και τους αρέσει να πίνουν και να τρων,
ητής με τους πιο απλούς, δάσκαλος για τους βαθυστόχαστους,
Αρχάριος ξεκινώντας κι όμως έμπειρος μυριάδων εποχών,
Κάθε χρώματος και κάστας είμ’ εγώ, κάθε τάξης και θρησκείας,
Αγρότης, μηχανικός, καλλιτέχνης, ευγενής, ναυτικός, κουάκερος,
Φυλακισμένος, μορφονιός, νταής, δικηγόρος, γιατρός, παπάς.
Αντιστέκομαι σε καθετί καλύτερο από τη δική μου πολυμορφία,
Αναπνέω τον αέρα αλλά αφήνω άφθονο πίσω μου,
Και δεν ξιπάζομαι, και είμαι στη θέση μου.
(Ο πέρπερας και τα αυγά των ψαριών είναι στη θέση τους,
Οι φωτεινοί ήλιοι που βλέπω και οι σκοτεινοί ήλιοι που δεν μπορώ
να δω είναι στη θέση τους,
Αυτό που αγγίζεται είναι στη θέση του κι αυτό που δεν αγγίζεται είναι
στη θέση του.)»
Αν «οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πραγματοποιημένη ουτοπία», όπως εδώ και πολλά χρόνια είχε αποφανθεί ο Μποντριγιάρ[40], τότε η σημερινή αμερικανική κρίση όχι μόνο διαψεύδει τον Γάλλο στοχαστή –οριζόμενη ως κρίση αυτής της πραγματοποιημένης ουτοπίας–, αλλά θέτει το βασικό ερώτημα, στο οποίο μπορεί να οδηγήσει μια κρίση πολιτισμική, μια παρακμή κοινωνική, οικονομική και θεσμική. Η μετάβαση στη χρήση ωμής βίας είναι πλέον προ των πυλών. Θα σταματήσει εκεί ή θα συνεχίσει σε κάτι που ακόμα δεν είναι τόσο ορατό;
[1] Η πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική έννοια της Δύσης γεννήθηκε και πέθανε με τον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι το προϊόν του. Η αντίθεση με την Ανατολή δεν προέκυψε λόγω της αναγνώρισης μιας υποτιθέμενης δυτικής ταυτότητας. Αντίθετα, ισχύει το αντίθετο: ήταν η παγκόσμια τάξη του Ψυχρού Πολέμου που παρήγαγε το στρατηγικό-εννοιολογικό monstrum που ονομάζουμε Δύση, έναν ευφημισμό για την αμερικανική αυτοκρατορία. Πριν από το 1945 δεν υπήρχε κοινό πεπρωμένο, καμία συμμαχία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Ακριβώς το αντίθετο. Οι δύο όχθες του Ατλαντικού είχαν αντιπαρατεθεί οικονομικά, είχαν αποκλείσει την πρόσβαση στις αντίστοιχες ζώνες επιρροής τους (δόγμα Μονρόε) και είχαν διεξάγει πολέμους μεταξύ τους, με μια διπλή αμερικανική εισβολή σε ευρωπαϊκό έδαφος (1917 και 1943).
[2] Εκτός των άλλων δες: Φ. Νεμό, Τι είναι η Δύση, μτφρ. Πέννη Μέγγουλη, Δημήτρης Αναγνωστόπουλος κ.α., Εστία, Αθήνα 2008. William H. McNeill, Η άνοδος της Δύσης. Μια ιστορία της πανανθρώπινης κοινότητας, μτφρ. Κωνσταντίνος Ραμπαβίλα, Παρασκήνιο, Αθήνα 2007. Ian Morris, Why the West Rules- For Now, Profile Books, 2011. Για μια ενδελεχή και συστηματική επισκόπηση της επινόησης της έννοιας της Δύσης ως γεωγραφικού χώρου αρχικά και σε αντιπαράθεση με την Ανατολή, δες: Alessandro Vanoli, L’ invenzione dell’ Occidente, Editori Laterza, 2024.
[3] Z. Brzezinski, Η μεγάλη σκακιέρα. Η αμερικάνικη υπεροχή και οι γεωστρατηγικές της επιταγές, μτφρ. Ελένη Αστερίου, ΑΑ. Λιβάνης, Αθήνα 1998. Επίσης του ιδίου, Η επιλογή. Παγκόσμια κυριαρχία ή παγκόσμια ηγεσία, μτφρ. Δάφνη Μαρία Βουβάλη, ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 2005.
[4] Η Λήθη ήταν ένα μυθικό ποτάμι στον Άδη, στον κάτω κόσμο, κατά την ελληνική μυθολογία. Ήταν ένα από τα πέντε ποτάμια του Άδη, μαζί με τον Στύγα, τον Αχέροντα, τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα. Οι ψυχές των νεκρών έπιναν από το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν τις αναμνήσεις της επίγειας ζωής τους.
[5] G. De Ruvo, «L’America dopo l’occidente», στο Limes No 3, Europa contro America, Aprile 2025.
[6] A. Negri- M. Hardt, Αυτοκρατορία, μτφρ. Νεκτάριος Καλαϊτζής, Scripta, Αθήνα 2002, σ. 504.
[7] Serge Guilbaut, How New York Stole the Idea of Modern Art: Abstract Expressionism, Freedom, and the Cold War, University of Chicago Press, 1983. «Η αμερικανική τέχνη περιγράφεται έτσι ως η λογική κορύφωση μιας μακροχρόνιας και ανεπίσχετης τάσης για αφαίρεση. Ευθύς ως η αμερικανική κουλτούρα περιβλήθηκε το κύρος ενός διεθνούς προτύπου, η σημασία αυτού που ήταν ειδικά αμερικανικό έπρεπε να αλλάξει: αυτό που προηγουμένως ήταν χαρακτηριστικά αμερικανικό έγινε τώρα αντιπροσωπευτικό της “δυτικής κουλτούρας” στο σύνολό της. Με αυτόν τον τρόπο η αμερικανική τέχνη μεταμορφώθηκε από τοπική σε διεθνή και κατόπιν σε οικουμενική τέχνη… Από αυτή την άποψη, η μεταπολεμική αμερικανική κουλτούρα κατέλαβε θέση ανάλογη με εκείνη της αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος: κατέστη υπεύθυνη για την επιβίωση των δημοκρατικών ελευθεριών στον “ελεύθερο» κόσμο”». Αναφέρεται στο: A. Negri-M. Hardt, Αυτοκρατορία, ό.π., σ. 505.
[8] Ό.π., σ. 505.
[9] A. Negri-M. Hardt, Αυτοκρατορία, ό.π. Ανεξαρτήτως των λανθασμένων προβλέψεων, οι δύο συγγραφείς γράφουν στην περίοδο της αμερικανικής μονοκρατορίας και στην περίοδο που φαντάζει ότι το όνειρο της απόλυτης επικράτησης των ΗΠΑ στον πλανήτη τείνει να πραγματοποιηθεί.
[10] Εκτός από τις γνωστές απόψεις γι’ αυτό το ζήτημα των πατέρων του Έθνους, χαρακτηριστική είναι και η δήλωση του Harry S. Truman, προέδρου των ΗΠΑ, την 20ή Ιανουαρίου 1949: «Ο παλαιός ιμπεριαλισμός –η εκμετάλλευση για αλλότριο κέρδος– δεν έχει θέση στα σχέδιά μας»! Παρατίθεται στο https://millercenter.org/the-presidency/presidential-speeches/january-20-1949-inaugural-address (Inaugural Address, January 1949).
[11] Δες: Stephen Wertheim, «Perché l’ America decise di essere impero», Limes 11/2020 και βεβαίως το κλασικό έργο A. Negri-M. Hardt, Αυτοκρατορία, ό.π. Ακόμη: Anders Stephanson, Manifest Destiny: American Expansion and the Empire of Right, Hill and Wang, 1995.
[12] Για παράδειγμα: το εθνικό νόμισμα της ηγεμονικής δύναμης είναι συγχρόνως και παγκόσμιο νόμισμα. Γι’ αυτό και συμβαίνει η κρίση του εθνικού νομίσματος της ηγεμονικής δύναμης να μετατρέπεται αναγκαστικά σε κρίση του παγκόσμιου νομίσματος και αντιστρόφως.
[13] «Αλλά οι ιδεαλιστές φυσικά, είναι απρόβλεπτοι. Έχουν την τάση να γίνονται κυνικοί μέσα σε μια νύχτα, εξαπατημένοι από τα ψέματα που έχουν πει στον εαυτό τους» Don DeLillo, Ζυγός, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Aldina/ Gutenberg, Αθήνα 2024, σ. 267.
[14] Τη γνωστή άρνηση Γαλλίας και Γερμανίας να συμμετάσχουν στην εκστρατεία στο Ιράκ.
[15] H. Kissinger, Διπλωματία, μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 1995, σ. 904-5.
[16] «National Security Strategy of the United States of America», whitehouse.gov, December 2017.
[17] H. Kissinger, Διπλωματία, ό.π., σ. 902 .
[18] Μια αξιοσημείωτη πρόβλεψη ήταν αυτή που διατυπωνόταν με το λεγόμενο Δίλημμα του Triffin (από το όνομα του Βέλγου οικονομολόγου Robert Triffin), σύμφωνα με το οποίο ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα (όπως το δολάριο) απαιτεί την ύπαρξη ενός συνεχούς ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εάν η χώρα που το εκδίδει πρέπει να τροφοδοτεί την αναγκαία ρευστότητα στον κόσμο.
[19] Κ. Μελάς, Αγορά συναλλάγματος και ιδιωτικοποίηση κινδύνου, Εξάντας, Αθήνα 2003, τρίτο κεφάλαιο.
[20] Κ. Μελάς – Φ. Χρηστίδου, Διεθνής τραπεζική στην αλλαγή του αιώνα, Εκδόσεις Μπένου, Αθήνα 1999, Κεφάλαιο Δεύτερο.
[21] Κ. Μελάς, Παγκοσμιοποίηση, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 66.
[22] Κ. Μελάς, Αγορά συναλλάγματος και ιδιωτικοποίηση κινδύνου, ό.π.
[23] Για την περίπτωση της Ιαπωνίας δες: Κ. Μελάς, Οι σύγχρονες κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, εκδ. ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 2011, σσ. 175-225.
[24] Ν. Κλάιν, No Logo – No space, no choice, no jobs. Η Βίβλος του αντι-εταιρικού ακτιβισμού, μτφρ. Δάφνη Μαρία Βουβάλη, εκδ. ΑΑ. Λιβάνη, Αθήνα 2005.
[25] Κ. Μελάς, Οι σύγχρονες κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, ό.π.
[26] Είναι πιο εύκολο, ωστόσο, να διαγνώσεις τα σφάλματα ενός συστήματος παρά να βρεις κάτι νέο. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει εναλλακτική. Το ευρώ δεν μπορεί να αναλάβει: είναι ένα νόμισμα χωρίς κυβέρνηση ή την υποδομή για να λειτουργήσει ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ούτε η Κίνα δεν μπορεί να καλύψει το κενό, επειδή οι κεφαλαιαγορές της δεν είναι ανοιχτές και επειδή δεν μπορείς ταυτόχρονα να προσποιηθείς ότι υποστηρίζεις την παγκόσμια οικονομία και να αρνείσαι να εισάγεις από αυτήν.
[27] Albert H. Imlah, «British Balance of Payments and Export of Capital 1816-1913», The Economic History Review, New Series, Vol 5, No 2/1952, σσ. 208-239.
[28] Κ. Μελάς, «Η οικονομία ΗΠΑ μπροστά στον καθρέπτη της», Εθνικές Επάλξεις, Απρίλιος-Ιούνιος 2025.
[29] S. Wertheim, «Internationalism/Isolationism: Concepts of American Global Power», στο D. Bessner, M. Brenes (επιμ.), Rethinking U.S. World Power: Domestic Histories of U.S. Foreign Relations, New York 2024, Palgrave Macmillan.
[30] S. Wertheim, Tomorrow, the World: The Birth of U.S. Global Supremacy, New Haven 2020, Harvard University Press.
[31] C. Krauthammer, «The Unipolar Moment», Foreign Affairs, 1/1/1990.
[32] Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Τραμπ πραγματοποιεί και μια εξίσου δραματική στροφή στην εγχώρια πολιτική που δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
[33] Κ. Μελάς, «Η μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση διατηρεί το πλαίσιο της “θερμής ειρήνης”».
[34] J. Bellamy Foster, «The Trump Doctrine and the New MAGA Imperialism».
[35] Josh Lipsky and Jessie Yin, «Meeting in Mar-a-Lago: Is a New Currency Deal Plausible?» Atlantic Council, March 13, 2015, atlanticcouncil.org.
[36] G.de Ruvo, «L’ America dopo l’ Occidente», στο Limes 3, Απρίλιος 2025.
[37] Η τελευταία «επίτευξη συμφωνίας» για την επιβολή δασμών ύψους 15% επί των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις ΗΠΑ δεν είναι τίποτε άλλο από άσκηση κυριαρχίας των ΗΠΑ επί των υποταγμένων ευρωπαϊκών αρχηγεσιών με εκπρόσωπο (sic!) την… Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
[38] Όπως παραπάνω.
[39] Ουώλτ Ουίτμαν, Τραγούδι του εαυτού μου, μτφρ. Δ. Δημηρούλης, Gutenberg, Αθήνα 2023.
[40] J. Baudrillard, Αμερική, μτφρ. Νικόλας Λ. Χρηστάκης, εκδ. Futura, Αθήνα 2004.