Charles Demuth

Ναταλία Κατσού

Το πρώτο μου έργο

Το θέατρο είναι το σύμπαν που με κρατάει ξύπνια. Ξύπνια με κάθε έννοια: ξάγρυπνη, ενεργή, ενημερωμένη και kinda woke, με μάτια ανοιχτά και απορημένα, να επινοώ και να λειτουργώ «έξυπνα». Το θέατρο είναι ο κόσμος όπου η φαντασία επεξεργάζεται την πραγματικότητα, την ανακατεύει, την αναστατώνει και τη σερβίρει ως καινούργιο συμβάν υπό γωνία, με μεγάλη αγωνία.

Πρώτο μου έργο ήταν μία διασκευή του Μάγου του Οζ, γραμμένο για τρεις νεαρές ηθοποιούς, για μένα και τις δύο φίλες μου από τον από πάνω όροφο, όταν ήμουν έξι. Δεν ήξερα καν ότι είναι διασκευή, επρόκειτο για κρυπτομνησία που έτρεφε την πρώιμη αποδόμηση (μου). Η συρόμενη πόρτα και το ρολαρισμένο χαλί στο σπίτι του παππού μου ήταν το πιο υπερ-ρεαλιστικό σκηνικό, μάς χειροκρότησε όλη η πολυκατοικία.

Πρώτη παράσταση που με έκανε να θέλω να ανέβω στη σκηνή και να αγκαλιάσω όλους τους ηθοποιούς και να φυσήξω για να σηκώσει αέρα να τραβήξει το καράβι τους, ήταν η Ελίζα με τη Μάνια Παπαδημητρίου στο Θέατρο Πόρτα. Είκοσι χρόνια αργότερα θα σκηνοθετούσαμε στο ίδιο φεστιβάλ, στο Θέατρο της Άνοιξης, η μία μετά την άλλη, η Μάνια κι εγώ, χωρίς να συναντηθούμε και να αγκαλιαστούμε ποτέ. Της χρωστάω ακόμη. Την αφίσα των παιδικών ονείρων την έβγαλα από την έφηβη πόρτα του δωματίου μου όταν εμφανίστηκε εκεί η Marilyn μαυρόασπρη.

Επόμενο πρώτο έργο μου ήταν Το Νυφικό, ένα μονόπρακτο που ξεκίνησα ως δοκιμή στο πρώτο έτος των σπουδών μου στη δραματική σχολή, στο λίγο παρακατιανό τμήμα των εκτός υπουργείου. Δεν ήξερα τίποτα περί υπουργείου όταν πήγα να δώσω εξετάσεις στη σχολή εκείνη, πέρασα την επόμενη χρονιά και άλλαξα σχολή, πήγα στου Κιμούλη του οξυδερκέστατου, του οποίου υπήρξα και βοηθός και έμαθα πάμπολλα, ξαναπέρασα για να βγω, από άλλη σχολή εντέλει, διότι η τύχη παίρνει πολλές στροφές, τη Δήλος της καταπληκτικής Δήμητρας Χατούπη που βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά από την εποχή, έμαθα όμως πρόσφατα ότι επρόκειτο περί φιάσκου, μεγαλύτερου από αυτό που είχαμε όλοι υποπτευθεί, με ένα επίσημα απαξιωμένο χαρτί που κατακυρώνει ένα παντελώς ευτελισμένο χόμπι. Μία φίλη, λοιπόν, από την πρώτη εκείνη σχολή τότε, η Δήμητρα Βλάχου, όταν μας αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουμε ένα στούντιο για να δούμε εάν αρθρώνεται το εργάκι, με παρακίνησε να το στείλω στο Εθνικό για τον Άδειο Χώρο στην Πειραματική. Εντελώς δειλά και ανίδεα, το έστειλα, μία μέρα γεμάτη χιόνι με κάλεσε ο κ. Λιβαθινός στο γραφείο του, μου πρότεινε να το σκηνοθετήσω η ίδια. Ο κόσμος μου κλονίστηκε και ξαναξεκίνησε. Από την πρώτη μέρα των προβών, με τη συνεπή υποστήριξη του Γιάννη Σολδάτου στα γραφεία των πολύ φιλόξενων Εκδόσεων Αιγόκερως στα πολύχρωμα Εξάρχεια, βρήκα τη θέση μου μέσα στο μαγικό: να γράφω και να σκηνοθετώ. Με τη Δήμητρα στήσαμε και εταιρεία, Εν Σπουδή, και το επόμενο έργο μου ήταν το πρώτο έργο για την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, για το Φεστιβάλ στο Θέατρο της Άνοιξης, περιλάμβανε διάδραση με βίντεο, σκαρφαλώματα σε κάθε πιθανό πατάρι και δάνεια της ζακυνθινής διαλέκτου. Και άλλα έγιναν Εν Σπουδή, όπως περφόρμανς ποιητικών μονολόγων σε παλιό διαμέρισμα με live video και ύστερα στον Απόλλωνα της Σύρου και προσχέδια έργου για τον αυτισμό μέχρι που έφυγα για το Λονδίνο.

Το Νυφικό εκείνο μιλούσε για τις γυναίκες, ήταν άγριο και τρυφερό, ποιητικό και ειρωνικό, όπως ό,τι έχω γράψει έως σήμερα, χωρίς κανένα κείμενο να μοιάζει με το άλλο. Όσοι με γνώριζαν και όσοι δε με γνώριζαν, ρωτούσαν εάν είναι αυτοβιογραφικό και τι μπορεί να έχει συμβεί για να κρύβω τόση σκληρότητα. Η ερώτηση επανέρχεται σε κάθε μου έργο σχεδόν. Αυτή η προσπάθεια να εγκιβωτίσουμε το ανοίκειο και αναπάντεχο σε κάτι εύκαμπτο και του χεριού μας, σα να μην είναι δυνατόν να παράγει (γυναικείος) ανθρώπινος νους σκευάσματα της διάνοιας, παρά να προσπαθεί διαρκώς να εκφράσει τα σώψυχά του, πράγμα που γίνεται ούτως ή άλλως, με κέντρισε βαθιά. Είναι ίσως το μόνο έργο μου που δεν θα ξαναπαρουσίαζα, ήταν μεγάλος ο μικρός του κύκλος τότε, η γραφή μου κάλπασε γρήγορα προς άλλες κατευθύνσεις.

Ο Λόρκα, ο Μακντόνα, η Γουλφ, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Τσέχωφ και το μειδίαμά του, ακόμη και τα γυμνά του Έγκον Σίλε, όλα βρέθηκαν να δίνουν στο πρωτόλειο εκείνο τις ρίγες και τις ρίζες του – χωρίς να το φωνάζουν, ελπίζω, και ενστικτωδώς. Έκτοτε μπήκαν άλλοι συγγραφείς και καλλιτέχνες στα έργα μου, ο Martin Crimp, η Caryl Churchill, η Marguerite Yursenar, ο Tadeusz Kantor, ο Charlie Chaplin, ο κινηματογραφιστής Ruben Östlund, η γλύπτρια Eva Rothchild, το θέατρο Noh, οι τέχνες της Ινδονησίας, η Ingeborg Bachman, η Ruth Fainlight, ποιήτριες, ποιητές και ποιήματα, σκηνοθέτες και μέντορες εμπνευσμένοι, ο Chris Rolls, o Mehmet Ergen, o Ricardo Gosalbo, ολόκληρη η όπερα, η φωτογραφία, ο φωτογράφος, ο αυτισμός, η αμφιβολία, οι γκαλλερί και τα πάρκα του Λονδίνου, τα καλοκαίρια, οι ειδήσεις, οι αναμνήσεις, τα παιδιά μου. Οι άνθρωποι, πάντοτε οι άνθρωποι, οι ιστορίες τους, τα μυστικά τους, τα φανερά τους, τα νερά τους.

Πρώτο έργο μου γραμμένο στα αγγλικά ήταν το Ανάμεσα σε δύο ζωές, εμπνευσμένο από τον μύθο της Περσεφόνης, γραμμένο για εφήβους και νέους, στην πρώτη μου συνεργασία με μεγάλο θέατρο, το Arcola Theatre, μόλις τελείωσα το μεταπτυχιακό στο East 15, όταν μου ζήτησαν να δουλέψω πάνω σε κάτι από τα «δικά μου», τα αρχαία ελληνικά, τους μύθους, τις τραγωδίες. Αυτήν την «παραγγελιά» για κάτι δικό μου ελληνικό την έχω ακούσει πολλές φορές, με παραξενεύει και με κάνει να χαμογελώ πάντοτε. Άλλωστε, έτσι βρέθηκα και να σκηνοθετώ Αντιγόνη και Βάκχες σε ένα κλειστό θέατρο, πρώην εκκλησία, χωρίς αίσθηση τραγικού μεγέθους, σε μία στιγμή που μόνο ελληνικά και τραγωδίες δεν είχα στο μυαλό μου. Για την Περσεφόνη, λοιπόν, αναμετρήθηκα με τη γλώσσα, τη δική μου, του τόπου που θα γινόταν σπίτι μου, του ταλαντούχου μουσικού και κοντινού μου συνεργάτη επί σειρά ετών, Andrei Ionescu, του Wordworth, του Twilight που ήταν μόδα τότε, και των αδυσώπητων εφήβων.

Το Λονδίνο δεν με άλλαξε. Αντιθέτως, με άφησε να είμαι όπως θέλω. Με άφησε πρώτα να βρω κομμάτια σκόρπια και μετά να τα βάλω μαζί, και κάθε τόσο να αλλάζω τη σειρά. Όχι χωρίς προβλήματα, αλλά πάντως χωρίς πολλά-πολλά. Χωρίς να μου λέει κάποιος (καταπρόσωπο τουλάχιστον) ότι επειδή θέλω ακρίβεια στη δουλειά μου ή έχω παρατηρήσεις και διορθώσεις, είμαι «σκύλα που δεν κάθεται κανείς (αρσενικός, φαντάζομαι) μαζί της». Χωρίς να μου ζητάνε να δουλεύω αμισθί σα να είναι η δουλειά μου χόμπι. Χωρίς να παίρνουν ένα κείμενό μου και να εξαφανίζονται.

Πρώτο μου έργο που δεν μοιάζει με θέατρο είναι το αγαθό, γραμμένο στα αγγλικά, commodity, για το Φεστιβάλ 6 & 1 Greek Contemporary Playwrights που οργάνωσα στο Riverside Studios για λογαριασμό του TheatreLab Company της Αναστασίας Ρεβή –σκηνοθέτις με βαθιά αφοσίωση στο ελληνικό κείμενο, πρωτογνωριστήκαμε στον Άδειο Χώρο, μας ξανάφερε κοντά το Λονδίνο, συνεργαζόμαστε και συγγενεύουμε κατ’ επιλογήν. Εκεί, μέσα από αναγνώσεις, μεταφράσεις και συναντήσεις για το φεστιβάλ, ξανασυνδέθηκα με τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, γνώρισα κάποιους ταλαντούχους δημιουργούς, όπως ο Τσιμάρας Τζανάτος, ή αναζήτησα κάποιους παλιούς αγαπημένους, όπως η Ευγενία Φακίνου και η Λεία Βιτάλη. Το αγαθό βρήκε τύχη αγαθή αργότερα, όταν παρουσιάστηκε στο Αναλόγιο στη Φρυνίχου με την ευφυέστατη σκηνοθεσία της Λίλης Μελεμέ, βγήκε σε βιβλίο σε μετάφραση της Αγγελικής Μπούρα (Βακχικόν 2017) και συνέχισε τον δρόμο του στο Ίδρυμα Κακογιάννη.

Σε αυτό το διπλό [δίπολο, δίπτυχο, δίκυκλο, δίδυμο, δίστομο, δίαυλο] κινούμαι πάντοτε εδώ και δεκαπέντε χρόνια, στην Αγγλία και στην Ελλάδα, στο εδώ και στο εκεί, χωρίς να ξεχωρίζει το εδώ από το εκεί, στην άφυλη και ρυθμική γλώσσα των σταθερά πρωτοπόρων συντηρητικών και στην ολόφωτη και τρανταχτή γλώσσα των άμοιρων απογόνων των αρχαίων. Δεν μεταφράζω στη σκέψη μου, ούτε στο χαρτί. Σκέφτομαι και γράφω διαφορετικά, σκέφτομαι και γράφω, αιώνια μαθήτρια των θαυμαστών του κόσμου.

Πρώτο μου έργο που δεν είναι θέατρο καθόλου, αλλά συγκεντρώνει όλη την έρευνα, τη μελέτη, την αφοσίωση και την αγάπη που τρέφω για το ελληνικό θέατρο, είναι η διδακτορική μου διατριβή για τα φαντάσματα στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, από τη Μεταπολίτευση και μετά. Ο καθηγητής μου Γιώργος Πεφάνης διέκρινε όλα τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τη δουλειά μου, κυριολεκτικά, αφού σε κάθε μου έργο, σε κάθε μου σκηνοθεσία, λανθάνει μία μορφή υπερβατική που επιστρέφει και ταλανίζει το σύμπαν, και μου άνοιξε ως επιβλέπων τον δρόμο για να βγω να ψάξω, να μετρηθώ, να κυνηγήσω, να καταλάβω και να φωτίσω όλον αυτόν τον τελείως άλλο βυθό. Βούτηξα με άγρια χαρά σε αυτήν τη μελέτη, σ’ αυτήν την άλλη εν σπουδή δημιουργική διαδικασία, και πλούτισα με τόσους συγγραφείς, την Ευσταθιάδη, τον Μαυριτσάκη, την Κιτσοπούλου, τον Ποντίκα, τον Μάτεσι, τη Σπηλιώτη, και πολλούς ακόμη.

Οι γυναίκες και οι αδικίες του κόσμου είναι πάντοτε αυτά που τυραννούν το μυαλό και τις σελίδες μου, στο θέατρο και στην ποίηση. Και οι παραξενιές, τα ασυνήθιστα, αυτά που δεν ανήκουν και αυτά που δεν χωράνε. Τα ασυνόδευτα. Και τα ανεπίτρεπτα. Πρώτο μου έργο που συνδυάζει το κουσούρι της νομικής και του δικαίου με το θέατρο και τις υπαρξιακές ποιητικές ανησυχίες είναι ο βυθός. Ξεκίνησε ως απλή κουβέντα που φάνηκε παρατραβηγμένη, και κατέληξε σε έντονη έρευνα σε εφημερίδες και αρχεία, για τα παιδιά που ράβουν ρούχα στα καράβια. Και σε μία άλλου τύπου έρευνα, για τον εαυτό που δεν είμαστε, για το πρόσωπο που έχουμε χάσει. Έτσι γράφω, διαβάζοντας πολύ.

Και τώρα επιστρέφω να ξαναφτιάξω τα δικά μου φαντάσματα, σε ένα καινούργιο έργο, που ακόμη δεν ξέρει τι το περιμένει.

Αύγουστος 2023

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Κύλιση στην κορυφή