Οι κατηγοριοποιήσεις στην τέχνη εξυπηρετούν κυρίως εμπορικούς σκοπούς (marketing-target group-ράφι-πώληση), ποτέ όμως την ίδια την τέχνη. Πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν, πέρα της όποιας θεματικής κατάταξης, καλά και κακά βιβλία. Δεν μπορεί να τεθεί θέμα καταξίωσης ή υποτίμησης για το όποιο είδος, το θέμα ποτέ δεν ήταν μαζικό αλλά πάντοτε προσωπικό, ο συγγραφέας και οι προσλαμβάνουσες του, η ματιά και η αίσθηση, η γλώσσα κι ο ρυθμός, όλα αυτά που αποκαλούνται ύφος, φτιάχνουν το ξεχωριστό ή την κοινοτοπία. Ίσως ο συγγραφέας να πρέπει να είναι ένας νομάς, ένας περιπλανώμενος κι όχι θαμώνας ή μόνιμος κάτοικος. Η κοινή έμπνευση-κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι ύποπτη όσο και η καινούργια «collection» στα πολυκαταστήματα.
Το αστυνομικό, με τα κάμποσα παρακλάδια του, αποτελεί μια αιώνια μόδα (παραφράζοντας το γνωστό άρθρο του Τ. Adorno για τη jazz), δεκαετίες τώρα βιβλία, περιοδικά, ραδιόφωνο, σινεμά, τηλεόραση, δημιουργούν ένα «entertainment» που καταναλώνεται σαν σταυρόλεξο-πασατέμπο, όπου οι «μυημένοι» ακόλουθοι «λύνουν» μυστήρια και ικανοποιημένοι που κατανοούν, σ’ ένα πεδίο λιμνάζον και επιφανειακό, ζητούν συνεχώς περισσότερο απ’ το ακριβώς ίδιο!
Το πρόβλημα με το αστυνομικό είναι ο ίδιος του ο φορμαλισμός, αυτός που του έδωσε την αρχική, λαϊκή εν πρώτοις ώθηση, έγινε και η παγίδα του, που οδήγησε μοιραία στην επανάληψη, την απλοϊκότητα, τη μανιέρα και τέλος στον κορεσμό. Συντηρητικότατο τα προηγούμενα χρόνια, θρέφοντας τέρατα μισογυνισμού, σαδισμού, ακατάσχετης ηθικολογίας, ακόμη και πολιτικής προπαγάνδας, εσχάτως πέρασε, με μια άλλη συγγραφική γενιά βέβαια, σε μια αλλαγή παραδείγματος, καταφέρνοντας να αντιστρέψει αυτήν την εικόνα με θέματα «ευρύτερης» οπτικής (πολιτική κριτική, φεμινιστική ματιά, αντιρατσισμός κ.ά.), χωρίς αυτό να φέρει, σε σχέση με την καταιγίδα των εκδόσεων, ποιοτικότερα κείμενα ή να αποφύγει τα κλασικά κλισέ. Το ερώτημα πόσα ενδιαφέροντα βιβλία μπορούν να γραφτούν τελικά με μυθιστορία ένα πτώμα, μια ξανθιά και αρκετούς ύποπτους, επεκτείνεται στο τι να αναδείξει-καυτηριάσει ένας δημιουργός όταν η πραγματικότητα (πες την καθημερινότητα μιας κι ο όρος «πραγματικότητα» είναι τελικά κάτι δραπετεύον) με μορφή ειδησεογραφίας, νομοσχεδίων, αποφάσεων από κυβερνήσεις-εταιρείες και ύποπτων μεροληπτικών διεθνών οργανισμών, επιδεικνύει ωμά, κομπάζοντας χυδαία, τη διαφθορά της.
Μάστορες του είδους έγραψαν απαιτητική λογοτεχνία πέρα απο το «ποιός είναι ο δολοφόνος», ο Σιμενόν έφτιαξε το αριστούργημα Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν και δεκάδες βέβαια κοινοουπίες, αλλά έγραψε και το ανατριχιαστικό για τις σχέσεις Ο Γάτος. Ο Τζεημς Κέιν πέρα από το μοναδικό Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές, έφτιαξε μια τοιχογραφία της εποχής στο Η άνοδος και η πτώση της Μίλντρεντ Περς. Ο Γκράχαμ Γκρήν του πολυεπίπεδου Τρίτου ανθρώπου μας δίνει το Η δύναμις και η δόξα σε ένα τελείως διαφορετικό ύφος που αποκαλύπτει έναν διανοητή υψηλού διαμετρήματος. Αλλά αυτά είναι εξαιρέσεις κι ως γνωστόν οι εξαιρέσεις δείχνουν απλώς πως υπάρχει κανόνας. Έτσι για κάθε Chandler υπάρχουν χιλιάδες Spillane, να ξεχειλώνουν μια ήδη στενή φόρμα.
Αν πρέπει αναγκαστικά να βάλω τα βιβλία μου σε μια κατηγορία, γνωρίζοντας πως στ’ αλήθεια μόνο το περιεχόμενο τους «μιλά», θα έλεγα πως τα γραπτά μου είναι υπαρξιακά νουάρ-μπλουζ (αν και ο όρος «νουάρ» βρίσκεται σε επικίνδυνη υπερχρήση), με αυτοσχεδιαστικές τζαζ τάσεις, που μιλούν για το ξεστράτισμα του ονείρου, την πικρία της ματαίωσης, την ανατριχίλα της επερχόμενης ήττας, την πορεία προς μια καταστροφή. Το ντεκόρ, ο τόπος, δεν έχει τόση σημασία, μπορεί να είναι η γειτονιά μου ή τα κακόφημα στενά μιας μεγαλούπολης ή ο ανοιχτός ορίζοντας της μυθολογίας του γουέστερν, άλλωστε είμαι απ’ αυτούς που βλέπουν τα γουέστερν σαν αρχέτυπα του crime-fiction, στο τέλος και κάτω από την όποια μυθοπλασία δεν μένει παρά η οπτική μου, ενός θνητού, για τη ζωή. Ο χρόνος και ο όλος μηχανισμός του είναι κάτι που με απασχολεί μόνιμα. Μου αρέσουν, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς κι αν κάτι μου έδωσαν, οι Σ. Πέκινπα, Χ. Μπόρχες, Ρ. Τσάντλερ, Τ. Μίνγκους, Π. Μπόουλς, Χ. Ρούλφο, Α. Μολίνα, Ο. Ουάιλντ, Τ. Γουέητς, Ε. Σιόραν, Β. Μπενγιαμιν, Ν. Πότερ, οι φυσαρμόνικες, τα μπόγκος και μύρια ακόμη.
Προτείνω τις λίγες σελίδες, την αφαίρεση κι αν πρόκειται κάτι να εκδοθεί επιβάλλεται η καθυστέρηση για να διαβάσεις αυτό που έγραψες με κάπως ξένο μάτι, κρύος, μετά αναλόγως πας σε εκδότη ή το καις. Αποφεύγω να κυκλοφορώ σε καφέ και μπαρ με σημειωματάριο ή να σηκώνομαι μες στη νύχτα για να γράψω μια ιδέα. Βαριέμαι τις ιστορίες που λέγονται με το νι και με το σίγμα. Θα προτιμούσα να ήξερα να ζωγραφίζω. Εντυπωσιάζομαι από ανθρώπους που τους χτυπά η έμπνευση κάθε λίγο και λιγάκι, ή έχουν πολλά να πουν, ή έχουν βρει επάγγελμα. Δηλώνω οπαδός της αφοπλιστικής ατάκας «γράφω για τον εαυτό μου», μα άμα με κεράσετε μερικά ποτά απαγγέλλω το σύνολο του εξαίσιου έργου μου παίζοντας ταυτόχρονα ντέφι με το ένα χέρι και διευθύνοντας μια ορχήστρα τερμιτών με το άλλο. Τελευταία γράφω μικρές ιστορίες, ψεύτικα πορτραίτα, κάτι σαν σκληρά παραμύθια, οι σελίδες κάθε ιστορίας είναι λίγες οπότε δεν ξέρω τι μέλλον θα έχουν.
Δεν γνωρίζω τι ακριβώς εκλαμβάνεται σαν κοινωνικό μυθιστόρημα –αν είναι κάτι που δείχνει ανάγλυφα μια εποχή, σίγουρα τις δεκαετίες 1990 μέχρι 2010 στη χώρα μας τέτοια θέση πρέπει να έχει η λεγόμενη ροζ-γυναικεία λογοτεχνία. Τα πραγματολογικά στοιχεία μπαίνουν στο έργο για να γίνει πιστευτός ο μύθος, μετά αυτό μπορεί να θεωρηθεί μια κάποια πραγματικότητα, το αν είναι και καλή λογοτεχνία όμως δεν εξασφαλίζεται με αυτόν το τρόπο. Στο τέλος όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας. Είναι κοινωνικά τα βιβλία που παίρνουν την πραγματική ιστορία μιας μειονότητας και την πραγματεύονται με όρους Τζεημς Μπόντ; (βλέπε Μαπούτσε, Caryl Ferey) ή οι αφηγήσεις του Μαρή σε μια κοσμική Αθήνα που ο απλός κόσμος δεν έβλεπε ούτε στο όνειρό του; Πόση λογοτεχνία περιέχουν οι (αλήθεια πάρα πολλές) σελίδες στα σκανδιναβικά θρίλερ, τα ελαφρά γαστρονομικά «μεσογειακά» αστυνομικά, οι πολεμικές εντυπώσεις από το Αλγέρι, τα χουντικό-επαναστατικά λατινοαμερικάνικα επεισόδια, η ελληνική οικονομική κρίση;
Στη χώρα μας, λογοτεχνικό χωριό απομακρυσμένης επαρχίας όπου πολλοί έχουν την παράξενη φιλοδοξία να γίνουν δήμαρχοι ή έστω κλητήρες, η κατάσταση είναι από θλιβερή εώς φαιδρή. Εκδότες που δεν έχουν μεγάλη διαφορά από ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων της εθνικής οδού, χωρίς την ευθύτητα των τελευταίων, εκδίδουν, επί χρήμασι, οτιδήποτε, χωρίς να νοιάζονται για την ελλιπέστατη καλλιτεχνική αξία. Συγγραφικά δικαιώματα δεν αποδίδονται ποτέ. Ατζέντηδες που μόνο αγοράζουν (εισάγουν) και δεν πουλούν (εξάγουν). Κριτικοί, παρέες-παρέες, που τυγχάνουν και συγγραφείς κριτικάρουν βιβλία του εκδότη τους! Καλόκαρδες χαμογελαστές παρουσιάσεις, επιλογές ειδικών σε έντυπα που στην ίδια σελίδα, ανερυθρίαστα, έχουν την ανάλογη διαφήμιση του προϊόντος. Χάρες, φίλοι, εξυπηρετήσεις, υποχρεώσεις. Κριτικοί που είναι συγγραφείς, συγγραφείς που είναι και κριτικοί και μεταφραστές και ποιος ξέρει τι άλλο. Γερασμένοι «δημιουργοί» με εγωισμό δεκαοχτάρη σε μανιακές αυτοαναφορές σε αναρτήσεις, συζητήσεις, υπενθυμίσεις (μην ξεχάσεις να με ψηφίσεις για το τάδε βραβείο) θορυβούν με τον ζήλο γνωστού τηλεπωλητή-βουλευτή. Κι από κοντά σεμινάρια δημιουργικής γραφής από «καθιερωμένους» (λες και η τεχνική μπορεί ποτέ να γίνει τέχνη), λέσχες-αεροπλανάκια, διαδικτυακές σελίδες αυτοπροβολής και βραβεία εδώ-βραβεία εκεί, δωρεάν αρθρογραφία σε στυλ είμαστε φτηνοί κάνουμε τα πάντα. Όλο αυτό απλώνει τα ζιζάνια, καλύπτει τα λουλούδια, αδυνατίζει τα δέντρα, σκέτη ζούγκλα πια ο «κήπος», πώς θα βρουν οι αναγνώστες, που μάλλον είναι και πολύ λιγότεροι απ’ τους συγγραφείς, αυτούς που αξίζουν; Γιατί ναί, υπάρχουν και αρκετοί τέτοιοι.
Στη φούρια του εγχώριου αστυνομικού μού μοιάζουν έρπουσα ανασφάλεια ή αχρείαστο άλλοθι απόψεις που δυστυχώς έχουν καταγραφεί κατ’ επανάληψη όπου συγκαταλέγουν στα αστυνομικά τον Ξένο, το Έγκλημα και τιμωρία και (θου…) τον Οιδίποδα. Φαίνεται είδαν τον φόνο, μα δεν κατάλαβαν τίποτα απ’ το υπόλοιπο έργο.
Το καλό και το κακό γράψιμο τελικά είναι θέμα της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου, δεν έχει είδος, χρώμα, τόπο, χρόνο, ηλικία και φυσικά δεν έχει φύλο. Αλήθεια, ποιος θα ξεχώριζε σ’ ένα τύπου «blindfold test» αν έγραψε άντρας ή γυναίκα τα βιβλία της Π. Χάισμιθ, της Φ. Ο’Κόνορ ή της Ντ. Χιούζ;
Κλείνω μ’ ένα δηκτικό σχόλιο από την ταινία του Ρεμί Μπενζανσόν The mystery of Henri Peak (2014). Eδώ έχουμε έναν ξεσκολισμένο κριτικό βιβλίου που δεν δέχεται πως ένα σύγχρονο αριστούργημα γράφτηκε από έναν προσφάτως νεκρό φούρναρη, κι έχει δίκιο, στην έρευνά του για να ανακαλύψει την απάτη επισκέπτεται μεταξύ άλλων μια λέσχη ανάγνωσης στην επαρχία, μόνο που η λέσχη είναι αποκλειστικά για αστυνομικά, εκεί υποτίθεται συζητούν για λογοτεχνία η ερώτηση των μελών, αν μπορεί να τεμαχιστεί ένα πτώμα με ηλεκτρικό ψαλίδι!, αφήνει τον κριτικό άφωνο.
⸙⸙⸙
Αναστάσης Σιχλιμίρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Έργα του: Επτά μέρες βροχή (Μπαρτζουλιάνος 2011), Πώς το λένε αυτό το μέρος (Μπαρτζουλιάνος 2014), Μέσα στο κεφάλι μου (Μπαρτζουλιάνος 2019). Αρθρογραφεί στο περιοδικό πολάρ. Διετέλεσε ραδιοφωνικός παραγωγός («Η σκηνή της jazz») στον Ρ/Σ Jazz FM.