Θα σου πάρουν τον ίσκιο των δέντρων,
θα σου τον πάρουν.
Θα σου πάρουν τον ίσκιο της θάλασσας,
θα τον πάρουν.
Θα σου πάρουν τον ίσκιο της καρδιάς,
θα τον πάρουν.
Θα πάρουν τον ίσκιο σου
Γ. Σεφέρης (Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’)
Κι άρρωστος να ’σαι όλο το βράδυ με θέρμη αφύσικη, να ψήνεσαι στον πυρετό, τέτοιο όνειρο δεν μπορεί να πλέξει ο νους σου.
Κι όμως εγώ το είδα πρωί-πρωί, ξημερώματα, μόλις είχε χαράξει ο ήλιος κι έσκαγε ψηλά από τα ελάτια πάνω στη στρογγυλή λάκα, στο ξέφωτο της Κάτω Αράκλειας.
Γυάλιζαν δώδεκα κώλοι στη σειρά. Από τη σαστισμάρα μου έστεκα και τους μέτραγα πολλές φορές. Δώδεκα τους έβγαζα.
Το ίδιο φαίνεται θα ’κανε κι ο Νταβέλης, γιατί γύριζε συνέχεια και με κοίταγε, να καταλάβει αν συμφωνώ μαζί του στο μέτρημα.
Ο Νταβέλης, το άγριο τσοπανόσκυλό μου, που δεν άφηνε φύλλο να κουνηθεί χωρίς να γαυγίσει και να του ριχτεί, είχε μείνει έκθαμβος μπροστά στο πρωτόγνωρο θέαμα.
Ήμουνα κρυμμένη πίσω από το «τσουγκάρι», τον μεγάλο βράχο, εκεί όπου σμίγει ο Αντρώνης με τη γυμνή Καλάνα, την άδεντρη, εκεί όπου αγκαλιάζονται τα δυο βουνά, όπως μάνα και γιος.
Πάντα σοβαρά τα δυο βουνά, πάντα σ’ επιφυλακή, με τσιτωμένα τ’ αυτιά, για ν’ ακούνε τα νερά του Αχελώου στις υπώρειες, στις ρίζες τους –του Άσπρου, όπως τον λέμε εμείς οι ντόπιοι– να κυλάνε αδιάκοπα. Τι καρτεράνε, τι προσμένουν ν’ ακουρμαστούν, αιώνες τώρα, απ’ τα νερά του γέρικου ποταμιού, δεν είμαι σε θέση να καταλάβω, όσο και να βασανίζομαι.
Αυτά τα γαϊδούρια, κάτω στη λάκα, λίγο πριν αρχίσει το δάσος, κοίταγαν ο ένας τον κώλο του αλλουνού, λες κι αντίκριζαν κάποιο θάμα. Κοίταζαν τους κώλους τους και χαιρόντουσαν, καθώς έχεζαν όλοι μαζί πρωί-πρωί ο ένας πλάι στον άλλον.
Είχα μείνει πέτρα ακίνητη, πίσω απ’ το βράχο, ένας βράχος και η ίδια, η συνέχειά του.
Ύστερα μαζεύτηκε αυτός ο συρφετός, φόρεσαν κάτι κόκκινα γιλέκα, φορτώθηκαν στους ώμους μεγάλους σάκους, καμπουριάσανε, τα παγούρια με το νερό στο πλάι, τα μαχαίρια τους μπροστά, στο ύψος της κοιλιάς, ζωθήκανε στη μέση με συρματόσχοινα που κατέληγαν σε αγκίστρια, και μετά σκύψανε όλοι μαζί τα κεφάλια τους, τα φέρανε κοντά, τ’ αγγίξανε. Σαν να τσακώνονταν, όμως φωνές δεν έβγαζαν, με χειρονομίες μαλώνανε, όπως οι κουφοί συνεννοούντουσαν.
Κάποτε τα βρήκαν, συμφώνησαν κι άρχισαν να περπατάνε προς τη μία κορυφή της Καλάνας, κατά τη σπηλιά του Αγίου Ανδρέα του Ερημίτη.
Άφησαν πίσω τις δώδεκα κουράδες μέσα στο ξέφωτο του δάσους –όλα τ’ άλλα σκουπίδια τους τα μάζεψαν προσεκτικά. Έφεραν μια βαριά αποφορά οι στάχτες από τα φιδάκια που είχαν για να αποδιώχνουν τα άλλα, τα ζωντανά φίδια, και οι σιχαμερές οσμές από τα φαγητά, τις αλοιφές και τους ιδρώτες τους. Μαζί με τα σκατά τους.
Μη νομίζεις πως θα τρέφονταν μ’ αυτά τα όρνια της Καλάνας, οι φάσες και τα άλλα άγρια πουλιά της. Ακόμα και τα αγριογούρουνα έτρεχαν μακριά στη θέα τους. Ούτε να τα μυρίσουν, ούτε να τα ζυγώσουν καν. Σαν να τα φοβόντουσαν.
Εν τω μεταξύ, το τσούρμο χώνονταν τώρα βαθιά μέσα στον λόγγο, αποφασισμένοι να κατακτήσουν ό,τι έβλεπαν.
Κοίταζαν τα ελάτια και ξερογλείφονταν. Νόμιζαν πως ήθελαν να τα φάνε τα ελάτια, να τα καταπιούν. Λιμασμένοι έδειχναν, με μια λίμα, μια λαιμαργία, που δεν είχα ματαδεί. Ούτε πεινασμένο τσακάλι δεν είχα αντικρύσει, να τρέχουν έτσι τα σάλια του, να κρέμεται έξω η γλώσσα του, να βγάζουν φλόγες τα μάτια του μπροστά σε λαχταριστό κρέας. Είδα και μερικούς από αυτούς να χώνουν τα δόντια στον κορμό των ελατιών, να τα δαγκώνουν τα ελάτια.
Είμαι 89, 89 χρονών γυναίκα, ένα αγριοκάτσικο, όλη μου η ζωή στο βουνό, εδώ με γέννησε η μάνα μου, τέτοια πείνα δεν έχω φανταστεί σε κανένα ζωντανό πλάσμα.
Ό,τι έβλεπαν αυτοί, ήθελαν να το καταπιούν με τα μάτια, για να το κάνουν έτσι δικό τους. Ό,τι και να έβλεπαν, τους φαινόταν πολύτιμο.
Είχαν σταθεί ώρα γύρω από μια τεράστια βουνιά, μια κουράδα αγελαδιών, και την εξέταζαν έκθαμβοι.
«Τι να σου πω μωρέ σκατό, που καμιάν ηχώ δεν έχεις, τι να σου τραγουδήσω», μου ’ρθε στο νου αυτό που μουρμουρίζαμε όταν είχαμε απαυδήσει και απελπιστεί και δεν μας περίσσευε τίποτε άλλο να πούμε, για μια κατάσταση που δεν διορθώνονταν πια.
Μια χελώνα περπάτησε τότε δίπλα τους. Τρέξανε όλοι μαζί, κάποιος την πήρε στα χέρια του, σαν χειροβομβίδα την κρατούσε. Μετά την παραδίνανε ο ένας στον άλλον, που την δεχόνταν όπως τη μεταλαβιά του παπά μέσα στην εκκλησία. Περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους να κοινωνήσουν των αχράντων μυστηρίων της χελώνας.
Άλλαζε χέρια το άμοιρο ζωντανό, κατάπληκτο με καθέναν ξεχωριστά από αυτά τα παραϊλά που το κρατούσε. Λιγότερο φοβόταν, το περισσότερο είχε μια πραγματική απορία να μάθει τι στο διάβολο ήθελαν απ’ αυτό, τι έβλεπαν πάνω του που τους έκανε τέτοιαν εντύπωση.
Κάποτε την άφησαν κάτω στο χώμα, περπάτησε αυτή διστακτικά γυρίζοντας κάθε τόσο πίσω το κεφάλι της. Ήθελε ακόμη να καταλάβει τι σόι όντα ήταν ετούτοι, οι καινούργιοι κατακτητές του δάσους της. Κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι της, τους κοίταζε όλο και πιο περιφρονητικά, ενώ αυτοί τότε την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι. Γύρισε και μια τελευταία φορά, τέντωσε έξω το κεφάλι, σηκώθηκε στα μπροστινά πόδια της, ύστερα ξέρασε, αηδιασμένη μαζί τους. Κρύφτηκε μετά σ’ ένα μεγάλο βάτο.
Σπεύσανε ταυτόχρονα να εξετάσουν εκείνο το ξερατό της χελώνας.
Ορειβάτες, έτσι τους λένε.
Δεν θα φτάσω στα 90, θα μου το ρημάξουν το δάσος, θα το μολέψουν, το έβλεπα. Πάνε τα βουνά μου, δεν έχουν ελπίδα, αναστέναξα. Δεν θα ξαναοσφρηστώ τη μυρωδιά του ρετσινιού, δεν θα ανασάνω τον αέρα της ρίγανης, τίποτε δεν θ’ απομείνει εδώ πάνω, όλα θα σβήσουν.
Ακόμα κι ο ίσκιος μου. Κοπήκανε τα πόδια μου.
Ήθελα να ’ξερα τι χαλεύουν, τι γυρεύουν από τα βουνά μου, γιατί τα επιβουλεύονται. Τι έχθρα έχουν μαζί τους;
Άκουσα να λένε στο χωριό πως θ’ ανοίξουνε δρόμο μέσα στο λόγγο, ότι θα φτάνουν μιλιούνια, μυρμήγκια από δαύτους, με τ’ αυτοκίνητά τους ως τη σπηλιά του Αη Ανδρέα κι ακόμα ως την άλλη μεριά της Καλάνας, ως την όμορφη σπηλιά.
Θα γεμίσει από ορειβάτες ο τόπος όλος.
Δεν μας έφταναν οι κυνηγοί που σκορπίζουν τον θάνατο σε γη και αέρα, έχουμε τώρα και τούτο το καινούργιο είδος τους, το ακόμα χειρότερο.
Δύο ψηλά βουνά, ελάτια στο ένα, σκιερό δάσος, άσπροι βράχοι, τσουγκάρια στο άλλο. Τα «καλυβάκια», το σπίτι μου, μια πλαγιά στα ριζά του Αντρώνη, κοντά στα δέκα στρέμματα, που ανήκει από τα παλιά τα χρόνια στην οικογένειά μου. Τώρα χάθηκαν όλοι οι δικοί μου, εγώ απέμεινα, η τελευταία.
Εδώ είχαμε στήσει τα μαντριά και τα καλύβια, στον άγριο ετούτο τόπο. Καλυβάκια ήταν το όνομά τους, από τις πολλές καλύβες και τις παράγκες, για ανθρώπους και ζωντανά.
Εδώ στάλιζαν τα γίδια μας κι όλα τ’ άλλα ζώα.
Εδώ μένω κι εγώ κι εδώ δουλεύω.
Μονάχη μου ζω. Άλλη συντροφιά από τα ζώα μου δεν έχω.
Πέρασε όλη η ζωή μου εδώ πάνω.
Έπεφτε μουγκαμάρα μέσα στο δάσος απ’ όπου περνούσαν. Τα πουλιά πέταγαν τρομαγμένα, λάλημα κανένα, ήχος δεν ακουγόταν. Τα αγρίμια λούφαζαν.
Είχαν κι αυτά τον ίδιο φόβο. Το ίδιο με μένα ψυχανεμίζονταν. Την ίδια απειλή.
Το σούρουπο τους είδα από μακριά λαχανιασμένους, ξεθεωμένους, με τη γλώσσα έξω, να επιστρέφουν, να ’ρχονται για ξεκούραση και σωτηρία κατά τα καλυβάκια, στο σπίτι, στο κονάκι μου.
Σκαρφάλωναν στα βουνά, αναρριχόνταν, όχι σαν τα κατσίκια μου, ανάλαφρα και χαρούμενα, παρά σαν μηχανήματα βαριά κι αλλόκοτα, σαν όντα μοχθηρά, έξω από τη γη, σαν κόκκινοι διαβόλοι.
Αγρίεψε ο Νταβέλης, σηκώθηκε η τρίχα από την Ασήμω, τη λύκαινα που είχα βρει μωρό στο λόγγο και την ανέθρεψα μαζί με τ’ άλλα ζωντανά μου, αλλά ο Μπεκιάρης, το τρίτο τσοπανόσκυλο και το πιο ανήμερο, ο αρχηγός του κοπαδιού μου, όρμησε πρώτος και τους ρίχτηκε. Αμέσως έτρεξαν ξοπίσω του κι οι άλλοι δυο φύλακες του κοπαδιού.
Μαζεύτηκαν σ’ έναν κύκλο, πιασμένοι χέρι-χέρι και κάτι μουρμούριζαν, κάτι σιγοτραγουδούσαν, κάτι σαν ξόρκι. Χαμένοι άνθρωποι, νομίζανε πως τα σκυλιά θα γητεύονταν, πως έτσι θα τα μερώνανε, με το ομαδικό μουρμουρητό. Ποιος ξέρει πού τ’ ακούσανε αυτό.
Βγήκα και τα χούγιαξα λίγο πριν τους κατασπαράξουν. Απομακρύνθηκαν απορημένα μαζί μου τα σκυλιά.
«Τι ζητάτε εδώ πάνω;» τους μάλωσα. «Τι ψάχνετε να βρείτε; Τι δόλια σχέδια έχετε στο νου σας; Αντέστε πίσω στα σπίτια σας. Εδώ είναι η δική μου κατοικία, ο δικός μου τόπος, το δικό μου καταφύγιο. Μπήκα έτσι εγώ ποτέ μες στο δικό σας σπίτι; Εσείς γιατί;»
«Το δάσος ανήκει σε όλους», μου αποκρίθηκε ένα θηλυκό θρασίμι.
«Θα αμολήσω τα σκυλιά να σε κάνουνε κομμάτια», αγριεύτηκα. Μουγκάθηκε από τον φόβο της.
Τότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, φωτίστηκε το μυαλό μου.
«Καλά, καθίστε να ξαποστάσετε, και μετά φεύγετε. Θα σας φιλέψω φρέσκο γάλα και ζεστό ψωμί, να φάτε», μαλάκωσα.
Ξεπεζέψανε, ξεφορτώθηκαν τα μπαγκάζια τους, πήγαν να ζυγώσουν κοντά μου.
«Δεν θέλω μαζί σας κουβέντες, μακριά μου», αγρίεψα εγώ ξανά.
Φάγανε σαν λιμασμένα όρνια, ο ένας παρακινούσε τον άλλον να πιει ακόμα πιο πολύ γάλα. Βουτάγανε στο γάλα, το κίτρινο καλαμποκίσιο ψωμί, το κάνανε παπάρα, ρουφούσαν δυνατά, άπρεπα, και ευφραίνονταν.
Ετούτο το φαγητό το ’χα για τα γουρούνια, όμως το γάλα «έκοψε», δεν έκανε ούτε για τα γουρούνια, ήτανε πια για πέταμα. Χάλασε, μύριζε ξινίλα. Στον πάτο του μεγάλου καζανιού βρήκα κουλουριασμένο κι ένα μαύρο φίδι, πνιγμένο. Αυτά τα όρνια, με την πείνα τους, άδειασαν μέχρι τον πάτο ολόκληρο το μεγάλο καζάνι.
Δεν ανησύχησα, και δηλητήριο να ’χε το φίδι, μέσα σε δέκα κιλά γάλα το δηλητήριό του θα ’χε αραιωθεί.
Δεν άργησαν ένας-ένας να κοιλοπονάνε, να βογκάνε δυνατά, να ουρλιάζουν, σαν φίδια να έρπουν, να κυλιούνται καταγής. Σπαράζανε από τον πόνο μέσα τους. Αντιλαλούσε το βουνό με τα μουγκρητά τους κι εμένα μου φαινόταν πως αγάλλονταν, πως αναγάλλιαζε από μεγάλη χαρά το βουνό.
Πήρα τα κινητά τους, τα λάπτοπ, πως διάολο τα λένε αυτά τα τσιμπράγκαλά τους, και τα ’κρυψα για να μην μπορούν να καλέσουν σε βοήθεια. Ύστερα τους άφησα μόνους μέσα στον έρημο τόπο να μουγκρίζουν και έφυγα.
Τους άφησα να βογκάνε και να ωρύονται. Τους έβλεπα να ξεβρακώνονται όπως-όπως και να κιτρινίζουν οι λευκοί βράχοι, να ξερνάνε και να πρασινίζει το χώμα. Άκουγα όσο απομακρυνόμουν πιο δυνατά τα ξερατά και τα κλάματά τους, και χαιρόμουν.
Τους εκδικιόμουνα.
Δεν τους συγχωρούσα που έρχονταν για να ταράξουν τη σιωπή των ελατιών, για να χαρούνε με τη λύπη των βράχων, για να ρημάξουν ζώα, δέντρα κι ανθρώπους έρημους. Που έρχονταν για να ληστέψουν τη δική μου μοναξιά.
Ποιος άλλος τους κάλεσε πάνω στο βουνό μου, παρ’ εκτός η βουλιμία τους, να μας καταπιούν όλους, όσους δεν ήμασταν σαν κι αυτούς;
Η μοχθηρία τους να σκορπίσουν τη δική τους δυστυχία, δεν κρύβονταν.
Μόνο γι’ αυτόν το λόγο έπαιρναν τα βουνά.
Το ’χα καθαρό.
«Τι τους πότισες, ρε Μαρία, και κοιλοπονούσαν πάνω στο βουνό, και μούγκριζαν σαν τα βουβάλια που τα σφάζουν; Δεν φοβήθηκες μη σου μείνουν εκεί αμανάτι, νεκροί; Δεν τους λυπήθηκες;»
«Δεν έχουν ανάγκη αυτοί, αυτοί να φάνε όλο τον κόσμο θέλουν, να τον καταπιούν.
Κι όσο τον τρώνε, τόσο αχόρταγοι θα μένουν».

