© Ζωγραφική: Τάσος Μαντζαβίνος

Τάσος Μαντζαβίνος

«Το θέμα είναι το πολιτισμικό μας εγώ»

Ένας σπινθήρας για να ενεργοποιήσει την ανάγκη μου να ζωγραφίζω ήταν το τετράδιο της αντιγραφής του Δημοτικού Σχολείου, του οποίου η κάθε σελίδα ήταν λευκή κατά το ήμισυ, όπου εκεί κάναμε μια ζωγραφιά σχετική με το κείμενο που αντιγράφαμε. Θυμάμαι όταν έφτιαξα μια ζωγραφιά για την επέτειο του ΟΧΙ, του 1940, η δασκάλα το σήκωσε ψηλά για να το δούνε όλοι οι μαθητές –ήταν το πρώτο και μοναδικό βραβείο ίσως που πήρα.

Ένας άλλος λόγος ήταν ότι η ζωγραφική και τα σχέδια ήταν παιχνίδι όπως και διέξοδος ψυχική, την οποία είχα ανάγκη από πολύ μικρός. Η μητέρα μου μας έφερνε συχνά από τη δουλειά της χαρτιά και μολύβια, είχα μάλιστα και μια ξύστρα μηχανική με μανιβέλα που έκανε τις μύτες των μολυβιών μυτερές και μακριέςˑ θυμάμαι ακόμα με πολλή νοσταλγία και ολίγη μελαγχολία τα χαρτιά, τα οποία ήταν υποκίτρινα και ματ. Θυμάμαι να ζωγραφίζω τον Ηρακλή και άλλους ήρωες από τη μυθολογία. Σε κάποιο μάθημα άκουσα εκστασιασμένος τη δασκάλα να μας ιστορεί την Ιλιάδα, γενικά μ’ άρεσε και μου αρέσει ακόμα να ακούω ιστορίες και παραμύθια. Στο παιχνίδι και στον μύθο εδράζεται η τέχνη, ο καλλιτέχνης μιλά για την πραγματικότητα, τη δική του πραγματικότητα μέσω του μύθου. Εάν ο ζωγράφος είναι δέντρο, το φύλλωμα και οι καρποί δημιουργούνται από τις ρίζες που βαθαίνουν στη γη, δηλαδή από την παρατήρηση του έσω, και η παρατήρηση του εαυτού θα συναντήσει την παράδοση που φέρει μέσα του. Η παιδικότητά του επίσης (την οποία πρέπει να συντηρεί) είναι ένας αγωγός που θα τον οδηγήσει βαθιά πίσω ώστε να συναντήσει τον εαυτό του κοντά στον πολιτιστικό του εαυτό.

Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δυστυχώς ή ευτυχώς δεν αισθανόμουν να πω ότι είχα κάποιον δάσκαλο, πήγα στο εργαστήρι του Κοκκινίδη και του Μόραλη. Στο πρώτο ήμουν δυο χρόνια, δεν μπορούσα ούτε εγώ ούτε ο Κοκκινίδης να ʼρθουμε σε συνεννόηση, δεν συμφωνούσα σ’ αυτά που πρότεινε και δίδασκε, τα οποία οδηγούσαν σε μια πολύ φορμαλιστική τέχνη κι εγώ ήθελα να διατηρήσω την προσωπική μου ματιά, ν’ αρχίσω να κτίζω το δικό μου στίγμα. Στη ζωγραφική έφερνα στο μυαλό μου τότε δύο ίσως αντιφατικές αγάπες, τον Κόντογλου και τον Άγιο Νικόλαο Αχαρνών που είχε ζωγραφίσει, στον οποίο πήγαινα από μικρό παιδί, και τους εξπρεσιονιστές ζωγράφους, όπως τον Βαν Γκόγκ, του Σουτίν, τον Κοκόσκα. Μετά τα δύο έτη πήγα στο εργαστήρι του Μόραλη, τον είδα ελάχιστα γιατί τότε τελείωνε τη θητεία του ως δάσκαλος και δεν ερχόταν πολλές φορές στη σχολή.

Όταν τελείωσα την ΑΣΚΤ έσκισα ό,τι είχα ζωγραφίσει γιατί διαπίστωσα ότι με είχε «καταπιεί» η ζωγραφική του Σουτίν, είχα ταυτιστεί σχεδόν εντελώς με τον κόσμο του, ήταν μια μορφή πατροκτονίας, αναγκαία όμως για την εύρεση του εαυτού μου. Άρχισα να «κτίζω» πάλι από την αρχή. Η καταστροφή εκείνων των έργων μου αποτελεί ένα μέρος του οικοδομήματός μου ως ζωγράφου και ως ανθρώπου. Πολλές φορές χρειάζεται στη ζωή να γίνουν πράξεις οδυνηρές για να παραμείνεις πιστός στην πορεία σου προς τον στόχο.

Βαθιά επιρροή έχει ασκήσει πάνω μου ο Κάφκα από τα χρόνια της ΑΣΚΤ, σκηνοθετούσα με τη φαντασία μου τους χώρους που ζούσε και προσπαθούσα να τους εντάξω στη ζωγραφική μου, πολλές φορές ένιωθα ότι ήμουν ένας ήρωας από τα έργα του. Ο Κάφκα επέδρασε τα μέγιστα στον ψυχισμό μου, ήταν αιτία να καλλιεργήσω την εσωτερικότητά μου, δηλαδή ασχολιόμουν, ζούσα και δεν ζούσα το παρόν μου ή νοθευόταν πολύ από αυτόν και τη φαντασία του. Όλο αυτό ήταν μια μάθηση, μια ζωντανή εμπειρία. Τώρα που βλέπω από μακριά ή από ψηλά τον εαυτό μου την εποχή εκείνη της πλήρους επιρροής που είχα από εκείνον, διακρίνω τους καρπούς αυτής της εμπειρίας μου.

Αργότερα συνάντησα τον Καρυωτάκη, ολίγον τον Μπωντλέρ, τον Πόε, τον Σολωμό. Τώρα διαβάζω δοκίμια για τα έπη του Ομήρου. Έχω ζωγραφίσει τον Αίαντα, τον Αινεία και τον Οδυσσέα.

Ο ζωγράφος δεν πρέπει να ακολουθεί το κατά κάποιον τρόπο κυρίαρχο γούστο και την αντίληψη για την τέχνη της κάθε εποχής. Σκοπός του είναι να δημιουργεί αισθητικήˑ οδηγός του είναι η δική του ματιά στον κόσμο, όχι να σέρνεται από μόδες και από το τι είναι εμπορικό. Βλέπω πολλούς με ταλέντο να χάνουν τη ρότα τους και να παρασύρονται από ζωγράφους που έχουν ερωτευτεί το έργο τους και να χάνουν τον εαυτό τους. Υπάρχουν και οι άλλοι που προσπαθούν να βρουν το δικό τους ίχνος.

Έχω την εντύπωση, όμως, ότι γενικώς δεν καλλιεργείται η τέχνη του να βρίσκεις τον εαυτό σου μέσω του δικού σου πολιτισμού. Το θέμα είναι το πολιτισμικό μας Εγώ.          

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή