Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Μέμη Κατσώνη

Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, Σολ Μπέλοου, Χάρολντ Πίντερ – Ένα παιχνίδι αλληλογραφίας

Η αλληλογραφία των επωνύμων υπήρξε πάντοτε αντικείμενο μελέτης αλλά και σκανδαλοθηρίας. Είναι ισχυρός ο πειρασμός της κλειδαρότρυπας και τι άλλο θα μας άνοιγε παράθυρο στη σκέψη του άλλου αν όχι μια δική του επιστολή; Όταν μάλιστα ο άλλος είναι άνθρωπος των γραμμάτων, η αναζήτηση στοιχείων του λογοτεχνικού του ιδιώματος στις επιστολές μπορεί να γίνει και κυνήγι θησαυρού.

Στην αλληλογραφία που ακολουθεί, η Μέμη Κατσώνη επιχειρεί, παίζοντας ρόλους, να απαντήσει σε επιστολές των Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, Σολ Μπέλοου και Χάρολντ Πίντερ, εν μέρει αγνοώντας αλλά και εκμεταλλευόμενη την χρονική απόσταση από τις ημέρες και τα έργα τους.

⸙⸙⸙

Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (16 Αυγούστου 1888 – 19 Μαΐου 1935)

Ο Τ.Ε. Λόρενς, γνωστός μεταξύ άλλων και ως Τζον Χιουμ Ρος, Τ.Ε. Σω και Λόρενς της Αραβίας, αρχαιολόγος, στρατιωτικός, διπλωμάτης και συγγραφέας, αλληλογραφεί με ανώνυμο άτομο επιφορτισμένο με καθήκοντα ραβδισμού. Ο υφιστάμενος την όποια τιμωρία είναι προφανώς ο ίδιος ο Τ.Ε.

Στο δεύτερό του γράμμα βλέπουμε πως ακόμη και στην καθημερινότητα, ο Λόρενς κρύβεται πίσω από ένα ακόμη αρχικό, κρύβοντας και τον μικρό του αδελφό πίσω από παρωνύμιο.

Ο Τεντ με σκελέα

11 Ιανουαρίου 1935

Αγαπητέ Κύριε

Το γράμμα σας μου έδειξε πως ίσως ήμουν πολύ αυστηρός με τον Τεντ, καθώς επαναλάμβανα την τιμωρία κατά τακτά διαστήματα. Συνεπώς το ξανασκέφτηκα και τον πληροφόρησα πως η διαδικασία θα αναβληθεί επ’ αόριστον. Του ζήτησα να σας ενημερώσει πάραυτα ότι η βοήθειά σας δεν θα είναι απαραίτητη στο άμεσο μέλλον. Επιφυλασσόμεθα. Θα δούμε αν ο νεαρός δικαιώσει την επιείκειά μας.

Προφανώς, σας είμαι υπόχρεος για την προθυμία σας να ασχοληθείτε περαιτέρω με το ζήτημα. Θα επικοινωνήσω μαζί σας αν η συμπεριφορά του Τεντ το καταστήσει απαραίτητο. Υπάρχει όμως μια παρανόηση στην επιστολή σας. Αν δεν είναι εντελώς γυμνός, η ράβδος είναι αναποτελεσματική. Η σημύδα είναι τόσο αβαρής που και το λεπτότερο ύφασμα εμποδίζει τον πόνο. Αντιλαμβάνομαι πλήρως την απροθυμία σας να τον γυμνώσετε. Θα ήθελα λοιπόν να σας παρακαλέσω να χρησιμοποιήσετε το μαστίγιο από γιούτα του φίλου σας (το οποίο αναφέρετε σε προηγούμενο γράμμα σας) ή ένα εύχρηστο μαστίγιο σκύλων που μπορώ να σας αποστείλω ταχυδρομικώς.

Αν προκύψει επείγουσα ανάγκη, θα φροντίσω να σας επισκεφθεί ο Τεντ με σκελέα.

ειλικρινά δικός σας

Ρ

Η γάτα ξέρει πώς ο Λόρενς αναγκάστηκε να γίνει ήρωας. Εκείνη δεν παντρεύτηκε ποτέ τον σύντροφό της κι έτσι αυτός και τ’ αδέλφια του, μεγαλωμένα με ιεραποστολική αυστηρότητα, βίωναν την αντίφαση ανάμεσα στην υπακοή στον Ύψιστο και την αμαρτωλή τους προέλευση. Στην παιδική ηλικία, ο Λόρενς πίστευε πως ο πατέρας του ήταν παραγνωρισμένος λέων και η γάτα ενίσχυε αυτήν την φαντασίωση. Έτσι κι εκείνος μεγαλώνοντας προσπάθησε να εξασφαλίσει κάποιο γόητρο στην αντιφατική του οικογένεια μέσα από την αντιφατική του φύση.

 Όμως όταν ο γιος της έγινε ο ξακουστός Λόρενς της Αραβίας, εκείνη αδιαφόρησε για το οικογενειακό γόητρο. Γιατί η γάτα είχε πια εννιά ουρές.

12/9/1991[1]

Αγαπητέ μου Ρος,

Δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να αποκαλύψω το όνομά μου. Άλλωστε στην αλληλογραφία μας με αποκαλούσατε αποκλειστικά και μόνον «Κύριο» και «Κύριος» θα παραμείνω. Αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί σας μετά από τόσα χρόνια καθώς στην Αθήνα κυκλοφόρησε επιτέλους το μεγάλο σας έργο, Οι Επτά Στύλοι της Σοφίας, φιλόπονο, μεγαλεπήβολο και βασανισμένο όπως εσείς. Ακόμα και στην αλληλογραφία που ακολούθησε την έκδοση φαίνεται η αμφιθυμία αλλά και η επιμέλεια, αναμένατε δικαίως πως κάποτε και αυτή θα δημοσιευθεί. Δεν δείξατε όμως ανάλογη φροντίδα για τα γράμματα που είχαν εμένα για παραλήπτη. Πείτε μου πώς θα με θυμάται η ιστορία;

Όσοι θυμούνται την Άκαμπα, τη Ντέρα, τον Φαιζάλ, τον Άλενμπι , θα θυμούνται το χέρι που κρατούσε το μαστίγιο; Ελπίζω ναι. Ελπίζω όχι. Ο λόγος που σας γράφω δεν είναι η υστεροφημία μου, η ανωνυμία μου ταιριάζει. Θέλω μόνο κάποιος να μου πει γιατί ο Λόρενς έσπασε σε τόσα κομμάτια πριν φύγει.

[το γράμμα αυτό θα μείνει ανυπόγραφο]

Η γάτα ξέρει πως ο Λόρενς νιώθει κίβδηλος. Ξέρει πως κάθε στιγμή είναι θέατρο, κάθε μεγάλη στιγμή είναι όπερα. Γι’ αυτό κι αναρωτιέται. Θα θυμάται η ιστορία την στρατιωτική ιδιοφυία ή τον ποπ εισβολέα; Τον εραστή της ερήμου ή τον ερασιτέχνη; Μήπως ξεχάσουν οι λάτρες της αμμοβολής τα πάντα μπροστά στην αλγολαγνεία και ανακαλούν μόνο τον οργανωτή λεσχών μαστίγωσης; Όμως την κουράζουν τα διλλήματα, κι όταν ο κόσμος ερωτεύτηκε τον Πήτερ Ο’ Τουλ, αναγνώρισε σ’ αυτόν τον πραγματικό αίλουρό της. Ο Λόρενς είχε συρρικνωθεί πια σε κάτι που λεγόταν Ρος και μετά Σω, και ποιος ξέρει ποια άλλη επώνυμη ανωνυμία θα τον κάλυπτε αν δεν τον σταματούσε το τροχαίο. Η γάτα δεν χρειάζεται πια ένα γιο κοντό νάρκισσο με μακρύ σαγόνι. Έχει έναν ψηλό πανέμορφο νάρκισσο με ειρωνικά μάτια.

28.2.1917

Αγαπητό Σκουλήκι,

Σου στέλνω μερικά γραμματόσημα 1/8 της πιάστρας– μόλις εκδόθηκαν. Η διάτρηση είναι καλύτερη από την προηγούμενη και μου αρέσει το σχέδιο. Εσύ τι λες;

Πες μου αν υπάρχουν άλλα που θέλεις. Κυκλοφορούν 1 π. 1/2π, 1/4π, 1/8π μπλε, κόκκινο, πράσινο και πορτοκαλί. Ένα 2π αναμένεται.

Ξαναφεύγω σύντομα

Ν

Η γάτα ξέρει πως ο Λόρενς που κρύβεται πίσω από το γράμμα Ν απευθύνεται στον μικρότερό του αδελφό. Στον μικρό της τον ευκίνητο, τον ευέλικτο, τον ενικό. Ενώ ο Ν είναι ο σιδερόφρακτος χαμαιλέων, ο καρκίνος της άμμου, ο κάβουρας της μετάλλαξης. Κι από τότε που συρρικνώθηκε ο Ο’ Τουλ, η μοίρα της γάτας θα είναι να παίζει πια με τον μεγάλο της κάβουρα στην αιωνιότητα.

⸙⸙⸙

Σολ Μπέλοου (10 Ιουνίου 1915 – 5 Απριλίου 2005)

Εκρηκτικός, σαρωτικός καναδοεβραίος νομπελίστας, πληγωμένος ταύρος εν υαλοπωλείω, σ’ αυτό το γράμμα που έγραψε στα δεκαεπτά του χρόνια σε (πρώην;) κορίτσι του προσφέρει πρόγευση των ηδονικών πληγμάτων που θα δεχτούν όσοι αναγνώστες αλλά και φίλοι βρεθούν στο δρόμο του.

Η Περλ δεν εντοπίζεται

Προφανώς σε διακοπές με έναν από τους αδελφούς του, ο Σολ Μπέλοου, που έχει μόλις κλείσει τα δεκαεπτά, γράφει το πρώτο του σωζόμενο γράμμα προς την ως τότε εκλεκτή του Γέττα.

Προς Γέττα Μπασέφσκυ

28 Μαΐου 1932, Σάουθ Χάρβεϊ, Μίσιγκαν

Αγαπητή Γέττα

Ξέρω πως αυτό το γράμμα είναι απρόσμενο, αν και λιγότερο απρόσμενο από την ξαφνική μου αναχώρηση. Τα συμβάντα της ημέρας με αναστάτωσαν αλλά βρίσκω την ευκαιρία να σου γράψω, Γέττα, γι’ αυτό που εδώ και βδομάδες ζυμώθηκε στο στήθος μου, κόχλαζε μέσα μου και δεν έβρισκε εκτόνωση. Είναι κάτι, Γέττα, που κυρίως από ανασφάλεια και δείλια δεν σου είχα αναφέρει.

Τώρα είναι σκοτάδι κι ο μοναχικός άνεμος κάνει τα δέντρα να ψιθυρίζουν. Κάπου μέσα στη νύχτα ένα πουλί μιλάει με τον αέρα. Η χώρα κοιμάται. Τα κύματα ορμούν μανιασμένα προς το σπίτι, γρυλίζουν και αποσύρονται. Το φως ταλαντεύεται. Ρίχνει σκιές στο χαρτί, στο πρόσωπό μου. Σκέφτομαι, Γέττα, πλανιέμαι στη νύχτα, στο άπειρο και οι σκέψεις μου είναι όλες για σένα. Αλλά οι σκέψεις αυτές δεν είναι εντελώς θετικές, κεντρίζουν, μαστιγώνουν.

Ίσως τώρα σκεφτείς «λεξιλάγνος». Γιατί έχεις νεο-κομμουνιστικό πνεύμα. Αλλά συγχρόνως προαισθάνεσαι, συγχρόνως προσεύχεσαι. (Γιατί είσαι ευλαβής, Γέττα).

Σιχαίνομαι το μελόδραμα. Το μόνο που σιχαίνομαι περισσότερο από το μελόδραμα και το σπανάκι είναι ο εαυτός μου. Νομίζεις πως είμαι τρελός; Είμαι. Αλλά έχω την πένα μου. Είμαι στο στοιχείο μου και σε προκαλώ. (Μακρά παύση, ριπαίος αναστεναγμός και ο αδάμαστος Μπέλοου ξεδιπλώνει υπόσταση και ισχύ.)

Εδώ και λίγο καιρό παρατηρείται χάσμα μεταξύ μας. Φαίνεται πως ο ανεπίδεκτος [Νέιθαν] Γκόλντσταϊν παρουσιάζει κινητικότητα. Φαίνεται πως παρουσία τρίτων είσαι πολύ εκδηλωτική απέναντί του. (Επ’ ευκαιρία, Γέττα, μην ξεχάσεις να δείξεις το γράμμα μου στον Γκόλντσταϊν.) Δεν κάνω θυσίες, σε απελευθερώνω. Απεχθάνομαι τη θυσία και το μαρτύριο.

Κι έτσι, κοινή συναινέσει χωρίζουμε. Εσύ θα ακούς τις μαρξιστικές ιερεμιάδες του Γκολντστάιν με δήθεν ενδιαφέρον. Εγώ θα κορφολογώ τον χυμώδη χωροχρόνο και θα πνίγω επιθυμία και ελπίδα. Και δεν μετανιώνω. Θα φορέσω τον μανδύα της πληγωμένης αυτοσυγκράτησης. Ίσως βρω παρηγοριά στη φιλοσοφική γαλήνη του ασκητή. Σε μερικές εβδομάδες με κυνική χαλάρωση του χείλους και ένα βαριεστημένο βλέμμα στον άθλιο κόσμο, εγώ ο νέος ιδεαλιστής θα αποθέσω τη θλίψη και την καρδιά μου στα πόδια της Περλ. Αν τα περιφρονήσει, θα γράψω σπαραξικάρδια ποίηση. Αν όχι, θα πέσω σε λήθαργο αυταρέσκειας που θα κρατήσει μόνο όσο κρατήσει ο έρωτας. Γιατί η αγάπη αποβλακώνει.

Κι έτσι φτάνουμε στη ρήξη.

Ίσως παραμείνουμε περιστασιακοί φίλοι. Αλλά κάποια μέρα, όταν θα είμαι πια ανοϊκός κι εσύ παχύσαρκη με πολλαπλό προγούλι μπορεί και να συμφιλιωθούμε. Στο μεσοδιάστημα να είσαι ευτυχισμένη –και αν μου το επιτρέψει ο διαβόητος σκεπτικισμός μου, θα προσπαθήσω κι εγώ να βρω την πληρότητα κοντά στην Περλ.

Λοιπόν Γέττα,

Είσαι ελεύθερη να χρησιμοποιήσεις αυτό το γράμμα όπως θέλεις.

Αντίο –

Σ

Ο Νέιθαν Γκόλντσταϊν θα παντρευτεί την Γέττα λίγο αργότερα. Μετά το διαζύγιό τους, δεύτερος σύζυγος της Γέττα θα γίνει ο Μαξ Σάκτμαν. Η Περλ δεν εντοπίζεται.

Προς Σολ Μπέλοου

2 Οκτωβρίου 2000, Νέος Κόσμος, Αθήνα.

Πολυαγαπημένε περιστασιακέ μου φίλε Σολ,

Διαβάζω με δέος πως στα 84 απέκτησες μια όμορφη κόρη. Όχι μόνο λεξιλάγνος, λοιπόν. Βλέπεις, δεν έπαψα να παρακολουθώ την πορεία σου από το μακρινό 1932. Δεν είναι δύσκολο, πολυγραφότατος είσαι, αναγνωρισμένος και συγκρουσιακός. Και μισογύνης όπως κάθε άντρας της ζωής μου.

Έχοντας ζήσει με τον Νέιθαν και τον Μαξ, θα συμφωνήσω μαζί σου πως η αγάπη αποβλακώνει, η αμερικανική κουλτούρα επίσης, έτσι κι εγώ ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα παλαιών ηπείρων και νέων πατρίδων και μετοίκησα στο Ισραήλ, όπου και δοκίμασα πολλών μορφών στράτευση. Εν τέλει, μόλις το ευλαβές νεο-κομμουνιστικό μου πνεύμα βρέθηκε αντιμέτωπο με ομοβροντία επιρροών, έκανε παγανιστική στροφή και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 κατοικώ και εργάζομαι στην Αθήνα.

Ο αρχικός μου στόχος ήταν η προϊστορική αρχαιολογία, αλλά με την πτώση της ελληνικής χούντας, ένας νέος παγανισμός που θεοποιούσε άρα και δαιμονοποιούσε την πρόσφατη ελληνική ιστορία με οδήγησε στο Εργαστήριο Ιστορικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. (Πολύ θα σε ενδιέφερε ο Καποδίστριας)

Νομίζω πως η ελληνική έφεση προς ξερολισμό, μεγαλόστομο αποκρυφισμό, μεμψιμοιρία και αχαλίνωτη εικασία θυμίζουν στοιχεία της δικής σου γραφής, ίσως λοιπόν να είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που έχω αδυναμία στους Έλληνες.

Βλέπεις Σολ, ήμουν εκδηλωτική προς τον Γκόλντσταϊν γιατί η φυγή σου δεν ήταν καθόλου ξαφνική ούτε απρόσμενη. Οι σάλπιγγες αναχώρησης ηχούσαν από καιρό και κάποιοι άνθρωποι αποκτούν μυθικές ιδιότητες φεύγοντας (ο παγανισμός που λέγαμε). Η δεκαπεντάχρονη Γέττα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει το κενό που θα άφηνες, έτσι πίστεψα πως οι φιλιππικοί του Νέιθαν θα απάλυναν την οδύνη με την θορυβώδη τους αυταρέσκεια. Ίσως και να το πέτυχαν, δεν θυμάμαι. Πολλά δεν θυμάμαι.

Γι’ αυτό και περνώ τόσα βράδια διαβάζοντας δικά σου γράμματα. Στα χέρια μου έχω τώρα μία ακόμα επιστολή ρήξης – γραμμένη κι αυτή το ʼ32 – που αρχίζει με τις λέξεις: «Ανέφικτη Περλ, εδώ μας οδήγησε η εμφιαλωμένη θρησκεία των πρόγονων σου.» Και καταλήγει: «Διεκδικείς το προνόμιο της υπέρβασης, εγώ τις συμβάσεις της υλικής υπόστασης, άρα δεν θα συναντηθούμε ποτέ.» Υπογράφεις «Σολ, ο εμπειρικός». Δεν χρειάζεται νομίζω να εξηγήσω γιατί το γράμμα αυτό είναι στα χέρια μου.

Δεν έχω προγούλι, Σολ, περιορισμένη κινητικότητα και μερική τύφλωση έχω. Σαν αυτοκριτική μοιάζει αυτό και ίσως να είναι. Μου είχες γράψει τότε πως κάποια μέρα, όταν εγώ θα είμαι παχύσαρκη κι εσύ ανοϊκός, μπορεί και να συμφιλιωθούμε. Τι να την κάνουμε τη συμφιλίωση, Σολ, δεν συγκρουστήκαμε ποτέ όσο κι ας το θέλησες, επίσης δεν είμαι παχύσαρκη και αν κρίνω από την τελευταία σου συνέντευξη δεν είσαι ανοϊκός. Αυτοσαρκαζόμενος επιδειξιομανής είσαι. Το μόνο που σιχαίνεσαι περισσότερο από το μελόδραμα είναι το σπανάκι κι ο εαυτός σου; Αυτά στα 17. Τώρα στα 85 αναρωτιέσαι αν υπήρξες άντρας ή μαλάκας και προσφέρεις στον τυχερό δημοσιογράφο των Τάιμς το εύρος και τον τίτλο της πρόσφατης συνέντευξης. Άντρας ή μαλάκας. Ψευδές το δίλημμα, καλέ μου, πάλι μου θυμίζεις τους Έλληνες φίλους μου.

Ευτυχώς βλέπω ακόμα από κοντά και στις φωτογραφίες που διάλεξαν οι Τάιμς διαπιστώνω με ανακούφιση πως περασμένα τα 80 κι έχεις ακόμα τα περισκοπικά σου μάτια. Δυστυχώς, το δικό μου βλέμμα στέγνωσε λίγο μετά τα 60. Τουλάχιστον το σώμα μου έχει διατηρήσει (όσο κι αν με απειλεί) κάποια παιδικότητα.

Με αυτάρεσκη αγάπη σε χαιρετώ

Γέττα (53 κιλά)

ΥΓ: Αφού μου είχες δώσει την άδειά σου να χρησιμοποιήσω αυτό το γράμμα όπως θέλω, ομολογώ ευθαρσώς πως το συντόμευσα.

⸙⸙⸙

Χάρολντ Πίντερ (10 Οκτωβρίου 1930 – 24 Δεκεμβρίου 2008)

Ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ακτιβιστής, μαχητικός αρνητής της κατηγοριοποίησης, βρίσκει σ’ αυτό το γράμμα μια ακόμη ευκαιρία να επιτεθεί σε κάθε μορφή «νοήματος». Τα δύο πρώτα γράμματα είναι γνήσια. Η απάντηση του Στάνλεϋ είναι προφανώς φανταστική.

[το όνομα διαγράφεται]

Το 1967, λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα στο Μπρόντγουει του έργου του, Το Πάρτι Γενεθλίων, ο Πίντερ έλαβε ένα γράμμα από κάποια κυρία που είχε δει την παράσταση και θέλησε να του υποβάλει μερικές ερωτήσεις. Ακολουθεί η επιστολή της κυρίας και η απάντηση του Πίντερ που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις.

Αγαπητέ Κύριε,

Θα σας ήμουν υπόχρεη αν μπορούσατε να μου εξηγήσετε το νόημα του θεατρικού σας έργου Το Πάρτι Γενεθλίων. Δεν κατανοώ τα ακόλουθα σημεία:

  1. Ποιοι είναι αυτοί οι δύο άνθρωποι;
  2. Από πού είναι ο Στάνλεϋ;
  3. Υποτίθεται πως αυτοί οι άνθρωποι είναι φυσιολογικοί;

Προφανώς καταλαβαίνετε πως χωρίς τις απαντήσεις σε αυτές μου τις ερωτήσεις δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως το έργο σας.

Μετά τιμής

[το όνομα διαγράφεται]

****

Αγαπητή Κυρία,

Θα σας ήμουν υπόχρεος αν μπορούσατε να μου εξηγήσετε το νόημα της επιστολής σας. Δεν κατανοώ τα ακόλουθα σημεία:

  1. Ποια είστε;
  2. Από πού είστε;
  3. Υποτίθεται πως είστε φυσιολογική;

Προφανώς καταλαβαίνετε πως χωρίς τις απαντήσεις σε αυτές μου τις ερωτήσεις δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως την επιστολή σας.

Ειλικρινώς,

Χάρολντ Πίντερ

****

Αγαπητή Κυρία,

Πριν από μερικές μέρες, η Μεγκ Μπόουλς μου προώθησε την απαράδεκτη απάντηση του δημιουργού μου σε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματά σας, που απασχολούν εξίσου κι εμένα από το 1958.

Ποιος είμαι; Από πού είμαι; Είμαι φυσιολογικός; Τουλάχιστον ο Τομ Στόππαρντ, συνάδελφος και φίλος του Πίντερ, έδωσε την ευκαιρία σε δυο σεξπιρικούς χαρακτήρες, τον Ρόζενκραντς και τον Γκίλντενστερν να αναρωτηθούν ποιοι είναι, από πού προέρχονται και γιατί δεν έχουν αναμνήσεις όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Υποπτεύομαι πως ο δικός μου δημιουργός θα λοιδορούσε τέτοιες ευαισθησίες.

Και έτσι δίνω μια πρώτη απάντηση στις απορίες σας. Όχι, δεν είμαι φυσιολογικός. Και δεν ισχυρίζομαι πως οι φυσιολογικοί άνθρωποι είναι αποκύημα φαντασίας, δεν θα σας βαρύνω με ένα ακόμα σλόγκαν. Η σχέση μου με τις ατάκες και τους ατακαδόρους έχει διαρραγεί εδώ και χρόνια μέσα από τους ίδιους τους πιντερικούς διαλόγους.

Οι σιωπές και οι τελετουργίες, κυρία μου, γέννησαν τον πιντερικό κόσμο, και στον κόσμο αυτόν οι απορίες σας, που είναι και δικές μου, εξαερώνονται. Από πού είμαι, αγαπητή μου κυρία; Εσείς έχετε μια κυριολεκτική απάντηση ως προς τη δική σας καταγωγή, κι ας υπονόησε ο γεννήτωρ μου πως υπαρξιακά το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Αλλά τουλάχιστον ξέρετε πού ήσασταν σήμερα το πρωί. Εγώ όμως πού ήμουν πριν πω «…μέρααα» στον Πητ στη σελίδα 8; Για να δούμε τι λέει ο Πίντερ:

«…βρίσκω δυο χαρακτήρες σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο και τους ακούω, τους παρακολουθώ στενά. Το πλαίσιο είναι για μένα πάντα συγκεκριμένο και ειδικό, και οι χαρακτήρες το ίδιο συγκεκριμένοι». Εσείς κυρία μου είστε συγκεκριμένη; Είστε ρευστή, κυρία μου, συνεχώς υπό κατασκευήν και υπό κατεδάφισιν. Σήμερα η χοληστερίνη σας είναι χαμηλή, αύριο μπορεί να ξυπνήσετε με κυκλοφορικό σμπαράλια. Και ξέρετε πως κάποια στιγμή θα γίνετε ανάμνηση, αχνή κατασκευή των φίλων και των συγγενών σας. Εγώ όμως κάπου θα είμαι ξανά, σε λίγους μήνες ή σε μερικά χρόνια, μπορεί να είμαι συγχρόνως στο Γιοχάνεσμπουργκ και στη Μάλτα, στο ραδιόφωνο και σε επετειακή έκδοση, αλλά πάντα συγκεκριμένος. Η πρώτη στιγμή της ζωής μου θα είναι η συγκεκριμένη λέξη «…μέρααα». Μόνη μου ανάσα η περιστασιακή απόκλιση λόγω σαρδάμ ή αυτοσχεδιασμού, όμως κι αυτά συγκεκριμένα είναι.

Κι ας λέει ο Πίντερ πως ανάμεσα στον συγγραφέα και τον χαρακτήρα πρέπει να υπάρχει σεβασμός. Προφάσεις εν αμαρτίαις. Εγώ πάντως δεν μπορώ να σεβαστώ κάποιον που με φυλάκισε στα όρια του συγκεκριμένου, ενώ δηλώνει σε όλους τους τόνους πως με απελευθερώνει. Γιατί όταν λέει πως δίνει στους χαρακτήρες εύρος κίνησης, τελετουργικές ακροβασίες επωάζει, ελεγχόμενα άλματα σε ελάχιστο χώρο. Στον χώρο της ερμηνείας, του ηχοχρώματος, των παύσεων, του αγίου λάθους.

Αυτό είμαι λοιπόν, κυρία μου. Ένας σαλτιμπάγκος που πάντα θα ελπίζει στο άγιο λάθος, ένας υιός του Θεού. Ο αποδιοπομπαίος τράγος που εξοντώνεται για να ξαναγεννηθεί στην επόμενη παράσταση.

Με φιλικούς χαιρετισμούς,

[το όνομα διαγράφεται]


[1] Το έργο του Τ.Ε. Λόρενς, Επτά στύλοι της σοφίας κυκλοφόρησε από την Εστία το 1991

Κύλιση στην κορυφή