Αχ Πηνελόπη!
Έλα, κάτσε κοντά μου. Βγάλε το ψάθινο καπέλο σου με την τριανταφυλλί κορδέλα, άσε και το ομπρελίνο σου εκεί. Ξαρματώσου. Να σου φέρω κι ένα ζευγάρι παντόφλες; Τα πόδια σου υποφέρουνε, μου φαίνεται, σε τούτα τα μποτίνια. Στενά παπούτσια, μεσάτο μακρύ φόρεμα με δαντέλα και βολάν…Πώς μπορείς; Πώς μπορούσατε να περπατήσετε, να τρέξετε, να αναπνεύσετε… Αλλά έπρεπε να κρατήσεις τη θέση σου, να ντύνεσαι και να φέρεσαι όπως το επέβαλλε η τάξη σου και τα βαριά ονόματα που έφερες: Μπενάκη, Χωρέμη, Δέλτα. Του πατέρα, της μητέρας, του συζύγου.
Θέλεις καφέ; Τσάι; Ωραία. Έχω αγγλικό τσάι και ωραίο πορσελάνινο σερβίτσιο, της νονάς μου, θα σου αρέσει. Μόνο αυτά έχω να σου θυμίσουνε λιγάκι τη φινέτσα και το γούστο που είχατε στο σπίτι σου στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα και, φαντάζομαι, στις ευρωπαϊκές πόλεις όπου έζησες. Κατά τα άλλα, βολέψου με τη σκευή τύπου IKEA που βλέπεις εδώ, συγγνώμη κιόλας.
Ε, λοιπόν. Ξέρεις κάτι; Με όλον τον θαυμασμό που τρέφω βέβαια για την προσφορά σου στην παιδική λογοτεχνία…Γιατί με σένα, στην ουσία, εμφανίζεται η παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Δεν το λες και λίγο αυτό. Αλλά…Μόλο που αγαπήσαμε, γενιές και γενιές, το Παραμύθι χωρίς Όνομα, τα Μυστικά του Βάλτου, τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου, και ακόμη πιο πολύ, τον Μάγκα και τον Τρελαντώνη, για να αναφέρω τα best seller σου, ωστόσο σήμερα, για να είμαστε ειλικρινείς δηλαδή, δύσκολα τα διαβάζουν τα παιδιά. Στο πρωτότυπο τουλάχιστο. Μην κοιτάς που επανεκδίδονται συνέχεια, ιδίως μετά την απελευθέρωση των δικαιωμάτων.
Εδώ έχει ζάχαρη. Κι αυτά τα μπισκότα είναι με τζίντζερ. Προσπάθησα, ναι, να μαντέψω τα γούστα σου! Υπηρέτρια; Όχι βέβαια. Δεν έχω. Αλλά έχουμε πολλές συσκευές που κάνουν τη δουλειά. Κι ύστερα το βλέπεις το σπίτι. Είναι μικρό. Δεν είναι σαν το παλατάκι σου στο Καρτιέ Γκρεκ της Αλεξάνδρειας και στην Κηφισιά.
Θα σ’ το πω στα ίσια. Σ’ αγαπούσα λίγο τότε, μικρή, μα πιο πολύ σ’ αγάπησα τώρα, μεγάλη για τα βιβλία εκείνα που κράτησες κρυφά. Για τα αυτοβιογραφικά σου. Ημερολόγια, επιστολές, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα χιλίων και βάλε σελίδων, τι όγκος! Μα εσύ δεν πρέπει να έκανες άλλο στη ζωή σου παρά να γράφεις! Κατέγραψες όλη σου τη ζωή, και μπράβο σου γιατί από αυτήν περνά η Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας.
Είχες την αίσθηση της Ιστορίας, αυτής που έγραψαν οι Έλληνες ήρωες που τόσο τίμησες στα βιβλία σου, και σπουδαίοι πολιτικοί όπως ο αγαπημένος σου Ελευθέριος Βενιζέλος και ο έρωτάς σου, ο Ίωνας Δραγούμης. Αλλά ένιωθες και τη δική σου τη ζωή ως μέρος της μεγάλης Ιστορίας. Λογικό. Αφού συνδέθηκες στενά με τους πρωταγωνιστές της. Μα σ’ ένοιαζε και μια άλλη ιστορία, εκείνη που σήμερα είναι παντιέρα που την ανεμίζουνε παντού, αλλά τότε ήταν αθέατη, αφανής, αβάφτιστη, σχεδόν, στην Ελλάδα. Μιλώ για τη θέση της γυναίκας. Η μοίρα της, μάλλον, το πεπρωμένο της να ζει σκλάβα σε γάμους που αποφάσισαν άλλοι για εκείνην. Τα λες αυτά στις Ρωμιοπούλες έξω από τα δόντια. Δριμύ κατηγορώ εξαπολύεις χωρίς ποτέ να γίνεται ο χυμώδης λόγος σου μανιφέστο. Υπέφερες κι εσύ τόσο από αυτό! Από τον επιβεβλημένο γάμο.
Πες μου όμως, Πηνελόπη, λαχταρώ ν’ ακούσω από το ίδιο σου το στόμα, γιατί εδώ οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές του έργου σου κάνουν ένα σωρό υποθέσεις, αλλά βεβαιότητα καμία. Γιατί δεν έσπασες τα δεσμά του γάμου σου; Γιατί δεν έζησες μέχρι τέλους τον εφηβικό έρωτά σου που περιγράφεις στις Ρωμιοπούλες και, αργότερα, τον άλλον, με τον Δραγούμη;
Και κάτι ακόμη που με καίει: γιατί δεν εξέδωσες το αυτοβιογραφικό σου έργο, τουλάχιστο το μυθιστόρημα, που ήταν έτοιμη τριλογία, με πάλλοντα λόγο, και απαλλαγμένη από το βάρος της μετάδοσης του πατριωτικού φρονήματος σε παιδιά;
Εκεί έκρυψες τη ζωή σου.
Εκεί ο μυστικός σου κήπος.
Φρόντισες να αφήσεις αυτό το έργο στους επιγόνους. Τους είπες «φυλάξτε το». Και ίσως «δημοσιεύστε το όταν κρίνετε»; Γιατί όμως; Γιατί δε δημοσίευσες τότε που η φωνή σου για τις Ελληνίδες που παρέμειναν σκλάβες σε άλλους αφέντες αλλά και στις ίδιες τις σκουριασμένες ιδέες τους, έπρεπε να ακουστεί;
Πάντως δεν είναι η ιδιωτική, κρυφή ζωή που αποκαλύπτεις στην «Πηνελόπη αυτοβιογραφούμενη» που με γοητεύει. Είναι η λογοτεχνική σου στόφα, η γλώσσα, κυρίως, εκείνη η δημοτική της εποχής χωρίς ακρότητες, αλλά με λέξεις που σήμερα τις διαβάζεις και ξανακαινουργιώνουν το νόημά τους. Γράφεις, για παράδειγμα, «εγκαρδιώνω» αντί «ενθαρρύνω» που λέμε εμείς σήμερα. Κι αμέσως η πράξη αποκτά καρδιά, ρέει ζεστό αίμα σ’ αυτό το ρήμα!
Γιατί συννέφιασες, καλή μου; Που σου μιλάω στον ενικό; Ενώ εσύ μιλούσες στον πληθυντικό ακόμη και στη μάνα σου ακολουθώντας τους γαλλικούς τρόπους; Μα είδες τι απόσταση, τι ψύχρα, τι καταπίεση έκρυβε αυτή η σχέση μάνας-κόρης. Ο πληθυντικός, φταίει, θα μου πεις; Ε, ήταν κι αυτός ένας κορσές όπως όλοι οι κορσέδες που σ’ έσφιγγαν και σ’ έστελναν κατευθείαν στην κάμαρά σου να γράψεις, να ξεσπάσεις.
Τουλάχιστο έβγαλε ένα καλό αυτή η φυλακή: τις πιο ωραίες ιστορίες σου που χαίρομαι εγώ τώρα.
Τι κοιτάς; Την ακακία που φαίνεται από το παράθυρό μου; Η ανάσα μου. Αλλά ναι κι εμένα με μελαγχολεί τα βροχερά Κυριακάτικα απογεύματα, όπως σε μελαγχολούσε και εσένα το δέντρο της αυλής στην Αλεξάνδρεια. Είχες άραγε ροπή προς τη μελαγχολία, πράγμα που εξηγεί ίσως και την αυτοχειρία σου και τις προηγούμενες απόπειρές σου; Ή μήπως ήταν η ταύτισή σου με τις τύχες του Έθνους που σε ζόρισαν όταν έρχονταν σκοτεινοί καιροί; Σιωπάς ε; Σωστά. Ό,τι είχες να πεις, το είπες με την πένα σου. Κι ό,τι καταλάβει ο καθένας. Εγώ υποψιάζομαι ότι σχίστηκε το είναι σου στα δυο. Από τη μια η Πηνελόπη, «μητέρα του Έθνους», του Χρέους και της Αρετής και από την άλλη η Πηνελόπη του έρωτα και του πάθους. Κι ανάμεσά τους μια αβάσταχτη ενοχή.
Σε βλέπω παίρνεις το καπέλο σου, το ομπρελίνο κι ετοιμάζεσαι να φύγεις δίχως να πεις λέξη.
Επιστρέφω στα βιβλία σου λοιπόν.
Αντίο κυρία Πηνελόπη Δέλτα.
Ήταν λάθος ο ενικός και αυτή η οικειότητα.
Θα παραμείνετε η μεγάλη κυρία της παιδικής λογοτεχνίας και μία διανοούμενη της μεγαλοαστικής τάξης που δώρισε στην πατρίδα ό,τι είχε να δωρίσει.

