[Από τα κατάλοιπα του φυσιοδίφη και συγγραφέα Ιουλίου Αποστόλου. Tο δακτυλόγραφο, που βρέθηκε από τον ανιψιό του εκλιπόντος, έφερε σφραγίδα με την ένδειξη «απορριφθέν» από την επιστημονική επιθεώρηση Ο κόσμος του νερού. Ο κριτής του κειμένου είχε σημειώσει ιδιοχείρως δίπλα στη στάμπα με το κόκκινο μελάνι: «Ανορθόδοξο. Ανακριβές. Αντιεπιστημονικό. Εκκεντρικό». Στη συνέχεια το κείμενο τέθηκε υπ’ όψιν της συντακτικής ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού Άρκευθος].
Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ ΞΙΦΟΜΑΧΟΣ
Όταν ο Ιάπωνας βιολόγος Kojiro Kato περιέγραφε για πρώτη φορά τον πλατυέλμινθα Pseudobiceros gratus το 1937, πιθανόν να είχε γοητευτεί από την εμφάνισή του. Πράγματι, καθώς ο στροβιλιστικός αυτός σκώληκας διασχίζει τις υδάτινες στήλες των θαλασσών της Κεϋλάνης, της Μικρονησίας, της Χαβάης και της Ιαπωνίας όπου προτιμά να διαβιώνει, εκθέτει στο βλέμμα του παρατηρητή το φυλλοειδές, περίκομψο σχήμα του, το οποίο, βοηθούμενο από ένα ζεστό χρωματικό μοτίβο που διατρέχουν σκούρες στιλπνές γραμμές και την κυματοειδή κίνησή του, στιγμές στιγμές αποδίδει τη συναρπαστική εικόνα πλέοντος αιδοίου.
Το ενδιαφέρον όμως που προκάλεσε αυτός ο πλάνητας σκώληκας δεν εξαντλήθηκε στη χάρη της μορφής του (gratus σημαίνει ευχάριστος), καθώς η μελέτη της βιολογίας του αποκάλυψε όχι ένα, αλλά δύο αρσενικά μόρια στη γεννητική περιοχή (μια ανατομία που, όπως γνωρίζουμε σήμερα, απαντάται στους περισσότερους εκπροσώπους του ερμαφρόδιτου αυτού γένους). Η παρθενική δε παρακολούθηση της ερωτικής πράξης μεταξύ ατόμων του είδους έφερε στο φως μια πρωτοφανή στο ζωικό βασίλειο συμπεριφορά-τελετουργία και γέννησε μια μακρά σειρά από επιστημονικά άρθρα: έχοντας τεθεί για λίγες στιγμές αντιμέτωποι, οι δύο αμφίφυλοι εραστές άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τα διεγερμένα, οξύληκτα πέη τους εν είδει λεπίδων, αποκρούοντας και καταφέροντας ισχυρά χτυπήματα ο ένας στον άλλο, κάποτε προκαλώντας βαθιές πληγές. Η ιδιότυπη αυτή ξιφομαχία, που διήρκεσε ώρα πολύ, έλαβε τέλος όταν ο ένας σκώληκας τρύπησε δυνατά με τα δυο του πέη, καταφέρνοντας να εγχύσει το σπέρμα του κάτω από το δέρμα του αντιπάλου. Αίφνης η ερωτική πράξη ολοκληρώθηκε. οι δύο εραστές αποτραβήχτηκαν για να γλείψουν τις πληγές τους. η γονιμοποίηση του ηττημένου μονομάχου είχε πλέον δρομολογηθεί, όπως είχε πρόσκαιρα καθοριστεί και η θηλυκή του μοίρα, υποχρεώνοντάς τον στην ενεργοβόρα και κοπιώδη κυοφορία, εκθέτοντάς τον στις περιπέτειες και στους κινδύνους της ωκεάνιας μητρότητας.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΩΝ
Το μαλακόστρακο των Ινδικών Θαλασσών, γνωστό τα παλιά χρόνια με το γαλλικό του όνομα bouche de mer στο εμπόριο της Ανατολής (για να μνημονεύσουμε τον πλοίαρχο Benjamin Morrell και την περίφημη «Αφήγηση των Τεσσάρων Ταξιδιών στις Νότιες Θάλασσες» του 1832, όπου απαντάται η πρώτη περιγραφή του), φαίνεται ότι είναι υπεύθυνο για τον μέχρι πρόσφατα ανεξήγητο, βίαιο θάνατο μικρού αριθμού νεοσσών χελιδονιού στις χώρες της Άπω Ανατολής –φαινόμενο που απασχόλησε τους ορνιθολόγους της Κίνας, των Φιλιππίνων και της Ταϊλάνδης. Τα θαλάσσια αυτά εχινόδερμα του γένους Holothuria που αναπαράγονται με σεξουαλικό τρόπο (όχι αυτονόητη φυσική επιλογή για το φύλο των Echinodermata), φέρουν έρποντας τα ατρακτοειδή σώματά τους στα παράκτια, αβαθή ύδατα της Κίτρινης Θάλασσας και του Κόλπου της Βεγγάλης προκειμένου να ελευθερώσουν, εν μέσω ηδονικού τρέμουλου και μικροσκοπικών αμμωδών στροβίλων, στη στήλη του νερού τους γαμέτες τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχοντας εγκαταλείψει προσωρινά το ασφαλές ενδιαίτημά τους στα βάθη των θαλασσών για χάρη του έρωτα, εκθέτουν τον εαυτό τους σε πολλαπλούς κινδύνους. Ένας από αυτούς έχει τη μορφή ενός χελιδονιού που ενδημεί σε τούτα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη: εντοπίζοντας τους αργοκίνητους βενθικούς εραστές κατά την περιπολία τους πάνω από τα διάφανα νερά, οι ιπτάμενοι θηρευτές με τη διχαλωτή ουρά εφορμούν με ταχύτητα και ραμφίζουν το μαλακό, μυώδες σώμα των ολοθούριων που δεν φέρει προστατευτικές άκανθες, αποσπώντας από αυτό μια ζελατινώδη μεμβράνη που, όταν ξεραθεί, λειτουργεί σαν συγκολλητική ουσία στο κτίσιμο της καινούργιας φωλιάς –εξ ου και οι περιζήτητες στις αγορές της Καντόνας, της Μανίλας και της Σιγκαπούρης βρώσιμες χελιδονοφωλιές με τις περιβόητες αφροδισιακές ιδιότητες. Όταν, κάποιες φορές, κατά την ερωτική αναζήτηση τα ολοθούρια καταλήξουν σε νερά όπου εκδηλώνονται παλιρροϊκά φαινόμενα, την ώρα της άμπωτης μένουν απροστάτευτα στο έλεος του ήλιου και ξεραίνονται. Αν τις στιγμές εκείνες πέσουν θύματα επίθεσης από αέρος, το βιολογικό υλικό που θα πάρουν μαζί τους τα χελιδόνια είναι ήδη ελαττωματικό. Έτσι, λίγες εβδομάδες αργότερα, και υπό την επίδραση των κραδασμών που δημιουργούν οι κινήσεις των πεινασμένων νεοσσών καθώς αρχίζουν να διαγκωνίζονται μες στη φωλιά ζητώντας επιτακτικά τροφή, οι αρμοί χαλαρώνουν, ρωγμές εμφανίζονται στο τοίχωμα και τελικά η κατασκευή καταρρέει, συμπαρασύροντας στην πτώση και στον θάνατο τους νεαρούς, ανίκανους ακόμα να πετάξουν ενοίκους της.

