Κώστας Σιαφάκας

Ζωγραφική παιδαγωγική – Ένα κείμενο μνήμης για τον Χρόνη Μπότσογλου (1941-2022)

Θυμάμαι τον Χρόνη Μπότσογλου μονίμως χαμογελαστό. Ένα αθέατο μειδίαμα, κρυμμένο κάτω από το μουστάκι του, στρογγύλευε τα μάγουλά του και φώτιζε όλο του το πρόσωπο. Καθώς υπάρχουν πολλά είδη χαμόγελου, οφείλω να πω ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη δική του φυσιογνωμία είναι το χαμόγελο της καλοσύνης. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι στην περίπτωση του καθηγητή Μπότσογλου, επρόκειτο για καλοσύνη δραστήρια, ενεργητική, διεισδυτικήˑ δεκτική και, ταυτόχρονα διεκδικητική, καλοσύνη επαγρύπνησης, προερχόμενη αφενός από τον φυσικό του τρόπο και χαρακτήρα και αφετέρου από την επίγνωση της παιδαγωγικής του ευθύνης. Αναμφίβολα, ο Χρόνης Μπότσογλου ήταν αγαπητός σε όλη την ακαδημαϊκή και φοιτητική κοινότητα, χάρη σε αυτήν την πολύπλευρη καλοσύνη του. Όπως επιβεβαιώνουν πολλοί μαθητές του, αναπολώντας τα χρόνια των σπουδών τους στην Α.Σ.Κ.Τ., ο Μπότσογλου διέθετε την ικανότητα να συνδυάζει αυστηρή διδασκαλία και ευθυκρισία με αμέριστη κατανόηση και τρυφερότητα. Ήταν δάσκαλος τέχνης και ταυτόχρονα δάσκαλος ενσυναίσθησης. Αφουγκραζόταν τους φοιτητές, μοιραζόταν τους προβληματισμούς τους, συμμεριζόταν τα πιθανά αδιέξοδά τους και βίωνε με ενθουσιασμό τις κατακτήσεις και τις επιτυχίες τους. Δεν περιοριζόταν στο τυπικό ωράριο του εργαστηρίου. Καταμεσής του διαδρόμου, έξω από το κυλικείο, στον υπαίθριο χώρο της Σχολής, ανέβαλλε άλλες υποχρεώσεις για να στήσει φωλιές επικοινωνίας που δίδασκαν το επείγον της τέχνης και την αναμφισβήτητη προτεραιότητα των ζητημάτων της. Τη ζωγραφική, που αγαπούσε βαθιά, τη δίδασκε όπως την ασκούσε, επίμονα και στοχαστικά, και τόνιζε τον ψυχοκοινωνικό της ρόλο ανατροφοδοτώντας την αδιαλείπτως με τη δυναμική του παρόντος. Το αδιαμεσολάβητο και ζωντανό τώρα, το ένστικτο της αναπαράστασης που γίνεται συνείδηση και καλλιεργείται πνευματικά, η σημασία του σχεδίου και η επίμοχθη εκμαίευση της μορφής από το βάθος της όρασης και της αντίληψης, η αποδοχή των αμφιβολιών και η συμπερίληψή τους στο έργο, ο άνθρωπος στο κέντρο της εικόνας και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Στοιχεία που τροφοδότησαν το πάθος και το περιεχόμενο της μακράς διδασκαλίας του Μπότσογλου στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά σημάδεψαν και το δικό του έργο. Έργο πλούσιο και πολυδιάστατο, το οποίο, κατ’ αναλογία με την εκπαιδευτική του δραστηριότητα, τάχθηκε στην προσπάθεια σύζευξης και ταυτόχρονης λειτουργίας ετερόκλητων και δυσπροσάρμοστων μεταξύ τους στόχων. Στη ζωγραφική του Μπότσογλου η αναλυτική, μέσω του σχεδίου, μελέτη της (ανθρώπινης, κατά κύριο λόγο) μορφής διεκδικεί συγχρόνως και την έκφραση του ψυχολογικού βάθους της μορφής. Η προσήλωση στη σπουδή δεν αγνοεί την αφηγηματική δύναμη της εικόναςˑ αντιθέτως, το σχέδιο μεταβάλλεται σε μια διεσταλμένη πρόθεση, που μάχεται γι’ αυτή την πολύτιμη συνεκτικότητα. Ο Χρόνης Μπότσογλου γίνεται ο ευλύγιστος καλλιτέχνης που «ανοιγοκλείνει» κοινωνικά, προκειμένου να συνδυάσει τη γόνιμη απομόνωση του εργαστηρίου και τον επικοινωνιακό-εξωστρεφή χαρακτήρα της τέχνης. Λάτρης του Τζιακομέττι αλλά και του Μπέικον, του Μπουζιάνη αλλά και του Χαλεπά, ο Μπότσογλου εξελίχθηκε ενδίδοντας στην πολλαπλότητα των επιρροών και των επιθυμιών του, συγκροτώντας, έτσι, μια καλλιτεχνική ταυτότητα χωρίς τεχνητά, ανελαστικά όρια. Ζωγραφίζει, σχεδιάζει και ψυχογραφεί με το ίδιο πινέλο. Κάνει οικογένεια, μεγαλώνει τα παιδιά του, τους ζωγραφίζει όλους και, παράλληλα, τον εαυτό του. Ζωγραφίζει γυμνός και γονατιστός τον γυμνό και γονατιστό εαυτό του. Κάνει γλυπτική. Στέκεται ατάραχος και τρυφερός αντίκρυ στην άρρωστη μητέρα του και τη ζωγραφίζει με πάθος. Εμφανίζεται, αποσύρεται, μελετά, χαμογελά πάντα. Στο τέλος, λαμβάνει τη θέση του στο παράθυρο, «Απέναντι του βουνού». Τα τελευταία έργα του Χρόνη Μπότσογλου είναι τοπία. Εμπνευσμένα από τη θέα του σπιτιού του στη Μυτιλήνη, τα έργα αυτά προέρχονται τόσο από την ενατένιση του απέναντι βουνού όσο και από το ρίζωμά του στην ψυχική μνήμη του ζωγράφου. Ο Μπότσογλου προαναγγέλλει το ζωγράφισμά τους από το 1977, σημειώνοντας τότε στο προσωπικό του ημερολόγιο: «Λέω, άμα γεράσω, όταν θα έχω ξοφλήσει τα χρωστούμενα, χωρίς άλλη έγνοια θα κάτσω εδώ με ένα πολύ μεγάλο τελάρο για να ζωγραφίσω το βουνό. […] Λέω στα γεροντάματά μου θα έχω τα μάτια για να μπορώ να δω τον κάμπο και το βουνό και τη θάλασσα. Θα έχω κερδίσει τη σεμνότητα και την υπομονή για να δω τα δέντρα και τα σπαρτά να μεγαλώνουν. Ως τώρα δεν τόλμησα να πάω πέρα από τα σχέδια. Και καμαρώνω τον Θεόφιλο που τα ζωγράφισε όλα τόσο αληθινά». Η ανθρωποκεντρική ζωγραφική του Χρόνη Μπότσογλου, λοιπόν, στην κορύφωση της πορείας της, μοιάζει να δίνει τη θέση της στο τοπίο. Θα μπορούσαμε, ωστόσο, να φανταστούμε κάποιο άλλο θέ(α)μα (ή αλλιώς ζωγραφισμένο) που να προεκτείνει και ταυτόχρονα να κατευνάζει την αγωνία του ανθρώπινου βλέμματος;

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή