Μετάφραση: Ηλίας Κεφάλας
1
l’ abeille fuit l’ ombre
le miel serait-il moins odorant
qu’ au soleil ?
2
les ivresses de la nuit
valent amplement
l’ éblouissement du jour
3
ville sous le soleil
les ombres furtives
bavardent
4
campagne au soleil rasant
ma main sur la vitre
le train disparait
5
à tout moment l’ amour
à tout moment la foudre
tous ces moments qui meurent
6
buée fragile de l’hiver
haleine éperdue du printemps
main tueuse de l’ été
langue brȗlée de l’automne
7
le poème dit à l’ aveugle
ce que le poète
ne voit pas
8
en septembre deux mille un
le lait du siècle
a tourné
9
entre le mot et la mort
chacun chemine
l’ r de rien
10
la pluie bavarde avec le toit
le soleil fait danser les rideaux
inanité confortable du quotidien
11
face à la mer
une falaise de paroles
friable
12
sur le ciel blanc
le griffonnage
d’ un grand pin noir
13
corps flottant
(la vie)
un coup d’ épée dans l’ eau
14
dans l’ alcool du ciel
le glaçon de la lune
ivresses de l’ insomnia
15
rien ne meurt
tout renaît
même le désespoir
16
nos rêves
condamnés à n’ être que des rêves
les boulets de la nuit
17
on ne saurait pendre un oiseau vivant
les ailes de la mort pèsent peu
au regard des rémiges
18
le temps est une main qui s’ ouvre qui se ferme
ainsi l’ amour qui nous fait naître
et nous détruit
19
le silence range ses chaussons
le temps avance à reculons
vers le royaume de l’ ennui
20
dans le regard de nourrisson
le terrible savoir de ce qu’ il fut
avant de n’ être plus que ce qu’ il est
21
coupable de ce qu’ on a fait
sans doute
responsable de ce qu’ on n’ a pas fait
pour sȗr
22
tu portes en toi tant de passé
de vies que tu n’ as pas vécues
comment ne pas souffrir de ce que tu ignores
23
ta mère a fabriqué ton corps
ton père te l’ a appris
pas étonnant dès lors
que de vivre tu sois surprise
24
j’ aimerais ne pas être moi-même
(aurais-je aimé être moi-même ?)
25
la mer
ce poème qu’ on écrira jamais
les mots n’ y ont pas pied
26
la langue pèse dans la bouche
trop de viande entre les dents
et si peu dire
27
dire le deuil des feuilles mortes
avec des mots
qui ne repoussent pas
28
le temps n’ existe pas
comment vieillir
dans ces conditions
29
toujours ailleurs et toujours là
et dans le même temps
en somme
30
dimanche après-midi de cimetière
au milieu d’ un printemps incertain
31
les chevaux de la colère
crèvent le brouillard
32
la nuit
l’ impensable beauté
de son obscurité
33
l’ humus que je te conte
est celui de mes mots
pas celui que tu foules
34
mourir
ce que doit ressentir le sucre
au moment de fondre dans le café
35
oubliées dans la poussière
des ruines
les briques de la mémoire
36
sur la houle du temps
voguant
le voilier croit dans le vent
37
ma parole ne tient plus qu’ à un fil
araignée
que le moindre courant d’ air ferait choir
38
dès qu’ il bouge son cul
le paon
éclabousse le ciel
39
l’ Ange Noir du carrefour
ramasse les poubelles
pleines de peines
40
ces mains de feuilles mortes
fripées d’ automnes entassés
appuyées sur la terre
41
touchant l’ extrémité de toi
ma peau de linge chiffonné
froisse les miroirs
42
depuis les origines
nous piétinons des crânes
nous marchons sur des cris
immense cimetière la terre
43
au-dessus des décombres
la salive des trépassés
notre sève
44
stèles de chair au-dessus de nos livres
sur notre front de pierre
les noms de tous les oubliés
45
le ciel crache sur nous
une lumière qui nous incinère
46
tu peux toujours écrire sur le soleil
ton encre est noire
47
tu cherches à tâtons dans l’ Histoire
ta propre histoire
(l’ est-elle tant que ça ?)
48
si tu détiens la vérité
c’ est que tu lui as mis
des menottes
49
de même que tu n’ es vivant
qu’ en vivant
tu n’es toi-même qu’ en renonçant à le devenir
50
ce n’ est pas le temps qui passe
c’ est toi qui fuis
un présent de toute éternité
51
«ici et maintenant»
c’ est partout
et tout le temps
52
le jour jette les frusques de tes rêves
dans le grand sac à linge sale de la nuit
53
il reste toujours de l’ horizon
que ton regard n’ a pas atteint
(ce que tu cherches)
54
la nuit il remplit sa poubelle de souvenirs
le petit matin la vide
dans la décharge amnésique du monde
55
le mica pétillant d’ un regard
brȗle comme une loupe
56
ces mots de sexe dans ta bouche
entrent et sortent
t’ enfanteront peut-être
57
entre les mots une méduse de silence
qu’ agite le sens en ses courants contraires
58
les mots
cailloux crachés
dans la mer aphone
59
la flamme n’ éclaire pas l’ obscurité
elle n’y fait que des trous
60
entre langue et palais
le chardon du silence
gare à toi qui oses saigner
61
des vagues dans la nuit
brisent l’ âme
cris de galets
62
nostalgie
une paupière grillagée
entre le monde et toi
63
de l’ immense trou du ciel tombe
une parole sur la terre
une pierre dans l’ ombre
64
errant de par le monde
on l’ a cru revenu tout vêtu de soleil
il ne l’ était que de vos regards
65
barque légère au large du Cap Horn
son corps a essuyé les grains
sa vie est un combat de destins emmêlés
66
comment après ça supporter
les eaux si calmes aux rivages tranquilles
67
derrière ton sourire de cerise noire
qui sait les monstres qui s’ agitent
ce ballet de bave et de sang
68
comment survivre différent
et cependant toujours le même
69
dans ta bouche le jour point
traînant son poids d’ obscurités
ce sont tes mots
70
tel l’ Idiot revenu de Chine
si tu veux connaître les hommes
(au risque d’ en désespérer)
regarde le doigt qui te montre la lune
71
toujours partant pour nulle part
rassuré de n’ y pas parvenir
72
tu te souviens de l’ avenir
de cette graine en toi
qui ne germera pas
73
tous ces mots autour de ta tête
leurs orbites des barbelés
déchirent le ciel de tes oreilles
1
η μέλισσα αποφεύγει τη σκιά
άρα το μέλι δεν θα είναι αρωματικό
όπως στον ήλιο;
2
η μέθη της νύχτας
αξίζει ευρέως
το θάμπωμα της ημέρας
3
πόλη κάτω από τον ήλιο
οι κλεφτές σκιές
τα λένε ανέμελα
4
στην ύπαιθρο με χαμηλό ήλιο
το χέρι μου στο παράθυρο
το τρένο εξαφανίζεται
5
σε κάθε στιγμή ο έρωτας
σε κάθε στιγμή ο κεραυνός
σ’ όλες τις θνήσκουσες αυτές στιγμές
6
εύθραυστη ομίχλη του χειμώνα
σφοδρή πνοή της άνοιξης
χέρι φονιάς του καλοκαιριού
καμένη γλώσσα του φθινοπώρου
7
το ποίημα λέει στον τυφλό
γι’ αυτό που ο ποιητής
δεν βλέπει
8
τον Σεπτέμβριο δύο χιλιάδες ένα
το γάλα του αιώνα
ξίνισε
9
ανάμεσα στο αθάνατο και τον θάνατο
πορεύεται ο καθένας μας
ένα γράμμα δεν κάνει τη διαφορά
10
η βροχή συνομιλεί με τη στέγη
ο ήλιος χορεύει τις κουρτίνες
άνετη κενότητα του καθημερινού
11
μπροστά στη θάλασσα
μια κατακρήμνιση
εύθρυπτου λόγου
12
πάνω στον άσπρο ουρανό
η καρικατούρα
ενός μεγάλου μαύρου πεύκου
13
το σώμα επιπλέοντας
(η ζωή)
σαν μαχαιριά στο νερό
14
στο αλκοόλ τ’ ουρανού
το παγάκι του φεγγαριού
άυπνη μέθη
15
τίποτα δεν πεθαίνει
όλα ξαναγεννιούνται
ακόμα και η απελπισία
16
τα όνειρα μας
καταδικασμένα να είναι μόνον όνειρα
οι ποδοπέδες της νύχτας
17
δεν θα ξέραμε πώς να κρεμάσουμε ένα ζωντανό πουλί
το φτέρωμα του θανάτου μετράει λίγο
σε σχέση με τις φτερούγες
18
ο χρόνος είναι ένα χέρι που ανοιγοκλείνει
όπως η αγάπη που μας
γεννά και μας καταστρέφει
19
η σιωπή τακτοποιεί τα παντοφλάκια της
ο χρόνος οπισθοβατεί
προς το βασίλειο της πλήξης
20
μέσα στο βλέμμα του βρέφους
η τρομερή γνώση αυτού που υπήρξε
προτού να γίνει μόνο αυτό που είναι
21
ένοχοι για αυτό που κάναμε
αναμφιβόλως
υπεύθυνοι για αυτό που δεν κάναμε
στα σίγουρα
22
φέρεις μαζί σου τόσο πολύ παρελθόν
από ζωές αβίωτες και πώς πια να μην
υποφέρεις από αυτό που αγνοείς
23
η μητέρα σου έφτιαξε το σώμα σου
ο πατέρας σου σού το δίδαξε
τίποτα το θαυμάσιο έκτοτε
από το να ζεις και να εκπλήσσεσαι
24
θα ήθελα να μην είμαι ο εαυτός μου
(θα ήθελα άραγε να είμαι ο εαυτός μου;)
25
η θάλασσα
αυτό το ποίημα που δεν θα γράψουμε ποτέ
οι λέξεις δεν πατάνε εκεί
26
η γλώσσα ζυγίζει στο στόμα
πάρα πολύ κρέας ανάμεσα στα δόντια
κι έχεις να πεις τόσο λίγα
27
να πούμε για το πένθος των νεκρών φύλλων
με λέξεις που δεν θα ξαναειπωθούν στη γλώσσα
28
ο χρόνος δεν υπάρχει
πώς να γερνάμε
υπ’ αυτές τις συνθήκες
29
πάντοτε αλλού και πάντα εκεί
και ταυτόχρονα
εν συντομία
30
απόγευμα Κυριακής του νεκροταφείου
στη μέση μιας αβέβαιης άνοιξης
31
τα άλογα της οργής
διαπερνούν την ομίχλη
32
η νύχτα
η αφάνταστη ομορφιά
της σκοτεινότητάς της
33
το φυτόχωμα που σου διηγούμαι
είναι εκείνο των λόγων μου
όχι εκείνο που πατάς
34
να πεθαίνεις
όπως πρέπει η ζάχαρη να νιώθει
όταν λιώνει στον καφέ
35
ξεχασμένα στη σκόνη
των ερειπίων
τα τούβλα της μνήμης
36
πάνω στο κύμα του χρόνου
αρμενίζοντας το ιστιοφόρο
εμπιστεύεται τον άνεμο
37
η λέξη μου κρέμεται από ένα νήμα αράχνης που το παραμικρό ρεύμα του αέρα θα το κάνει να πέσει
38
μόλις ανασηκώνει τον κώλο του
το παγώνι
σκορπάει χίλια χρώματα στον ουρανό
39
ο Μαύρος Άγγελος στο σταυροδρόμι μαζεύει τους γεμάτους θλίψεις
σκουπιδοτενεκέδες
40
αυτά τα χέρια των νεκρών φύλλων τσαλακωμένων από στοιβαγμένα φθινόπωρα ακουμπημένων στο έδαφος
41
αγγίζοντας την άκρη σου
το δέρμα μου από ζαρωμένο λινό προσβάλλει τους καθρέφτες
42
από την πρώτη αρχή
καταπατάμε κρανία
περπατάμε πάνω σε κραυγές
τεράστιο νεκροταφείο η γη
43
πάνω από τα χαλάσματα
το σάλιο των πεθαμένων
το εκχύλισμά μας
44
στήλες σαρκός πάνω από τα βιβλία μας
πάνω στο πέτρινο μέτωπό μας
τα ονόματα όλων των ξεχασμένων
45
ο ουρανός φτύνει πάνω μας
ένα φως που μας αποτεφρώνει
46
μπορείς πάντα να γράφεις στον ήλιο
το μελάνι σου είναι μαύρο
47
αναζητάς ψηλαφιστά μέσα στην Ιστορία
τη δική σου ιστορία
(είναι τάχα τόσο δική σου;)
48
αν κατέχεις την αλήθεια
σημαίνει ότι της έχεις φορέσει χειροπέδες
49
όπως είσαι ζωντανός μόνο όταν ζεις
είσαι και ο εαυτός σου μόνο όταν
απαρνείσαι να γίνεις ο εαυτός σου
50
δεν είναι ο χρόνος που περνά
εσύ είσαι που διαφεύγεις από ένα
ένα αιώνιο παρόν
51
«εδώ και τώρα»
είναι παντού
και πάντα
52
η μέρα ρίχνει τα κουρέλια των ονείρων σου
στη μεγάλη σακούλα με τ’ άπλυτα της νύχτας
53
απομένει πάντα ένα κομματάκι του ορίζοντα
όπου τα μάτια σου δεν έφτασαν
(κι είναι αυτό που ψάχνεις)
54
τη νύχτα γεμίζει τον κάδο των αναμνήσεων
χαράματα τον αδειάζει
στην αμνησιακή χωματερή του κόσμου
55
Ο σπινθηροβόλος μαρμαρυγίας ενός βλέμματος καίει σαν φακός
56
αυτές οι ερωτικές λέξεις που μπαινοβγαίνουν στο στόμα σου
ίσως να σε γεννήσουν
57
ανάμεσα στις λέξεις μια μέδουσα της σιωπής που την ανακινεί η αίσθηση μέσα στ’ αντίθετα ρεύματά της
58
οι λέξεις
βότσαλα φτυσμένα
στην άφωνη θάλασσα
59
η φλόγα δεν φωτίζει το σκοτάδι
του κάνει μόνο τρύπες
60
ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο το γαϊδουράγκαθο της σιωπής
αλίμονό σου που τολμάς να ματώνεις
61
κύματα μέσα στη νύχτα
θραύουν την ψυχή
κραυγές βοτσάλων
62
νοσταλγία
ένα προστατευμένο βλέφαρο
ανάμεσα από σένα και τον κόσμο
63
από την τεράστια τρύπα τ’ ουρανού πέφτει μια λέξη στη γη
μια πέτρα στη σκιά
64
περιπλανώμενος στον κόσμο
γύρισε κι έμοιαζε ηλιοντυμένος
αλλ’ αυτό συνέβαινε μόνο στο βλέμμα σας
65
ελαφριά βάρκα ανοιχτά του Cap Horn
το σώμα της μέσα στις φουρτούνες
η ζωή της μια μάχη μπερδεμένων πεπρωμένων
66
πώς να υποφέρουν μετά από αυτό
τα τόσο ήρεμα νερά στις ήσυχες ακτές
67
πίσω από το μαύρο κερασένιο χαμόγελό σου
ποιος ξέρει τα τέρατα που κουνιούνται αυτό το μπαλέτο από σάλια και αίμα
68
πως να επιβιώσεις διαφορετικά
και εν τούτοις πάντα το ίδιο
69
μέσα στο στόμα σου η ανατολή
σύροντας το βάρος του σκοταδιού
αυτά είναι τα λόγια σου
70
όπως ο Ηλίθιος επιστρέφοντας από την Κίνα
αν θέλεις να γνωρίσεις τους ανθρώπους (με τον κίνδυνο ν’ απελπιστείς γι’ αυτό) κοίτα το δάχτυλο που σου δείχνει το φεγγάρι
71
πάντοτε αναχωρώντας για το πουθενά βέβαιος ότι δεν θα το προσεγγίσει
72
θυμάσαι το μέλλον
αυτόν τον σπόρο μέσα σου
που δεν θα βλαστήσει
73
όλες αυτές οι λέξεις γύρω από το κεφάλι σου
οι τροχιές από συρματοπλέγματα
σκίζουν τον ουρανό των αυτιών σου
Ο Μαρκ Ντελούζ γεννήθηκε στο Παρίσι και σήμερα ζει μεταξύ Μονμάρτης και Φεκάμ. Ποιητής, πεζογράφος και ταξιδευτής. Πρώτη του συλλογή ήταν οι Αναμνήσεις από το σπίτι των λέξεων (1971). Μαζί με την Ντανιέλ Φουρνιέ το 1982 δημιούργησε την ένωση «Ποιητικές αυλές». Συνιδρυτής και σύμβουλος όλα τα χρόνια του φεστιβάλ «Φωνές της Μεσογείου» στη Λοντέβ. Εμψύχωσε το φεστιβάλ «Το 18ο, ένα ποίημα» στο Παρίσι για μια εικοσαετία. Λογοτεχνικός επίσης σύμβουλος του φεστιβάλ C’Mouvoir (Cantal). Διοργανώνει συναυλίες-αναγνώσεις με μουσικούς και καλλιτέχνες από τις χώρες στις οποίες προσκαλείται. Έχει στο ενεργητικό του περίπου 40 βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θέατρο, καλλιτεχνικά. Τελευταίες δημοσιεύσεις: Είναι ο κόσμος που μιλάει (πεζό, 2007), 14975 ημέρες ανάμεσα (2012), Το πέρασμα του ανέμου (2012), Η εφεύρεση του τοπίου (2015), Χρονικά του Πυρέν (μυθιστόρημα, 2016), Μικρά ποιήματα, σχεδόν χάικου (2018), Από τη βραχόφυτη μνήμη (2020) Μάιος ’68, όσο το δυνατόν μακριά (θέατρο, 2021).
