Ποιοι γράφουν σήμερα κριτικογραφήματα (σκέψεις, ερμηνείες, παρουσιάσεις…) για τη λογοτεχνία; Και ποιοι διαβάζουν τις απόψεις που δημοσιεύονται σε μια πανσπερμία φωνών και καταθέσεων; Αυτές οι δύο πλευρές του νομίσματος μπορεί ίσως να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε γιατί (δεν) υπάρχει κριτική ή γιατί αυτή (δεν) έχει βαρύτητα.
Κείμενα περί κειμένων (ή συχνά περί συγγραφέων) γράφουν άλλοι λογοτέχνες, φίλοι δημιουργών, τους οποίους οι τελευταίοι καλούν σε δημόσιες παρουσιάσεις (γιατροί, δικηγόροι, ξέρετε εσείς!), ιστολόγοι, ιδιοκτήτες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σχολιαστές, πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ κ.λπ. Και μέσα σ’ αυτόν τον «δημοκρατικό» ορυμαγδό, γράφουν και λίγοι –ελάχιστοι μάλλον– αμιγείς κριτικοί, που παρακολουθούν τακτικά την τρέχουσα παραγωγή και με συστηματικό τρόπο τη χαρτογραφούν και την κρίνουν.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, για ποιους γράφουν όλοι αυτοί και ποιοι τους διαβάζουν; Γνώμη μου είναι –κι ελπίζω να σφάλλω– ότι όλα αυτά τα διαβάζουν, από ιδιοτελές ενδιαφέρον, οι συγγραφείς και οι φίλοι τους, οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες, οι άνθρωποι δηλαδή γύρω από το βιβλίο, μάλλον κι οι φίλοι των κριτικογραφούντων, α, και ελάχιστοι από το ευρύ πλήθος των αναγνωστών ή των δυνάμει αναγνωστών. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης είναι οι κριτικογράφοι να απευθύνονται υποσυνείδητα στον συγγραφέα και τον κύκλο του ή στον δικό τους κύκλο. Σ’ αυτήν τη λοξή κατεύθυνση στρέφονται συχνά κι οι ίδιοι οι βιβλιοκριτικοί, που μιλάνε εφήμερα, ναρκισσιστικά και σε μια υπόρρητη συναλλαγή με τον λογοτέχνη. Ακόμα χειρότερα, αν τον ξέρουν και τους ξέρει, αν –στο μικρό χωριό που λέγεται «Ελλάδα»– υπάρχουν αλληλεξαρτήσεις, «πολλές κινήσεις κι ομιλίες», διαπροσωπικές επαφές και δημοσιοσχετίστικες φιλοφρονήσεις όχι μόνο με δημιουργούς αλλά και με εκδότες, τότε η γραφή τους έχει έντονα διπλωματικό τόνο.
Σ’ αυτό συντείνουν και δυο κυρίαρχες απόψεις, είτε ως αιτία είτε ως άλλοθι. Αφενός, η σύγχρονη (μετα)στροφή που παρατηρείται, από την αξιολογική κριτική τού εν εξελίξει Κανόνα στην πολιτισμική ευρυχωρία της Παράδοσης, που καλύπτει πολλά κείμενα, τα οποία αναδεικνύουν τάσεις, αντανακλούν την κοινωνία, φωτίζουν παθογένειες κ.ά., ασχέτως αν η λογοτεχνικότητά τους είναι υψηλή. Αφετέρου, η προσκόλληση στον συγγραφέα κι όχι στο κείμενο οδηγεί στην εξάρτηση από τον άξονα «άνθρωπος», πάνω στον οποίο εξετάζονται χλωρά και ξερά κλαδιά που αναφύονται από τον κορμό του.
Προφανώς δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις στο τι πάει καλά και τι όχι στην κριτική (και γενικότερα στη σχέση μας με τη λογοτεχνία). Είναι ο εμπειρισμός που θεωρείται αυτόνομη σκέψη; Είναι τα κριτήρια και οι βλέψεις του καθενός; Είναι οι σχέσεις και οι υπονοούμενες φιλοδοξίες; Είναι η μερική παιδεία ή/και η έλλειψη της ευρύτερης μόρφωσης; Είναι ένας κύκλος γνωστών που καθορίζουν τις εξελίξεις; Θα μιλήσω, λοιπόν, μόνο για την προσωπική μου στάση και κριτική δεοντολογία, με βάση την οποία –άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε υποσυνείδητα– γράφω τις κριτικές μου.
Όταν το κριτικό ένστικτο υποψιαστεί κι αργότερα πιστοποιήσει ότι ένα βιβλίο αξίζει, η έγνοια μου είναι να τεκμηριώσω το γιατί και συνάμα να διερευνήσω την ή τις πιθανές ερμηνείες του. Μια αναγκαία παρένθεση: δεν πιστεύω ότι το ένστικτο είναι έμφυτο ή αναπτύσσεται από μια σειρά εκατοντάδων ή χιλιάδων αναγνωσμάτων, αν και φυσικά η προσέγγιση της ίδιας της λογοτεχνίας μάς θωρακίζει με σκέψεις και εμπειρίες, που μας κάνουν πιο κριτικούς. Είναι επιπλέον οξυμμένο από τη θεωρία της λογοτεχνίας, από τις μελέτες εκατοντάδων πριν από εμάς μελετητών, που είδαν, επεξεργάστηκαν, απέδειξαν έννοιες και θεωρήσεις, οι οποίες έρχονται ως ερμηνευτική και επιστημονική παρακαταθήκη να μας δείξουν ότι δεν ανακαλύπτουμε κάθε μέρα την Αμερική, αλλά και να μας ωθήσουν να δούμε περαιτέρω το μαγικό μυστήριο της τέχνης.
Γράφω, λοιπόν, την εκάστοτε κριτική μου, για να ανακαλύψω πρώτος εγώ το βαθύτερο υπόστρωμα κάθε έργου. Αυτό χτίζεται πάνω σε έναν (συνήθως) βασικό άξονα και γι’ αυτό πιστεύω ότι η κριτική δεν είναι μια σειρά επάλληλων διαπιστώσεων, η μία μετά την άλλη, σαν κουρελού ποικίλων χρωμάτων, σαν λίστα σκέψεων, που χτυπάνε σκόρπια το κείμενο. Γι’ αυτό η κριτική μου λαμβάνει στο μυαλό μου τη μορφή ενός συλλογισμού, που συνδέει ποικίλα στοιχεία (αφήγηση, γλώσσα, ιδεολογία, χαρακτήρες, κοινωνικοπολιτικά και ψυχολογικά δεδομένα κ.ά.) ώστε να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα. Εφόσον μιλάμε για ένα οργανικό σύνολο, όπως είναι ένα μυθιστόρημα ή ένα πεδίο κοινών συνιστωσών, όπως μια συλλογή διηγημάτων, οφείλουμε κι εμείς ως κριτικοί να μην πυροβολούμε τα πουλιά στο σύρμα, αλλά να κατευθύνουμε τα βόλια μας στο όπως-το-καταλαβαίνουμε-εμείς κέντρο του έργου, πάνω στο οποίο συγκλίνουν όλα τα επιμέρους σημεία.
Με αυτό το σκεπτικό, τα περισσότερα κείμενα για την τρέχουσα βιβλιοπαραγωγή είναι παρουσιάσεις κι όχι βιβλιοκρισίες, αφού μένουν στη συγκόλληση αναγνωστικών σκέψεων και δεν προχωράνε σε μια συλλογιστική πορεία ανάλυσης. Αυτή η πορεία, όπως προείπα, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο μιας εμπειρικής ανάγνωσης, έστω κι ενδυναμωμένης από την πείρα ετών, αλλά μια δι-υποκειμενική σκοπιά, «αλχημιστικό» μίγμα προσωπικών σκέψεων και απόψεων άλλων, κριτικών αντιλήψεων, θεωριών, εξωλογοτεχνικών παραμέτρων αλλά και αισθητικών κριτηρίων.
Ελάχιστοι από τους κριτικούς της πρωτογενούς κριτικής έχουν σπουδάσει το αντικείμενο, αλλά πολλοί έχουν εμπλουτίσει τη σκέψη τους με θεωρητικά εργαλεία, γιατί αντιλαμβάνονται πως χρειάζεται να ενισχύσουν, χωρίς να το στομώσουν, το αναγνωστικό τους ένστικτο. Για να μην αναφερθώ, όμως, στους εν ενεργεία κριτικούς, επισημαίνω ότι εκτιμώ την κριτική ευστοχία του Δημοσθένη Κούρτοβικ, τη στιβαρή πολύπλευρη σκέψη της Τιτίκας Δημητρούλια και πρόσφατα ανακάλυψα τη γλωσσική μαγεία του Κωστή Παπαγιώργη.
Γράφω για το μέλλον κι όχι για το παρόν. Δηλαδή δεν έχω στον νου μου ευθέως τον σημερινό αναγνώστη, που δεν ξέρω καν αν με διαβάζει ή με λαμβάνει υπόψη του. Προσπαθώ –κάτι που έρχεται σαν μακρινός απόηχος από μέσα μου– να μιλήσω για τα βιβλία που θα αντέξουν στο μέλλον κι έτσι μαζί τους θα παρασύρουν και την κριτική μου ως επίκαιρη αλλά και διαχρονική ματιά στους προβληματισμούς τους. Επομένως, με αυτό και μόνο το κριτήριο, δύσκολα γράφω πλήρως αρνητικές κριτικές, αφού αυτό θα συνέβαινε μόνο αν το έργο έχει φιλοδοξίες αλλά αστοχεί (να εξηγήσω, λοιπόν, γιατί) ή αν έχει εγκωμιαστεί υπέρμετρα (ενώ εγώ το κρίνω υπερτιμημένο για την προοπτική του μελλοντικού Κανόνα).
Η κριτική δεν είναι διαφήμιση. Δεν είναι ημερολογιακές σκέψεις ανάγνωσης. Δεν είναι βιογραφισμός. Δεν είναι like ή dislike. Δεν είναι σπρώξιμο στον φίλο συγγραφέα. Δεν είναι εκδούλευση στον φίλο εκδότη. Δεν είναι επίδειξη γνώσεων… Ελπίζω με όσα έγραψα, να άγγιξα λίγο το τι είναι.